Γράφει ο Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης στο protagon.gr
Θα μπορούσε να είναι απλή, στείρα, κινδυνολογία, αν η καθημερινότητα και οι προβλέψεις για το μέλλον δεν την επιβεβαίωναν.
Θα μπορούσε τούτο το κείμενο να είναι ένα άφατο SOS, αν όσα θυμίζει –
ίσως και αποκαλύπτει – προκαλούσαν μόνον τη διεθνή αδιαφορία και όχι τη
διεθνή συσπείρωση. Κάποτε, για σχεδόν
μία εικοσαετία, μιλούσαμε για το (χημικό) νέφος της Αθήνας, που έβλαψε
σημαντικά μνημεία της ανθρωπότητας, όπως ο Παρθενώνας, με την όξινη,
διαβρωτική των
μαρμάρων, βροχή. Σήμερα, ξέρουμε ότι το νέφος έχει υποχωρήσει μεν, αλλά η κλιματική αλλαγή, με τις έντονες βροχές προκαλεί «ζαχαροειδή φθορά στην εξωτερική στιβάδα του μαρμάρου από ένα είδος όξινης βροχής, η οποία έχει επηρεάσει δραματικά μεγάλο αριθμών μνημείων στην κεντρική Ευρώπη». Και «γυψοποίηση του μαρμάρου από την υγρασία, στα σημεία που δεν έρχονται σε επαφή με τη βροχή».
Επίσης, «στα ίδια σημεία επικάθονται αιθάλη, οξείδια του σιδήρου και άλλα βλαπτικά μικροσωματίδια, στα οποία οφείλεται η σκοτεινή ρύπανση των μνημείων. Αλλά, παρατηρείται και φθορά από βιολογικούς παράγοντες, λειχήνες, μύκητες, περιττώματα πουλιών κ.α.», όπως διατυπώθηκε τον Ιούνιο στη διεθνή διάσκεψη στο Ζάππειο για την επιρροή της αναστροφής του κλίματος στην πολιτιστική κληρονομιά.
Η Αρχαία Ολυμπία κινδυνεύει όχι μόνον από πλημμύρες, αλλά και από καύσωνες και πυρκαγιές. «Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Παυσανίας κατέγραψε τις πλημμύρες του ποταμού Αλφειού, στο ιερό της Ολυμπίας, καθώς και τις κατακλυσμιαίες βροχοπτώσεις στην παλαιότερη πόλη των Δελφών, που συσχετίζει με την εποχή του Δευκαλίωνα. Τα ίδια φαινόμενα που έχουν σχέση με τις πλημμύρες και τη διάβρωση, επαυξημένα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, εξακολουθούν να συμβαίνουν και σήμερα σ’ αυτά τα δυο μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς. Απειλούνται και λόγω της μακρύτερης και ξηρότερης θερινής περιόδου», όπως εξηγεί η υπουργός Λίνα Μενδώνη.
Από τους καύσωνες, λόγω της κλιματικής κρίσης, κινδυνεύουν πολλά από τα μνημεία της Ελλάδας και, ιδιαίτερα, της Αθήνας. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και πρόεδρο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή – IPCC, Χρήστο Ζερεφό, στις αρχές του 20ού αιώνα, από το 1900 ως το 1930, στην Αθήνα είχαμε συνολικά δύο καύσωνες, ενώ τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε καύσωνα σχεδόν κάθε δεύτερο χρόνο, δηλαδή 15 στην τριακονταετία. «Θα έχουμε κάθε χρόνο έναν μεγάλο καύσωνα εάν αφήσουμε τα πράγματα να ξεφύγουν, χωρίς να πάρουμε κανένα μέτρο». Και αυτό, με τεράστιο οικονομικό κόστος για την Ελλάδα, της τάξης των 700 δισ. ευρώ μέχρι το 2100.
Σε δημόσια συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, το Σεπτέμβριο, ο ίδιος προειδοποίησε ότι «η ανθρωπογενής ευθύνη στην κλιματική αλλαγή, με κύρια έκφρασή της τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ξεπερνά το 35%, σε σχέση με τις αλλαγές που γίνονται από την ίδια τη Φύση. Η αρνητική, ανθρώπινη παρέμβαση τα τελευταία 60 χρόνια εξισώνεται με όσες αλλαγές έχει επιφέρει η ίδια η Φύση για περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο χρόνια», όπως είπε παρουσιάζοντας την κοινή πρόταση της Ελλάδας με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (WMO) και την UNESCO, σχετικά με τον αντίκτυπο της αλλαγής του κλίματος στην Πολιτιστική και Φυσική Κληρονομιά.
Την ίδια ώρα, το νησί, όπου γεννήθηκε ο Απόλλων, η Δήλος (όπως και η γειτονική Ρήνεια), κινδυνεύει όλο και περισσότερο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. «Υποβάθμιση» είναι ο αρχαιολογικός όρος. Και σοβεί παρά τις συστηματικές εργασίες ανάδειξης και συντήρησης, που συντελούνται στο κυκλαδίτικο νησί από το 1873 με πρωτοβουλία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. «Η θαλάσσια και η αιολική διάβρωση αποτελούν τις βασικές αιτίες των ζημιών, που υφίστανται οι αρχαιότητες της Δήλου. Το φαινόμενο έχει ενταθεί ξεκάθαρα την τελευταία 10ετία», όπως τόνισε ο διευθυντής, της Αλεξάντρ Φαρνού.
Φανταστείτε ότι το 1800 π.Χ. η στάθμη της θάλασσας ήταν 3,8 μ. χαμηλότερα, πριν από 2.000 χρόνια 2,5 μ. χαμηλότερα και το 1000 μ.Χ. μόλις 1 μ. χαμηλότερα. Το Πυθαγόρειο και το Ηραίον της Σάμου αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο διάβρωσης από τα κύματα, ανάμεσα σε 49 αναγνωρισμένα – και προστατευόμενα – Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς στις ακτές της Μεσογείου, σύμφωνα με Βρετανούς και Γερμανούς ερευνητές. Ακολουθεί η αρχαία Έφεσος, στα τουρκικά παράλια.
Η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου έχει διαπιστωθεί ότι κινδυνεύει άμεσα τα επόμενα χρόνια από πλημμύρες, λόγω των έντονων βροχοπτώσεων. Άλλωστε, τέσσερα διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη της παγκόσμιας θέρμανσης, καταδεικνύουν ότι, μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο κίνδυνος πλημμυρών θα μπορούσε να αυξηθεί έως 50% και ο κίνδυνος διάβρωσης κατά 13%, για αρκετά από τα 1.000 μνημεία που έχει εντάξει παγκοσμίως η UNESCO στη λίστα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
«Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο μνημειακό απόθεμα είναι ένας νέος, επιβεβαιωμένος κίνδυνος, σε διεθνές επίπεδο που δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς», είναι η άποψη της Λίνας Μενδώνη. Η οποία βρέθηκε στη μεγαλύτερη διεθνή συνάντηση για το συγκεκριμένο, φλέγον κατά την ελληνική πλευρά, θέμα, στη Μαδρίτη, την COP25. Μια συνάντηση με τους περισσότερους από ποτέ αντιπροσώπους, ήτοι 27.000, από όλο τον πλανήτη, η οποία μάλιστα είχε διάρκεια ρεκόρ, δύο εβδομάδες (έληξε το απόγευμα της Κυριακής 15 Δεκεμβρίου 2019).
Μπορεί ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτιέρες να εξέφρασε την απογοήτευσή του για το τελικό, μάλλον χλιαρό, αποτέλεσμα του COP25 («η διεθνής κοινότητα έχασε μια σημαντική ευκαιρία να επιδείξει αυξημένη φιλοδοξία ως προς τον περιορισμό, την προσαρμογή και την οικονομική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης», δήλωσε, όμως η ελληνική πλευρά κατάφερε να περάσει, μέσω των εκπροσώπων του υπουργείου Πολιτισμού, τις βασικές αρχές μιας πρωτοβουλίας της, που είχε και τη βούλα του πρωθυπουργού: «Η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζει μόνο τις ακτές μας και τα δάση μας, αλλά και τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά μας. Τα δέντρα μπορούν να ξαναφυτευτούν, όμως η πολιτιστική κληρονομιά μας, απτή ή άυλη, είναι αναντικατάστατη».
Με δυο λόγια, τα μνημεία που κινδυνεύουν, αλλά και η άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά, μπήκε δυναμικά στην ατζέντα των πρωτοβουλιών για την κλιματική αλλαγή (ή, μάλλον, κρίση). Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού είχε ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα: «Η Ελλάδα, εξαιτίας της μακράς Ιστορίας της, διαθέτει τεκμήρια από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα για την κατάσταση των κλιματικών αλλαγών και φαινομένων, που υποστηρίζουν την κατάρτιση σχεδίων για το μέλλον».
«Γνωρίζουμε την εκτενή περιγραφή και ταξινόμηση των μετεωρολογικών φαινομένων του Αριστοτέλη. Πριν από αυτόν, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρθηκαν στον πρώτο σεισμό που συνέβη στη Δήλο τον 5ο αιώνα π.Χ. Πράγματι, το νησί αναδύθηκε, από τα βάθη του Αιγαίου, λόγω ηφαιστειακής έκρηξης, με αποτέλεσμα η «α-Δήλος» η αόρατη γη, να γίνει η ορατή Δήλος», όπως εξήγησε στην ομιλία της η ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού.
Μιλήσαμε όμως και για άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Δηλαδή; «Η μετακινούμενη κτηνοτροφία», εξηγεί στο Protagon η υπουργός. «Τα φαινόμενα των βροχοπτώσεων αλλάζουν σημαντικά τον τρόπο που ζούσαν και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ή η αποψίλωση λιβαδικών εκτάσεων τους αναγκάζει να μετακινηθούν. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους κατοίκους μικρών νησιών, που κάποτε βρίσκονται να παλεύουν με τα νερά των βροχών».
Όπως εξήγησε επίσης στο COP25 της Μαδρίτης, «η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην καλλιέργεια των ελαιόδεντρων, που αποτελεί μέρος της άυλης κληρονομιάς μας, εξακολουθεί να είναι παρούσα και σήμερα. Για παράδειγμα, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι γνωρίζουν και τις πρακτικές που συνδέονται με τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων (λιβάδια, πηγές νερού κλπ.), καθώς και με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων διατροφής.
»Η υλική πολιτιστική κληρονομιά έχει, επίσης, άυλες διαστάσεις. Όλα τα μνημεία, κινητά και ακίνητα, είναι προϊόντα άυλης τεχνογνωσίας: τοιχοποιία, ξυλουργική κλπ. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην άυλη κληρονομιά μπορεί να είναι συντριπτικές. Ωστόσο, η άυλη κληρονομιά διαθέτει μια τεράστια δυναμική, ως αναπόσπαστο μέρος κάθε σχεδίου πρόληψης κινδύνων για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους».
Εδώ και κοντά ενάμισι μήνα λειτουργεί μία από τις προτάσεις της Ελλάδας στο COP25. Η Διεπιστημονική Επιτροπή «για τη μελέτη του φαινομένου και τη διατύπωση προτάσεων και ενεργειών, που θα συγκροτήσουν το Εθνικό Σχέδιο Δράσης». Μία ακόμη πρόταση ήταν «η δημιουργία ομάδας εργασίας από ειδικούς, εκπροσώπους των εξειδικευμένων Διεθνών Οργανισμών και Φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών (όπως UNFCCC, UNESCO, IPCC, ICOMOS, EUROPA NOSTRA), που θα αναλάβει να εξετάσει περαιτέρω τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην πολιτιστική κληρονομιά και να προτείνει μέτρα προσαρμογής, τα οποία θα ενσωματωθούν στις εθνικές πολιτικές των κρατών μελών του ΟΗΕ και που θα συνεδριάζει ετησίως και σε διαφορετική χώρα, κάθε φορά».
Μια τρίτη πρόταση, που είχε τεθεί επί τάπητος και στη συνάντηση της Νέας Υόρκης για την κλιματική κρίση, μπαίνει σε εφαρμογή το Σεπτέμβριο του 2020. Μιλάμε για ένα διεθνές «θερινό σχολείο», στους Δελφούς, που θα ασχοληθεί όχι μόνον με την «ευαισθητοποίηση της διοίκησης σχετικά με την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς από την αλλαγή του κλίματος, αλλά κυρίως με τον επείγοντα χαρακτήρα των προληπτικών ενεργειών που πρέπει να ληφθούν και την ανάγκη ενσωμάτωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς στα σχέδια προσαρμογής των αρχαιολογικών χώρων».
