Χιλιάδες και χιλιάδες σελίδες της πολεμικής ιστορίας έχουν γραφτεί
αναλύοντας τις μεγάλες μάχες του παρελθόντος, εκείνους που ξεχώρισαν για
το θάρρος τους ή τα λάθη τους αλλά και τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν
για να γραφτεί εν τέλει αυτή η ιστορία.
Η ελληνική επικράτεια από την αρχαιότητα μέχρι και τα πιο σύγχρονα χρόνια βρίθει από εχθροπραξίες και μάχες οι οποίες είτε έγιναν για την δόξα και την κατάκτηση νέων εδαφών είτε για την προστασία και την απελευθέρωση των ήδη υπαρχόντων.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών εμφανίστηκαν στρατοί που είχαν να επιδείξουν σπουδαία επιτεύγματα, ανεξάρτητα από ποια σκοπιά μπορεί τους εξετάζει κανείς. Είτε μιλάμε για μαζικές στρατιωτικές δυνάμεις είτε μεμονωμένα σώματα μάχης κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να γίνουν φόβητρο απαράμιλλο για κάθε εχθρό που είχε την τραγική ατυχία να τα αντιμετωπίσει στο πεδίο της σύγκρουσης.
Φυσικά σε ένα κείμενο σαν αυτό δεν μπορεί να συμπεριληφθούν τα πάντα αλλά ενδεικτικά πέντε στρατοί ή μονάδες οι οποίοι είχαν να επιδείξουν επιτεύγματα, ανεξαρτήτως ποσοτικών μεγεθών, που έμειναν στην ιστορία είτε για τις νίκες τους είτε για ένα μικρότερο (στα μάτια μας) επίτευγμα, όπως ένας ελιγμός, που κατέληξε σε θρίαμβο.
Υπό τον Γοργίδα το 379π.Χ. ιδρύθηκε το επίλεκτο σώμα των Θηβαίων, ο Ιερός Λόχος (κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η ύπαρξη του Ιερού Λόχου εντοπίζεται ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου). Ήταν η εποχή που η Θήβα δεν βρισκόταν υπό τον σπαρτιατικό ζυγό.
Ο Λόχος απαρτιζόταν από 300 άτομα τα οποία είχαν επιλεγεί πάρα πολύ προσεκτικά σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, αριστοκρατικής καταγωγής έτσι ώστε οι γραμμές στη μάχη να μένουν αδιάσπαστες σε κάθε περίπτωση.
Τα χρυσά χρόνια του Λόχου ήρθαν υπό τις εντολές του Πελοπίδα ο οποίος παρέμεινε αήττητος για 35 χρόνια. Ο Ιερός Λόχος καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, με μπροστάρη τον γιο του, Αλέξανδρο.
Ο στρατός της Θήβας όμως έμεινε στην ιστορία και για ένα συγκεκριμένο τακτικό στήσιμο στο πεδίο των μαχών το οποίο κατάφερε να τους δώσει τη μεγάλη νίκη τους στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. όπου επικράτησαν των μέχρι τότε αήττητων Σπαρτιατών.
Ο τρόπος ανάπτυξης του στρατηγού Επαμεινώνδα, Λοξή Φάλαγγα, χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές στην ιστορία για να αντεπεξέλθουν στρατοί σε αριθμητικό μειονέκτημα. Για να αντιμετωπίσει ο Επαμεινώνδας την σε βάρος του γενική αριθμητική ανισότητα επινόησε μία καινοτομία που αποδείχθηκε σωστή: Σχημάτισε τη διάταξη μάχης «εις ανομοιόμορφον βάθος ζυγών», ενώ συγχρόνως έδωσε σε αυτήν κατεύθυνση λοξή ως προς την αντίπαλη διάταξη.
Οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαν αναγάγει τον πόλεμο σε μία τέχνη της μάχης. Ζούσαν για αυτόν και προετοιμάζονταν όλη τους τη ζωή για αυτόν. Στη Σπάρτη δημιουργήθηκε ο πρώτος τακτικός στρατός που ναι μεν ήταν επαγγελματικός αλλά… χωρίς μισθό. Κάθε οπλίτης παρέμενε οπλίτης για όλη τη μέρα και μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του.
Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) έκανε το στράτευμα πανίσχυρο. Μπορεί αρκετοί να έμαθαν τους Σπαρτιάτες από την τηλεοπτική μεταφορά των «300» αλλά το επίλεκτο σώμα που ηγούταν ο Λεωνίδας ήταν οι «Ιππείς». Οι «Όμοιοι», οι επίλεκτοι των επίλεκτων. Οι μαχητές που έμπαιναν στην πρώτη γραμμή.
Η φάλαγγα ήταν γνωστή και στη λακωνική της εκδοχή. Οι οπλίτες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν μία κόκκινη χλαίνη ώστε να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους σε περίπτωση τραυματισμού.
Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν μπορούσε να συγχωρήσει όσους δείλιαζαν. «Τρέσαντες» και «ριψάσπιδες» όσο και οι δικοί τους άνθρωποι ζούσαν μέσα στη χλεύη και την ανυποληψία.
Το επίλεκτο σώμα του πεζικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Μακεδονική Φάλαγγα έκλεψε τη δόξα του ιππικού του που τον συντρόφευε παντού. Και αυτό γιατί θεωρείται ως ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός, στρατιωτικά, σχηματισμός της αρχαιότητας.
Ελεύθεροι επαγγελματίες της εποχής, από τη Μακεδονία, μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστοί των πόλεων ήταν το σύνολο που αποτελούσε τη Φάλαγγα. Κάθε τάξη είχε ισχυρούς δεσμούς καθώς προερχόταν από συγκεκριμένη περιοχή. Ομαδικό πνεύμα και συνοχή οδήγησε στο μεγαλείο του μακεδονικού στρατού. Ακόμα και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η φάλαγγα ήταν ο κύριος στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού.
Ακρογωνιαίος λίθος της πολεμικής της τακτικής ήταν η περίφημη σάρισα: Η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή.
Αυτή τη δύναμη που ήταν πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστεί εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Μέγας Αλέξανδρος για να φτάσει με το μακεδονικό στρατό στα πέρατα του κόσμου.
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες ιστορίες αρχαίου στρατού είναι αυτή του μισθοφορικού στρατεύματος Ελλήνων, των περίφημων Μυρίων.
Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ. βρίσκει τη Σπάρτη νικήτρια. Έλληνες από τις πόλεις-κράτη ξεκινούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στρατιώτες.
Εκπαιδευμένοι πολεμιστές προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο βασιλιάδων, διεκδικητών θρόνων ακόμα και σε σατράπες του περσικού βασιλείου.
Ο Ξενοφών στην «Κύρου Ανάβαση» καταγράφει βήμα προς βήμα την σπουδαία πορεία των Μυρίων και την περίφημη κάθοδός τους. Οι Μύριοι ήταν ένας μισθοφορικός στρατός Ελλήνων, ο οποίος συγκροτούνταν από οπλίτες προερχόμενους από διαφορετικές πόλεις - κράτη υπό τον Κύρο που ήθελε να διεκδικήσει τον θρόνο της αυτοκρατορίας. Η πορεία τους μέσα στην Περσία θεωρείται προάγγελος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πορεία τους από τα Μικρασιατικά παράλια έως τη μάχη στα Κούναξα στις 5 Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. και την επιστροφή τους από τα Κούναξα έως την Τραπεζούντα και από εκεί στην Πέργαμο είναι ιστορική. Όταν ξεκίνησε την πορεία του προς το εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε περίπου 13.000 από τους οποίους επέστρεψαν περίπου 8.600, δηλαδή σώθηκε περισσότερο από το ήμισυ του αρχικού σώματος, παρά τις συνεχείς μάχες και το βαρύ χειμώνα στη μακρινή ανατολή.
Το μοναδικό ωστόσο στην περίπτωση των Μυρίων είναι ότι πολύ γρήγορα έμειναν χωρίς επικεφαλής και παρόλο που ήταν ένας μισθοφορικός και ακέφαλος στρατός κατάφερε να γυρίσει στην Ελλάδα κερδίζοντας όποιον έβρισκε στο δρόμο του.
Στη συνείδηση των Ελλήνων οι φράσεις «28 Οκτωβρίου 1940» και «επέτειος του Όχι» είναι συνυφασμένες με την απάντηση του δικτάτορα Μεταξά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Λίγοι όμως ξέρουν σε βάθος το πόσο σημαντική ήταν η επικράτηση του ελληνικού στρατού απέναντι στην ιταλοαλβανική σύμπραξη για την συνέχεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Τουλάχιστον μέχρι ο Χίτλερ να στρέψει το βλέμμα του προς τα Βαλκάνια και την Ελλάδα.
Ο ελληνοιταλικός πόλεμος διήρκησε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941 όταν και η χώρα καταλήφθηκε από τους ναζί.
Μετά την αρνητική απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο που του μεταβίβασε ο Ιταλός πρέσβης στη χώρα, οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα μέσω των Ελληνο-αλβανικών συνόρων. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση.
Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου οι Ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ένα τέταρτο σχεδόν του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις: Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή βόρεια της Χειμάρρας.
Μελετητές αναφέρουν ότι η νίκη των Ελλήνων στα ελληνοαλβανικά σύνορα ανάγκασε τον Χίτλερ να αναβάλει την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσει τους συμμάχους τους που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των δυνάμεων του άξονα στη Μάχη της Μόσχας.
Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες. Υστερούσαν δραματικά σε αριθμούς αλλά οι τακτικοί ελιγμοί μέσα από δύσβατες περιοχές, περάσματα και βουνά κατάφερε να ανακόψει την πορεία των Ιταλών.
ΠΗΓΗ newsbeast
Η ελληνική επικράτεια από την αρχαιότητα μέχρι και τα πιο σύγχρονα χρόνια βρίθει από εχθροπραξίες και μάχες οι οποίες είτε έγιναν για την δόξα και την κατάκτηση νέων εδαφών είτε για την προστασία και την απελευθέρωση των ήδη υπαρχόντων.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών εμφανίστηκαν στρατοί που είχαν να επιδείξουν σπουδαία επιτεύγματα, ανεξάρτητα από ποια σκοπιά μπορεί τους εξετάζει κανείς. Είτε μιλάμε για μαζικές στρατιωτικές δυνάμεις είτε μεμονωμένα σώματα μάχης κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να γίνουν φόβητρο απαράμιλλο για κάθε εχθρό που είχε την τραγική ατυχία να τα αντιμετωπίσει στο πεδίο της σύγκρουσης.
Φυσικά σε ένα κείμενο σαν αυτό δεν μπορεί να συμπεριληφθούν τα πάντα αλλά ενδεικτικά πέντε στρατοί ή μονάδες οι οποίοι είχαν να επιδείξουν επιτεύγματα, ανεξαρτήτως ποσοτικών μεγεθών, που έμειναν στην ιστορία είτε για τις νίκες τους είτε για ένα μικρότερο (στα μάτια μας) επίτευγμα, όπως ένας ελιγμός, που κατέληξε σε θρίαμβο.
Η Λοξή Φάλαγγα και ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων
Υπό τον Γοργίδα το 379π.Χ. ιδρύθηκε το επίλεκτο σώμα των Θηβαίων, ο Ιερός Λόχος (κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη η ύπαρξη του Ιερού Λόχου εντοπίζεται ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου). Ήταν η εποχή που η Θήβα δεν βρισκόταν υπό τον σπαρτιατικό ζυγό.
Ο Λόχος απαρτιζόταν από 300 άτομα τα οποία είχαν επιλεγεί πάρα πολύ προσεκτικά σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, αριστοκρατικής καταγωγής έτσι ώστε οι γραμμές στη μάχη να μένουν αδιάσπαστες σε κάθε περίπτωση.
Τα χρυσά χρόνια του Λόχου ήρθαν υπό τις εντολές του Πελοπίδα ο οποίος παρέμεινε αήττητος για 35 χρόνια. Ο Ιερός Λόχος καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, με μπροστάρη τον γιο του, Αλέξανδρο.
Ο στρατός της Θήβας όμως έμεινε στην ιστορία και για ένα συγκεκριμένο τακτικό στήσιμο στο πεδίο των μαχών το οποίο κατάφερε να τους δώσει τη μεγάλη νίκη τους στη μάχη των Λεύκτρων το 371 π.Χ. όπου επικράτησαν των μέχρι τότε αήττητων Σπαρτιατών.
Ο τρόπος ανάπτυξης του στρατηγού Επαμεινώνδα, Λοξή Φάλαγγα, χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές στην ιστορία για να αντεπεξέλθουν στρατοί σε αριθμητικό μειονέκτημα. Για να αντιμετωπίσει ο Επαμεινώνδας την σε βάρος του γενική αριθμητική ανισότητα επινόησε μία καινοτομία που αποδείχθηκε σωστή: Σχημάτισε τη διάταξη μάχης «εις ανομοιόμορφον βάθος ζυγών», ενώ συγχρόνως έδωσε σε αυτήν κατεύθυνση λοξή ως προς την αντίπαλη διάταξη.
Στρατός των Λακεδαιμονίων
Οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαν αναγάγει τον πόλεμο σε μία τέχνη της μάχης. Ζούσαν για αυτόν και προετοιμάζονταν όλη τους τη ζωή για αυτόν. Στη Σπάρτη δημιουργήθηκε ο πρώτος τακτικός στρατός που ναι μεν ήταν επαγγελματικός αλλά… χωρίς μισθό. Κάθε οπλίτης παρέμενε οπλίτης για όλη τη μέρα και μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του.
Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) έκανε το στράτευμα πανίσχυρο. Μπορεί αρκετοί να έμαθαν τους Σπαρτιάτες από την τηλεοπτική μεταφορά των «300» αλλά το επίλεκτο σώμα που ηγούταν ο Λεωνίδας ήταν οι «Ιππείς». Οι «Όμοιοι», οι επίλεκτοι των επίλεκτων. Οι μαχητές που έμπαιναν στην πρώτη γραμμή.
Η φάλαγγα ήταν γνωστή και στη λακωνική της εκδοχή. Οι οπλίτες ήταν υποχρεωμένοι να φορούν μία κόκκινη χλαίνη ώστε να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους σε περίπτωση τραυματισμού.
Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν μπορούσε να συγχωρήσει όσους δείλιαζαν. «Τρέσαντες» και «ριψάσπιδες» όσο και οι δικοί τους άνθρωποι ζούσαν μέσα στη χλεύη και την ανυποληψία.
Μακεδονική Φάλαγγα
Το επίλεκτο σώμα του πεζικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Μακεδονική Φάλαγγα έκλεψε τη δόξα του ιππικού του που τον συντρόφευε παντού. Και αυτό γιατί θεωρείται ως ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός, στρατιωτικά, σχηματισμός της αρχαιότητας.
Ελεύθεροι επαγγελματίες της εποχής, από τη Μακεδονία, μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστοί των πόλεων ήταν το σύνολο που αποτελούσε τη Φάλαγγα. Κάθε τάξη είχε ισχυρούς δεσμούς καθώς προερχόταν από συγκεκριμένη περιοχή. Ομαδικό πνεύμα και συνοχή οδήγησε στο μεγαλείο του μακεδονικού στρατού. Ακόμα και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η φάλαγγα ήταν ο κύριος στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού.
Ακρογωνιαίος λίθος της πολεμικής της τακτικής ήταν η περίφημη σάρισα: Η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή.
Αυτή τη δύναμη που ήταν πρακτικά αδύνατο να αντιμετωπιστεί εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο ο Μέγας Αλέξανδρος για να φτάσει με το μακεδονικό στρατό στα πέρατα του κόσμου.
Η Μύριοι και η περίφημη κάθοδός τους
Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες ιστορίες αρχαίου στρατού είναι αυτή του μισθοφορικού στρατεύματος Ελλήνων, των περίφημων Μυρίων.
Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου το 404 π.Χ. βρίσκει τη Σπάρτη νικήτρια. Έλληνες από τις πόλεις-κράτη ξεκινούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι στρατιώτες.
Εκπαιδευμένοι πολεμιστές προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο βασιλιάδων, διεκδικητών θρόνων ακόμα και σε σατράπες του περσικού βασιλείου.
Ο Ξενοφών στην «Κύρου Ανάβαση» καταγράφει βήμα προς βήμα την σπουδαία πορεία των Μυρίων και την περίφημη κάθοδός τους. Οι Μύριοι ήταν ένας μισθοφορικός στρατός Ελλήνων, ο οποίος συγκροτούνταν από οπλίτες προερχόμενους από διαφορετικές πόλεις - κράτη υπό τον Κύρο που ήθελε να διεκδικήσει τον θρόνο της αυτοκρατορίας. Η πορεία τους μέσα στην Περσία θεωρείται προάγγελος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η πορεία τους από τα Μικρασιατικά παράλια έως τη μάχη στα Κούναξα στις 5 Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. και την επιστροφή τους από τα Κούναξα έως την Τραπεζούντα και από εκεί στην Πέργαμο είναι ιστορική. Όταν ξεκίνησε την πορεία του προς το εσωτερικό της περσικής αυτοκρατορίας το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε περίπου 13.000 από τους οποίους επέστρεψαν περίπου 8.600, δηλαδή σώθηκε περισσότερο από το ήμισυ του αρχικού σώματος, παρά τις συνεχείς μάχες και το βαρύ χειμώνα στη μακρινή ανατολή.
Το μοναδικό ωστόσο στην περίπτωση των Μυρίων είναι ότι πολύ γρήγορα έμειναν χωρίς επικεφαλής και παρόλο που ήταν ένας μισθοφορικός και ακέφαλος στρατός κατάφερε να γυρίσει στην Ελλάδα κερδίζοντας όποιον έβρισκε στο δρόμο του.
Η πρώτη νίκη των Συμμάχων στα ελληνοαλβανικά σύνορα
Στη συνείδηση των Ελλήνων οι φράσεις «28 Οκτωβρίου 1940» και «επέτειος του Όχι» είναι συνυφασμένες με την απάντηση του δικτάτορα Μεταξά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Λίγοι όμως ξέρουν σε βάθος το πόσο σημαντική ήταν η επικράτηση του ελληνικού στρατού απέναντι στην ιταλοαλβανική σύμπραξη για την συνέχεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Τουλάχιστον μέχρι ο Χίτλερ να στρέψει το βλέμμα του προς τα Βαλκάνια και την Ελλάδα.
Ο ελληνοιταλικός πόλεμος διήρκησε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941 όταν και η χώρα καταλήφθηκε από τους ναζί.
Μετά την αρνητική απάντηση του Μεταξά στο τελεσίγραφο που του μεταβίβασε ο Ιταλός πρέσβης στη χώρα, οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα μέσω των Ελληνο-αλβανικών συνόρων. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση.
Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου οι Ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ένα τέταρτο σχεδόν του εδάφους της Αλβανίας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις: Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή βόρεια της Χειμάρρας.
Μελετητές αναφέρουν ότι η νίκη των Ελλήνων στα ελληνοαλβανικά σύνορα ανάγκασε τον Χίτλερ να αναβάλει την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσει τους συμμάχους τους που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καθυστέρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των δυνάμεων του άξονα στη Μάχη της Μόσχας.
Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες. Υστερούσαν δραματικά σε αριθμούς αλλά οι τακτικοί ελιγμοί μέσα από δύσβατες περιοχές, περάσματα και βουνά κατάφερε να ανακόψει την πορεία των Ιταλών.
ΠΗΓΗ newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου