Νικηταρά –Νικηταρά
Πού ᾽χεις στα πόδια σου φτερά
και στην καρδιά ατσάλι.
Ο Νικηταράς ήταν Αρκάς. Γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης το 1782 και πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας.
Η μητέρα του Σοφία Καρούτσου ήταν αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη. Ο Νικηταράς λοιπόν ήταν ανιψιός του Γέρου του Μωριά. Κατά
μία άλλη εκδοχή, ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα
Μεσσηνίας, ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταΰγετου, προς την μεριά
του Μιστρά, 25 περίπου χιλιόμετρα από την Καλαμάτα. Έτσι κι αλλιώς, τα
παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του πατέρα του, στο χωριό
Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας της επαρχίας Μεγαλουπόλεως, του Νομού
Αρκαδίας. Εντεκάχρονος, βγήκε στο αρματολίκι ακολουθώντας τον πατέρα
του. Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά
Μπαρμπιτσιώτη. Κοντά του έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης,
ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός,
μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο. Η αλληλοεκτίμηση
και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά,
οδήγησαν τελικά στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα.
Το 1805, στο μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών, ο πατέρας του σκοτώθηκε
από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο. Έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την είπε με δύο λόγια. « Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή και άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: « Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά ».