Συγγραφέας: Γιώργος Απιδιανάκης
H περιγραφή της περιπολίας του υποβρυχίου Νηρεύς που ακολουθεί μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τυπική ενός ελληνικού υποβρυχίου κατά τον Β’ΠΠ. Μερικά βυθισμένα καΐκια, βλάβες, άλλες μικρές και άλλες σοβαρές, χαμένες ευκαιρίες και διαρκή μάχη του πληρώματος ενάντια στις αντιξοότητες που επέβαλε το υλικό και ο εχθρός.
Στις 9 Ιουλίου 1942, στις 20:00’, το υποβρύχιο Νηρεύς, με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ράλλη, απέπλευσε από τη Χάιφα για την πρώτη του περιπολία στο Αιγαίο μετά από εκτεταμένη επισκευή που είχε κρατήσει πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό είχε καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από τα βρετανικά συνεργεία του συνοδού
υποβρυχίων (submarine depot ship) HMS Medway, στην Αλεξανδρέττα, για να συνέλθει το εξαιρετικά καταπονημένο υλικό του, αφού από τον Οκτώβριο του 1940 ταξίδευε αδιάκοπα. Η προσπάθεια είχε εστιαστεί στη βελτίωση των παλαιών, φθαρμένων και επικίνδυνων πλέον καλωδιώσεων αλλά και των δύο μηχανών ντίζελ που βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση από τις εκατοντάδες ώρες λειτουργίας χωρίς ενδελεχή συντήρηση.
Η περιπολία του Νηρέα τον Ιούλιο του 1942
Εξ’ αρχής τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Ήδη το βράδυ της 11ης Ιουλίου, η αντλία κυκλοφορίας θαλάσσιου ύδατος ψύξεως της αριστερής μηχανής τέθηκε εκτός λειτουργίας με αποτέλεσμα η μηχανή να καταστεί μη λειτουργική. Εντός μίας ώρας τέθηκε εκτός λειτουργίας και η δεξιά μηχανή, από παρόμοια βλάβη, αλλά και η γυροπυξίδα! Η κατάσταση ήταν σοβαρή. Το υποβρύχιο δεν ήταν σε θέση να φορτίσει τις μπαταρίες του ούτε και να πλεύσει με ακρίβεια μέσω της μαγνητικής πυξίδα. Μη γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει, ο Ράλλης επέλεξε να προσεγγίσει την Κύπρο, πλέοντας αργά, για να μην εκφορτίζεται ραγδαία η συστοιχία. Μετά τα μεσάνυκτα και ενώ η αριστερή μηχανή και η γυροπυξίδα είχαν τεθεί ξανά σε λειτουργία, σημειώθηκε μεγάλο βραχυκύκλωμα στον πρυμναίο κύριο πίνακα διανομής ρεύματος το οποίο, ευτυχώς, δεν μεταφέρθηκε σε άλλα μηχανήματα. Για το υπόλοιπο του πλου όμως ο πίνακας θα ήταν σε θέση να λάβει τροφοδότηση μόνο από το ήμισυ της συστοιχίας. Τελικά, μέχρι τις 03.00΄, όλες οι βλάβες είχαν αποκατασταθεί.
Στις 15 Ιουλίου ο Νηρέας διέρχεται το Στενό της Καρπάθου συνεχίζοντας βόρεια, όπου στις 09:55’ εντοπίζει τέσσερα καΐκια να κατευθύνονται προς τη Ρόδο. Στις 11.02’ ο Ράλλης αναδύεται και τα εξαναγκάζει να ακινητοποιηθούν όπου διαπιστώνει ότι είχαν ελληνική σημαία και ήταν κενά φορτίου. Αφού δόθηκε χρόνος στους 44 Έλληνες επιβαίνοντες να μετεπιβιβαστούν στο μικρότερο καΐκι και στο υποβρύχιο επιβιβάστηκαν για το υπόλοιπο του πλου ο ιδιοκτήτης των σκαφών, Δρέγας Νομικός, ο γιός του και ένας μηχανικός, στη συνέχεια βυθίστηκαν τα τρία μεγαλύτερα (Χρυσούλα 24 τ., Γιαννούλα 15 τ., Ντομένικα 3 τ.) με 18 βολές του πυροβόλου. Τα σκάφη βυθίστηκαν ως υποψήφια προς επίταξη από τις κατοχικές δυνάμεις. Άλλωστε τα συγκεκριμένα κατά το παρελθόν εκτελούσαν ανεφοδιασμό των παράκτιων ιταλικών οχυρώσεων. Γι’ αυτό ο Νομικός ήταν σε θέση να μεταφέρει πολλές και σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις οχυρώσεις των Δωδεκανήσων. Στις αρχές του 1944, λόγω της ευνοϊκότερης τροπής του πολέμου, δόθηκε οδηγία για αποφυγή βύθισης καϊκιών με ελληνική σημαία μικρότερων των 20 τ. χωρίς αυτό να τηρείται πάντα στην πράξη.
Συνεχίζοντας, μέχρι την 17η Ιουλίου, το υποβρύχιο εισέπλευσε στη Σαντορίνη και σε όρμους της Νάξου χωρίς να εντοπίσει κάτι αξιόλογο. Το πρωί της 18ης βρέθηκε στη νότια είσοδο του Καφηρέα.
Την επομένη, 19η Ιουλίου, η “ομίχλη του πολέμου” σκεπάζει τον Νηρέα. Στις 14.25’ περιπολώντας στο νότιο ήμισυ του Στενού του Καφηρέα, εντόπισε μεγάλο πλοίο 6.000 – 7.000 τ. να παραπλέει τη βραχονησίδα Μανδήλι (προσβάσεις Καρύστου) και να κατευθύνεται βόρεια εντός του Στενού. Στις 14.52’ ο Ράλλης βάλλει τέσσερεις τορπίλες από εκτιμηθείσα απόσταση 2500 γιάρδες, που ήταν πολύ μεγάλη για να εξασφαλίσει πιθανότητες επιτυχίας, αλλά στις 14.54’ αντιλαμβάνεται κρότο εκρήξεως. Η περισκοπική παρατήρηση όμως κατέδειξε ότι ο στόχος εξακολουθούσε να πλέει απομακρυνόμενος βόρεια. Μετά την επιστροφή από την περιπολία, από την αξιολόγηση της επιθέσεως, ο Νηρέας πιστώθηκε με «πιθανή επιτυχή προσβολή» εχθρικού πλοίου. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Το πλοίο ήταν το νοσοκομειακό Sicilia (9.646 τ.) με δρομολόγιο από τον Πειραιά προς τη Θεσσαλονίκη. Οι οπτήρες του Sicilia αντιλήφθηκαν τρία ίχνη τορπιλών και το πλοίο έστρεψε άμεσα ΟΛΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ με αποτέλεσμα οι τορπίλες να διέλθουν πρώρα του και η μία εξ’ αυτών να εκραγεί στην ακτή της Εύβοιας. Κατόπιν συνέχισε τον πλου του προς τη Θεσσαλονίκη.
Την εποχή εκείνη συνήθως τα δρομολόγια των νοσοκομειακών πλοίων κοινοποιούνταν στους αντιπάλους και έφεραν τα χαρακτηριστικά σήματα του Ερυθρού Σταυρού βαμμένα στις πλευρές. Στην περίπτωση αυτή όμως οι Ιταλοί δεν είχαν κοινοποιήσει την κίνηση του Sicilia. O ήλιος δε, που κατά τον χρόνο της επίθεσης βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του στόχου, φαίνεται να κατέστησε δυσδιάκριτους τους ερυθρούς σταυρούς από τον Νηρέα. To Sicilia βυθίστηκε τελικά σε αεροπορικό βομβαρδισμό στη Νάπολη στις 4 Απριλίου 1943.
Την επόμενη, 20η Ιουλίου, και ενώ βρισκόταν μεταξύ Κέας-Μακρονήσου, εντόπισε στις 09.50’ ένα μέσου μεγέθους εμπορικό (εκτιμώμενο ως 1.500 τ.) και ένα αντιτορπιλικό, να προσεγγίζουν από νότια του Άη Γιώργη σε απόσταση 5 ν.μ. και ξεκίνησε άμεσα την προσέγγιση. Εντός τριών λεπτών όλα ανατράπηκαν. Παρουσιάζεται βραχυκύκλωμα στον υπότροπο πρυμναίο πίνακα διανομής ρεύματος με αποτέλεσμα να διακοπεί η λειτουργία των πηδαλίων βάθους και διευθύνσεως, της γυροπυξίδας, των περισκοπίων, των υπερηχητικών συσκευών εντοπισμού και ταυτόχρονα ξεσπάει πυρκαγιά στον πίνακα. Το υποβρύχιο βρέθηκε ουσιαστικά ακυβέρνητο σε περισκοπικό βάθος, με το περισκόπιο άνω της επιφάνειας, χωρίς δυνατότητα χειρισμών, ενώ ο εχθρός προσέγγιζε. Με σημαντική βραδύτητα δύο λεπτών, που προφανώς φάνηκαν αιώνας, τα πηδάλια τέθηκαν σε χειροκίνητη λειτουργία, το περισκόπιο καταβιβάσθηκε χειροκίνητα με δυσκολία και το υποβρύχιο άρχισε να λαμβάνει αργά βάθος που εξισορροπήθηκε στα 23 μέτρα. Σύντομα, άγημα με επικεφαλής τον Ύπαρχο Υποπλοίαρχο Λούνδρα, κατέσβησε την πυρκαγιά και σύσσωμο το πλήρωμα επιχειρούσε πλέον να αναστήσει το υποβρύχιο. Ο Ράλλης στο μεταξύ τηρούσε την πλώρη του προς τη διόπτευση του αντιτορπιλικού, το οποίο παρακολουθούσε μέσω των υδροφώνων, ώστε να παρουσιάζει την ελάχιστη δυνατή προβολή στον ακουστικό λοβό του σόναρ του αντιτορπιλικού. Η τελευταία αυτή πληροφορία μας ενημερώνει επίσης ότι τα ελληνικά πληρώματα ήταν ενημερωμένα για τον εξοπλισμό με σόναρ (ASDIC) των γερμανικών και των ιταλικών πλοίων, που είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 1941 και μάλιστα γνώριζαν τους βασικούς τρόπους προφύλαξης. Τα εχθρικά πλοία διήλθαν στις 10:30’ πολύ πλησίον του Νηρέα και άρχισαν να απομακρύνονται.
Όπως προκύπτει τα πλοία αυτά ήταν το αρχαίο, του 1881, μικρό εμπορικό Pontinia (715 τ.) και το τορπιλοβόλο Cassiopea (κλάσης Spica) που έπλεαν από το Ηράκλειο προς τον Πειραιά. Τελικά, στις 13.30’, η αρχική βλάβη αποκαταστάθηκε πρόχειρα με υποτυπώδη ανακαλωδίωση και μόνιμη τροφοδότηση του ηλεκτρικού πίνακα μέσω του πρωραίου αντίστοιχου πίνακα και όχι απευθείας από τη συστοιχία. Το υποβρύχιο με εξαιρετικά βαριά ατμόσφαιρα αναδύθηκε στις 21:57’ νότια της Κύθνου και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Όσο για το Pontinia, που έως τότε εκτελούσε κυρίως δρομολόγια ανεφοδιασμού προς τη Βόρεια Αφρική, ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1943, κυριεύθηκε από τους Γερμανούς στη βόρεια Αδριατική αλλά στις 23 Σεπτέμβριου εξόκειλε κάπου στην περιοχή του Ζαντάρ στις Δαλματικές ακτές και εγκαταλείφθηκε οριστικά. To Cassiopea επέζησε του πολέμου.
Ο Νηρέας κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ στις 11.45’ της 28ης Ιουλίου συμπληρώνοντας 20 ημέρες περιπολίας που ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια περιπολία ελληνικού υποβρυχίου έως τότε.
Το ταξίδι αυτό απέδειξε τη μεγάλη ευπάθεια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, της φθαρμένης ηλεκτρολογικής εγκατάστασης των ελληνικών υποβρυχίων, καθώς οι συνθήκες υγρασίας απομείωναν την ήδη χαμηλή ηλεκτρική μόνωση με αποτέλεσμα την πρόκληση βραχυκυκλωμάτων. Λόγω των εκτεταμένων βλαβών, το υποβρύχιο ήρθε ξανά σε θέση για περιπολία μόλις στις 15 Σεπτεμβρίου. Μετά από άλλες δύο περιπετειώδεις περιπολίες το φθινόπωρο του 1942, που οδήγησαν στη βύθιση του μικρού επιβατηγού Fiume (662 τ.), ο Νηρέας, τέθηκε οριστικά σε μακρά επισκευή και επέστρεψε ξανά στο Αιγαίο τον Φεβρουάριο του 1944. Το πλήρωμά του αποτέλεσε τον πυρήνα του υπό παραλαβή υποβρυχίου Πιπίνος.
Συγγραφέας: Γιώργος Απιδιανάκης
Αρχική πηγή: elinis
ΠΗΓΗ navaldefence
H περιγραφή της περιπολίας του υποβρυχίου Νηρεύς που ακολουθεί μπορεί να χαρακτηρισθεί ως τυπική ενός ελληνικού υποβρυχίου κατά τον Β’ΠΠ. Μερικά βυθισμένα καΐκια, βλάβες, άλλες μικρές και άλλες σοβαρές, χαμένες ευκαιρίες και διαρκή μάχη του πληρώματος ενάντια στις αντιξοότητες που επέβαλε το υλικό και ο εχθρός.
Στις 9 Ιουλίου 1942, στις 20:00’, το υποβρύχιο Νηρεύς, με Κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ράλλη, απέπλευσε από τη Χάιφα για την πρώτη του περιπολία στο Αιγαίο μετά από εκτεταμένη επισκευή που είχε κρατήσει πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό είχε καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από τα βρετανικά συνεργεία του συνοδού
υποβρυχίων (submarine depot ship) HMS Medway, στην Αλεξανδρέττα, για να συνέλθει το εξαιρετικά καταπονημένο υλικό του, αφού από τον Οκτώβριο του 1940 ταξίδευε αδιάκοπα. Η προσπάθεια είχε εστιαστεί στη βελτίωση των παλαιών, φθαρμένων και επικίνδυνων πλέον καλωδιώσεων αλλά και των δύο μηχανών ντίζελ που βρίσκονταν σε οικτρή κατάσταση από τις εκατοντάδες ώρες λειτουργίας χωρίς ενδελεχή συντήρηση.
Η περιπολία του Νηρέα τον Ιούλιο του 1942
Εξ’ αρχής τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Ήδη το βράδυ της 11ης Ιουλίου, η αντλία κυκλοφορίας θαλάσσιου ύδατος ψύξεως της αριστερής μηχανής τέθηκε εκτός λειτουργίας με αποτέλεσμα η μηχανή να καταστεί μη λειτουργική. Εντός μίας ώρας τέθηκε εκτός λειτουργίας και η δεξιά μηχανή, από παρόμοια βλάβη, αλλά και η γυροπυξίδα! Η κατάσταση ήταν σοβαρή. Το υποβρύχιο δεν ήταν σε θέση να φορτίσει τις μπαταρίες του ούτε και να πλεύσει με ακρίβεια μέσω της μαγνητικής πυξίδα. Μη γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει, ο Ράλλης επέλεξε να προσεγγίσει την Κύπρο, πλέοντας αργά, για να μην εκφορτίζεται ραγδαία η συστοιχία. Μετά τα μεσάνυκτα και ενώ η αριστερή μηχανή και η γυροπυξίδα είχαν τεθεί ξανά σε λειτουργία, σημειώθηκε μεγάλο βραχυκύκλωμα στον πρυμναίο κύριο πίνακα διανομής ρεύματος το οποίο, ευτυχώς, δεν μεταφέρθηκε σε άλλα μηχανήματα. Για το υπόλοιπο του πλου όμως ο πίνακας θα ήταν σε θέση να λάβει τροφοδότηση μόνο από το ήμισυ της συστοιχίας. Τελικά, μέχρι τις 03.00΄, όλες οι βλάβες είχαν αποκατασταθεί.
Στις 15 Ιουλίου ο Νηρέας διέρχεται το Στενό της Καρπάθου συνεχίζοντας βόρεια, όπου στις 09:55’ εντοπίζει τέσσερα καΐκια να κατευθύνονται προς τη Ρόδο. Στις 11.02’ ο Ράλλης αναδύεται και τα εξαναγκάζει να ακινητοποιηθούν όπου διαπιστώνει ότι είχαν ελληνική σημαία και ήταν κενά φορτίου. Αφού δόθηκε χρόνος στους 44 Έλληνες επιβαίνοντες να μετεπιβιβαστούν στο μικρότερο καΐκι και στο υποβρύχιο επιβιβάστηκαν για το υπόλοιπο του πλου ο ιδιοκτήτης των σκαφών, Δρέγας Νομικός, ο γιός του και ένας μηχανικός, στη συνέχεια βυθίστηκαν τα τρία μεγαλύτερα (Χρυσούλα 24 τ., Γιαννούλα 15 τ., Ντομένικα 3 τ.) με 18 βολές του πυροβόλου. Τα σκάφη βυθίστηκαν ως υποψήφια προς επίταξη από τις κατοχικές δυνάμεις. Άλλωστε τα συγκεκριμένα κατά το παρελθόν εκτελούσαν ανεφοδιασμό των παράκτιων ιταλικών οχυρώσεων. Γι’ αυτό ο Νομικός ήταν σε θέση να μεταφέρει πολλές και σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις οχυρώσεις των Δωδεκανήσων. Στις αρχές του 1944, λόγω της ευνοϊκότερης τροπής του πολέμου, δόθηκε οδηγία για αποφυγή βύθισης καϊκιών με ελληνική σημαία μικρότερων των 20 τ. χωρίς αυτό να τηρείται πάντα στην πράξη.
Συνεχίζοντας, μέχρι την 17η Ιουλίου, το υποβρύχιο εισέπλευσε στη Σαντορίνη και σε όρμους της Νάξου χωρίς να εντοπίσει κάτι αξιόλογο. Το πρωί της 18ης βρέθηκε στη νότια είσοδο του Καφηρέα.
Την επομένη, 19η Ιουλίου, η “ομίχλη του πολέμου” σκεπάζει τον Νηρέα. Στις 14.25’ περιπολώντας στο νότιο ήμισυ του Στενού του Καφηρέα, εντόπισε μεγάλο πλοίο 6.000 – 7.000 τ. να παραπλέει τη βραχονησίδα Μανδήλι (προσβάσεις Καρύστου) και να κατευθύνεται βόρεια εντός του Στενού. Στις 14.52’ ο Ράλλης βάλλει τέσσερεις τορπίλες από εκτιμηθείσα απόσταση 2500 γιάρδες, που ήταν πολύ μεγάλη για να εξασφαλίσει πιθανότητες επιτυχίας, αλλά στις 14.54’ αντιλαμβάνεται κρότο εκρήξεως. Η περισκοπική παρατήρηση όμως κατέδειξε ότι ο στόχος εξακολουθούσε να πλέει απομακρυνόμενος βόρεια. Μετά την επιστροφή από την περιπολία, από την αξιολόγηση της επιθέσεως, ο Νηρέας πιστώθηκε με «πιθανή επιτυχή προσβολή» εχθρικού πλοίου. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Το πλοίο ήταν το νοσοκομειακό Sicilia (9.646 τ.) με δρομολόγιο από τον Πειραιά προς τη Θεσσαλονίκη. Οι οπτήρες του Sicilia αντιλήφθηκαν τρία ίχνη τορπιλών και το πλοίο έστρεψε άμεσα ΟΛΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ με αποτέλεσμα οι τορπίλες να διέλθουν πρώρα του και η μία εξ’ αυτών να εκραγεί στην ακτή της Εύβοιας. Κατόπιν συνέχισε τον πλου του προς τη Θεσσαλονίκη.
Την εποχή εκείνη συνήθως τα δρομολόγια των νοσοκομειακών πλοίων κοινοποιούνταν στους αντιπάλους και έφεραν τα χαρακτηριστικά σήματα του Ερυθρού Σταυρού βαμμένα στις πλευρές. Στην περίπτωση αυτή όμως οι Ιταλοί δεν είχαν κοινοποιήσει την κίνηση του Sicilia. O ήλιος δε, που κατά τον χρόνο της επίθεσης βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του στόχου, φαίνεται να κατέστησε δυσδιάκριτους τους ερυθρούς σταυρούς από τον Νηρέα. To Sicilia βυθίστηκε τελικά σε αεροπορικό βομβαρδισμό στη Νάπολη στις 4 Απριλίου 1943.
Την επόμενη, 20η Ιουλίου, και ενώ βρισκόταν μεταξύ Κέας-Μακρονήσου, εντόπισε στις 09.50’ ένα μέσου μεγέθους εμπορικό (εκτιμώμενο ως 1.500 τ.) και ένα αντιτορπιλικό, να προσεγγίζουν από νότια του Άη Γιώργη σε απόσταση 5 ν.μ. και ξεκίνησε άμεσα την προσέγγιση. Εντός τριών λεπτών όλα ανατράπηκαν. Παρουσιάζεται βραχυκύκλωμα στον υπότροπο πρυμναίο πίνακα διανομής ρεύματος με αποτέλεσμα να διακοπεί η λειτουργία των πηδαλίων βάθους και διευθύνσεως, της γυροπυξίδας, των περισκοπίων, των υπερηχητικών συσκευών εντοπισμού και ταυτόχρονα ξεσπάει πυρκαγιά στον πίνακα. Το υποβρύχιο βρέθηκε ουσιαστικά ακυβέρνητο σε περισκοπικό βάθος, με το περισκόπιο άνω της επιφάνειας, χωρίς δυνατότητα χειρισμών, ενώ ο εχθρός προσέγγιζε. Με σημαντική βραδύτητα δύο λεπτών, που προφανώς φάνηκαν αιώνας, τα πηδάλια τέθηκαν σε χειροκίνητη λειτουργία, το περισκόπιο καταβιβάσθηκε χειροκίνητα με δυσκολία και το υποβρύχιο άρχισε να λαμβάνει αργά βάθος που εξισορροπήθηκε στα 23 μέτρα. Σύντομα, άγημα με επικεφαλής τον Ύπαρχο Υποπλοίαρχο Λούνδρα, κατέσβησε την πυρκαγιά και σύσσωμο το πλήρωμα επιχειρούσε πλέον να αναστήσει το υποβρύχιο. Ο Ράλλης στο μεταξύ τηρούσε την πλώρη του προς τη διόπτευση του αντιτορπιλικού, το οποίο παρακολουθούσε μέσω των υδροφώνων, ώστε να παρουσιάζει την ελάχιστη δυνατή προβολή στον ακουστικό λοβό του σόναρ του αντιτορπιλικού. Η τελευταία αυτή πληροφορία μας ενημερώνει επίσης ότι τα ελληνικά πληρώματα ήταν ενημερωμένα για τον εξοπλισμό με σόναρ (ASDIC) των γερμανικών και των ιταλικών πλοίων, που είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 1941 και μάλιστα γνώριζαν τους βασικούς τρόπους προφύλαξης. Τα εχθρικά πλοία διήλθαν στις 10:30’ πολύ πλησίον του Νηρέα και άρχισαν να απομακρύνονται.
Όπως προκύπτει τα πλοία αυτά ήταν το αρχαίο, του 1881, μικρό εμπορικό Pontinia (715 τ.) και το τορπιλοβόλο Cassiopea (κλάσης Spica) που έπλεαν από το Ηράκλειο προς τον Πειραιά. Τελικά, στις 13.30’, η αρχική βλάβη αποκαταστάθηκε πρόχειρα με υποτυπώδη ανακαλωδίωση και μόνιμη τροφοδότηση του ηλεκτρικού πίνακα μέσω του πρωραίου αντίστοιχου πίνακα και όχι απευθείας από τη συστοιχία. Το υποβρύχιο με εξαιρετικά βαριά ατμόσφαιρα αναδύθηκε στις 21:57’ νότια της Κύθνου και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Όσο για το Pontinia, που έως τότε εκτελούσε κυρίως δρομολόγια ανεφοδιασμού προς τη Βόρεια Αφρική, ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1943, κυριεύθηκε από τους Γερμανούς στη βόρεια Αδριατική αλλά στις 23 Σεπτέμβριου εξόκειλε κάπου στην περιοχή του Ζαντάρ στις Δαλματικές ακτές και εγκαταλείφθηκε οριστικά. To Cassiopea επέζησε του πολέμου.
Ο Νηρέας κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ στις 11.45’ της 28ης Ιουλίου συμπληρώνοντας 20 ημέρες περιπολίας που ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια περιπολία ελληνικού υποβρυχίου έως τότε.
Το ταξίδι αυτό απέδειξε τη μεγάλη ευπάθεια, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, της φθαρμένης ηλεκτρολογικής εγκατάστασης των ελληνικών υποβρυχίων, καθώς οι συνθήκες υγρασίας απομείωναν την ήδη χαμηλή ηλεκτρική μόνωση με αποτέλεσμα την πρόκληση βραχυκυκλωμάτων. Λόγω των εκτεταμένων βλαβών, το υποβρύχιο ήρθε ξανά σε θέση για περιπολία μόλις στις 15 Σεπτεμβρίου. Μετά από άλλες δύο περιπετειώδεις περιπολίες το φθινόπωρο του 1942, που οδήγησαν στη βύθιση του μικρού επιβατηγού Fiume (662 τ.), ο Νηρέας, τέθηκε οριστικά σε μακρά επισκευή και επέστρεψε ξανά στο Αιγαίο τον Φεβρουάριο του 1944. Το πλήρωμά του αποτέλεσε τον πυρήνα του υπό παραλαβή υποβρυχίου Πιπίνος.
Συγγραφέας: Γιώργος Απιδιανάκης
Αρχική πηγή: elinis
ΠΗΓΗ navaldefence
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου