Στην οικογένεια Μητσοτάκη, επικρατεί από τα ξημερώματα μια κατάσταση βουβής αναταραχής.
Τα τηλέφωνα χτυπούν διαρκώς από τους αμέτρητους φίλους, αλλά η απάντηση που δίνουν όλοι είναι σχεδόν η ίδια: «Το ξέραμε και προετοιμαζόμασταν. Αλλά όσο κι αν προετοιμαζόμασταν, μας βρήκε εντελώς απροετοίμαστους».
Ο Κώστας Μητσοτάκης έφυγε ήσυχα, τα μεσάνυχτα και διέψευσε όσους υποστήριζαν ότι θα ζήσει για να καμαρώσει τον μονάκριβο γιο του πρωθυπουργό. Τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν τα δύο τελευταία χρόνια τον λύγισαν κι έσβηνε μέρα με την ημέρα, στο διαμέρισμά του στη Ρηγίλλης, όπου έζησε μια ζωή και πέρασαν από αυτό οι μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης πολιτικής ζωής.
Πρόλαβε όμως να δικαιωθεί για τα όσα έλεγε και όσα προσπάθησε να κάνει όταν έγινε πρωθυπουργός, προκαλώντας συχνά έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα και την κοινή γνώμη, για την ωμή γλώσσα που χρησιμοποιούσε.
Ήταν ο πρώτος που μίλησε για τον κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας, τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν για τη μείωση του δημόσιου τομέα και για τις μεγάλες αποκρατικοποιήσεις.
Έφυγε σε ηλικία 99 χρονών, ως ο μακροβιότερος πολιτικός με την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική θητεία, εκλεγόμενος συνεχώς βουλευτής από το 1946 ως το 2004.
Οι στενοί φίλοι της οικογένειας γνώριζαν ότι τον τελευταίο καιρό ο Μητσοτάκης δεν ήταν καλά.
Στενοχωριόταν που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος με τις δικές του δυνάμεις, όπως έκανε έναν αιώνα τώρα. Στενοχωριόταν που δεν μπορεί να διαβάσει εφημερίδες, όπως έκανε κάθε πρωί τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Κάθε πρωί, πήγαινε στο σπίτι του η πιστή του γραμματέας Σάκη Κυπραίου και του τις διάβαζε εκείνη. Μία μία, αργά σαν παραμύθι και για να προλαβαίνει ο Μητσοτάκης να σχολιάζει αυτά που άκουγε. Τα περισσότερα όμως τα ήξερε, διότι άνοιγε από τα χαράματα το ραδιόφωνό του, που ήταν η παρηγοριά του τα πρωινά, μαζί με το πρώτο καφεδάκι.
Τους δύο τελευταίους μήνες, είχαν κοπεί και οι επισκέψεις στο σπίτι του. Ήταν πολύ περήφανος και δεν ήθελε να τον βλέπουν ανήμπορο οι φίλοι του, που επί χρόνια περνούσαν για μια καλημέρα και για να του πουν τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά. Αλλά ζητούσε κάθε μέρα από τον πιστό του Μανούσο, να τον κρατά ενήμερο για τα πάντα. Και περίμενε την επίσκεψη του Κυριάκου και της Ντόρας που κάθε πρωί περνούσαν να τον καλημερίσουν πριν πάνε στο γραφείο. Το κέφι του έφτιαχνε, όταν ξαφνικά άκουγε τις φωνές της Αλεξίας και τα πειράγματα του Κώστα. Διότι για τον Μητσοτάκη, πάνω από όλα ήταν πάντα η οικογένεια.
Ο Κώστας Μητσοτάκης έφυγε Μάιο. Όπως Μάιο είχε φύγει πριν από πέντε χρόνια και το ταίρι του, η Μαρίκα. Έφυγε ξημερώματα, όπως κι εκείνη και το μόνο που παρηγορεί τους δικούς του σήμερα, είναι ότι πάει να τη συναντήσει ξανά.
Με τη Μαρίκα
Η επιδείνωση της υγείας του άρχισε από τότε που έχασε την Μαρίκα. Δεν το συζητούσε ποτέ, αλλά οι δικοί του άνθρωποι το καταλάβαιναν μέρα με την ημέρα. Αυτός ο άνθρωπος που τα άντεχε όλα, που δεν έτρεχε αίμα στις φλέβες του, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά όσοι τον γνώριζαν, άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του μετά τον Μάιο του 2012 και να δείχνει πως δεν έχει πια την διάθεση να τα παλέψει όλα, όπως τα πάλευε μέχρι τότε.
Από το πρωί, ένα πένθιμο βουητό επικρατεί στον πρώτο όροφο της Αραβαντινού, που ο Μητσοτάκης πήγαινε όποτε μπορούσε, ακόμη και τώρα που δεν τον βαστούσαν τα πόδια του. Το ίδιο βουητό επικρατεί και στη Ρηγίλλης, στο σπίτι του και στους ανθρώπους που τον φρόντιζαν καθημερινά. Από το 2004 που αποχώρησε από την πολιτική, σε αυτά τα εκατό μέτρα μοίραζε την ζωή του. Με εξαίρεση τα καλοκαίρια που μετακόμιζε στην Γλυφάδα, ο Κώστα Μητσοτάκης πηγαινοερχόταν κάθε μέρα μεταξύ Ρηγίλλης και Αραβαντινού.
Χρόνια τώρα το δρομολόγιο του Μητσοτάκη ήταν το ίδιο: Ξεκινούσε το πρωί με τα πόδια για να πάει στο γραφείο του, εκατό μέτρα πιο μακριά. Τον περίμενε ένας ελληνικός καφές με ένα κρητικό παξιμάδι. Μερικές μέρες άναβε κι ένα τσιγάρο. Το πρώτο τηλεφώνημα της ημέρας ήταν πάντα στο Κυριάκο. Το δεύτερο στη Ντόρα. Και μετά ξεκινούσαν τα ραντεβού. Πολιτικοί, μεγαλοδικηγόροι, δεσποτάδες, δημοσιογράφοι, όλοι περνούσαν για μια καλημέρα.
Σταδιακά το πρόγραμμά του άλλαξε. Από τότε που κατάλαβε ότι δεν τον κρατούν πια τα πόδια του, τα πρωινά τηλεφωνήματα τα έκανε από το σπίτι. Το ίδιο και τα ραντεβού του, τα οποία περιορίστηκαν.
Πριν από ένα μήνα έκανε σε όλους μια έκπληξη: «Μανούσο ετοιμάσου. Θα πάμε στο γραφείο» είπε, κι όταν μπήκε απροειδοποίητα στην Αραβαντινού έγινε πανηγύρι...
Ήταν η τελευταία φορά που ο Μητσοτάκης πήγε στο γραφείο του. Στο γραφείο με τα λιτά έπιπλα με θέα στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου, που αν οι τοίχοι είχαν αυτιά, θα μπορούσαν να γράψουν αρκετά κεφάλαια από την νεότερη ιστορία της χώρας...
Φωτογραφίες συγγενών και φίλων σήμερα στην Αραβαντινού, εκεί όπου στεγάζεται επί χρόνια το πολιτικό γραφείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Η Αλεξία Μπακογιάννη
Η Κατερίνα Μητσοτάκη
Ο Γιάννης Πευκιανάκης
Ο ευρωβουλευτής Μανώλης Κεφαλογιάννης και ο πρώην επικεφαλής της ασφάλειας αστυνομικός Μανούσος Γρυλλάκης
Ο Ισίδωρος Κούβελος
ΠΗΓΗ protothema
Τα τηλέφωνα χτυπούν διαρκώς από τους αμέτρητους φίλους, αλλά η απάντηση που δίνουν όλοι είναι σχεδόν η ίδια: «Το ξέραμε και προετοιμαζόμασταν. Αλλά όσο κι αν προετοιμαζόμασταν, μας βρήκε εντελώς απροετοίμαστους».
Ο Κώστας Μητσοτάκης έφυγε ήσυχα, τα μεσάνυχτα και διέψευσε όσους υποστήριζαν ότι θα ζήσει για να καμαρώσει τον μονάκριβο γιο του πρωθυπουργό. Τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν τα δύο τελευταία χρόνια τον λύγισαν κι έσβηνε μέρα με την ημέρα, στο διαμέρισμά του στη Ρηγίλλης, όπου έζησε μια ζωή και πέρασαν από αυτό οι μεγαλύτερες μορφές της σύγχρονης πολιτικής ζωής.
Πρόλαβε όμως να δικαιωθεί για τα όσα έλεγε και όσα προσπάθησε να κάνει όταν έγινε πρωθυπουργός, προκαλώντας συχνά έντονες αντιδράσεις από τα κόμματα και την κοινή γνώμη, για την ωμή γλώσσα που χρησιμοποιούσε.
Ήταν ο πρώτος που μίλησε για τον κίνδυνο χρεωκοπίας της χώρας, τις διαρθρωτικές αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν για τη μείωση του δημόσιου τομέα και για τις μεγάλες αποκρατικοποιήσεις.
Έφυγε σε ηλικία 99 χρονών, ως ο μακροβιότερος πολιτικός με την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική θητεία, εκλεγόμενος συνεχώς βουλευτής από το 1946 ως το 2004.
Οι στενοί φίλοι της οικογένειας γνώριζαν ότι τον τελευταίο καιρό ο Μητσοτάκης δεν ήταν καλά.
Στενοχωριόταν που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος με τις δικές του δυνάμεις, όπως έκανε έναν αιώνα τώρα. Στενοχωριόταν που δεν μπορεί να διαβάσει εφημερίδες, όπως έκανε κάθε πρωί τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Κάθε πρωί, πήγαινε στο σπίτι του η πιστή του γραμματέας Σάκη Κυπραίου και του τις διάβαζε εκείνη. Μία μία, αργά σαν παραμύθι και για να προλαβαίνει ο Μητσοτάκης να σχολιάζει αυτά που άκουγε. Τα περισσότερα όμως τα ήξερε, διότι άνοιγε από τα χαράματα το ραδιόφωνό του, που ήταν η παρηγοριά του τα πρωινά, μαζί με το πρώτο καφεδάκι.
Τους δύο τελευταίους μήνες, είχαν κοπεί και οι επισκέψεις στο σπίτι του. Ήταν πολύ περήφανος και δεν ήθελε να τον βλέπουν ανήμπορο οι φίλοι του, που επί χρόνια περνούσαν για μια καλημέρα και για να του πουν τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά. Αλλά ζητούσε κάθε μέρα από τον πιστό του Μανούσο, να τον κρατά ενήμερο για τα πάντα. Και περίμενε την επίσκεψη του Κυριάκου και της Ντόρας που κάθε πρωί περνούσαν να τον καλημερίσουν πριν πάνε στο γραφείο. Το κέφι του έφτιαχνε, όταν ξαφνικά άκουγε τις φωνές της Αλεξίας και τα πειράγματα του Κώστα. Διότι για τον Μητσοτάκη, πάνω από όλα ήταν πάντα η οικογένεια.
Ο Κώστας Μητσοτάκης έφυγε Μάιο. Όπως Μάιο είχε φύγει πριν από πέντε χρόνια και το ταίρι του, η Μαρίκα. Έφυγε ξημερώματα, όπως κι εκείνη και το μόνο που παρηγορεί τους δικούς του σήμερα, είναι ότι πάει να τη συναντήσει ξανά.
Με τη Μαρίκα
Η επιδείνωση της υγείας του άρχισε από τότε που έχασε την Μαρίκα. Δεν το συζητούσε ποτέ, αλλά οι δικοί του άνθρωποι το καταλάβαιναν μέρα με την ημέρα. Αυτός ο άνθρωπος που τα άντεχε όλα, που δεν έτρεχε αίμα στις φλέβες του, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά όσοι τον γνώριζαν, άρχισε να κλείνεται στον εαυτό του μετά τον Μάιο του 2012 και να δείχνει πως δεν έχει πια την διάθεση να τα παλέψει όλα, όπως τα πάλευε μέχρι τότε.
Από το πρωί, ένα πένθιμο βουητό επικρατεί στον πρώτο όροφο της Αραβαντινού, που ο Μητσοτάκης πήγαινε όποτε μπορούσε, ακόμη και τώρα που δεν τον βαστούσαν τα πόδια του. Το ίδιο βουητό επικρατεί και στη Ρηγίλλης, στο σπίτι του και στους ανθρώπους που τον φρόντιζαν καθημερινά. Από το 2004 που αποχώρησε από την πολιτική, σε αυτά τα εκατό μέτρα μοίραζε την ζωή του. Με εξαίρεση τα καλοκαίρια που μετακόμιζε στην Γλυφάδα, ο Κώστα Μητσοτάκης πηγαινοερχόταν κάθε μέρα μεταξύ Ρηγίλλης και Αραβαντινού.
Χρόνια τώρα το δρομολόγιο του Μητσοτάκη ήταν το ίδιο: Ξεκινούσε το πρωί με τα πόδια για να πάει στο γραφείο του, εκατό μέτρα πιο μακριά. Τον περίμενε ένας ελληνικός καφές με ένα κρητικό παξιμάδι. Μερικές μέρες άναβε κι ένα τσιγάρο. Το πρώτο τηλεφώνημα της ημέρας ήταν πάντα στο Κυριάκο. Το δεύτερο στη Ντόρα. Και μετά ξεκινούσαν τα ραντεβού. Πολιτικοί, μεγαλοδικηγόροι, δεσποτάδες, δημοσιογράφοι, όλοι περνούσαν για μια καλημέρα.
Σταδιακά το πρόγραμμά του άλλαξε. Από τότε που κατάλαβε ότι δεν τον κρατούν πια τα πόδια του, τα πρωινά τηλεφωνήματα τα έκανε από το σπίτι. Το ίδιο και τα ραντεβού του, τα οποία περιορίστηκαν.
Πριν από ένα μήνα έκανε σε όλους μια έκπληξη: «Μανούσο ετοιμάσου. Θα πάμε στο γραφείο» είπε, κι όταν μπήκε απροειδοποίητα στην Αραβαντινού έγινε πανηγύρι...
Ήταν η τελευταία φορά που ο Μητσοτάκης πήγε στο γραφείο του. Στο γραφείο με τα λιτά έπιπλα με θέα στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου, που αν οι τοίχοι είχαν αυτιά, θα μπορούσαν να γράψουν αρκετά κεφάλαια από την νεότερη ιστορία της χώρας...
Φωτογραφίες συγγενών και φίλων σήμερα στην Αραβαντινού, εκεί όπου στεγάζεται επί χρόνια το πολιτικό γραφείο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Η Αλεξία Μπακογιάννη
Η Κατερίνα Μητσοτάκη
Ο Γιάννης Πευκιανάκης
Ο ευρωβουλευτής Μανώλης Κεφαλογιάννης και ο πρώην επικεφαλής της ασφάλειας αστυνομικός Μανούσος Γρυλλάκης
Ο Ισίδωρος Κούβελος
ΠΗΓΗ protothema
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου