Τρίτη 8 Αυγούστου 2017

Στους δρόμους του Μπέλλα Πάις (Εικόνες)

Μαριλένα Παναγή Γιάννης Νησιώτης
Από το philenews
 
Μπήκαμε στην είσοδο του χωριού. Είχαμε ξαναπάει στο Μπέλλα Πάις κατά τις περσινές καλοκαιρινές μας περιηγήσεις στην κατεχόμενη Κύπρο. Αυτή τη φορά όμως δεν θέλαμε να περιοριστούμε στο φημισμένο αβαείο. Όχι. Αυτή τη φορά είχαμε μαζί μας τον κύριο Βάσο Χρίστου. Ένα άνθρωπο γέννημα-θρέμμα του Μπέλλα Πάις. Ένα άνθρωπο που στα 17 του τότε χρόνια έζησε και θυμάται τα πάντα από το χωριό του, αλλά και από τις ημέρες που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή στο νησί. «Άλλος ένας που έγινε μωρό» σχολιάσαμε μεταξύ μας εγώ και ο φωτογράφος του «Φ» Γιάννης Νησιώτης.

Αυτό το καλοκαίρι επισκεφθήκαμε αρκετές κοινότητες και δήμους της κατεχόμενης Κύπρου και στις επισκέψεις μας αυτές μας συνόδευαν άνθρωποι που έζησαν τα χωριά και τις πόλεις τους πριν το καλοκαίρι του 1974. Όλοι ανεξαιρέτως, κοντά στα 60 οι περισσότεροι τώρα, με το που περπατούσαν για μερικά λεπτά στα στενά που μεγάλωσαν, άλλαζαν αμέσως. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο τους μαλάκωναν, το βήμα τους γινόταν πιο γοργό και το παιδί μέσα τους «ξυπνούσε» μαζί με τις χιλιάδες αναμνήσεις τους.

Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον κ. Βάσο. Με τη μεγαλύτερη ευκολία μας περνούσε από το ένα στενό στο άλλο από την πάνω μεριά του χωριού στην κάτω. Λες και δεν έχουν περάσει 43 χρόνια από τότε που έφυγε.

Δίπλα από το αβαείο, το σπίτι του: «Το κλειδί τούτου του σπιτιού έχω το. Μου το έδωσε η μάνα μου τζιαι είπεν μου, αν δεν τα καταφέρω να έρτω εγώ να το δώσω στα εγγόνια μου». Βούρκωσε ο κ. Βάσος και με παράπονο κοίταζε μια το σπίτι του, «που τώρα το έχει μια Γερμανίδα», και μια τη θάλασσα. Συγκράτησε τα δάκρυά του και μας έγνεψε να προχωρήσουμε. Ανεβήκαμε στην πλατεία έξω από το αβαείο. Ένα τσούρμο τουρίστες άκουγαν με προσοχή τα όσα ο ξεναγός τούς έλεγε. Δεν σταματήσαμε, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μέχρι που φθάσαμε σε ένα μεγάλο κήπο. Ο κ. Βάσος έσπρωξε τη σιδερένια καγκελόπορτα και κατεβήκαμε μερικά σκαλιά. Μια στοά παρουσιάστηκε μπροστά μας.

«Η βρύση η βασιλιτζή». Και όντως. Μέσα στη στενή στοά ξεπρόβαλαν οι επιβλητικές φράγκικες καμάρες. Ίδιες κι απαράλλακτες με τις καμάρες του αβαείου. Ένα μικρό υδραγωγείο ήταν μπροστά μας. Κάποτε το νερό έβγαινε από τον βράχο και ακολουθώντας τις γραμμές στο λαξευμένο βράχο έφθανε μέχρι έξω από τη στοά. Από εκεί γέμιζαν τα δοχεία τους και οι κάτοικοι του χωριού για αιώνες ολόκληρους.

Το 1974 η βρύση ήταν ακόμα «ζωντανή» και το νερό της άφθονο. Πριν από μερικά χρόνια, στέρεψε...


434 εγκλωβισμένοι στο Μπέλλα Πάις

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Πιάσαμε τον χωματόδρομο πάνω από το χωριό. Από εκεί ψηλά η φύση αποκάλυπτε το μεγαλείο της. Το βουνό, το χωριό με το επιβλητικό αββαείο του και από κάτω η θάλασσα.

Βρισκόμασταν έξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης της Κερύνειας στη βόρεια πλευρά του Πενταδακτύλου. Ψηλές και απότομες βουνοκορφές και στενές βαθιές κοιλάδες. Στο χωριό το 1973 κατοικούσαν 685 κάτοικοι.


Το Μπέλλα Πάις συνδέεται στα βόρεια με το χωριό Καζάφανι, στα βορειοδυτικά με την πόλη της Κερύνειας και στα δυτικά με τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Κιόνελι-Αγίρτας-Κερύνειας. Συνδέεται επίσης με σκυρόστρωτο μαιανδρικό δρόμο στα νοτιοδυτικά με το χωριό Κάτω Δίκωμον.

Οι ρίζες του φθάνουν μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους και εδώ έμενε ο τότε Επίσκοπος Κερύνειας για αυτό και η περιοχή ονομαζόταν και Επισκοπιά.

Τα πρώτα σπίτια μάλλον άρχισαν να κτίζονται για να καλύψουν τις ανάγκες των εργατών του μοναστηριού που λειτουργούσε στον χώρο, όπου αργότερα οι Φράγκοι έστησαν το αββαείο το οποίο ίδρυσαν και κατοίκησαν πρώτοι οι μοναχοί του Τάγματος του Αγίου Αυγουστίνου.

Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Οθωμανούς και την εκδίωξη όλων των Λατίνων από το νησί, οι κάτοικοι του χωριού χρησιμοποίησαν ως ενοριακό Ορθόδοξο ναό την εκκλησία του αββαείου, αφιερωμένη στην Παναγία Ασπροφορούσα, γνωστή και ως Παναγία του Όρους.


Από εκεί ψηλά ο κ. Βάσος άρχισε να μας περιγράφει τα όσα έζησε τις ημέρες μετά την τουρκική εισβολή και κυρίως τα όσα συνέβησαν την ημέρα κατά την οποία τα πολεμικά πλοία προσέγγισαν τη θάλασσα του Καζάφανι.

Οι μνήμες του έντονες. Ο χρόνος δεν κατάφερε να τις ξεθωριάσει. Η αγωνία, ο φόβος... ο θάνατος. Η φωνή του κοβόταν, τα μάτια του βούρκωναν, έπαιρνε ανάσα και συνέχιζε.

Από τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά την 20η Ιουλίου 1974, το Μπέλλα Πάις είχε γεμίσει από κόσμο. Άνθρωποι από την Κερύνεια βρήκαν εκεί καταφύγιο ενώ και άλλοι ξένοι τουρίστες είχαν εγκλωβιστεί στο χωριό. Στο Μπέλλα Πάις μεταφέρθηκαν αργότερα από τους Τούρκους και εγκλωβισμένοι του ξενοδοχείου «Ντόουμ» της Κερύνειας.

Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων εγκλωβισμένων στο Μπέλλα Πάις ήταν 434 τον Οκτώβρη του 1975. Το δημοτικό σχολείο του χωριού λειτούργησε για λίγο, με αφάνταστες δυσκολίες. Οι εγκλωβισμένοι εξαναγκάζονταν από τους Τούρκους να φύγουν στις ελεύθερες περιοχές του νησιού κι η εκδίωξή τους γινόταν σταδιακά αλλά με γοργό ρυθμό. Τον Σεπτέμβρη του 1976 εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι.

Η περιγραφή και οι μνήμες του κ. Βάσου δεν σταματούσαν. Κοίταξε προς τα πάνω, στο βουνό, και μας έδειξε προς την πλευρά που είχε σκοτωθεί ο πατέρας του.

Δεν πρόλαβε να ζήσει τον πατέρα του ο κ. Βάσος. Τον έχασε σε εργατικό ατύχημα όταν ο ίδιος ήταν ακόμα μωρό. Ακόμα και το βουνό κρύβει λίγο από την ψυχή του κ. Βάσου.

Χορταριασμένο το κοιμητήριο

Διασχίζοντας τα στενά δρομάκια ο κ. Βάσος χαιρετούσε κάποιους Τουρκοκύπριους που γνώριζε. Θέλει, όπως μας είπε, να γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους... Περάσαμε από ένα καφενείο. Ζήτησε τον καφετζή ο οποίος όμως έλειπε. Εκεί ένας άλλος Τουρκοκύπριος... «αυτός είναι από τους αμετανόητους», μας είπε.

Πήραμε τον δρόμο για το κοιμητήριο του χωριού. Η παλιά σκουριασμένη καγκελόπορτα έτριξε όταν ο κ. Βάσος την έσπρωξε για να μπούμε. Χόρτα ξερά παντού και γύρω από αρκετά μνήματα ο χώρος ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση. Οι νόμιμοι κάτοικοι του χωριού που περνούν τα οδοφράγματα δεν παραλείπουν να περάσουν από το κοιμητήριο για να ανάψουν το καντήλι στους τάφους των προγόνων τους. Σε μια γωνιά και ο τάφος του πατέρα του κ. Βάσου.

«Ζήτησαν οι Τουρκοκύπριοι να φτιάξουμε το κοιμητήριο γιατί θέλουν να δημιουργήσουν δίπλα ένα κοιμητήριο για τους ξένους και ένα δικό τους», μας είπε ο κ. Βάσος. Δεν ήξερε όμως εκείνη τη στιγμή να μας πει ποια είναι η τελική απόφαση. Τράβηξε μερικά χόρτα από τον τάφο του πατέρα του, μας έδειξε και τα μνήματα μερικών άλλων συγγενών του αλλά και τα σημεία στα οποία σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ήταν θαμμένοι αγνοούμενοι.

«Θέλουν να φτιάξουν κοιμητήριο για τους ξένους», επανέλαβε και μας εξήγησε ότι και πριν το 1974 το Μπέλλα Πάις ήταν δημοφιλές καταφύγιο αρκετών Ευρωπαίων συνταξιούχων, κυρίως Βρετανών.


Επιστρέψαμε για άλλη μια φορά στο χωριό. Γύρω από το αββαείο λειτουργούν τώρα τουριστικά καταστήματα και εστιατόρια. Περνώντας έξω από ένα κατάστημα ο κ. Βάσος φώναξε τον φίλο του τον Χαλίλ. Ένας τουρκοκύπριος από την Αρχιμανδρίτα της Πάφου.
-«Γεια σας ίντα που κάμνετε; Η ζωή σας καλά;» μας ρώτησε ο Χαλίλ που ήρθε και στάθηκε έξω από το αυτοκίνητο.
-«Καλά εσύ;» του απαντήσαμε και εκείνος άρχισε αμέσως να μας συστήνεται:
-«Είμαι που την Αρχιμανδρίτα, ήμουν υπάλληλος της ΣΥΤΑ αλλά εν επρόλαβα να πιάσω σύνταξη ήθελα αλλό θκιό χρόνια για να την πιάσω». Το είπε μάλλον με παράπονο.
-«Τωρά είμαστε δαμέ αλλά εν πυρά».
-«Έτσι ωραίος τόπος τζαι εσύ λαλείς μου εν πυρά» του είπε ο κ. Βάσος που θα έδινε τα πάντα για να μπορεί να ζει εκείνος στο χωριό που τον γέννησε.
-«Εμένα ο τόπος μου εν η Αρχιμανδρίτα» του απάντησε ο Χαλίλ.

Του καθενός ο τόπος του... του απάντησε ο κ. Βάσος και τον αποχαιρέτησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου