“Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς
για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη
ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.”
Ευαγόρας Παλληκαρίδης, του Μιλτιάδη. Ο
ήρωας, ποιητής, της ένωσης. Ένας 19χρόνος, νέος, τόσο ίδιος, αλλά και
τόσο ξεχωριστός από τους άλλους. Τέταρτο παιδί στη σειρά της Οικογένειας
Μιλτιάδη και Αφροδίτης Παλληκαρίδη, είχε άλλα τέσσερα αδέλφια.
Γεννημένος στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στο χωριό Τσάδα της Πάφου.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Τσάδας,
τελειώνοντας και τις 6 χρονιές με άριστα. Μπαίνοντας στη Νεοφύτειο
Αστική Σχολή Κτήματος πολλά αρχίζουν να απασχολούν τον έφηβο Ευαγόρα. Η
Κύπρος βρίσκεται σε αναβρασμό, αρχίζουν οι προετοιμασίες του ξεσηκωμού,
εξελίσσεται σ' ένα λαμπρό πολυαθλητή και αναπτύσσει την ποιητική του
δημιουργία και ξυπνούν μέσα του τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα τα οποία
πάντα συνδυάζει με τον πόθο για την ΕΝΩΣΗ και την αγάπη για την Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό της αγάπης του αυτής, οι μετέπειτα μελοποιημένοι από το
Μάριο Τόκα στίχοι του, "...Την Ελλάδα αγαπώ, αλλά και σένα..."
Η δράση του για την απελευθέρωση της
Κύπρου άρχιζει τον Ιούνιο του 1953 κατά τους εορτασμούς για τη στέψη της
Βασίλισσας Ελισάβετ. Ο 15χρονος τότε Ευαγόρας, στη θέα της Βρετανικής
σημαίας στο Ιακώβιο γυμναστήριο, αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και
ξεσκίζει το κουρελόπανο που του σκέπαζε τον ήλιο της Ελευθερίας. Η πράξη
του αυτή, δίνει το έναυσμα για ξέσπασμα διαδηλώσεων στην Πάφο από τους
μαθητές, και η Πάφος γίνεται το μόνο μέρος στην Κοινοπολιτεία που δεν
εορτάζεται η στέψη της Βασίλισσας. Ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται αλλά
αφήνεται ελεύθερος λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Γράφει μεταξύ άλλων
στο ποίημα του για το περιστατικό αυτό:
"…. Στην Κύπρο την αθάνατη,
την Κύπρο τη γενναία
είναι καιρός να στήσουμε
Ελληνική σημαία."
Το 1955, όταν ξέσπασε ο αγώνας, ο
Ευαγόρας Παλληκαρίδης συμμετέχει σε όλες τις διαδηλώσεις της Άλκιμου
Νεολαίας ΕΟΚΑ (ΑΝΕ). Τον Αύγουστο του 1955, σε εκδρομή του στην Ελλάδα,
του δόθηκε η ευκαιρία να ενημερωθεί για τη χρήση όπλου και κατόρθωσε να
φέρει μαζί του ένα περίστροφο. Σε μία από τις διαδηλώσεις που
συμμετείχε, στις 17 Νοεμβρίου 1955, ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται και
οδηγείται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι συμμετείχε παράνομα σε
οχλαγωγίες. Ο Ευαγόρας δεν παραδέχεται και η δίκη αναβάλλεται για τις 6
Δεκεμβρίου. Χρόνος αρκετός για να πάρει την απόφαση του. Μια μέρα πριν
την προκαθορισμένη δίκη, μπαίνει κρυφά στο σχολείο του και αφήνει στους
συμμαθητές του το αποχαιρετιστήριο του γράμμα. Την επομένη μέρα το πρωί
το διαβάζουν οι συμμαθητές του:
"Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος
λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο Ελεύθερο αέρα,
κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον
τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε
του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηται. Τα τελευταία
λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο
αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια
να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί,
μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης "
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1956 ο, Ευαγόρας
συλλαμβάνεται, όταν μαζί με 2 άλλους συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα,
πυρομαχικά και τρόφιμα, και πέφτουν σε αγγλική περίπολο. Οι συναγωνιστές
του αποφεύγουν τη σύλληψη, όχι όμως και ο Ευαγόρας. Στην κατοχή του
είχε ένα πυροβόλο Μπρεν γρασαρισμένο και 3 γεμιστήρες γεμάτες. Ο
Ευαγόρας πλέον κατηγορείτε για οπλοκατοχή και διακίνηση οπλισμού.
Μεταφέρετε στη Λευκωσία και η δίκη του ορίζεται στις 25 Φεβρουαρίου. Η
απόφαση της δίκης, γνωστή για τον Ευαγόρα, πολύ πριν παρθεί. Στη Δίκη
του, με το Ελληνικό σθένος που τον χαρακτήριζε, δεν αφήνει περιθώρια
στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν και με Ελληνική περηφάνια
δηλώνει στους δικαστές:
"Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο. "
Την επόμενη μέρα της δίκης, οι Μαθητές
του Γυμνασίου της Πάφου απέχουν από τα μαθήματα τους και στέλνουν
τηλεγράφημα στον Χάρτιγκ για απονομή χάρης στον Ευαγόρα. Σύσσωμος ο
κυπριακός Ελληνισμός ξεκινάει μια προσπάθεια για να σωθεί ο
Παλληκαρίδης. Αρκετοί, γνωστοί και άγνωστοι πολίτες προσπαθούν να
ματαιώσουν τη εκτέλεση. Τόσο ο Χάρτιγκ όσο και η Αγγλική Κυβέρνηση
απορρίπτει την απονομή Χάριτος. Ο Ευαγόρας είχε προετοιμαστεί. Ήταν
έτοιμος από καιρό να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που έχανε, την
πολύπαθη του Κύπρο, μα ήταν σίγουρος ότι η θυσία του δεν θα πήγαινε
χαμένη. Στο τελευταίο του γράμμα γράφει:
"Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου.
Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν
λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα
βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι
πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε
γιατί"
Στις 12 Μαρτίου 1957 τον επισκέπτονται
στις φυλακές, ο πατέρας του και άλλοι συγγενείς. Ο Ευαγόρας γαλήνιος
τους πληροφορεί, πως σε δύο μέρες θ’ ανέβει τα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Αποχαιρετώντας τους, τους ζήτησε να μην
λυπούνται και να μην κλαίνε, λέγοντας : «Ορκίσθηκα να πεθάνω για την
Πατρίδα μου κι ετήρησα τον όρκο μου».
13 Μαρτίου 1957. Κοντεύουν μεσάνυχτα. Τη
σιωπή σπάει μια βροντερή σταθερή φωνή. Ο ανυπόταχτος Παλληκαρίδης σε
πείσμα των κατακτητών ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Σε λίγο έρχονται οι δήμιοί
του. Βροντοφωνάζει. «Γεια σας αδέλφια. Γεια σας λεβέντες. Ελπίζω να
'μαι ο τελευταίος που εκτελούν. Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω
στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός, υπερήφανος».
Οι συγκρατούμενοι του φωνάζουν. «Θάρρος Παλληκαρίδη, Θάρρος Παλληκαρίδη»
«Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ
την είσοδο του ικριώματος» Απόλυτη ησυχία. Αυτή τη σιγή σπάζει το
τρίξιμο από το άνοιγμα της καταπακτής της αγχόνης.
12:02 ο 19χρονος Βαγορής πέρασε στην
αθανασία. Βρήκε την «γη των ηρώων». Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο
τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους.
Κηδεύτηκε στα Φυλακισμένα Μνήματα στη Λευκωσία, όπως όλοι οι απαγχονισθέντες ήρωες.
Πολλα παλικάρια ήρωες τότε σημερα κανένα
ΑπάντησηΔιαγραφή