Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Μετά την απαξίωση του υποθαλάσσιου ορυκτού πλούτου Νότια της Κρήτης τι πρέπει να γίνει

Των Η. Κονοφάγου, Ν. Λυγερού, Α. Φώσκολου

Στην Μνήμη της Αντιπεριφεριάρχου Ενέργειας Κρήτης ΒΙΡΓΙΝΙΑΣ ΜΑΝΑΣΑΚΗ που πάντα πίστευε στην ανάδειξη του υποθαλάσσιου oρυκτού πλούτου της Κρήτης.

Mε την πρώτη εικόνα μας υπενθυμίζουμε ότι στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 το Yπουργείο Eνέργειας προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό διεξαγωγής μη αποκλειστικών σεισμικών ερευνών σε μία τεράστια θαλάσσια περιοχή 220.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων του Ιονίου Πελάγους και Νότια της Κρήτης.




Σκοπός του Υπουργείου Ενέργειας ήταν η απόκτηση νέων γεωλογικών και γεωφυσικών πληροφοριών με αποκλειστικό στόχο την προσέλκυση επενδύσεων από Πετρελαϊκές Εταιρείες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Στον διαγωνισμό αυτό ανταποκρίθηκαν 8 μεγάλες εταιρείες με αντίστοιχες προσφορές εκτέλεσης δικτύου υποθαλάσιων σεισμικών καταγραφών δύο διαστάσεων. Μετά από αξιολόγηση οι εργασίες των σεισμικών αυτών καταγραφών ανατέθηκαν σε μία και μοναδική εταιρεία την Νορβηγική PGS.




Με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης εκτέλεσης των σεισμικών καταγραφών διαπιστώθηκε οικονομική αδυναμία της Νορβηγικής Εταιρείας να πραγματοποιήσει ένα πυκνό ομοιόμορφο δίκτυο σεισμικών καταγραφών δύο διαστάσεων στο σύνολο της έκτασης των 220.000 km2. Η PGS εξετέλεσε ένα αρκετά πυκνό σεισμικό δίκτυο καταγραφών στο βόρειο Ιόνιο και ένα εξαιρετικά αραιό δίκτυο Νότια της Κρήτης. Το συνολικό μήκος των καταγραφών που τελικά πραγματοποιήθηκε υπολογίζεται της τάξης των 12.500 χιλιόμετρων, ενώ το αρχικό συμβόλαιο ήταν για 8.000 χιλιόμετρα.




Η Εταιρεία γνώριζε ότι στο Βόρειο Ιόνιο -σε αντίθεση με την Νότια Κρήτη- υπήρχε προγενέστερο εκτεταμένο σεισμικό δίκτυο καταγραφών. Οι νέες καταγραφές της PGS κόστισαν πάνω από 60 εκατομμύρια δολάρια ενσωματώθηκαν στο πακέτο των παλαιότερων σεισμικών καταγραφών, ώστε το σύνολο των γεωφυσικών υποθαλάσσιων στοιχείων να μπορέσουν να πωληθούν ευκολότερα στις πετρελαϊκές εταιρείες έρευνας και παραγωγής κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.




Με βάση τις σεισμικές καταγραφές των 12.500 km που πραγματοποίησε η PGS, το Yπουργείο Eνέργειας προκήρυξε διεθνή διαγωνισμό στις 13 Νοεμβρίου 2014 παραχώρησης 20 θαλάσσιων οικοπέδων στο Ιόνιο Πέλαγος και Νότια της Κρήτης.




Υπήρξε μία και μόνη προσφορά από αλλοδαπή κοινοπραξία εταιρειών στο θαλάσσιο οικόπεδο 2 και δύο προσφορές από Ελληνική Εταιρεία στα θαλάσσια οικόπεδα 1 και 10, όλα ευρισκόμενα μέσα στο Ιόνιο Πέλαγος.




Έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι στα γεωτεμάχια Νότια της Κρήτης όπου -σύμφωνα με όλες τις στατιστικές σήμερα ενδείξεις- οι δυνατότητες ύπαρξης αποθεμάτων υδρογονανθράκων θα ήταν δυνατόν να είναι δεκαπλάσιες σε μέγεθος από τα αντίστοιχα πιθανά αποθέματα του Ιονίου Πελάγους δεν υπήρξε καμία απολύτως προσφορά επενδυτικού ενδιαφέροντος, αν ξεχάσουμε ότι η νέα κυβέρνηση κι ειδικά το νέο Υπουργείο Ενέργειας έκανε ό,τι μπορούσε για να ακυρώσει τον διαγωνισμό, να τον καθυστερήσει αφού είδε ότι δεν μπορούσε να το κάνει και στην συνέχεια να τον απαξιώσει με κάθε τρόπο.




Και ας εξηγήσουμε τώρα για ποιο λόγο χάθηκαν 6 ολόκληρα χρόνια χωρίς επενδυτές ορυκτού πλούτου υδρογονανθράκων Νότια της Κρήτης. Το Υπουργείο Ενέργειας δεν κατάφερε να πετύχει τους στόχους προσέλκυσης σημαντικών ερευνητικών επενδύσεων Νότια της Κρήτης, διότι απλά αυτοσχεδίασε χρησιμοποιώντας άπειρους στην πράξη συνεργάτες. Αντί λοιπόν το Υπουργείο Ενέργειας να μοιράσει τις επενδυτικές υποχρεώσεις σεισμικών καταγραφών σε τρεις ξεχωριστές από γεωλογική άποψη περιοχές από τρεις διαφορετικές εταιρείες στο Ιόνιο Πέλαγος και Νότια της Κρήτης φρόντισε να επιβαρύνει επενδυτικά έναν και μοναδικό υπεργολάβο την Εταιρεία PGS.




Είναι φανερό ότι εάν οι επενδυτές υπεργολάβοι σεισμικών ερευνών ήταν τρεις τότε 0α υπήρχε σημαντική πιθανότητα το σεισμικό δίκτυο καταγραφών δύο διαστάσεων να ήταν πυκνότερο και στις τρεις περιοχές ενδιαφέροντος του Ιονίου Πελάγους (1)+(2) και Νότια της Κρήτης (3). Το γεγονός αυτό θα καθιστούσε τις περιοχές της Νότιας της Κρήτης επενδυτικά πολύ πιο ελκυστικές δεδομένου ότι θα μπορούσαν να μειώσουν το επενδυτικό ρίσκο των Εταιρειών προσφέροντας σε αυτές ακριβέστερες πληροφορίες ύπαρξης στόχων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.




Ένα σημαντικό δεύτερο κρίσιμο γεγονός μη ύπαρξης σημαντικών επενδυτικών προσφορών Νότια της Κρήτης είναι το μικρό μέγεθος θαλάσσιων οικοπέδων το μέγεθος των οποίων δεν υπερβαίνει κατά μέσον όρο τα 3.000 km2 ανά θαλάσσιο οικόπεδο.




Το μικρό μέγεθος των θαλάσσιων οικοπέδων επενδυτικά δεν ευνοεί καθόλου δεδομένου ότι αποτελεί μία τελείως ανεξερεύνητη περιοχή. Το μέγεθος των θαλάσσιων οικοπέδων εκεί θα έπρεπε με βάση τα υπάρχοντα γεωφυσικά στοιχεία να υπερβαίνει τα 10.000 km2.




Σύμφωνα με την Διεθνή Πρακτική της Βιομηχανίας Υδρογονανθράκων για να πραγματοποιηθούν επενδύσεις Πετρελαϊκών Εταιρειών Έρευνας και Παραγωγής υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε μία περιοχή όπου δεν υπάρχουν ακόμα ανακαλύψεις με γεωτρήσεις εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, όπως η Νότια Κρήτη θα έπρεπε η περιοχή να είχε σαρωθεί μ' ένα δίκτυο σεισμικών καταγραφών πολύ πιο πυκνό. Παράλληλα για να προσελκυσθούν αξιόπιστοι μεγάλοι επενδυτές υψηλού κύρους από την παγκόσμια αγορά υδρογονανθράκων (δηλ. εταιρείες όπως η TOTAL, SHELL, EXXON-MOBIL, STATOIL, ENI κλπ.) στην Νότια Κρήτη θα έπρεπε να είχε μεγιστοποιηθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον προκηρύσσοντας -όπως ήδη προαναφέραμε- με προκήρυξη μεγαλύτερων σε μέγεθος θαλάσσιων οικοπέδων.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου