Η μερική επιτυχία της θερινής επίθεσης του 1921 δεν ήταν αρκετή για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος, καθώς οι κεμαλικές δυνάμεις, έστω μισοκατεστραμμένες και με πεσμένο ηθικό, κατόρθωσαν να υποχωρήσουν πέρα του Σαγγάριου ποταμού.
Η ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συνειδητοποίησαν ότι ήταν αναγκαίος ο εκ νέου σχεδιασμός της στρατηγικής τους. Δύο κρίσιμα πολεμικά συμβούλια στις 15 και 16 Ιουλίου στην Κιουτάχεια μεταξύ των κορυφαίων μελών των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών οδήγησαν στην απόφαση για διεξαγωγή επιθετικής κίνησης μέχρι και ανατολικά του Σαγγάριου, έως την Άγκυρα, αν ήταν απαραίτητο.
Είχε προηγηθεί συμβούλιο μεταξύ των στρατιωτικών στις 13 Ιουλίου στην Κιουτάχεια, όπου συμμετείχαν ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχη συνταγματάρχης Πάλλης, ο υπαρχηγός και διευθυντής του 3ου γραφείου συνταγματάρχης Σαρρηγιάννη και ο διευθυντής του 4ου Γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών αντισυνταγματάρχης Σπυρίδωνος. Μείζον θέμα συζήτησης ήταν η προς ανατολάς περαιτέρω προέλαση της Στρατιάς. Ο Σαρρηγιάννης ισχυρίστηκε ότι ήταν αναγκαία η άμεση επιθετική πορείας της Στρατιάς ώστε να εμποδιστεί η ανασυγκρότηση και αμυντική οργάνωση του λαβωμένου εχθρού. Ωστόσο ο Σπυρίδωνος εξέφρασε πειστικές αμφιβολίες σχετικά με τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό των ελληνικών δυνάμεων, ειδικότερα καθώς αυτές, εξασθενημένες από τις πρόσφατες μάχες, θα ήταν υποχρεωμένες να κινηθούν μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο.
Κατά τον Σπυρίδωνος υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος να απωλεσθούν τα έως τώρα κέρδη ή ακόμη χειρότερα, να καταστραφεί η Στρατιά και να εκδιωχθή προς την έρημο. Ο Πάλλης τάχθηκε με την άποψη Σαρρηγιάννη θεωρώντας εκ πείρας ότι το γραφείο ανεφοδιασμού και μεταφορών αποδίδει καλύτερα στην πράξη. Έντονη ήταν η αντίδραση Σπυρίδωνος, που έβλεπε ότι οι συνάδελφοί του διολίσθαιναν σε μη ορθολογικά επιχειρήματα, εκλαμβάνοντας τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα. Για να τους αλλάξει τη γνώμη, κατέθεσε πίνακα με στοιχεία που αποδειίκνυαν τις αδυναμίες εφοδιασμού της Στρατιάς. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποβάλλει την παραίτησή του ζητώντας τη μετάθεσή του σε μονάδα πεζικού. Η παραίτηση δεν έγινε δεκτή, ενώ ο ο διοικητής της Στρατιάς Παπούλας έκλινε τελικά προς τις απόψεις Σαρρηγιάννη.
Με την άφιξη του πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου ξεκίνησε το πολεμικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και μέλη τον πρωθυπουργό Γούναρη, τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα, τον επιτελάρχη Πάλλη, τον αρχηγό Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη, τον απόστρατο υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό και τον πρίγκιπα Νικόλαο.
Σε ερώτηση του πρωθυπουργού Γούναρη προς τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα αν κατά τη γνώμη του ο τουρκικός στρατός είχε φτάσει στα όρια της αποσύνθεσης ώστε να ήταν σε θέση η ελληνική κυβέρνηση να προβεί στην κήρυξη λήξης του πολέμου και σε μονομερή ρύθμιση της κατάστασης, εφ’ όσον οι Τούρκοι δεν δήλωσαν διάθεση διαπραγματεύσεων και αν θεωρούσε ότι ήταν δυνατή η μερική αποστράτευση, ο Παπούλας απάντησε ότι παρά τις σοβαρές απώλεις που υπέστη ο τουρκικός στρατός κατά τις θερινές επιχειρήσεις απείχε πολύ από το σημείο να θεωρείται πλήρως εξουδετερωμένος.
Εν τέλει, ομόφωνα λήφθηκε η απόφαση ότι ήταν απαραίτητη η συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων μέχρι τον Σαγγάριο (παρά τις φημολογούμενες-μάλλον αναιμικές-ενστάσεις του Κωνσταντίνου).
Το συμβούλιο χρωματίστηκε από τους έντονους διαξιφισμούς μεταξύ Δούσμανη και Θεοτόκη: Ο επιτελάρχης υποστήριζε ότι δεν ήταν αρκετή η καταδίωξη των Τούρκων στην Άγκυρα αλλά να συνεχιστεί μέχρι του Άλυος ποταμού. Εκνευρισμένος ο υπουργός Στρατιωτικών του απάντησε χαρακτηριστικά: «Εσύ θες σιγά σιγά να φτάσουμε στην Περσία».
Παρά τις ενστάσεις και το τεταμένο κλίμα, τελικά πάρθηκε ομόφωνη απόφαση συνέχισης της επιθετικής πορείας προς Σαγγάριο και Άγκυρα. Απαραίτητη κρίθηκε η μεταφορά των βάσεων εφοδιασμού από τη Σμύρνη στα Μουδανιά, η οποία όμως δεν είχε καν ξεκινήσει. Η ασυγχώρητη αυτή αμέλεια της Διοίκησης της Στρατιάς, κατά τον Δούσμανη, είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη επιβράδυνση της έναρξης των επιθετικών επιχειρήσεων μετά την μάχη της 8ης Ιουλίου για τρεις εβδομάδες. Ο Κεμάλ εκμεταλλεύτηκε την αδράνεια των ελληνικών δυνάμεων και κέρδισε επιπλέον χρόνο για την αμυντική ανασυγκρότηση των δυνάμεών του. Επιπλέον, επίσπευσε την μεταφορά δύο μεραρχιών από την Κιλικία και δύο από τον Καύκασο.
(Μετά το πέρας της Μικρασιατικής εκστρατείας, ο Παπούλας ισχυρίστηκε ότι είχε έντονες αμφιβολίες για την επιτυχία του σχεδίου, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει υπό την πίεση των πολιτικών. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν υπέβαλλε την παραίτησή του, κατά μεταγενέστερη δήλωσή του, ήταν ότι φοβήθηκε τις διαλυτικές συνέπειες μιας τέτοιας πράξης στο ηθικό του στρατεύματος. Προς απίσχναση των επιχειρημάτων Παπούλα ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης παρέθεσε στα «Απομνημονεύματα» του τα εξής: «Εάν κυβέρνησις διατάξη επιχειρήσεις τας οποίας ο αρχιστράτηγος θεωρεί ολέθριας, έχει καθήκον να κάμη ό,τι δυνατόν δια να μεταβάλη τας αποφάσεις της κυβερνήσεως και, αν δεν εισακουσθή, οφείλει να παραιτηθή»).
Οι αντικειμενικοί στρατιωτικοί στόχοι της επιθετικής κίνησης προς Σαγγάριο ήταν οι εξής:
1. Καταστροφή του κύριου όγκου του τουρκικού στρατού στην περιοχή της Άγκυρας μέσω ενός ελιγμού υπερφαλάγγισης των ισχυρών αμυντικών θέσεων του και περικύκλωσή τους από τα νώτα.
2. Απαραίτητη κρίνεται η αποφυγή μετωπικής επίθεσης λόγω των μορφολογικών δυσχερειών και ισχυρών αμυντικών θέσεων του εχθρού. Το ελληνικό σχέδιο εκτιμούσε ότι ο Κεμάλ θα πολεμούσε πίσω από την ανατολική όχθη του κεντρικού ρου του Σαγγάριου.
3. Η «δια ευρέος ελιγμού προσβολή του εχθρού εκ του αριστερού του».
4. Προέλαση ως την Άγκυρα και καταστροφή της ισχυρής θέσης αποθήκευσης του εχθρού και της σιδηροδρομικής γραμμής.
5. Παράλληλη με την κύρια επίθεση ανατολικώς του Σαγγαρίου, αποφασίστηκε και η πραγματοποίηση μίας δευτερεύουσας από μία Μεραρχία κατά του μετώπου των εχθρικών θέσεων από τα δυτικά.
Στην απόφαση για προέλαση ως τον Σαγγάριο συνέβαλε το γεγονός ότι το ηθικό του ελληνικού στρατού ήταν υψηλό μετά τις νίκες του Ιουνίου 1921 ενώ αντίστοιχα του τουρκικού ήταν σε χαμηλό επίπεδο. Ο ελληνικός στρατός ήταν σε πολύ καλή κατάσταση σε φυσικό και στρατιωτικό επίπεδο και διάχυτη ήταν η αισιοδοξία του στις τάξεις του ότι η τελική νίκη ήταν κοντά.
Ωστόσο, η ελληνική πλευρά είχε αποτύχει τη διάγνωση μίας σημαντικής εξέλιξης. Η αδυναμία της να επιφέρει το τελικό πλήγμα στον αντίπαλο είχε επιτρέψει στον δεύτερο να οχυρωθεί πλέον πίσω από φυσικά απροσπέλαστες θέσεις. Η μερική επιτυχία της θερινής επίθεσης του 1921 σήμανε ουσιαστικά και την υπέρβαση του σημείου νίκης της ελληνικής πλευράς. Πέρα από αυτό το σημείο ήταν δυνατή, κατά τη γνώμη μας, μόνο η αναζήτηση διπλωματικής λύσης.
Η σημαντικότερη ίσως αδυναμία του ελληνικού επιχειρησιακού σχεδίου για τον Σαγγάριο ήταν η απόμακρυνση του ελληνικού στρατού από τις κύριες βάσεις εφοδιασμού του και η επιλογή πορείας μέσα από την αφιλόξενη, λόγω κλιματολογικών και γεωλογικών συνθηκών, Αλμυρή Έρημο. Αντίστοιχα, οι τουρκικές δυνάμεις, δίνοντας την μάχη ανατολικά του Σαγγάριου, βρίσκονταν και εγγύτερα των δικών τους βάσεων εφοδιασμού. Η ελληνική προέλαση εξυπηρετούσε την στρατηγική του Κεμάλ, που βασιζόταν στην εξουθένωση του αντιπάλου και την κάμψη της στρατιωτικής ισχύος και του ηθικού του.
Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία απέτυχε να διαγνώσει την ενίσχυση και αναπλήρωση των τουρκικών απωλειών κατά τη θερινή επίθεση του 1921 με φρέσκες δυνάμεις και εφόδια από τον Καύκασο και την Κιλικία, αλλά και την ενίσχυσή τους από τους Γάλλους και τους Ιταλούς.
Συμβαδίζοντας με τις επιταγές και τις επιθυμίες της πολιτικής ηγεσίας, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία χρησιμοποίησε την στρατιωτική ισχύ για να επιβάλλει την τελική λύση στο Μικρασιατικό ζήτημα. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση, που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, δεν είχε σαφή πολιτικό στόχο για το τι μέλλει γενέσθαι μετά την λήξη των επιχειρήσεων στον Σαγγάριο, ειδικότερα, καθώς ο αντίπαλος ήταν ξεκάθαρος ότι ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει την αντίσταση μέχρι εσχάτων.
Σε αντίθεση με την στρατηγική Βενιζέλου, όπου οι στόχοι ήταν αποσαφηνισμένοι (προστασία των ελληνικών συμφερόντων στη Μικρά Ασία και των εκεί ελληνικών πληθυσμών, καθώς και δημιουργία της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών), η μετανοεμβριανή κυβέρνηση Γούναρη ταύτιζε τους πολιτικούς στόχους με τους στρατιωτικούς, οι τελευταίοι όμως δεν μπορούσαν να εκληφθούν ως πολιτικοί στόχοι υψηλής στρατηγικής. Εν κατακλείδι, η επίτευξη των στρατιωτικών στόχων του ελληνικού επιχειρησιακού σχέδιου για τον Σαγγάριο δεν σήμαινε την αυτονόητη εκπλήρωση των πολιτικών σχεδιασμών της ελληνικής κυβέρνησης και τον τερματισμό του πολέμου, αφού εξέλειπε ο ξεκάθαρος στρατηγικός στόχος και οι συνθήκες εξισορρόπησης στο εξωτερικό και το εσωτερικό και διεθνούς αποδοχής του στόχου αυτού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Π. Ήφαιστος: ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2003.
2) Α. Α. Μαζαράκης (στρατηγός), ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, Αθήνα, 1948.
3) Ξ. Στρατηγός, Η ΕΛΛΑΣ ΕΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Αθήνα, 1925.
4) Δ. Τσιριγώτης: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1919-1922, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου