Γράφει: Γιάννης Αντωνίου
Από το philenews
Λευκωσία: H απόλυτη εξάρτηση της οικονομίας των κατεχομένων από την Τουρκία, επιπλέον της πολιτικής υποταγής, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που προβληματίζουν τους τεχνοκράτες, οι οποίοι μελετούν τα οικονομικά της λύσης του Κυπριακού.
Η κλειστή οικονομία των κατεχομένων, όπου κυριότερος εργοδότης είναι το «Δημόσιο», που έχει σαν μοναδικό αιμοδότη την Τουρκία, είναι ένα στρεβλό μοντέλο που από μόνο του συνιστά παράγοντα ανησυχίας για τους εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ» εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας που μελετούν τις μακροοικονομικές πτυχές της λύσης του Κυπριακού, μεταφέρουν την εκτίμηση ότι η περίοδος προσαρμογής της οικονομίας των κατεχομένων με την κατάσταση πραγμάτων που ισχύει στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι πέραν των δέκα ετών.
«Εάν τα κράτη της πρώην ανατολικής Ευρώπης που ήταν συγκροτημένα χρειάστηκαν δέκα χρόνια εναρμόνισης στη μετά κομμουνιστική εποχή, σ’ αυτή την περίπτωση η περίοδος που θα απαιτηθεί θα είναι πολύ μεγαλύτερη», είναι η εκτίμηση μέλους της ομάδας των τεχνοκρατών του ΔΝΤ.
Σημαντικός παράγοντας ανησυχίας είναι η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα στα κατεχόμενα, ο οποίος επίσης είναι πλήρως εξαρτημένος από την τουρκική οικονομία. Προβληματισμό προκαλεί η ανυπαρξία αξιόπιστων στοιχείων για την κατάσταση του τραπεζικού τομέα στα κατεχόμενα, που θυμίζει «λίγο από Άγρια Δύση», κατά τον υπουργό Οικονομικών, Χάρη Γεωργιάδη.
Οι περισσότερες τράπεζες στα κατεχόμενα είναι υποκαταστήματα τουρκικών τραπεζών, στις οποίες δεν ασκείται έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες αυτές ελέγχονται από τη λεγόμενη Κεντρική Τράπεζα του κατοχικού καθεστώτος, η οποία υπάγεται στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα θα έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των κατεχομένων από το διαγνωστικό έλεγχο που θα διενεργήσει εξειδικευμένος οίκος.
Κατά τους τεχνοκράτες το μεγάλο στοίχημα σε περίπτωση λύσης είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη και ομαλότερη ένταξη των τραπεζών των κατεχομένων στο Ευρωσύστημα με εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε κάθε περίπτωση όλοι συμφωνούν ότι θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος για χρήση του ευρώ και στα κατεχόμενα, με παράλληλη κυκλοφορία της τουρκικής λίρας, ωστόσο το διάστημα αυτό θα πρέπει να είναι σύντομο. Γίνεται λόγος για έξι μήνες, το πολύ ένα χρόνο.
Οι 5 τομείς ανάπτυξης
Ναυτιλία, παιδεία, ενέργεια, τουρισμός και υπηρεσίες θεωρούνται από τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οι πέντε πυλώνες της οικονομίας του ομόσπονδου κράτους σε περίπτωση λύσης.
Εκτιμούν επίσης ότι η Κύπρος, ελλείψει βαριάς βιομηχανίας, θα πρέπει να στραφεί σ’ αυτούς τους πέντε τομείς, στους οποίους διαθέτει τεχνογνωσία, καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και τις φυσικές προϋποθέσεις, κάτι που εάν αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να αποτελέσει και συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων γειτονικών χωρών.
Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως εντοπίζονται αρκετά προβλήματα συμβατότητας που θα πρέπει να ξεπεραστούν, όπως στο θέμα της παιδείας. Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν για παράδειγμα ότι από τα οκτώ πανεπιστήμια που λειτουργούν στα κατεχόμενα μόνο ένα φαίνεται να πληροί τις ευρωπαϊκές προϋποθέσεις.
Οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι για τους πέντε αυτούς τομείς επιβάλλεται να υπάρχει ενιαία πολιτική και στρατηγική σε κεντρικό επίπεδο, χωρίς το ένα συνιστών κράτος να ανταγωνίζεται το άλλο, όπως επίμονα τονίζει η ελληνοκυπριακή πλευρά κάθε φορά που η τουρκοκυπριακή καταθέτει προτάσεις που περιλαμβάνουν διχοτομικά στοιχεία αντί ενωτικών.
Επιπλέον, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την κεντρική πολιτική σε ζητήματα νευραλγικής σημασίας όπως το φορολογικό σύστημα, (πχ ενιαίος συντελεστής ΦΠΑ) ώστε να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατιδίων, η άνιση αντιμετώπιση και οι στρεβλώσεις, που θα δημιουργήσουν πρόβλημα σε επίπεδο ομόσπονδου κράτος.
Επίσης θεωρούν ότι ενιαία θα πρέπει να είναι και η πολιτική κινήτρων για αναπτύξεις (πχ συντελεστής δόμησης, χαλαρώσεις), προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, αμνήστευση χρημάτων κλπ.
Η κτηματαγορά εκτιμάται ότι θα αποτελέσει τη μεγάλη πρόκληση σε περίπτωση λύσης, αφού θα γνωρίσει πρωτόγνωρες λόγω των αναγκών που στεγαστικών αναγκών που θα προκαλέσει η μετεγκατάσταση πολιτών, η ανταλλαγή περιουσιών κλπ.
Σε κάθε περίπτωση οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα υπάρξουν μεταβολές και στις τιμές που θα δεχθούν πίεση, προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια.
Δημόσιοι υπάλληλοι θα γίνουν ομοσπονδιακοί
Η αποφυγή δημιουργίας ενός υδροκέφαλου κεντρικού κράτους με δύο μικρότερα κράτη είναι η κυρίαρχη έγνοια των εμπειρογνωμόνων που θέτουν στο μικροσκόπιο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα της λύσης σε περίπτωση αίσιας κατάληξης.
Σύμφωνα με στελέχη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας κρατικοδίαιτα μοντέλα δημόσιας υπηρεσίας του παρελθόντος αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούν ότι η δημόσια υπηρεσία του ομόσπονδου κράτους μπορεί να στελεχωθεί με υφιστάμενο προσωπικό από τα συνιστώντα κρατίδια χωρίς την πρόσληψη πολυάριθμων νέων υπαλλήλων.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι τυχόν απόπειρα δημιουργίας μιας νέας ομοσπονδιακής δημόσιας υπηρεσίας με αναρίθμητες προσλήψεις θα αποτελέσει από την αρχή βαρίδι στο νέο κράτος και θα εξελιχθεί σε απειλή για τη βιωσιμότητά του.
«Εάν υπάρξει συμφωνία θα κληθούν εργαζόμενοι στη δημόσια υπηρεσία να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για μετάταξη στη δημόσια υπηρεσία του ομόσπονδου κράτους» δήλωσε στον «Φ» αρμόδια πηγή.
Παρόμοια λύση ενδεχομένως να αναζητηθεί και για πολλές άλλες υπηρεσίες, όπως είναι η Αστυνομία, τα τελωνεία κλπ, χωρίς κατ’ ανάγκη σε κάθε φυσικό πόστο να υπηρετούν υποχρεωτικώς αναλογικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, όπως προβλέπει το Σύνταγμα του 1960.
Ο άγνωστος αριθμός
Τα γεγονότα του Μαρτίου του 2013 και το σοκ που δέχθηκε το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις όσων παραγνώριζαν ή υποτιμούσαν τον οικονομικό παράγοντα στο θέμα της λειτουργικότητας της λύσης. Χωρίς να αναιρεί την πάγια θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι και το κόστος της μη λύσης είναι τεράστιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ιεραρχεί την οικονομική πτυχή ανάμεσα στις κορυφαίες της προσπάθειας για λύση γιατί αναγνωρίζει το ζωτικό ρόλο που θα διαδραματίσει η οικονομία από την πρώτη μέρα στην εφαρμογή της διευθέτησης.
Επ’ αυτού του θέματος υποστηρικτική θεωρείται από ε/κ πλευράς η στάση που τηρούν τα Ηνωμένα Έθνη, με τον Ειδικό Σύμβουλο του Γ.Γ. Έσπεν Μπαρθ Άιντα να τονίζει συνεχώς ότι ζητούμενο της όλης προσπάθειας είναι να «να έχουμε μία λύση του Κυπριακού που από μόνη της να είναι οικονομικά βιώσιμη», θέση την οποία προτάσσει κατά τρόπο επίμονο η Λευκωσία.
Οι αποζημιώσεις για το περιουσιακό (βλέπε παρακάτω), τα δημοσιονομικά του ομόσπονδου κράτους, οι υποχρεώσεις των συνιστώντων κρατιδίων, παραμένουν μια δύσκολη εξίσωση, από την οποία θα κριθούν πολλά, όσο κι αν κυρίαρχο ζήτημα στη μεγάλη εικόνα είναι η εξεύρεση της λύσης (και η εφαρμογή της) και όχι το κόστος της.
Ο γρίφος του κόστους της λύσης δεν αναμένεται να λυθεί από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα με την παράθεση ενός αριθμού, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπολογιστεί ενόσω εκκρεμούν το περιουσιακό και το εδαφικό. ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα θα προβούν σε εισηγήσεις προς τους δύο ηγέτες με κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθούν σε περίπτωση λύσης. Η έκθεση αναμένεται να υποβληθεί μέχρι τον Οκτώβριο. Οι εισηγήσεις δεν θα είναι δεσμευτικές αλλά συμβουλευτικού χαρακτήρα.
Γρίφος για γερούς λύτες το περιουσιακό
Το ύψος των αποζημιώσεων για τις περιουσίες που δεν θα επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και η πηγή από την οποία θα εξασφαλιστούν τα κεφάλαια για τις αποζημιώσεις, αποτελούν τις δύο βασικές απορίες στον γρίφο που λέγεται περιουσιακό και κόστος της λύσης. Γ
ια να υπάρξει μια εκτίμηση του ύψους των αποζημιώσεων, το οποίο να προσεγγίζει την πραγματικότητα, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία στις εδαφικές αναπροσαρμογές.
Από εκεί και πέρα θα πρέπει να απαντηθεί άλλο ένα σοβαρό ερώτημα που αποτελεί σημείο διαφωνίας των δύο πλευρών: Βάσει ποιας εκτίμησης θα υπολογιστούν οι αξίες των περιουσιών. Η ε/κ πλευρά επιμένει ότι ο υπολογισμός θα πρέπει να γίνει με σημερινές τιμές, κάτι το οποίο απορρίπτει η άλλη πλευρά, η οποία επιμένει ότι οι εκτιμήσεις πρέπει να γίνουν με τιμές 1974 συν τον πληθωρισμό. Επίσης, η ε/κ δεν δέχεται τις εκτιμήσεις της Επιτροπής Περιουσιών που συγκρότησε η Τουρκία στα κατεχόμενα και έγινε δεκτή ως μέσο θεραπείας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση Δημόπουλος. Σ’ αυτό αναμένεται και η τεχνογνωσία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Κτηματολογίου της Κυπριακής Δημοκρατίας η έκταση της γης Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών που κρατείται στα κατεχόμενα ανέρχεται στο 1,4 εκατομμύριο σκάλες.
Η αξία της γης με σημερινές τιμές, όπως προκύπτει από μελέτη του οικονομολόγου Κώστα Αποστολίδη, υπολογίζεται στα 46,184 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η γη που ανήκει σε Τουρκοκύπριους στις ελεύθερες περιοχές ανέρχεται στις 413 χιλιάδες σκάλες, που με σημερινές τιμές ανέχεται στα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για να υπολογιστεί το ποσό των αποζημιώσεων που θα απαιτηθούν θα πρέπει να συμφωνηθούν οι εδαφικές αναπροσαρμογές, δηλαδή να αποφασιστούν οι περιοχές που θα επιστραφούν.
Για παράδειγμα, η έκταση της ε/κ περιουσίας που δόθηκε για επιστροφή στο ε/κ συνιστών κρατίδιο με βάση το Σχέδιο Ανάν έφθανε τις 366.000 σκάλες, περιουσία η οποία με τρέχουσες τιμές υπολογίζεται στα 25,015 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή αντιστοιχεί στο 54% της αξίας των ε/κ περιουσιών που βρίσκονται στα κατεχόμενα.
Η μεγάλη αξία της γης, παρά τη μικρή έκταση, οφείλεται στο γεγονός ότι με βάση τις εδαφικές αναπροσαρμογές του 2004 η επιστροφή αφορούσε εκτάσεις όλης της κωμόπολης της Μόρφου, της μεγαλύτερης περιοχής της Αμμοχώστου, των Βαρωσίων και μέρους της κατεχόμενης Λευκωσίας.
Εάν υποθέσουμε ότι η όποια συμφωνία θα πλησιάζει τις εδαφικές αναπροσαρμογές του 2004, προκύπτει ότι η αξία των αποζημιώσεων που θα πρέπει να καταβληθούν σε Ε/κ ιδιοκτήτες κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο υποθετικό σενάριο ότι θα υπάρξει και ανταλλαγή με τ/κ περιουσίες, η αξία των οποίων ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια, τότε υπάρχει μια διαφορά που κυμαίνεται από 10 μέχρι 15 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η πηγή από την οποία θα εξασφαλιστούν τα χρήματα για τις αποζημιώσεις αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο. Η ε/κ πλευρά αξιοποιεί αυτό το ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ζητώντας την επιστροφή όσο το δυνατόν περισσοτέρων ιδιοκτητών, που θα αποτελέσει κίνητρο για την τουρκική πλευρά να καταβάλει μικρότερες αποζημιώσεις.
Άμεση αποζημίωση
Η ε/κ πλευρά θεωρεί ότι η φόρμουλα των αποζημιώσεων θα πρέπει να είναι σαφής, απλή και να ικανοποιεί στον ελάχιστο δυνατό βαθμό το αίσθημα δικαίου. Οι αποζημιώσεις πρέπει να καταβληθούν αν είναι δυνατόν άμεσα και σίγουρα όχι σε βάθος χρόνου. Θέση της ε/κ πλευράς είναι ότι το ομόσπονδο κράτος θα πρέπει να διαθέτει αυτά τα χρήματα, ώστε κατά τρόπο αξιόπιστο και αποτελεσματικό να ικανοποιήσει τους ιδιοκτήτες που θα επιλέξουν τη θεραπεία της αποζημίωσης.
Η φόρμουλα της αποζημίωσης με τη μέθοδο του ομολόγου σε βάθος χρόνου, κάτι που ίσχυε και στο τελικό Σχέδιο Ανάν, δεν προκρίνεται από την ε/κ πλευρά γιατί θεωρείται αναποτελεσματική, και θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στην αποδοχή της συμφωνίας σε περίπτωση που τεθεί ενώπιον του λαού σε δημοψήφισμα.
Οι δυσκολίες που προκύπτουν στη συζήτηση για το περιουσιακό σε επίπεδο ηγετών, διαπραγματευτών αλλά και τεχνικών επιτροπών, επιβεβαιώνουν όσους υποστηρίζουν ότι εάν βρεθεί ρύθμιση σε αυτή την πτυχή τότε το Κυπριακό σε μεγάλο βαθμό έχει λυθεί.
Πρακτικά ζητήματα αναφύονται συνεχώς κατά τη διαδικασία καθορισμού των κριτηρίων βάσει των οποίων θα αποφασίζεται η τύχη έκαστης περιουσίας. Κι αυτό γιατί πέραν των βασικών κριτηρίων που θα εφαρμοστούν επί της αρχής για όλες τις περιουσίες, η κάθε περίπτωση συνιστά από μόνη της μια δύσκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, περιουσίες Ε/κ στα κατεχόμενα έχουν αλλά-
ξει δύο και περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε έχουν υποθηκευτεί σε τράπεζες είτε πωλήθηκαν σε ξένους.
Λεφτά υπάρχουν λένε οι Τ/κ, επιφυλακτική η ε/κ πλευρά
H δυνατότητα του κράτους να είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του θεωρείται από όλους το κλειδί για τη συνέχεια. Εκείνο στο οποίο υπάρχουν επιφυλάξεις αλλά και διιστάμενες θεωρήσεις είναι οι πηγές προικοδότησης του κεντρικού κράτους.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά επενδύει περισσότερο στη βελτίωση του κλίματος που αναμένεται να προκύψει στο ενδεχόμενο λύσης και επαναλαμβάνει τη βεβαιότητα ότι «τα χρήματα θα βρεθούν».
Από την άλλη, το πάθημα του 2013 και το προηγούμενο του 2004 με το πενιχρό ενδιαφέρον των διεθνών δωρητών έχουν περιορίσει τις προσδοκίες της ελληνοκυπριακής πλευράς για πακτωλό χρημάτων από το εξωτερικό και μάλιστα υπό μορφή δωρεάς.
Από τις επαφές στο εξωτερικό ο πρόεδρος Αναστασιάδης διαπιστώνει βούληση για βοήθεια προς το νέο κράτος κατά βάση μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων (δανείων με ευνοϊκούς όρους). Από εκεί και πέρα οι εμπειρογνώμονες όλων των πλευρών συμφωνούν ότι η λύση θα απελευθερώσει αρκετές δυνάμεις και ασφαλώς θα δημιουργήσει ένα επενδυτικό μομέντουμ που θα επιδράσει ευεργετικά στην οικονομία.
Η διασφάλιση της λειτουργικότητας της λύσης από την πρώτη ημέρα εφαρμογής της και κυρίως η οικονομική βιωσιμότητα της νέας τάξης πραγμάτων είναι οι προϋποθέσεις που θέτει ο πρόεδρος Αναστασιάδης, ο οποίος στην επιστολή που ανέγνωσε στον Μπαν Κι Μουν, παρουσία του Μουσταφά Ακιντζί, στη συνάντηση του Νταβός τον Γενάρη, ξεκαθάρισε πως οτιδήποτε συζητείται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τελεί υπό την αίρεση του οικονομικού κόστους.
Σε ό,τι αφορά στις υποχρεώσεις των συνιστώντων κρατιδίων, σημαντική θεωρείται για την ε/κ πλευρά η ρύθμιση που θα προκύψει για τις οφειλές του ψευδοκράτους έναντι της Τουρκίας, που ανέρχονται στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Λευκωσία γίνεται κοινωνός πληροφοριών ότι η διαγραφή του χρέους θα είναι το «δώρο» της Άγκυρας σε περίπτωση λύσης, αλλά διαμηνύει ότι οι υποχρεώσεις της Τουρκίας έναντι της Κύπρου δεν αίρονται με την εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους.
Από το philenews
Λευκωσία: H απόλυτη εξάρτηση της οικονομίας των κατεχομένων από την Τουρκία, επιπλέον της πολιτικής υποταγής, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που προβληματίζουν τους τεχνοκράτες, οι οποίοι μελετούν τα οικονομικά της λύσης του Κυπριακού.
Η κλειστή οικονομία των κατεχομένων, όπου κυριότερος εργοδότης είναι το «Δημόσιο», που έχει σαν μοναδικό αιμοδότη την Τουρκία, είναι ένα στρεβλό μοντέλο που από μόνο του συνιστά παράγοντα ανησυχίας για τους εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φ» εμπειρογνώμονες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας που μελετούν τις μακροοικονομικές πτυχές της λύσης του Κυπριακού, μεταφέρουν την εκτίμηση ότι η περίοδος προσαρμογής της οικονομίας των κατεχομένων με την κατάσταση πραγμάτων που ισχύει στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι πέραν των δέκα ετών.
«Εάν τα κράτη της πρώην ανατολικής Ευρώπης που ήταν συγκροτημένα χρειάστηκαν δέκα χρόνια εναρμόνισης στη μετά κομμουνιστική εποχή, σ’ αυτή την περίπτωση η περίοδος που θα απαιτηθεί θα είναι πολύ μεγαλύτερη», είναι η εκτίμηση μέλους της ομάδας των τεχνοκρατών του ΔΝΤ.
Σημαντικός παράγοντας ανησυχίας είναι η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα στα κατεχόμενα, ο οποίος επίσης είναι πλήρως εξαρτημένος από την τουρκική οικονομία. Προβληματισμό προκαλεί η ανυπαρξία αξιόπιστων στοιχείων για την κατάσταση του τραπεζικού τομέα στα κατεχόμενα, που θυμίζει «λίγο από Άγρια Δύση», κατά τον υπουργό Οικονομικών, Χάρη Γεωργιάδη.
Οι περισσότερες τράπεζες στα κατεχόμενα είναι υποκαταστήματα τουρκικών τραπεζών, στις οποίες δεν ασκείται έλεγχος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες αυτές ελέγχονται από τη λεγόμενη Κεντρική Τράπεζα του κατοχικού καθεστώτος, η οποία υπάγεται στην Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα θα έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα της κατάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των κατεχομένων από το διαγνωστικό έλεγχο που θα διενεργήσει εξειδικευμένος οίκος.
Κατά τους τεχνοκράτες το μεγάλο στοίχημα σε περίπτωση λύσης είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη και ομαλότερη ένταξη των τραπεζών των κατεχομένων στο Ευρωσύστημα με εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε κάθε περίπτωση όλοι συμφωνούν ότι θα υπάρξει μια μεταβατική περίοδος για χρήση του ευρώ και στα κατεχόμενα, με παράλληλη κυκλοφορία της τουρκικής λίρας, ωστόσο το διάστημα αυτό θα πρέπει να είναι σύντομο. Γίνεται λόγος για έξι μήνες, το πολύ ένα χρόνο.
Οι 5 τομείς ανάπτυξης
Ναυτιλία, παιδεία, ενέργεια, τουρισμός και υπηρεσίες θεωρούνται από τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας οι πέντε πυλώνες της οικονομίας του ομόσπονδου κράτους σε περίπτωση λύσης.
Εκτιμούν επίσης ότι η Κύπρος, ελλείψει βαριάς βιομηχανίας, θα πρέπει να στραφεί σ’ αυτούς τους πέντε τομείς, στους οποίους διαθέτει τεχνογνωσία, καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και τις φυσικές προϋποθέσεις, κάτι που εάν αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να αποτελέσει και συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων γειτονικών χωρών.
Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως εντοπίζονται αρκετά προβλήματα συμβατότητας που θα πρέπει να ξεπεραστούν, όπως στο θέμα της παιδείας. Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν για παράδειγμα ότι από τα οκτώ πανεπιστήμια που λειτουργούν στα κατεχόμενα μόνο ένα φαίνεται να πληροί τις ευρωπαϊκές προϋποθέσεις.
Οι τεχνοκράτες συμφωνούν ότι για τους πέντε αυτούς τομείς επιβάλλεται να υπάρχει ενιαία πολιτική και στρατηγική σε κεντρικό επίπεδο, χωρίς το ένα συνιστών κράτος να ανταγωνίζεται το άλλο, όπως επίμονα τονίζει η ελληνοκυπριακή πλευρά κάθε φορά που η τουρκοκυπριακή καταθέτει προτάσεις που περιλαμβάνουν διχοτομικά στοιχεία αντί ενωτικών.
Επιπλέον, ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την κεντρική πολιτική σε ζητήματα νευραλγικής σημασίας όπως το φορολογικό σύστημα, (πχ ενιαίος συντελεστής ΦΠΑ) ώστε να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατιδίων, η άνιση αντιμετώπιση και οι στρεβλώσεις, που θα δημιουργήσουν πρόβλημα σε επίπεδο ομόσπονδου κράτος.
Επίσης θεωρούν ότι ενιαία θα πρέπει να είναι και η πολιτική κινήτρων για αναπτύξεις (πχ συντελεστής δόμησης, χαλαρώσεις), προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, αμνήστευση χρημάτων κλπ.
Η κτηματαγορά εκτιμάται ότι θα αποτελέσει τη μεγάλη πρόκληση σε περίπτωση λύσης, αφού θα γνωρίσει πρωτόγνωρες λόγω των αναγκών που στεγαστικών αναγκών που θα προκαλέσει η μετεγκατάσταση πολιτών, η ανταλλαγή περιουσιών κλπ.
Σε κάθε περίπτωση οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα υπάρξουν μεταβολές και στις τιμές που θα δεχθούν πίεση, προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια.
Δημόσιοι υπάλληλοι θα γίνουν ομοσπονδιακοί
Η αποφυγή δημιουργίας ενός υδροκέφαλου κεντρικού κράτους με δύο μικρότερα κράτη είναι η κυρίαρχη έγνοια των εμπειρογνωμόνων που θέτουν στο μικροσκόπιο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα της λύσης σε περίπτωση αίσιας κατάληξης.
Σύμφωνα με στελέχη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας κρατικοδίαιτα μοντέλα δημόσιας υπηρεσίας του παρελθόντος αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούν ότι η δημόσια υπηρεσία του ομόσπονδου κράτους μπορεί να στελεχωθεί με υφιστάμενο προσωπικό από τα συνιστώντα κρατίδια χωρίς την πρόσληψη πολυάριθμων νέων υπαλλήλων.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι τυχόν απόπειρα δημιουργίας μιας νέας ομοσπονδιακής δημόσιας υπηρεσίας με αναρίθμητες προσλήψεις θα αποτελέσει από την αρχή βαρίδι στο νέο κράτος και θα εξελιχθεί σε απειλή για τη βιωσιμότητά του.
«Εάν υπάρξει συμφωνία θα κληθούν εργαζόμενοι στη δημόσια υπηρεσία να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για μετάταξη στη δημόσια υπηρεσία του ομόσπονδου κράτους» δήλωσε στον «Φ» αρμόδια πηγή.
Παρόμοια λύση ενδεχομένως να αναζητηθεί και για πολλές άλλες υπηρεσίες, όπως είναι η Αστυνομία, τα τελωνεία κλπ, χωρίς κατ’ ανάγκη σε κάθε φυσικό πόστο να υπηρετούν υποχρεωτικώς αναλογικά Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, όπως προβλέπει το Σύνταγμα του 1960.
Ο άγνωστος αριθμός
Τα γεγονότα του Μαρτίου του 2013 και το σοκ που δέχθηκε το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα διέλυσαν τις ψευδαισθήσεις όσων παραγνώριζαν ή υποτιμούσαν τον οικονομικό παράγοντα στο θέμα της λειτουργικότητας της λύσης. Χωρίς να αναιρεί την πάγια θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς ότι και το κόστος της μη λύσης είναι τεράστιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ιεραρχεί την οικονομική πτυχή ανάμεσα στις κορυφαίες της προσπάθειας για λύση γιατί αναγνωρίζει το ζωτικό ρόλο που θα διαδραματίσει η οικονομία από την πρώτη μέρα στην εφαρμογή της διευθέτησης.
Επ’ αυτού του θέματος υποστηρικτική θεωρείται από ε/κ πλευράς η στάση που τηρούν τα Ηνωμένα Έθνη, με τον Ειδικό Σύμβουλο του Γ.Γ. Έσπεν Μπαρθ Άιντα να τονίζει συνεχώς ότι ζητούμενο της όλης προσπάθειας είναι να «να έχουμε μία λύση του Κυπριακού που από μόνη της να είναι οικονομικά βιώσιμη», θέση την οποία προτάσσει κατά τρόπο επίμονο η Λευκωσία.
Οι αποζημιώσεις για το περιουσιακό (βλέπε παρακάτω), τα δημοσιονομικά του ομόσπονδου κράτους, οι υποχρεώσεις των συνιστώντων κρατιδίων, παραμένουν μια δύσκολη εξίσωση, από την οποία θα κριθούν πολλά, όσο κι αν κυρίαρχο ζήτημα στη μεγάλη εικόνα είναι η εξεύρεση της λύσης (και η εφαρμογή της) και όχι το κόστος της.
Ο γρίφος του κόστους της λύσης δεν αναμένεται να λυθεί από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα με την παράθεση ενός αριθμού, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπολογιστεί ενόσω εκκρεμούν το περιουσιακό και το εδαφικό. ΔΝΤ και Παγκόσμια Τράπεζα θα προβούν σε εισηγήσεις προς τους δύο ηγέτες με κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής που πρέπει να ακολουθηθούν σε περίπτωση λύσης. Η έκθεση αναμένεται να υποβληθεί μέχρι τον Οκτώβριο. Οι εισηγήσεις δεν θα είναι δεσμευτικές αλλά συμβουλευτικού χαρακτήρα.
Γρίφος για γερούς λύτες το περιουσιακό
Το ύψος των αποζημιώσεων για τις περιουσίες που δεν θα επιστραφούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους και η πηγή από την οποία θα εξασφαλιστούν τα κεφάλαια για τις αποζημιώσεις, αποτελούν τις δύο βασικές απορίες στον γρίφο που λέγεται περιουσιακό και κόστος της λύσης. Γ
ια να υπάρξει μια εκτίμηση του ύψους των αποζημιώσεων, το οποίο να προσεγγίζει την πραγματικότητα, θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία στις εδαφικές αναπροσαρμογές.
Από εκεί και πέρα θα πρέπει να απαντηθεί άλλο ένα σοβαρό ερώτημα που αποτελεί σημείο διαφωνίας των δύο πλευρών: Βάσει ποιας εκτίμησης θα υπολογιστούν οι αξίες των περιουσιών. Η ε/κ πλευρά επιμένει ότι ο υπολογισμός θα πρέπει να γίνει με σημερινές τιμές, κάτι το οποίο απορρίπτει η άλλη πλευρά, η οποία επιμένει ότι οι εκτιμήσεις πρέπει να γίνουν με τιμές 1974 συν τον πληθωρισμό. Επίσης, η ε/κ δεν δέχεται τις εκτιμήσεις της Επιτροπής Περιουσιών που συγκρότησε η Τουρκία στα κατεχόμενα και έγινε δεκτή ως μέσο θεραπείας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση Δημόπουλος. Σ’ αυτό αναμένεται και η τεχνογνωσία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Σύμφωνα με στοιχεία του Κτηματολογίου της Κυπριακής Δημοκρατίας η έκταση της γης Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών που κρατείται στα κατεχόμενα ανέρχεται στο 1,4 εκατομμύριο σκάλες.
Η αξία της γης με σημερινές τιμές, όπως προκύπτει από μελέτη του οικονομολόγου Κώστα Αποστολίδη, υπολογίζεται στα 46,184 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η γη που ανήκει σε Τουρκοκύπριους στις ελεύθερες περιοχές ανέρχεται στις 413 χιλιάδες σκάλες, που με σημερινές τιμές ανέχεται στα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για να υπολογιστεί το ποσό των αποζημιώσεων που θα απαιτηθούν θα πρέπει να συμφωνηθούν οι εδαφικές αναπροσαρμογές, δηλαδή να αποφασιστούν οι περιοχές που θα επιστραφούν.
Για παράδειγμα, η έκταση της ε/κ περιουσίας που δόθηκε για επιστροφή στο ε/κ συνιστών κρατίδιο με βάση το Σχέδιο Ανάν έφθανε τις 366.000 σκάλες, περιουσία η οποία με τρέχουσες τιμές υπολογίζεται στα 25,015 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή αντιστοιχεί στο 54% της αξίας των ε/κ περιουσιών που βρίσκονται στα κατεχόμενα.
Η μεγάλη αξία της γης, παρά τη μικρή έκταση, οφείλεται στο γεγονός ότι με βάση τις εδαφικές αναπροσαρμογές του 2004 η επιστροφή αφορούσε εκτάσεις όλης της κωμόπολης της Μόρφου, της μεγαλύτερης περιοχής της Αμμοχώστου, των Βαρωσίων και μέρους της κατεχόμενης Λευκωσίας.
Εάν υποθέσουμε ότι η όποια συμφωνία θα πλησιάζει τις εδαφικές αναπροσαρμογές του 2004, προκύπτει ότι η αξία των αποζημιώσεων που θα πρέπει να καταβληθούν σε Ε/κ ιδιοκτήτες κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο υποθετικό σενάριο ότι θα υπάρξει και ανταλλαγή με τ/κ περιουσίες, η αξία των οποίων ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια, τότε υπάρχει μια διαφορά που κυμαίνεται από 10 μέχρι 15 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η πηγή από την οποία θα εξασφαλιστούν τα χρήματα για τις αποζημιώσεις αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο. Η ε/κ πλευρά αξιοποιεί αυτό το ζήτημα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ζητώντας την επιστροφή όσο το δυνατόν περισσοτέρων ιδιοκτητών, που θα αποτελέσει κίνητρο για την τουρκική πλευρά να καταβάλει μικρότερες αποζημιώσεις.
Άμεση αποζημίωση
Η ε/κ πλευρά θεωρεί ότι η φόρμουλα των αποζημιώσεων θα πρέπει να είναι σαφής, απλή και να ικανοποιεί στον ελάχιστο δυνατό βαθμό το αίσθημα δικαίου. Οι αποζημιώσεις πρέπει να καταβληθούν αν είναι δυνατόν άμεσα και σίγουρα όχι σε βάθος χρόνου. Θέση της ε/κ πλευράς είναι ότι το ομόσπονδο κράτος θα πρέπει να διαθέτει αυτά τα χρήματα, ώστε κατά τρόπο αξιόπιστο και αποτελεσματικό να ικανοποιήσει τους ιδιοκτήτες που θα επιλέξουν τη θεραπεία της αποζημίωσης.
Η φόρμουλα της αποζημίωσης με τη μέθοδο του ομολόγου σε βάθος χρόνου, κάτι που ίσχυε και στο τελικό Σχέδιο Ανάν, δεν προκρίνεται από την ε/κ πλευρά γιατί θεωρείται αναποτελεσματική, και θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στην αποδοχή της συμφωνίας σε περίπτωση που τεθεί ενώπιον του λαού σε δημοψήφισμα.
Οι δυσκολίες που προκύπτουν στη συζήτηση για το περιουσιακό σε επίπεδο ηγετών, διαπραγματευτών αλλά και τεχνικών επιτροπών, επιβεβαιώνουν όσους υποστηρίζουν ότι εάν βρεθεί ρύθμιση σε αυτή την πτυχή τότε το Κυπριακό σε μεγάλο βαθμό έχει λυθεί.
Πρακτικά ζητήματα αναφύονται συνεχώς κατά τη διαδικασία καθορισμού των κριτηρίων βάσει των οποίων θα αποφασίζεται η τύχη έκαστης περιουσίας. Κι αυτό γιατί πέραν των βασικών κριτηρίων που θα εφαρμοστούν επί της αρχής για όλες τις περιουσίες, η κάθε περίπτωση συνιστά από μόνη της μια δύσκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, περιουσίες Ε/κ στα κατεχόμενα έχουν αλλά-
ξει δύο και περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε έχουν υποθηκευτεί σε τράπεζες είτε πωλήθηκαν σε ξένους.
Λεφτά υπάρχουν λένε οι Τ/κ, επιφυλακτική η ε/κ πλευρά
H δυνατότητα του κράτους να είναι συνεπές στις υποχρεώσεις του θεωρείται από όλους το κλειδί για τη συνέχεια. Εκείνο στο οποίο υπάρχουν επιφυλάξεις αλλά και διιστάμενες θεωρήσεις είναι οι πηγές προικοδότησης του κεντρικού κράτους.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά επενδύει περισσότερο στη βελτίωση του κλίματος που αναμένεται να προκύψει στο ενδεχόμενο λύσης και επαναλαμβάνει τη βεβαιότητα ότι «τα χρήματα θα βρεθούν».
Από την άλλη, το πάθημα του 2013 και το προηγούμενο του 2004 με το πενιχρό ενδιαφέρον των διεθνών δωρητών έχουν περιορίσει τις προσδοκίες της ελληνοκυπριακής πλευράς για πακτωλό χρημάτων από το εξωτερικό και μάλιστα υπό μορφή δωρεάς.
Από τις επαφές στο εξωτερικό ο πρόεδρος Αναστασιάδης διαπιστώνει βούληση για βοήθεια προς το νέο κράτος κατά βάση μέσω χρηματοδοτικών προγραμμάτων (δανείων με ευνοϊκούς όρους). Από εκεί και πέρα οι εμπειρογνώμονες όλων των πλευρών συμφωνούν ότι η λύση θα απελευθερώσει αρκετές δυνάμεις και ασφαλώς θα δημιουργήσει ένα επενδυτικό μομέντουμ που θα επιδράσει ευεργετικά στην οικονομία.
Η διασφάλιση της λειτουργικότητας της λύσης από την πρώτη ημέρα εφαρμογής της και κυρίως η οικονομική βιωσιμότητα της νέας τάξης πραγμάτων είναι οι προϋποθέσεις που θέτει ο πρόεδρος Αναστασιάδης, ο οποίος στην επιστολή που ανέγνωσε στον Μπαν Κι Μουν, παρουσία του Μουσταφά Ακιντζί, στη συνάντηση του Νταβός τον Γενάρη, ξεκαθάρισε πως οτιδήποτε συζητείται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τελεί υπό την αίρεση του οικονομικού κόστους.
Σε ό,τι αφορά στις υποχρεώσεις των συνιστώντων κρατιδίων, σημαντική θεωρείται για την ε/κ πλευρά η ρύθμιση που θα προκύψει για τις οφειλές του ψευδοκράτους έναντι της Τουρκίας, που ανέρχονται στα 17 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η Λευκωσία γίνεται κοινωνός πληροφοριών ότι η διαγραφή του χρέους θα είναι το «δώρο» της Άγκυρας σε περίπτωση λύσης, αλλά διαμηνύει ότι οι υποχρεώσεις της Τουρκίας έναντι της Κύπρου δεν αίρονται με την εξόφληση του συγκεκριμένου χρέους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου