Γιος του θεού Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης (κόρης του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα και εγγονή του Θεσσαλού θεού-ποταμού Πηνειού).
Μια μέρα που η Κυρήνη κυνηγούσε σε κάποια κοιλάδα του Πηλίου, ο Απόλλωνας την είδε, την ερωτεύθηκε, την άρπαξε επάνω στο χρυσό άρμα του και την πήγε ως την Λιβύη. Καρπός του ερωτά τους ήταν ο Αρισταίος.
Όταν γεννήθηκε το παιδί, ο Απόλλωνας τον εμπιστεύτηκε στην προγιαγιά του την Γαία, τις Ώρες και τις Μούσες. Μεγαλώνοντας, ο Αρισταίος διδάχθηκε από τις Μούσες την καλλιέργεια του αμπελιού και την μελισσοκομία. Οι Μούσες του εμπιστεύτηκαν επίσης και τα κοπάδια των προβάτων τους που έβοσκαν στην πεδιάδα της Φθίας στη Θεσσαλία.
Μια μέρα που η Κυρήνη κυνηγούσε σε κάποια κοιλάδα του Πηλίου, ο Απόλλωνας την είδε, την ερωτεύθηκε, την άρπαξε επάνω στο χρυσό άρμα του και την πήγε ως την Λιβύη. Καρπός του ερωτά τους ήταν ο Αρισταίος.
Όταν γεννήθηκε το παιδί, ο Απόλλωνας τον εμπιστεύτηκε στην προγιαγιά του την Γαία, τις Ώρες και τις Μούσες. Μεγαλώνοντας, ο Αρισταίος διδάχθηκε από τις Μούσες την καλλιέργεια του αμπελιού και την μελισσοκομία. Οι Μούσες του εμπιστεύτηκαν επίσης και τα κοπάδια των προβάτων τους που έβοσκαν στην πεδιάδα της Φθίας στη Θεσσαλία.