Άρθρο του Π. Σταμάτη*
συγγραφέα και αξιωματικόυ ΠΝ
Από το militaire
συγγραφέα και αξιωματικόυ ΠΝ
Από το militaire
Η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα κράτος
της Ευρώπης στο δυτικό μέρος των Βαλκανίων κατά το μεγαλύτερο διάστημα
του 20ου αιώνα. Σχηματίστηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1918 με
το όνομα Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων μετά τη
συγχώνευση του προσωρινού Κράτους των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που
αυτοανακυρήχθηκε μετά την διάλυση της πρώην Αυστροουγγαρίας) με το
ανεξάρτητο Βασίλειο της Σερβίας. Η σερβική βασιλική οικογένεια της
Καραγεώργεβιτς έγινε η δυναστεία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και
Σλοβένων.
Το Βασίλειο κέρδισε τη διεθνή του
αναγνώριση στις 13 Ιουλίου του 1922 στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών
στο Παρίσι. Η χώρα ονομάστηκε έτσι από τους Νότιους Σλαβικούς λαούς που
σχημάτισαν την πρώτη τους ένωση, μετά από αιώνες στους οποίους τα εδάφη
τους ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας.
Μετονομάστηκε σε Βασίλειο της
Γιουγκοσλαβίας στις 3 Οκτωβρίου 1929 και στις 6 Απριλίου 1941 οι
δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στην Γιουγκοσλαβία και τη διαμέλισαν.
Το 1943 ανακηρύχθηκε η Δημοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία από τους
Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους. Το 1944, ο βασιλιάς τους αναγνώρισε ως
νόμιμη κυβέρνηση, αλλά το Νοέμβριο του 1945 η μοναρχία καταργήθηκε. Η
Γιουγκοσλαβία μετονομάστηκε σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της
Γιουγκοσλαβίας το 1946, όταν και σχηματίστηκε η κομμουνιστική κυβέρνηση.
Στις 2 Μαρτίου του 1945, στην ελεύθερη
Γιουγκοσλαβία εγκαταστάθηκε τριμελής αντιβασιλεία. Ως ηγέτης του Εθνικού
Μετώπου ο Τίτο ανέλαβε πρωθυπουργός (7 Μαρτίου του 1945). Τον Αύγουστο,
διακήρυξε πως η βασιλεία είναι ασυμβίβαστη με την εθνική κυριαρχία.
Στις εκλογές (11 Νοεμβρίου του 1945), το Εθνικό Μέτωπο πήρε 6.725.000
ψήφους έναντι 707.000 της αντιπολίτευσης. Η κάλπη έδινε στον Τίτο
παντοκρατορία. Η εθνοσυνέλευση (29 Νοεμβρίου του 1945) κήρυξε τον
βασιλιά έκπτωτο και ανάγγειλε τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Λαϊκής
Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Ομόσπονδα κράτη ανακηρύσσονταν τα Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο και Μακεδονία, ένα κομμάτι γης που αφαιρέθηκε από τη Νότια Σερβία.
Με λυμένα τα «τεχνικά ζητήματα», οι
Γιουγκοσλάβοι ρίχτηκαν στην οικοδόμηση του σοσιαλιστικού κράτους.
Παράλληλα, ξανάβγαλε στην επιφάνεια ένα παλιό σχέδιο για ομοσπονδία με
τη Βουλγαρία, την Αλβανία και (αντί για τη Ρουμανία που αρχικά
προβλεπόταν) την Ελλάδα, «μόλις νικούσαν οι αντάρτες». Ο ηγέτης
της Βουλγαρίας, Δημητρώφ, το συζητούσε. Ο Στάλιν κάλεσε και τους δυο στη
Μόσχα (Ιανουάριος του 1948). Ο Δημητρώφ πήγε. Ο Τίτο έστειλε τον Μίλαν
Τζίλας. Το τι ειπώθηκε ανάμεσα στους τρεις, μας είναι γνωστό από το
βιβλίο του Τζίλας «Συνομιλίες με τον Στάλιν».
Σύμφωνα με τα όσα ο Τζίλας γράφει, ο
Στάλιν τους έβαλε τις φωνές απορρίπτοντας τα σχέδιά τους για ομοσπονδία
και τους κατηγόρησε ότι θέλουν να υποκαταστήσουν τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Τίτο δε φαινόταν να έχει ιδιαίτερες
δυσκολίες με τις εθνότητες και με την εθνική καθαρότητα. Τέσσερα χρόνια
πριν από την επίσημη αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» με
κρατική οντότητα, είχε αναγνωρίσει και την ύπαρξη «μουσουλμανικής
εθνότητας» στη Βοσνία. Μόνο που τότε κανένας δεν είχε πρόβλημα. Ήταν στα
1941, όταν η Βοσνία δόθηκε στην «ανεξάρτητη» Κροατία ως αντιπαροχή για
την αφαίρεση της Δαλματίας, που πήραν οι Ιταλοί. Οι επικεφαλής των
μουσουλμάνων έσπευσαν να συνεργαστούν με τους Ουστάσι της Κροατίας, αλλά
πολύ σύντομα ο Τίτο και οι παρτιζάνοι του εγκαταστάθηκαν στη Βοσνία και
δημιούργησαν ελεύθερες ζώνες. Ο Τίτο ζήτησε τη βοήθεια των μουσουλμάνων
κατοίκων της περιοχής και τους υποσχέθηκε αναγνώριση ως χωριστή
εθνότητα. Έτσι, στη χώρα βρέθηκαν Σέρβοι, Κροάτες και ξεχωριστά οι
μουσουλμάνοι. Στα ενδιάμεσα, ο Τίτο δε δίστασε να ανοίξει τα σύνορα του
Κοσσυφοπεδίου προς την Αλβανία και να δεχτεί την εγκατάσταση χιλιάδων
Αλβανών, που έφτασαν να αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων.
Ως τότε, το Κοσσυφοπέδιο παρέμενε αδιαφιλονίκητα σερβικό έδαφος.
Με όλα τούτα, όμως, στο παλιό βασίλειο
των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων είχαν προκύψει ακόμα τρεις εθνότητες:
Οι «Αλβανόφωνοι», οι «μουσουλμάνοι» και οι «Μακεδόνες», χωρίς να
λογαριάζονται οι Σέρβοι του Μαυροβουνίου. Ο ανταγωνιστής σύντροφος
Στάλιν τα είχε καταφέρει με τις εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης, πριν να
γίνει αρχηγός του κράτους. Ο Τίτο πίστευε πως κι αυτός μπορούσε. Το τι
πραγματικά πέτυχαν και οι δυο φάνηκε ανάγλυφο μετά το 1989, αλλά κανένας
τους δε ζούσε να το δει. Όμως, για τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, ένας νέος
μπελάς, αθέατος για την ώρα, ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα: Η πανίσχυρη πια
Δυτική Γερμανία ξαναθυμόταν την έξοδό της στη Μεσόγειο μέσα από ένα
τελικό πλήγμα στους αλαζόνες της μισητής Σερβίας: Από το 1971, η
προσπάθειά της ήταν να ενισχύσει τις εθνικές αντιθέσεις στους κόλπους
της ομοσπονδίας.
Οι Γερμανοί δεν περιορίζονταν πια στη
χρηματοδότηση των εμιγκρέ Ουστάσι αλλά πλησίαζαν και τους
«εθνικοκομμουνιστές» της Κροατίας και τους Αλβανόφωνους στο
Κοσσυφοπέδιο. Βοήθησε κι ο ίδιος ο Τίτο με το νέο σύνταγμα που απέκτησε η
ομοσπονδία (21 Φεβρουαρίου του 1974): Το Κοσσυφοπέδιο ανακηρύχθηκε
ισότιμη αυτόνομη περιοχή, όπως και η Βοϊβοντίνα, κι ουσιαστικά έγινε νέο
κράτος μέσα στο κράτος της Σερβίας.
Ο Τίτο πέθανε στις 4 Μαΐου του 1980. Η
διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε περίπου δέκα χρόνια αργότερα. Μετά
τη διάλυση, οι δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου σχημάτισαν
ένα μικρότερο κράτος την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ), η οποία φιλοδοξούσε να έχει την ιδιότητα του
μοναδικού νόμιμου διαδόχου της ΣΟΔΓ, αλλά οι ισχυρισμοί αυτοί βρήκαν
αντίθετες τις άλλες δημοκρατίες. Τελικά, η Σερβία και το Μαυροβούνιο
αποδέχθηκαν την γνώμη της επιτροπής Μπατιντέρ για την από κοινού
διαδοχή. Η ΟΔΓ μετονομάσθηκε σε Ένωση Κρατών Σερβίας και
Μαυροβουνίου το 2003. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο χωρίστηκαν το 2006 και
έγιναν ανεξάρτητα κράτη, ενώ το Κοσσυφοπέδιο διακήρυξε την ανεξαρτησία
του το 2008.
Η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, για συντομία ΠΓΔΜ σύμφωνα με τη συνταγματική της ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας,
είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στα κεντρικά Βαλκάνια.
Καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά:
24.856 τ.χλμ., ύδατα: 477 τ.χλμ.). Χώρα περίκλειστη, συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια
και την Αλβανία στα δυτικά. Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της
μεγαλύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, που περιλαμβάνει επίσης
τα γειτονικά τμήματα της βόρειας Ελλάδας και μικρότερα τμήματα της
νοτιοδυτικής Βουλγαρίας και της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Η γεωγραφία
της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια. Στην
πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των
2,06 εκατομμυρίων κατοίκων.
Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος Σλαβικός λαός.
Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική μειονότητα, περίπου 25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από τους Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες.
Η ιστορία της χώρας ανάγεται
στην αρχαιότητα, αρχίζοντας με το βασίλειο της Παιονίας, κράτος Θρακικό.
Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. η περιοχή ενσωματώθηκε στην Περσική
Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και στη συνέχεια καταλήφθηκε από
το Ελληνικό βασίλειο της Μακεδονίας τον 4ο αιώνα π.Χ.
Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την περιοχή τον 2ο
αιώνα π.Χ. και την ενέταξαν στην πολύ μεγαλύτερη επαρχία της Μακεδονίας,
που παρέμεινε τμήμα της Βυζαντινής (Ανατολικής Ρωμαϊκής)
Αυτοκρατορίας και δέχθηκε συχνές επιδρομές και εποικισμούς Σλαβικών
λαών, που άρχισαν τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Μετά από αιώνες αντιπαράθεσης μεταξύ
Βυζαντινής και Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας πέρασε σταδιακά στην Οθωμανική
κυριαρχία από τον 14ο αιώνα. Η ιδέα της ύπαρξης
χωριστού σλαβομακεδονικού έθνους γεννήθηκε αρχικά σε έναν μικρό κύκλο
διανοουμένων Σλάβων της Μακεδονίας στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα.
Με τους Βαλκανικούς πολέμους,
η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας διανεμήθηκε
μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας, αλλά ο σλαβομακεδονικός
εθνικισμός υποστηρίχθηκε από τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής κατά
το Μεσοπόλεμο και η διάδοσή του ευνοήθηκε από τα προβλήματα που
δημιούργησε η γιουγκοσλαβική διοίκηση.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος
ανάγονται στην επ΄αύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Τίτο διαχώρισε
από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας),
χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας
ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή
Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική
Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα
ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο, στην
κατεχόμενη Μακεδονία του Βαρδάρη αναπτύχθηκε ένα αντιφασιστικό
αντάρτικο, που μετά τον πόλεμο οδήγησε στην ίδρυση της Σοσιαλιστικής
Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ομόσπονδης δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Το 1991, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πρώην γιουγκοσλαβική
δημοκρατία έγινε ανεξάρτητο κράτος με τη συνταγματική ονομασία
«Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Η περιοχή, που σήμερα παρουσιάζεται ως κρατίδιο με την ονομασία Π.Γ.Δ.Μ ή κοινώς Δημοκρατία των Σκοπίων, καθ΄ όλη τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή εποχή όχι μόνον δεν ελογίζετο ως Μακεδονία αλλ΄ ούτε ως τμήμα αυτής της, αλλ΄ ως εντελώς ιδιαίτερη χώρα που έφερε την ονομασία, «ΔΑΡΔΑΝΙΑ».
Με αυτή την ονομασία ήταν γνωστή ήδη από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, προχριστιανικά Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι το μεσαίωνα.
Εάν λοιπόν οι γείτονες ορέγονται και
επιθυμούν να αποκτήσουν κάποιο ιστορικό όνομα, που να εκφράζει το
παρελθόν τους, την ιστορία και τον χαρακτήρα τους, δεν έχουν παρά να
αποδεχθούν αυτό που είχαν επί χίλια και πλέον χρόνια, πριν χάσουν την
αυτοσυνειδησία και την ιστορική τους μνήμη και ταυτότητα.
Ούτε απάτορες, ούτε αμήτορες, ούτε
αγενεαλόγητοι, ούτε «αβάπτιστοι», υπήρξαν και είναι (και πατέρες και
μητέρες είχαν τους Δαρδάνιους ή Δάρδανες, και όνομα είχαν).
Αλλά το να θέλουν να απαλείψουν ή να
λησμονήσουν το παρελθόν, την ονομασία και την ιστορία τους και να μη
θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια την πραγματική πατρογονική τους
ονομασία, αλλ΄ αντίθετα να ωρέγονται να ιδιοποιηθούν αλλότρια ονόματα,
ιστορία, παρελθόν, ταυτότητα και συνείδηση, αποδεικνύει ότι όχι μόνον
διακατέχονται από αισθήματα μειονεκτικότητας, αλλά και επεκτατικές
βλέψεις και μελλοντικές διεκδικήσεις σε βάρος της Μακεδονίας και κατ΄
επέκταση σε βάρος της Ελλάδας, ώστε να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο.
Το ζήτημα του ονόματος της Πρώην
Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν είναι απλώς μια διαφορά
περί ιστορικών γεγονότων ή συμβόλων. Πρόκειται για τη συμπεριφορά ενός
κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας
της Μακεδονίας, η οποία αντιστρατεύεται τις θεμελιώδεις αρχές της
διεθνούς έννομης τάξης, και πιο συγκεκριμένα τον σεβασμό της καλής
γειτονίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.
Υπό το πρίσμα αυτό, το ζήτημα του
ονόματος είναι ένα πρόβλημα με περιφερειακή και διεθνή διάσταση, το
οποίο συνίσταται στην προώθηση αλυτρωτικών και εδαφικών βλέψεων εκ
μέρους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, με κύριο
όχημα την πλαστογράφηση της ιστορίας και την οικειοποίηση της εθνικής,
ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Όπως σας ανέπτυξα, πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να συναινέσουμε σε ονομασία της ΠΓΔΜ που να περιέχει το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Είμαι σίγουρος ότι γελάει από τον τάφο του ο Τίτο, με τους ελληνικούς χειρισμούς και αναπαύεται ήσυχος για το δημιούργημά του.
*Ο Π. Σταμάτης είναι συγγραφέας και αξιωματικός ΠΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου