Η Συνθήκη του Βερολίνου
ήταν η τελευταία πράξη του Συνεδρίου του Βερολίνου (13 Ιουνίου - 13
Ιουλίου 1878) (ν. ημερολ), που συνήλθε υπό την προεδρία του Γερμανού
καγκελάριου Βίσμαρκ κατά την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η
Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία (επί Τσάρου Αλέξανδρου Β΄) καθώς και η
Οθωμανική Αυτοκρατορία (επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄), αναθεώρησαν τη
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε προ-συνομολογηθεί βεβιασμένα στις 3
Μαρτίου του ίδιου έτους μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, βασικό δημιούργημα της οποίας ήταν η "Μεγάλη Βουλγαρία".
Αποφάσεις Συνεδρίου
- Το σημαντικότερο έργο του Συνεδρίου ήταν ο περιορισμός των
συνόρων της Βουλγαρίας που είχε δημιουργηθεί διμερώς με την παραπάνω
συνθήκη, παρόλο που η ίδια η Βουλγαρία είχε αποκλειστεί από τη συμμετοχή
στις συνομιλίες παρά την ρωσική επιμονή.
- Η ίδρυση μικρής αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας με βόρεια όρια τον Δούναβη και νότια τον Αίμο.
- Η αυτονόμηση της Ανατολικής Ρωμυλίας που θα αποτελούσε
ξεχωριστή επαρχία με χριστιανό διοικητή διοριζόμενο από τον Σουλτάνο.
Στην επαρχία αυτή αποκλείονταν διατήρηση τουρκικών στρατιωτικών μονάδων.
Οι δε ελληνική, βουλγαρική και τουρκική γλώσσες θεωρούνταν ισότιμες.
Η Ανατολική Ρωμυλία
- Η ανεξαρτησία και ανακήρυξη των Βασιλείων της Σερβίας, της
Ρουμανίας και Πριγκιπάτου του Μαυροβουνίου, καθώς και η επιδίκαση της
Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, υπό την επικυριαρχία όμως του
Σουλτάνου. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο επεκτείνονται εδαφικά.
- Σε όποιες άλλες επαρχίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υφίσταται
ισχυρό χριστιανικό στοιχείο υποχρεώνεται ο Σουλτάνος να εισαγάγει
"διοικητικές μεταρρυθμίσεις".
Η εξαιρετικά ευνοϊκή κατάσταση για την Ελλάδα
Οι αποφάσεις του συνεδρίου αποκατέστησαν τις διαταραχθείσες
ισορροπίες , απομακρύνοντας το ενδεχόμενο ενός πανευρωπαϊκού πολέμου για
τον οποίο δεν ήταν προετοιμασμένος κανείς.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση ήταν ο περιορισμός των εδαφών
της Βουλγαρίας που διατηρούσε μεν την ανεξαρτησία της (τυπικά αυτόνομη
ηγεμονία) , όμως τα εδάφη της μειώνονταν στο 1/3 του αρχικού ,
διατηρώντας μια έκταση περίπου 60.000 τ.χλμ (το βόρειο τμήμα της
σημερινής Βουλγαρίας). Από εκεί και πέρα η Αυστροουγγαρία πέτυχε τον
αντικειμενικό της στόχο που ήταν ο έλεγχος της δυτικής βαλκανικής ,
προσαρτώντας (αρχικά για 30 χρόνια και υπό την επικυριαρχία του
Σουλτάνου) την Βοσνία –Ερζεγοβίνη.
Η Ρωσία αναγκαζόταν να επιστρέψει μέρος των εδαφών που είχε
καταλάβει στον Καύκασο, αλλά και μια μικρή λωρίδα γης της Βεσσαραβίας
στη Ρουμανία , ενώ η Σερβία και το Μαυροβούνιο διατηρούσαν τα εδάφη που
τους είχαν αποδοθεί , όμως λόγω των αντιρρήσεων της Αυστροουγγαρίας το
θέμα των θαλάσσιων συνόρων του Μαυροβουνίου παρέμενε σε εκκρεμότητα.
Επιπλέον η Ανατολική Ρωμυλία (σημερινή νότια Βουλγαρία) δεν θα
αποτελούσε επαρχία του βουλγαρικού κράτους , αλλά θα εξακολουθούσε να
παραμένει ως αυτόνομη περιοχή στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο διοικητής
θα διοριζόταν από την Οθωμανική κυβέρνηση με την απαραίτητη όμως
συγκατάθεση των ισχυρών δυνάμεων, ενώ τουρκικά στρατεύματα θα υπήρχαν
μόνο στα σύνορα , παράλληλα την εσωτερική ασφάλεια θα εξασφάλιζε σώμα
αστυνομίας και μονάδες πολιτοφυλακής που θα οριζόντουσαν βάση του
κυρίαρχου κατά περιφέρεια θρησκεύματος.
Για την Μακεδονία και τη Θράκη απλώς τονίστηκε η ανάγκη
ορισμένων διοικητικών μεταρρυθμίσεων , ενώ στο άρθρο 23 γινόταν μνεία
για την Κρήτη και την υποχρέωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρήσει
απαρέγκλιτα τον κανονισμό του 1868 , αλλά και τις όποιες τροποποιήσεις
θα κρίνονταν αναγκαίες.
Με ξεχωριστή συμφωνία η Βρετανία απαίτησε και πήρε από την
Οθωμανική αυτοκρατορία την Κύπρο , ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών της προς
αυτή… Για την Ελλάδα υπήρχε μια καταρχήν απόφαση να της δοθούν ορισμένα
εδάφη , ώστε να διατηρηθούν οι εδαφικές ισορροπίες μεταξύ των βαλκανικών
χωρών. Μάλιστα η γαλλική πρόταση έκανε λόγο για νέα σύνορα που θα
έφθαναν μέχρι την κοιλάδα του Πηνειού στη Θεσσαλία και τον ποταμό Καλαμά
στην Ήπειρο (με τα Ιωάννινα). Η πρόταση αυτή έγινε καταρχήν αποδεκτή
από τις άλλες χώρες πλην της Βρετανίας που εξέφραζε αντιρρήσεις.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που
εμφανιζόταν αρνητική σε οποιαδήποτε εδαφική παραχώρηση προς την χώρα
μας. Έτσι οι ισχυροί πρόσθεσαν στη συνθήκη το άρθρο 24 στο οποίο
προβλεπόταν οι δύο χώρες να διευθετήσουν με απευθείας συζητήσεις
την χάραξη νέων συνόρων , με βάση διαπραγμάτευσης την γαλλική πρόταση
που θεωρείτο ευνοϊκή για την Ελλάδα. Αν δεν κατάφερναν να βρούνε μια
αμοιβαία αποδεκτή λύση τότε οι χώρες του συνεδρίου ως μεσολαβητές θα
είχαν το δικαίωμα να επέμβουν και να καθορίσουν αυτές τα νέα όρια του
ελληνικού κράτους.
Οι ενέργειες της Ελλάδας μέχρι το συνέδριο του Βερολίνου
Η γνωστοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ξεσήκωσε τη
χώρα (αλλά και τον απανταχού ελληνισμό) αφού έλυνε το ανατολικό ζήτημα
ερήμην της Ελλάδας. Η λαϊκή δυσαρέσκεια μετριάστηκε κάπως όταν έγινε
γνωστό, ότι οι αντιδράσεις των άλλων χωρών λύγιζαν την ρωσική άρκτο
αναγκάζοντας την να επανεξετάσει τους όρους ειρήνευσης με την Οθωμανική
αυτοκρατορία.
Πάντως η κρισιμότητα των στιγμών ανάγκασε την ελληνική
κυβέρνηση να καταφύγει στην δημιουργία επαναστατικών κινημάτων στις
ελληνικές επαρχίες του Οθωμανικού κράτους , ως βασικό διπλωματικό όπλο
ευόδωσης των στόχων της. Παράλληλα προσέγγισε ορισμένους Αλβανούς ηγέτες
, προτείνοντας τους, υψηλές θέσεις και ευρεία αυτονομία στις περιοχές
τους αν συναινούσαν στο να ενωθούν οι περιοχές τους με την Ελλάδα.
Μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να δώσει και φυλετική χροιά στην
προσπάθεια αυτή, επιδιώκοντας την συσπείρωση των μη σλαβικών φυλών της
Βαλκανικής. Οι ενέργειες αυτές αποκαλύπτονται διάπλατα σε συζητήσεις που
είχε ο Έλληνας απεσταλμένος Λομβάρδος με τον Ιταλό Πρωθυπουργό Cairoli
και με αφορμή ιταλικές ενέργειες για δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού
κράτους (τις οποίες πάντως ο Ιταλός Πρωθυπουργός αρνήθηκε).
Η αγωνιώδης τριετία μέχρι την τελική ενσωμάτωση Θεσσαλίας και Άρτας το 1881
Με τη λήξη του συνεδρίου η ελληνική πλευρά με διακοίνωση
κάλεσε την Οθωμανική κυβέρνηση να ορίσει τους αντιπροσώπους της για την
νέα οριοθέτηση των συνόρων , όμως η Οθωμανική πλευρά απαξίωσε και να
απαντήσει. Άλλωστε ήξερε ότι << στη βράση κολλάει το σίδερο
>> και ότι αφού την γλύτωσε στο συνέδριο , άρχισε μια συστηματική
κωλυσιεργία γνωρίζοντας και το πόσο ευμετάβλητο είναι το διεθνές
πολιτικό σκηνικό. Η στάση αυτή αναγκάζει τον Κουμουνδούρο να απευθυνθεί
στις μεγάλες δυνάμεις , οι οποίες με πρωτεργάτη το Γάλλο υπουργό
εξωτερικών Waddington , συνέστησαν στην Οθωμανική κυβέρνηση να τηρήσει
τα συμφωνηθέντα. Μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά η Οθωμανική πλευρά
δέχτηκε να συναντηθούν εκπρόσωποι των δύο χωρών στην Πρέβεζα τον
Ιανουάριο του 1879.
Στις συζητήσεις που διεξήχθησαν οι Έλληνες αντιπρόσωποι
έθεσαν ως βάση διαπραγμάτευσης το 13ο πρωτόκολλο που είχε καταθέσει η
Γαλλία στο συνέδριο του Βερολίνου και το οποίο έφτανε τα όρια του
ελληνικού κράτους έως τα Γιάννενα και τον Όλυμπο. Αντίθετα η Οθωμανική
πλευρά ήταν διατεθειμένη να κάνει συνοριακές μόνο παραχωρήσεις που θα
περιελάμβαναν τον Δομοκό και την επαρχία Φαρσάλων. Έτσι η Ελλάδα
θεωρώντας ότι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν κάλεσε τις μεγάλες δυνάμεις
να μεσολαβήσουν όπως είχαν δεσμευτεί στο συνέδριο του Βερολίνου.
Μεταξύ των ισχυρών υπήρξαν συνεχείς διαβουλεύσεις και τελικά
αποφασίστηκε οι συνομιλίες των δύο πλευρών να συνεχιστούν τον Αύγουστο
του 1879 στην Κωνσταντινούπολη με την ενεργή όμως συμμετοχή και των
ξένων πρεσβευτών. Αυτή τη φορά η Οθωμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι
αποδέχεται κατ’ αρχήν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο ζητώντας όμως την
τροποποίηση τους.
Αντίθετα η ελληνική αντιπροσωπεία επανέλαβε την επιθυμία της
να εφαρμοστούν τα συμφωνηθέντα στο Βερολίνο , παρουσιάζοντας και
εθνολογικούς χάρτες που επιβεβαίωναν την εθνολογική υπεροχή του
ελληνισμού στις διεκδικούμενες περιοχές. Οι δύο χώρες που ανέλαβαν
πρωτοβουλία επίλυσης των διαφορών ήταν η Γαλλία και η Γερμανία. Μάλιστα η
Γερμανία εισηγήθηκε να παραχωρηθούν στην Ελλάδα και τα Ιωάννινα όμως η
πρόταση αυτή συνάντησε εκ νέου την αντίδραση της Βρετανίας , γεγονός που
εκμεταλλεύτηκε η Οθωμανική αντιπροσωπεία που από την δική της πλευρά ,
προσπαθούσε να πείσει ότι η Ήπειρος κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από
Μουσουλμάνους Αλβανούς και όχι Ορθόδοξους Έλληνες…
Σε μια προσπάθεια να αρθεί το αδιέξοδο η γαλλική πλευρά
παρουσίασε νέο σχέδιο στο οποίο παραχωρούνταν μεν όλα τα εδάφη της
Θεσσαλίας μέχρι τον Όλυμπο στην Ελλάδα αλλά μικρότερο μέρος της Ηπείρου
και χωρίς τα Γιάννενα. Η νέα πρόταση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή και προς
στιγμή φάνηκε να κατοχυρώνεται , όμως μια νέα Βρετανική πρόταση (που
μάλλον σκοπό είχε να κωλυσιεργήσει παρά να λύσει το ζήτημα) έφερε τα
πάνω κάτω. Οι Βρετανοί πρότειναν να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή που
θα χάραζε τα νέα σύνορα έχοντας ως αρχική αλλά όχι δεσμευτική βάση το
13ο πρωτόκολλο. Η επιτροπή θα κατέληγε στη τελική απόφαση λαμβάνοντας
υπόψη τις τοπικές πληθυσμιακές ισορροπίες …
Η πρόταση αυτή παρά τους κινδύνους για κωλυσιεργία έγινε
τελικά αποδεκτή γεγονός που απογοήτευσε την Ελλάδα αλλά και δυσκόλεψε
την θέση της κυβέρνησης Κουμουνδούρου που αποφασίζει να προχωρήσει σε
διενέργεια εκλογών τον Σεπτέμβριο του 1879. Οι εκλογείς εξέλεξαν εκ
νέου νικητή με σχετική πλειοψηφία τον Κουμουνδούρο, παράλληλα όμως
ανέδειξαν ως αξιωματική αντιπολίτευση τον ανερχόμενο Τρικούπη.
Ο Τρικούπης από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε να ασκεί
σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση καλώντας την να αναδιοργανώσει τον στρατό
αλλά και να καταλάβει δια της βίας τα προσφερόμενα εδάφη. Η θέση της
κυβέρνησης λόγω και του τέλματος στο οποίο είχαν περιέλθει οι
διαπραγματεύσεις ήταν δύσκολη και θα γίνει ακόμη ποιο επισφαλής όταν το
έως τότε συνεργαζόμενο με εκείνη κόμμα του Ζαΐμη αποφασίζει να
υποστηρίξει τις θέσεις του Τρικούπη…
Έτσι στις αρχές Μαρτίου του 1880 και με αφορμή ένα νομοσχέδιο
για τον οργανισμό του στρατού που καταψηφίζεται με ψήφους 99 κατά και
93 υπέρ , η κυβέρνηση χάνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ο
Πρωθυπουργός παραιτείται…Κατόπιν τούτου η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης
δίνεται στον Τρικούπη που θα σχηματίσει κυβέρνηση έχοντας και την
υποστήριξη του κόμματος του Ζαΐμη.
Ο Τρικούπης επιθυμούσε να διεξαχθούν νέες εκλογές , όμως λόγω
του επικείμενου νέου συνεδρίου για το θέμα των συνόρων κάτι τέτοιο δεν
μπορούσε να γίνει.
Έτσι παρά το ότι η θέση του ήταν κοινοβουλευτικά επισφαλής ,
αποδέχτηκε το αξίωμα , ξεκινώντας άμεσα συντονισμένες προσπάθειες για
την επίτευξη θετικού αποτελέσματος στο μείζον εθνικό ζήτημα της εποχής.
Παράλληλα δεν δίστασε να προχωρήσει σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως
την κατάργηση της φορολογίας της δεκάτης την οποία αντικατέστησε με τον
φόρο περί αροτριώντων κτηνών και την αναδιοργάνωση του στρατού. Στόχος
του Τρικούπη ήταν τόσο η διπλωματική ανακίνηση του ζητήματος όσο και η
ενδυνάμωση του στρατού , αφού στο μυαλό του υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο
δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων που θα έθετε τις ισχυρές δυνάμεις προ
των ευθυνών τους (και των υπογραφών τους).
Οι διεθνείς εξελίξεις και η τελική διευθέτηση του ζητήματος
Ήδη όμως από το φθινόπωρο του 1879 συμβαίνουν αλλεπάλληλες
σημαντικές διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Γερμανία και Αυστροουγγαρία
υπογράφουν αμυντική στρατιωτική συνθήκη , γεγονός που δημιουργεί
ανησυχίες σε όλους , κυρίως όμως στην Γαλλία που αποφασίζει να
προσεγγίσει την Βρετανία. Παράλληλα για την Γαλλία εμφανίζονται
ευνοϊκές προοπτικές κατάληψης της Τυνησίας που τυπικά παρέμενε ακόμη υπό
την επικυριαρχία του Οθωμανού Σουλτάνου.
Η Γαλλία είχε ανάγκη των ευμενών διαθέσεων της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας στο ζήτημα αυτό και δεν επιθυμούσε πλέον την περαιτέρω
εδαφική συρρίκνωση της στην Ευρώπη. Έτσι η Γαλλία εγκαταλείπει την
<< φιλελληνική >> πολιτική της , στάση που θα ενισχυθεί και
από κυβερνητική μεταβολή τον Σεπτέμβριο του 1880.
Αλλά και στην Βρετανία θα έχουμε αλλαγή πολιτικής , όταν ο
Φιλελεύθερος Gladstone αντικαθιστά στη θέση του Πρωθυπουργού τον
Beakonsfield (Disraeli). Ο νέος Πρωθυπουργός εγκαταλείπει μερικώς την
αντιρωσική πολιτική του προκατόχου του και κατ’ επέκταση την αντίθεση
για εδαφική αύξηση της Ελλάδας. Έτσι με Βρετανική πλέον πρωτοβουλία
αποφασίζεται να διεξαχθεί νέα συνάντηση στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 1880
στην οποία εκτός από το ελληνικό θα συζητούσαν και ανάλογα προβλήματα
που είχαν παρουσιαστεί στις σχέσεις του Οθωμανικού κράτους με το
Μαυροβούνιο…
Το αποτελέσματα της συνδιάσκεψης θα είναι θετικά τόσο για την
Ελλάδα όσο και για το Μαυροβούνιο κυρίως χάρις την θετική για την
Ελλάδα μεταστροφή της Βρετανικής πολιτικής αλλά δευτερευόντως και της
Γερμανίας. Έτσι για την μεν Ελλάδα τα νέα σύνορα θα καθορισθούν στο ύψος
του Μετσόβου για την Ήπειρο (χωρίς την Κόνιτσα και τους Φιλιάτες) και
νοτίως του Αλιάκμονα περιλαμβάνοντας το σύνολο της Θεσσαλίας αλλά και
το Λιτόχωρο , ενώ για το Μαυροβούνιο θα επαναβεβαιωθούν οι αποφάσεις του
συνεδρίου του Βερολίνου που του παραχωρούσαν τα λιμάνια του Δουλτσίνου
και του Αντίβαρι.
Όμως ενώ στο θέμα του Μαυροβουνίου οι ισχυρές δυνάμεις θα
ασκήσουν έντονες πιέσεις για την επιβολή των αποφάσεων τους , για την
Ελλάδα (παρά τις προσπάθειες της ελληνικής πολιτειακής ηγεσίας) δεν θα
γίνει κάτι παρόμοιο , κυρίως λόγω των έντονων αντιρρήσεων που εξέφραζε
πλέον η γαλλική αντιπροσωπεία. Οι διαφωνίες των ισχυρών, ήταν βούτυρο
στο ψωμί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μπορούσε έτσι να διατηρεί την
αδιάλλακτη στάση της.
Ως εκ τούτου το Φθινόπωρο του 1880 το ζήτημα παρέμενε σε
εκκρεμότητα και ήταν ο Κουμουνδούρος που ασκούσε πλέον έντονη
αντιπολίτευση στον Τρικούπη χαρακτηρίζοντας την πολιτική του μεγαλομανή
και ασύνετη.
…Παράλληλα ο Κουμουνδούρος εκμεταλλευόμενος και την εύθραυστη
κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Τρικούπη , κατάφερε να εκλέξει δικό του
υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της βουλής στη σχετική ψηφοφορία που
διεξήχθη. Το γεγονός αυτό έθετε θέμα δυσπιστίας για την κυβέρνηση και ο
Τρικούπης υπέβαλε στον Βασιλιά την παραίτηση του , με τον Κουμουνδούρο
να αναλαμβάνει εκ νέου το αξίωμα του Πρωθυπουργού. Η νέα ελληνική
κυβέρνηση, με διαβήματα ζητούσε από τις ισχυρές δυνάμεις να επιβάλουν
την απόφαση της συνδιάσκεψης στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ και ως μια
μορφή εκβιασμού δήλωνε ότι αδυνατεί να συγκρατήσει την εκ νέου
δημιουργία ανταρτικών ομάδων στα υπό διεκδίκηση εδάφη….
Η συνεχιζόμενη επί μακρόν εκκρεμότητα και ο κίνδυνος διεθνών
περιπλοκών εξαιτίας του ελληνικού ζητήματος οδήγησε σε νέα συνδιάσκεψη
μεταξύ των πρεσβευτών των ισχυρών χωρών με αντιπροσωπεία της Οθωμανικής
κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του 1881.
Στην συνδιάσκεψη αυτή οι πρεσβευτές τόνισαν στους Οθωμανούς
αντιπροσώπους ότι η χρονίζουσα εκκρεμότητα έπρεπε να λήξει… Η οθωμανική
αντιπροσωπεία αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορούσε να κωλυσιεργεί άλλο ,
αποδέχτηκε το γεγονός , κατάφερε όμως να μειώσει τα παραχωρούμενα εδάφη
επικαλούμενη αντιδράσεις Αλβανών στην Ήπειρο αλλά και θέματα στρατηγικής
σημασίας σε περάσματα της Θεσσαλίας. Έτσι η τελική απόφαση που
χαρακτηρίστηκε οριστική παραχωρούσε στην Ελλάδα την Θεσσαλία πλην της
Ελασσόνας και από την Ήπειρο μόνο την περιοχή της Άρτας. Ειδικά για την
περιοχή του Αμβρακικού για να αποφευχθούν εμπλοκές , αποφασίστηκε να
καταργηθούν κάθε είδους οχυρώσεις στην είσοδο του κόλπου , ενώ η
ναυσιπλοΐα θα ήταν ελεύθερη μέσα σε αυτόν. Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε
επίσημα στην ελληνική κυβέρνηση στις 26 Μαρτίου και η προφορική αποδοχή
της από ελληνικής πλευράς έγινε στις 31 Μαρτίου 1881.
Μάλιστα οι ισχυρές δυνάμεις για να προλάβουν πιθανό στάλσιμο
ελληνικού στρατού ή ομάδες ανταρτών στα διαφιλονικούμενα εδάφη τόνισαν
ότι αυτό δεν θα γίνει ανεκτό , ενώ πιθανή άρνηση της ελληνικής πλευράς
θα ακύρωνε την προσφορά καθιστώντας το μέλλον των περιοχών αυτών
αβέβαιο..
Έχοντας την ελληνική συναίνεση οι ξένες δυνάμεις έδειξαν την
ίδια αποφασιστικότητα και προς την τουρκική πλευρά που έδειχνε νέες
τάσεις αναβλητικότητας. Έτσι και η Οθωμανική κυβέρνηση έκανε δεκτή την
προτεινόμενη ρύθμιση που επικυρώθηκε λίγο αργότερα επισήμως και από την
ελληνική πλευρά. Οι δύο χώρες κάτω από την ασφυκτική πίεση των ξένων
χωρών υπέγραψαν στις 20 Ιουνίου του 1881 συνθήκη βάση της οποίας η
Θεσσαλία και η Άρτα ενσωματώνονταν στο ελληνικό βασίλειο. Τα νέα εδάφη
είχαν έκταση 13.300 τ.χλμ και πληθυσμό περίπου 285.000 ανθρώπους.
Έτσι με πρώτη πόλη την Άρτα στις 23 Ιουνίου (κάτω από
ενθουσιώδεις επευφημίες των Ελλήνων κατοίκων) και τελευταία τον Βόλο
στις 21 Οκτωβρίου θα πραγματωθεί και η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών
σε όλες τις περιοχές. Αμέσως μετά θα πραγματοποιηθεί κοινή θριαμβική
περιοδεία του Βασιλιά Γεώργιου και του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου που θα
δώσουν την δυνατότητα στον κόσμο της περιοχής να εκδηλώσει την χαρά του
ύστερα από μια αγωνιώδη τριετή αναμονή...
Οι αντιδράσεις και η εκλογική ήττα Κουμουνδούρου
Η αποδοχή από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου των αποφάσεων της
τελευταίας συνδιάσκεψης δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα . Από την μία
υπήρχε ικανοποίηση γιατί η Ελλάδα πετύχαινε ένα πρώτο βήμα ικανοποίησης
των εθνικών της πόθων αλλά από την άλλη εξαιρείτο ουσιαστικά η Ήπειρος
και η περιοχή του Ολύμπου… Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει
έντονη αντιπαράθεση στη Βουλή μεταξύ Κουμουνδούρου και Τρικούπη. Η
Κυβέρνηση ανέφερε το γεγονός ότι οι ξένοι σύνεδροι ξεκαθάρισαν στην
ελληνική πλευρά ότι ή αποδέχεστε αυτά που σας δίνουμε ή τίποτα…
τονίζοντας ότι δεν μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια προσφορά εκθέτοντας
τη χώρα σε νέες αιματηρές περιπέτειες με αβέβαιο αποτέλεσμα…
Αντίθετα η αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι έπρεπε
να δείξει μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα τονίζοντας ότι
προκειμένου να επιτευχθούν τα εθνικά δίκαια δεν πρέπει να αποκλείονται
και οι αιματηρές θυσίες…
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της έντονης ατμόσφαιρας των ημερών εκείνων παραθέτει ο ιστορικός Ασπρέας (Τόμος Β’ Σελ.130).
<< Υπεγράψαμεν την σύμβασιν (ανέφερε ο
Κουμουνδούρος) και ήδη η Θεσσαλία και η Ήπειρος είναι Ελλάς. Την
υπεγράψαμεν διότι εθεωρήσαμεν αυτήν υπηρετούσαν τα μεγάλα συμφέροντα του
ελληνισμού , σώζουσαν την Θεσσαλίαν και την Άρταν και ικανοποιούσαν
τους προαιωνίους πόθους ημών. Και σεις οι θερμοί πατριώται όσοι λυπείσθε
διότι δεν ετύχετε της ευτυχούς περιστάσεως να χύσετε το αίμα ημών υπέρ
της πατρίδος , σεις εψηφίσατε την σύμβασιν… Τι θα ελέγαμεν , κύριοι εις
τους Θεσσαλούς ; Σας δίδετε ελευθερία αλλά ημείς την αρνούμεθα. Θέλομεν
να πολεμήσετε , θέλομεν την πατρίδα σας να μεταβάλωμεν εις στάχτην και
ερείπια. Θέλομεν όχι υμάς ελευθέρους αλλά τα πτώματα υμών. Δεν θέλομεν
αναίμακτον την ελευθερίαν , θέλομεν να πενθηφορήση η Ελλάς. Και επειδή
αι τύχαι του πολέμου αβέβαιοι να ίδωμεν ίσως τους Τούρκους εν αυτή… Το
κατ’ εμέ εν μόνον διαρκώς επιθυμώ, πριν καταβώ εις τον τάφον να θέσω την
υπογραφήν μου και εις άλλας ομοίας πράξεις >>.
Και απήντα ο Τρικούπης :
<< Καταδικαστέα η πολιτική εκείνη. Η Ελλάς οφείλη να
την αποκηρύξη. Η πλειοψηφία του έθνους εκφραζομένη δια της βουλής , δεν
επιζητεί το αναίμακτον , αλλά εννοεί ότι ο ελληνισμός ίνα ζήση πρέπει να
έχει την απόφασιν να πολεμήση και αυτό δέον να παρασταθή εις την
Ευρώπην , ότι εν τω μέλλοντι αγώνι όστις παρασκευάζεται εν τη Ανατολή , ο
Ελληνισμός είναι έτοιμος μεταξύ των πρώτων να χύση το αίμα του προς
σωτηρίαν ουχί μόνον του κράτους οποίον είναι , αλλά υπέρ παντός του
έθνους ημών >>.
Ο Πρωθυπουργός θεώρησε σκόπιμο και αυτονόητο ότι με την
ολοκλήρωση των διαδικασιών της ένταξης των νέων περιοχών θα έπρεπε η
χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές . Ευελπιστούσε μάλιστα να λάβει και την
ψήφο των κατοίκων των περιοχών που μόλις είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό
κράτος.
Οι γενικές εκλογές τελικά διεξήχθησαν στις 18 Ιανουαρίου
1882, χάρις όμως και τους βουλευτές των νέων χωρών κατέληξαν σε εκλογική
νίκη του Τρικούπη... Οι εκλογές στην Παλαιά Ελλάδα ήταν αμφίρροπες με
τον Τρικούπη να κυριαρχεί στα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πάτρα, Ερμούπολη)
και τον Κουμουνδούρο στην επαρχία. Από τους 210 βουλευτές ο Τρικούπης
εξέλεξε 90 και ο Κουμουνδούρος 83 στους οποίους προστέθηκαν ακόμη 9 που
εξέλεξε το κόμμα του Δηλιγιάννη. Υπήρχαν ακόμη 23 ανεξάρτητοι και 5
Δημοκρατικοί. Το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο και η κάθε πλευρά θεωρούσε
εαυτόν νικητή.
Όμως η συντριπτική πλειονότητα των 35 βουλευτών των νέων
επαρχιών πήγε τελικά με τον Τρικούπη που επιπλέον με ένσταση ακύρωσε ως
παράνομη την εκλογή επτά βουλευτών του Κουμουνδούρου , πετυχαίνοντας την
αντικατάσταση τους με αντίστοιχους δικούς του. (Εκδοτική Αθηνών, Τόμος
ΙΔ` Σελ. 15).
Έτσι ο Τρικούπης μπορούσε να σχηματίσει άνετα πλέον κυβέρνηση
, ενώ ο Κουμουνδούρος παραιτείτο , για να υποκύψει στο μοιραίο ένα
χρόνο μετά απογοητευμένος και καταβεβλημένος και από προβλήματα υγείας.
Για το γεγονός της τελικής ήττας του Κουμουνδούρου έχουν λεχθεί αρκετά
και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι
που θεώρησαν άδικο το εκλογικό αποτέλεσμα μη χάνοντας την ευκαιρία να
υπενθυμίσουν τα αιώνια μειονεκτήματα του Έλληνα , όπως στην προκειμένη
περίπτωση την αχαριστία , για ένα άνθρωπο που επί των ημερών του
μεγάλωσε η Ελλάδα.
Όμως μια προσεκτικότερη ανάλυση του κλίματος της εποχής θα
οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η εκλογική νίκη του Τρικούπη ήταν το
λογικότερο αποτέλεσμα των όσων είχαν προηγηθεί εκείνων των εκλογών.
Λίγοι ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν το ήθος και την εντιμότητα του
Κουμουνδούρου (ούτε ο ίδιος ο Τρικούπης) και λίγοι ήταν εκείνοι που
αμφισβήτησαν τις προσπάθειες που είχε καταβάλλει (μέσα στο πλαίσιο της
εποχής του) για την ουσιαστικότερη ισχυροποίηση της χώρας. Όμως ήταν
αρκετοί εκείνοι που θεωρούσαν ότι ο Κουμουνδούρος δεν στερείτο ευθυνών ,
αφού ουδόλως είχε προετοιμάσει την κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο
υποχωρήσεων. Αντιθέτως μάλιστα είχε ενισχύσει την έννοια της αντίστασης
σε κάθε άδικη για τον ελληνισμό απόφαση.
Κυρίως όμως στα μάτια πολλών Ελλήνων της εποχής η
αντιπαράθεση των δύο πολιτικών απέκτησε χαρακτηριστικά μάχης του παλιού
με το νέο , γεγονός καθοριστικό για την εκλογική έκβαση…
Στην σύγκριση των δύο κόσμων από τη μία πλευρά της ζυγαριάς
έμπαιναν νέα στοιχεία που έλειπαν έως τότε από την πολιτική ζωή , όπως
η επιστημονική κατάρτιση και ο πολιτικός ρεαλισμός που όχι μόνο δεν
αντιτίθετο στη κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής ,αλλά που αντίθετα στόχευε
στην πραγματοποίηση της, μέσα όμως από την δημιουργία πρώτα μιας
ευνομούμενης πολιτείας και την δημιουργία στέρεων θεμελίων. Αντίθετα
στην άλλη πλευρά χρεωνόταν η καθυστέρηση δημιουργίας σύγχρονου κράτους
και η κυριαρχία νοσηρών καταστάσεων που παρά τις υποσχέσεις και τα
βαρύγδουπα λόγια ρίζωναν όλο και περισσότερο …
Μάλιστα όταν ο Κουμουνδούρος τόνιζε στη βουλή ότι δεν
μπορούσα να μην δεχτώ αυτά που μου έδιναν είχε δίκιο , όμως ακόμη και
με αυτή του τη φράση τόνιζε (άθελα του) ακόμη περισσότερο την αδυναμία
της ίδιας του της χώρας που περίμενε από τις ελεημοσύνες και τις
διεθνείς ευνοϊκές συγκυρίες να αποκομίσει ότι το θετικό…
Αντίθετα η κριτική της άλλης πλευράς δεν στόχευε μόνο στο να
καταδείξει τους πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς του αντιπάλου της ,
αλλά κυρίως να επισημάνει ότι πρέπει να πάψουμε να τα περιμένουμε όλα
από τους άλλους , βασιζόμενοι επιτέλους και στις δικές μας δυνάμεις
,ώστε να βρίσκουμε ευκολότερα το δίκιο μας. Έτσι σε μια εποχή που ο
εθνικισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία , η στρατιωτική και πολιτική καχεξία
δημιουργούσαν πολύ αρνητικά συναισθήματα που σε μεγάλο μέρος του
εκλογικού σώματος βρήκαν διέξοδο όταν εμφανίστηκαν εκείνες οι δυνάμεις
που έδειχναν ικανές να τα αντιμετωπίσουν… Για το λόγο αυτό η εκλογική
κυριαρχία του Τρικούπη και του Νεωτερικού του κόμματος , δεν αφορούσε
μόνο την συγκεκριμένη εκλογική βραδιά αλλά ουσιαστικά την επόμενη
15ετία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου