Του
Προχθές το βράδυ ήμουν ράκος, σωματικά
και ψυχικά. Σαν να είχα σκάψει ένα νταμάρι ένιωθα, κι όσους βράχους και
χώματα είχα εξορύξει να είχαν πέσει πάνω μου, να με πλακώσουν.
Αφόρητο συναίσθημα αλλά εντελώς
αναμενόμενο αν λογαριάσεις ότι επί δεκάξι ολόκληρες ώρες τσακωνόμουν.
Απαντούσα δια ζώσης και διαδικτυακώς σε επιθέσεις πάσης φύσεως και από
πάσα κατεύθυνση, οι οποίες έθιγαν τα πιστεύω μου, αμφισβητούσαν τις
καλές προθέσεις μου, χτύπαγαν -οι φαρμακερότερες- τα αδύνατα σημεία μου…
Χύμαγα κι εγώ για να πάρω το αίμα μου πίσω, ίσως και λίγο από το αίμα
των αντιπάλων μου, που είχαν υπάρξει άλλοτε αδελφικοί μου φίλοι κι
άλλοτε άνθρωποι τελείως άγνωστοί μου. Επόμενο ήταν στο τέλος της μέρας
να καταρρεύσω. Δεν είχα κανένα μαυρισμένο μάτι. Είχα όμως μαυρισμένη
ψυχή...
Το εξωφρενικότερο δεν είναι ότι εγώ
πλακωνόμουν με όλους εκείνους. Το εξωφρενικότερο είναι ότι όλοι εκείνοι
πλακώνονταν με τέτοιο μένος επί τόσες ώρες μαζί μου. Και μεταξύ τους,
εννοείται. Σάμπως δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Σάμπως να είχαν
μόλις βγάλει από τις θήκες τους μαχαίρια που ακονίζαν επί μια ζωή.
Αμφισβητώ ότι η Ελλάδα βρίσκεται στα
πρόθυρα του εμφυλίου. Ο εμφύλιος -πιστεύω- προϋποθέτει δύο τουλάχιστον
συγκροτημένες παρατάξεις, οι οποίες να διαθέτουν συγκεκριμένο σχέδιο όχι
απλώς για την εξόντωση του εχθρού αλλά και για τη διαχείριση της τυχόν
νίκης τους. Ο εμφύλιος είναι πόλεμος. Εμείς -εάν, ο μη γένοιτο, μας
μοίραζαν όπλα- δεν θα πολεμούσαμε. Θα αλληλοσφαζόμασταν, σχεδόν στα
τυφλά.
«Στα τυφλά; Μα τι μας λες;» θα
αγανακτήσετε. «Εδώ διακυβεύεται το μέλλον της πατρίδας μας! Εδώ
συγκρούονται ιδεολογίες -ο φιλελευθερισμός, ο κρατικισμός, ο
νεοναζισμός-, αξιακά συστήματα, τρόποι ζωής... Εδώ παίζεται το πώς θα
βγούμε και το εάν θα βγούμε ποτέ από την κρίση!»
Τίποτα από τα παραπάνω δεν αρνούμαι.
Ούτε θα προσδοκούσα -ούτε θα επιθυμούσα καν- από μια κοινωνία, που εδώ
και τριάμισι χρόνια περνάει δια πυρός και σιδήρου, να διαθέτει ολύμπια
ψυχραιμία, να ομονοεί έστω και στα βασικά. Προφανώς οι δικές μου
πεποιθήσεις ηχούν εξωπραγματικές ή και ανάλγητες στα αυτιά ενός
παθιασμένου Συριζαίου. Προφανέστερα το όραμα της Χρυσής Αυγής θα ήταν
και για τον Συριζαίο και για μένα εντελώς αβίωτο.
Πέρα κι επάνω όμως από τις ιδέες και τα
οράματα στέκονται οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που -και στις χειρότερες
στιγμές τους- αξίζουν ασυγκρίτως περισσότερο απ’ τις κοσμοθεωρίες τις
οποίες διακινούν.
Ο σημερινός παθιασμένος Συριζαίος είναι ο
συμφοιτητής μου, με τον οποίον έχουμε μοιραστεί αμέτρητους καφέδες κι
ακόμα περισσότερες συζητήσεις και πλάκες. Ο σημερινός Χρυσαυγίτης είναι ο
φιλαράκος μου απ’ τον στρατό, ο οποίος έγινε για μένα, κατά τις
εβδομάδες της βασικής μας εκπαίδευσης, το παράθυρο σε έναν κόσμο που
μέχρι τότε αγνοούσα. Σε έναν κόσμο με λασποχώρια, σκυλάδικα στη μέση του
κάμπου, βάναυσους γονείς και παιδιά γεννημένα -υποτίθεται- για πολύ
χαμηλές πτήσεις.
Θα συγκρουστώ με τις απόψεις τους αλλά
όχι με τους ίδιους. Θα καταδείξω όσο πιο νηφάλια μπορώ το έωλο, το
ανερμάτιστο, το απάνθρωπο ενίοτε που ζητωκραυγάζουν. Ακόμα όμως και αν
δεν καταφέρω να τους αλλάξω μυαλά, δεν θα σκεφτώ ούτε για μια στιγμή να
τους πάρω τα κεφάλια. Πολλώ δε μάλλον δεν θα χρησιμοποιήσω τις πολιτικές
μας αντιθέσεις ως άλλοθι για ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών.
(Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα κατά τον
Εμφύλιο -σε ετούτο συμφωνούν πλέον όλοι σχεδόν οι ιστορικοί- δεν
τροφοδοτήθηκαν τόσο από ιδεολογικές όσο από οικογενειακές, περιουσιακές,
ακόμα και ερωτικές αντιθέσεις. Σου είχε καταπατήσει ο Χίτης το χωράφι;
Προσχωρούσες στην ΟΠΛΑ και έστρεφες εναντίον του το τιμωρό της χέρι… Σου
είχε φάει ο Ελασίτης την γκόμενα; Του έκοβες εσύ, ο Ταγματασφαλίτης, το
λαρύγγι…)
Σε μία τερατώδη εποχή όπως αυτή που
ζούμε, ο μέγας κίνδυνος είναι -βγαίνοντας κάθε τόσο εκτός εαυτού- να
χάσουμε στο τέλος τον εαυτό μας. Να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και να
αντικρίζουμε πλέον μια παραμορφωμένη φάτσα, με μόνιμα εξογκωμένες φλέβες
και με γουρλωμένα μάτια. Να κοιτάζουμε την απέναντί μας και αντί να μας
συνεπαίρνουν τα θηλυκά της θέλγητρα, να ξεχειλίζουμε από μίσος για τις
στρεβλές, κατά τη γνώμη μας, ιδέες της. Να λαχταρούμε όχι να τη
φιλήσουμε μα να τη χαστουκίσουμε.
«Καλώς όρισες στον πλανήτη Γη!» θα
σαρκάσουν οι πιο ρεαλιστές. «Homo hominis lupus. Ο άνθρωπος για τον
άνθρωπο είναι -έτσι κι αλλιώς- λύκος. Σου χρειάστηκαν σαρανταεπτά χρόνια
για να το συνειδητοποιήσεις…»
Ε λοιπόν, όχι! Κι άλλα τόσα χρόνια αν
ζήσω, κι άλλες τόσες -και περισσότερες ακόμα- αποχρώσες ενδείξεις αν μου
δώσει η ζωή, εγώ ποτέ δεν θα δεχθώ πως οι άνθρωποι είναι λύκοι. Απλοϊκά
ίσως, ρομαντικά ενδεχομένως, θα επιμένω να πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι
είναι πρώην παιδιά. Θα προσπαθώ να ανακαλύψω στον καθέναν το παιδί που
κρύβει μέσα του.
Στο πανηγύρι της μοχθηρίας αρνούμαι
πλέον κατηγορηματικά να συμμετάσχω. Απ’ τον χορό των τεράτων αρνούμαι να
παρασυρθώ. Στον καταιγισμό των εκατέρωθεν πυρών που ολοένα και
πυκνώνει, εγώ σηκώνω λευκή σημαία. Λάθος. Σηκώνω την κοινή μας
γαλανόλευκη σημαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου