Ο αμυντικός προϋπολογισμός (NDAA – National Defense Authorization Act), στον οποίο ενσωματώνεται ο νόμος Μενέντεζ (ειδική τροπολογία) για την Ελλάδα, προβλέποντας πέρα από την παροχή των 25 εκατ. δολαρίων κατ’ έτος, ψηφίστηκε τελικά από το Κογκρέσο των ΗΠΑ. Προς το παρόν δεν έχει διευκρινιστεί αν σε αυτόν περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ευνοϊκών όρων (με ποσοτικοποίηση αυτών) για τη δανειοδότηση προγραμμάτων προμήθειας αμυντικού υλικού από την Ελλάδα. Είναι αυταπόδεικτο πως αυτό θα είχε τη μεγαλύτερη σημασία και αξία για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και την κυβέρνηση της χώρας. Για να ξεκινήσουμε τη συζήτηση…
Θα επιμείνουμε λοιπόν να θεωρούμε δεδομένο, ότι στο πλαίσιο της υπογραφής της νέας, προωθημένης, πενταετούς διάρκειας αμυντικής συμφωνίας (MDCA) με τις ΗΠΑ, η Ελλάδα δεν έλαβε κανένα επί της ουσίας χειροπιαστό αντάλλαγμα. Για όσους επιμένουν να θεωρούν ως τέτοιο τα 1200 τεθωρακισμένα οχήματα M1117 τα οποία σταδιακά θα παραλάβει ο Ελληνικός Στρατός (αν βρει τόσα σε αξιοπρεπή κατάσταση), καλό θα ήταν να περιμένουμε λίγο ώστε να διαπιστώσουμε στην πράξη ποια θα είναι τα κόστη του προγράμματος, μέσα από τη σταδιακή ένταξη των οχημάτων σε υπηρεσία.
Τι πραγματικά θα χρειαστεί να πληρώσει δηλαδή ο Ε.Σ. για αυτά. Και παρόλο που το επιχείρημα ότι το ονομαστικό τους κόστος ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ισχύει απόλυτα, όταν συζητάμε για στρατηγική συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, με όλα τα πραγματικά -επί του πεδίου- δεδομένα που εμπεριέχει ο όρος, καλό θα ήταν να βάζουμε τον πήχη ψηλότερα. Να συζητάμε για… game changing συστήματα, τέτοια που αλλάζουν τα δεδομένα, δηλαδή την υστέρηση του εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων σε σχέση με τις απειλές που αντιμετωπίζουν.
Δεν πρόκειται για αμελητέο πρόγραμμα, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο, καθώς καλείται να καλύψει υπαρκτές ανάγκες. Από την άλλη πλευρά όμως δεν είναι δυνατόν το αντάλλαγμα μίας πενταετούς αμυντικής συμφωνίας, με όσες διευκολύνσεις, προσβάσεις και εξυπηρετήσεις προβλέπει για τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ εντός της ελληνικής επικράτειας, να θεωρηθεί αυτό! Και περνάμε στο προκείμενο: Υπάρχει τρόπος ώστε οι ΗΠΑ να αποδείξουν ότι θεωρούν την Ελλάδα πραγματικό στρατηγικό σύμμαχο. Έμπρακτα, όχι με παχιά λόγια και συνεχείς φιλικές δηλώσεις…
Ο βασικός τρόπος, κατά την υποκειμενική μας άποψη, είναι η άμεση μείωση του επιτοκίου των χρηματοδοτήσεων των προγραμμάτων δανειοδότησης (FMF – Foreign Military Financing) για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού, από 8-10% που κυμαίνεται εδώ και πολλά χρόνια, στο 1,5-2% σε ετήσια βάση.
Η Ελλάδα δεν ζητά να της παραχωρηθεί τίποτα δωρεάν και καλύπτει πάντα τις υποχρεώσεις της. Αυτό που έχει ανάγκη περισσότερο από πολλές άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, οι οποίες δεν χρειάζεται απουσία απειλής να συντηρούν με τον ίδιο τρόπο ένοπλες δυνάμεις με δυνατότητες άμεσης κινητοποίησης (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο), είναι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού σε λογικά και όχι κερδοσκοπικά (για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις τράπεζες των ΗΠΑ) επίπεδα. Για να επισπευσθεί η επίτευξη του κοινού υποτίθεται στόχου των στρατηγικών συμμάχων.
Ο μύθος των “φθηνών” διακρατικών προγραμμάτων FMS πρέπει κάποτε να “τελειώσει” στην Ελλάδα. Τα προγράμματα Foreign Military Sales είναι πανάκριβα για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη ότι από τα 1,528 δισεκατομμύρια δολάρια που κόστισε η αναβάθμιση των F-16C/D Block 52+ και Block 52+ Advanced σε Block 72 Viper, τα 534 εκατομμύρια κατέληξαν στα ταμεία της Αεροπορίας των ΗΠΑ! Η οποία λειτουργεί βάσει νόμου των ΗΠΑ που διέπει τις διακρατικές συμφωνίες FMS, ως εγγυητής – εκπρόσωπος της χώρας. Υπεύθυνος για τις δοκιμές και τις πιστοποιήσεις.
Στο συνολικό δε ποσό των 1,528 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα πρέπει να προστεθούν και τα ποσά που προκύπτουν από το ετήσιο επιτόκιο του 8% τουλάχιστον, για τα 11 συνολικά χρόνια διάρκειας του προγράμματος, από την ημέρα της υπογραφής του! Πρόκειται για πραγματικά τεράστιο νούμερο που η Ελλάδα απλά δεν μπορεί να συνεχίσει να πληρώνει στο διηνεκές. Με τις ανάγκες που έχει. Και πρέπει να αισθάνεται άνετα όταν ανοίγει τέτοια συζήτηση με φίλους και συμμάχους (στην κυριολεξία).
Το ένα τρίτο του συνολικού κόστους του προγράμματος απορροφήθηκε από την USAF λοιπόν, από το αμερικανικό Δημόσιο! Πόσες φορές όταν οι Αμερικανοί ζήτησαν οτιδήποτε, η ελληνική πλευρά δεν κινητοποιήθηκε άμεσα και κατά προτεραιότητα, διαθέτοντας ό,τι απαιτείται και μάλιστα χωρίς να επανέλθει με ποσοτικοποιημένο ακόμα και στο επίπεδο των εργατοωρών των πολυάριθμων στελεχών που ενεπλάκησαν, τον λογαριασμό;
Το ζητούμενο λοιπόν είναι η αξιοποίηση στον μέγιστο δυνατό βαθμό της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συνεργασίας σε πρακτικό επίπεδο με στόχο την ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων που και από αμερικανικής πλευράς θεωρείται στόχος συμβατός με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Τα στοιχεία του κόστους των εξοπλιστικών από τις ΗΠΑ αναιρούν στην πράξη τις ολοένα και πιο συνεχείς μεγαλόστομες διακηρύξεις από τους κατά κανόνα… πρόθυμους Έλληνες πολιτικούς.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον πραγματικά χαμηλότοκο δανεισμό για την υλοποίηση μεγαλόπνοων εξοπλιστικών από Αμερικανούς προμηθευτές και ας σπεύσουν στη συνέχεια γραφικοί με το γνωστό αντιδημοσιογραφικό ύφος να ρωτούν σε στιλ «και τώρα τι έχουν να πουν όλοι όσοι…», αντί να συντάσσονται όλοι σε μια οργανωμένη έκφραση δυσαρέσκειας, με στόχο την άσκηση πίεσης για το καλό των Ενόπλων Δυνάμεων! Διότι λογικό -πολιτικά τουλάχιστον- το επιχείρημα της συμβατότητας των οπλικών συστημάτων μέσω της προέλευσής τους από δυτικούς προμηθευτές. Ξεχνούν όμως τις δυνατότητες της τσέπης ενός εκάστου συμμάχου.
Πρωταρχικός στόχος της χώρας, αν και χαρακτηρίζεται ως αναπτυγμένη οικονομία, θα πρέπει να είναι η ένταξη της στο ύψους 5,57 δις δολαρίων (στοιχεία οικονομικού έτους 2021) πρόγραμμα FMF (ξένη στρατιωτική χρηματοδότηση) ως «κύριος στρατηγικός εταίρος» των ΗΠΑ ώστε να καταστεί, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και η Τυνησία, αποδέκτης επιχορηγήσεων (grants) για την προμήθεια αμυντικού υλικού από τις ΗΠΑ.
Διότι πέραν των αραβικών χωρών, η παρουσία του Ισραήλ, μιας χώρας με δεδομένες τις επιδόσεις στον τομέα της οικονομίας και της τεχνολογίας, αφήνει περιθώρια διεκδίκησης του στόχου. Αρκεί οι ιθύνοντες να μην παρουσιάζονται προδιατεθειμένοι να αποδεχθούν όποια δικαιολογία προβάλλει η αμερικανική πλευρά. Η Ελλάδα ως χώρα πρώτης γραμμής του ΝΑΤΟ, από την οποία ζητούνται συχνά πολλά τα οποία δεν είναι και εξ ορισμού συμβατά με την ορθολογική προστασία της εθνικής της ασφάλειας, ενώ για τους γνωστούς λόγους η συνδρομή της Συμμαχίας σε περίπτωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας είναι δεδομένη μόνο για εθελοντές αφελείς, δικαιούται περισσότερα.
Και δεν θα αποτελούσε ευφυολόγημα να προσθέσει κανείς πως αν δεν ζητάς και δεν επιμένεις, δεν παίρνεις. Όποιος έχει μελετήσει την εξωτερική πολιτική χωρών όπως το Ισραήλ γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μια πραγματική συμμαχική για τις ΗΠΑ χώρα κινείται. Πως ξεκαθαρίζει με τον πιο απόλυτο τρόπο, τόσο τα «θέλω» της τα οποία εν συνεχεία διεκδικεί με εξαιρετικά «επιθετικό» τρόπο, όσο και την απόλυτη προτεραιότητα που έχουν τα εθνικά συμφέροντα, όπως αυτά καθορίζονται χωρίς… περιθώρια εξωτερικών επιρροών, αποκλειστικά εντός της χώρας.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου