Απαγορεύεται η μείωση του ποσοστού αναπηρίας, (όπως έχει
προσδιοριστεί με απόφαση της πρωτοβάθμιας) από τη δευτεροβάθμια
υγειονομική επιτροπή του ΙΚΑ.
Αυτό έκρινε με την υπ΄ αριθμ. 29/2017 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαιώνοντας 58χρόνη ασφαλισμένη στο ΙΚΑ και το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ.
Αυτό έκρινε με την υπ΄ αριθμ. 29/2017 απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας δικαιώνοντας 58χρόνη ασφαλισμένη στο ΙΚΑ και το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ.
Μια γυναίκα ως υπάλληλος υπέβαλε αίτηση για να λάβει
σύνταξη και παραπέμφθηκε στην πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή η οποία
γνωμάτευσε ότι έπασχε από «ασφυοισχιαλγία επί εδάφους εκφυλιστικής
σπονδυλοπάθειας και νευρωσικές εκδηλώσεις» και προσδιορίστηκε το ποσοστό
της βλάβης της (αναπηρίας της) σε 50%.
Στη συνέχεια η ίδια προσέφυγε στην δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή ελπίζοντας ότι θα τις έδινε μεγαλύτερο ποσοστό αναπηρίας από αυτό του 50%.
Όμως, η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή αποφάνθηκε ότι έπασχε από «εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ( ΑΟΜΣΣ)» και από «αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις».
Έτσι, προσδιόρισε το ποσοστό της βλάβης της (αναπηρίας της) σε 25%, από το οποίο το 10% οφειλόταν σε ψυχιατρική πάθηση.
Κατόπιν αυτού η υπόθεση οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή «δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση» της υποψηφίας συνταξιούχου.
Συνεπώς, συνεχίζει η απόφαση του ΣτΕ, «όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. κατά γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως εν λόγω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει άλλωστε από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου».
Πέρα από αυτό, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, προβλέπεται η δυνατότητα του ασφαλιστικού οργανισμού να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου.
Επομένως, υπογραμμίζεται στην δικαστική απόφαση, «σε περίπτωση που η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, επιλαμβανόμενη προσφυγής μόνο του ασφαλισμένου, κρίνει ότι η ιατρική του αναπηρία πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της τελευταίας ως άνω επιτροπής και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου».
Διαφορετικά, καταλήγει η απόφαση του ΣτΕ, «αν δηλαδή κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο αυτό ή και σε χαμηλότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή, με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, που προσδιορίστηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή».
Στη συνέχεια η ίδια προσέφυγε στην δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή ελπίζοντας ότι θα τις έδινε μεγαλύτερο ποσοστό αναπηρίας από αυτό του 50%.
Όμως, η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή αποφάνθηκε ότι έπασχε από «εκφυλιστικού τύπου αλλοιώσεις της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης ( ΑΟΜΣΣ)» και από «αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις».
Έτσι, προσδιόρισε το ποσοστό της βλάβης της (αναπηρίας της) σε 25%, από το οποίο το 10% οφειλόταν σε ψυχιατρική πάθηση.
Κατόπιν αυτού η υπόθεση οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή «δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση» της υποψηφίας συνταξιούχου.
Συνεπώς, συνεχίζει η απόφαση του ΣτΕ, «όταν η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή κρίνει επί προσφυγής ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. κατά γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, η οποία (προσφυγή) δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση αυτού, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ρητή αντίθετη ρύθμιση στη νομοθεσία του ως εν λόγω Ιδρύματος, ούτε προκύπτει άλλωστε από τη νομοθεσία αυτή η δυνατότητα της δευτεροβάθμιας υγειονομικής επιτροπής να καταστήσει χειρότερη τη θέση του προσφεύγοντος ασφαλισμένου».
Πέρα από αυτό, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, προβλέπεται η δυνατότητα του ασφαλιστικού οργανισμού να ασκήσει προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου.
Επομένως, υπογραμμίζεται στην δικαστική απόφαση, «σε περίπτωση που η δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, επιλαμβανόμενη προσφυγής μόνο του ασφαλισμένου, κρίνει ότι η ιατρική του αναπηρία πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό υψηλότερο εκείνου που προσδιόρισε η πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή, θα δεχθεί την προσφυγή κατά της γνωματεύσεως της τελευταίας ως άνω επιτροπής και θα καθορίσει το κατά την κρίση της προσήκον ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου».
Διαφορετικά, καταλήγει η απόφαση του ΣτΕ, «αν δηλαδή κρίνει ότι η εν λόγω αναπηρία θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο αυτό ή και σε χαμηλότερο ποσοστό, θα απορρίψει την προσφυγή, με συνέπεια να οριστικοποιηθεί το ποσοστό της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου, που προσδιορίστηκε από την πρωτοβάθμια υγειονομική επιτροπή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου