Όταν σκέφτομαι τα βήματά σου, εκείνα τα σταθερά και συνάμα απελπισμένα καθώς τα φαντάζομαι μέσα στην δίνη του αναπόφευκτου του τέλους. Τα βήματά σου τα μετρημένα που καλά ήξερες πού σε οδηγούσαν...
Κλήθηκες να παραλάβεις μια χαμένη αυτοκρατορία. Μια αυτοκρατορία μόνο κατ'όνομα, ούτε βασίλειο δεν ήταν πια.
Πού να βασιλέψεις; Σ'αυτήν την πόλη με τα ρημαγμένα τείχη;
(στο τίποτε είν'το βασίλειό σου, στο πουθενά είναι ο θρόνος σου.)
Τι σκήπτρο κρατάς, τι στέμμα έχεις στην κεφαλή, τι χρώμα πορφυρό έχει ο μανδύας σου, πώς είσαι ενδεδυμένος Βασιλέα;
(σκούρο, πιο σκούρο πορφυρό λες κι είναι μαύρο αίμα)
Τίποτε δεν σε τυλίγει εκτός από μια ατέλειωτη νύχτα, μανδύας ολοκέντητος με ελπίδες δεν υπάρχει, το υφάδι του είναι η οδύνη και το στημόνι η απελπισία.
Μόνος να μένεις, ισχνή φιγούρα σε θωρώ στητό να βαδίζεις διαβάτη της σκοτεινιάς και του θανάτου στο δύσβατο το μονοπάτι απαρέγκλιτα.