Εἶπε καὶ αὐτοῦ τὴν ἄφησε κι ἐπῆγε στὲς φυσοῦνες,
στὸ πῦρ τὲς στρέφει καὶ γοργὰ νὰ ἐργάζωνται προστάζει.
Φυσοῦνες εἴκοσι φυσοῦν στὲς κάψες τους καὶ βγάζουν
εὐκολοφύσητην πνοὴν σφοδρὴν ἢ μετρημένην,
πότε μὲ βιὰ πότε σιγὰ νὰ ὑπηρετοῦν, ὡς θέλει
ὁ ῞Ηφαιστος, ὥστ’ εὔκολα τὸ ἔργον νὰ τελειώση·
σκληρὸν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι
καὶ ἀσήμι βάζει στὴν φωτιὰ, κατόπιν μέγ’ ἀμόνι
εἰς τὸν κορμὸν τοποθετεῖ καὶ στὸ δεξί του χέρι
στὸ πῦρ τὲς στρέφει καὶ γοργὰ νὰ ἐργάζωνται προστάζει.
Φυσοῦνες εἴκοσι φυσοῦν στὲς κάψες τους καὶ βγάζουν
εὐκολοφύσητην πνοὴν σφοδρὴν ἢ μετρημένην,
πότε μὲ βιὰ πότε σιγὰ νὰ ὑπηρετοῦν, ὡς θέλει
ὁ ῞Ηφαιστος, ὥστ’ εὔκολα τὸ ἔργον νὰ τελειώση·
σκληρὸν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι
καὶ ἀσήμι βάζει στὴν φωτιὰ, κατόπιν μέγ’ ἀμόνι
εἰς τὸν κορμὸν τοποθετεῖ καὶ στὸ δεξί του χέρι