ΠΗΓΗ rodiaki
Θα μπορούσε να είναι απλή, στείρα, κινδυνολογία, αν η καθημερινότητα και οι προβλέψεις για το μέλλον δεν την επιβεβαίωναν.
μαρμάρων, βροχή. Σήμερα, ξέρουμε ότι το νέφος έχει υποχωρήσει μεν, αλλά η κλιματική αλλαγή, με τις έντονες βροχές προκαλεί «ζαχαροειδή φθορά στην εξωτερική στιβάδα του μαρμάρου από ένα είδος όξινης βροχής, η οποία έχει επηρεάσει δραματικά μεγάλο αριθμών μνημείων στην κεντρική Ευρώπη». Και «γυψοποίηση του μαρμάρου από την υγρασία, στα σημεία που δεν έρχονται σε επαφή με τη βροχή».
Επίσης, «στα ίδια σημεία επικάθονται αιθάλη, οξείδια του σιδήρου και άλλα βλαπτικά μικροσωματίδια, στα οποία οφείλεται η σκοτεινή ρύπανση των μνημείων. Αλλά, παρατηρείται και φθορά από βιολογικούς παράγοντες, λειχήνες, μύκητες, περιττώματα πουλιών κ.α.», όπως διατυπώθηκε τον Ιούνιο στη διεθνή διάσκεψη στο Ζάππειο για την επιρροή της αναστροφής του κλίματος στην πολιτιστική κληρονομιά.
Η Αρχαία Ολυμπία κινδυνεύει όχι μόνον από πλημμύρες, αλλά και από καύσωνες και πυρκαγιές. «Τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Παυσανίας κατέγραψε τις πλημμύρες του ποταμού Αλφειού, στο ιερό της Ολυμπίας, καθώς και τις κατακλυσμιαίες βροχοπτώσεις στην παλαιότερη πόλη των Δελφών, που συσχετίζει με την εποχή του Δευκαλίωνα. Τα ίδια φαινόμενα που έχουν σχέση με τις πλημμύρες και τη διάβρωση, επαυξημένα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, εξακολουθούν να συμβαίνουν και σήμερα σ’ αυτά τα δυο μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς. Απειλούνται και λόγω της μακρύτερης και ξηρότερης θερινής περιόδου», όπως εξηγεί η υπουργός Λίνα Μενδώνη.
Από τους καύσωνες, λόγω της κλιματικής κρίσης, κινδυνεύουν πολλά από τα μνημεία της Ελλάδας και, ιδιαίτερα, της Αθήνας. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και πρόεδρο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή – IPCC, Χρήστο Ζερεφό, στις αρχές του 20ού αιώνα, από το 1900 ως το 1930, στην Αθήνα είχαμε συνολικά δύο καύσωνες, ενώ τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε καύσωνα σχεδόν κάθε δεύτερο χρόνο, δηλαδή 15 στην τριακονταετία. «Θα έχουμε κάθε χρόνο έναν μεγάλο καύσωνα εάν αφήσουμε τα πράγματα να ξεφύγουν, χωρίς να πάρουμε κανένα μέτρο». Και αυτό, με τεράστιο οικονομικό κόστος για την Ελλάδα, της τάξης των 700 δισ. ευρώ μέχρι το 2100.
Σε δημόσια συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, το Σεπτέμβριο, ο ίδιος προειδοποίησε ότι «η ανθρωπογενής ευθύνη στην κλιματική αλλαγή, με κύρια έκφρασή της τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ξεπερνά το 35%, σε σχέση με τις αλλαγές που γίνονται από την ίδια τη Φύση. Η αρνητική, ανθρώπινη παρέμβαση τα τελευταία 60 χρόνια εξισώνεται με όσες αλλαγές έχει επιφέρει η ίδια η Φύση για περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο χρόνια», όπως είπε παρουσιάζοντας την κοινή πρόταση της Ελλάδας με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (WMO) και την UNESCO, σχετικά με τον αντίκτυπο της αλλαγής του κλίματος στην Πολιτιστική και Φυσική Κληρονομιά.
Την ίδια ώρα, το νησί, όπου γεννήθηκε ο Απόλλων, η Δήλος (όπως και η γειτονική Ρήνεια), κινδυνεύει όλο και περισσότερο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. «Υποβάθμιση» είναι ο αρχαιολογικός όρος. Και σοβεί παρά τις συστηματικές εργασίες ανάδειξης και συντήρησης, που συντελούνται στο κυκλαδίτικο νησί από το 1873 με πρωτοβουλία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. «Η θαλάσσια και η αιολική διάβρωση αποτελούν τις βασικές αιτίες των ζημιών, που υφίστανται οι αρχαιότητες της Δήλου. Το φαινόμενο έχει ενταθεί ξεκάθαρα την τελευταία 10ετία», όπως τόνισε ο διευθυντής, της Αλεξάντρ Φαρνού.
Φανταστείτε ότι το 1800 π.Χ. η στάθμη της θάλασσας ήταν 3,8 μ. χαμηλότερα, πριν από 2.000 χρόνια 2,5 μ. χαμηλότερα και το 1000 μ.Χ. μόλις 1 μ. χαμηλότερα. Το Πυθαγόρειο και το Ηραίον της Σάμου αντιμετωπίζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο διάβρωσης από τα κύματα, ανάμεσα σε 49 αναγνωρισμένα – και προστατευόμενα – Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς στις ακτές της Μεσογείου, σύμφωνα με Βρετανούς και Γερμανούς ερευνητές. Ακολουθεί η αρχαία Έφεσος, στα τουρκικά παράλια.
Η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου έχει διαπιστωθεί ότι κινδυνεύει άμεσα τα επόμενα χρόνια από πλημμύρες, λόγω των έντονων βροχοπτώσεων. Άλλωστε, τέσσερα διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη της παγκόσμιας θέρμανσης, καταδεικνύουν ότι, μέχρι τα τέλη του αιώνα, ο κίνδυνος πλημμυρών θα μπορούσε να αυξηθεί έως 50% και ο κίνδυνος διάβρωσης κατά 13%, για αρκετά από τα 1.000 μνημεία που έχει εντάξει παγκοσμίως η UNESCO στη λίστα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
«Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο μνημειακό απόθεμα είναι ένας νέος, επιβεβαιωμένος κίνδυνος, σε διεθνές επίπεδο που δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς», είναι η άποψη της Λίνας Μενδώνη. Η οποία βρέθηκε στη μεγαλύτερη διεθνή συνάντηση για το συγκεκριμένο, φλέγον κατά την ελληνική πλευρά, θέμα, στη Μαδρίτη, την COP25. Μια συνάντηση με τους περισσότερους από ποτέ αντιπροσώπους, ήτοι 27.000, από όλο τον πλανήτη, η οποία μάλιστα είχε διάρκεια ρεκόρ, δύο εβδομάδες (έληξε το απόγευμα της Κυριακής 15 Δεκεμβρίου 2019).
Μπορεί ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτιέρες να εξέφρασε την απογοήτευσή του για το τελικό, μάλλον χλιαρό, αποτέλεσμα του COP25 («η διεθνής κοινότητα έχασε μια σημαντική ευκαιρία να επιδείξει αυξημένη φιλοδοξία ως προς τον περιορισμό, την προσαρμογή και την οικονομική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης», δήλωσε, όμως η ελληνική πλευρά κατάφερε να περάσει, μέσω των εκπροσώπων του υπουργείου Πολιτισμού, τις βασικές αρχές μιας πρωτοβουλίας της, που είχε και τη βούλα του πρωθυπουργού: «Η κλιματική αλλαγή δεν επηρεάζει μόνο τις ακτές μας και τα δάση μας, αλλά και τη μοναδική πολιτιστική κληρονομιά μας. Τα δέντρα μπορούν να ξαναφυτευτούν, όμως η πολιτιστική κληρονομιά μας, απτή ή άυλη, είναι αναντικατάστατη».
Με δυο λόγια, τα μνημεία που κινδυνεύουν, αλλά και η άυλη πολιτιστική μας κληρονομιά, μπήκε δυναμικά στην ατζέντα των πρωτοβουλιών για την κλιματική αλλαγή (ή, μάλλον, κρίση). Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού είχε ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα: «Η Ελλάδα, εξαιτίας της μακράς Ιστορίας της, διαθέτει τεκμήρια από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα για την κατάσταση των κλιματικών αλλαγών και φαινομένων, που υποστηρίζουν την κατάρτιση σχεδίων για το μέλλον».
«Γνωρίζουμε την εκτενή περιγραφή και ταξινόμηση των μετεωρολογικών φαινομένων του Αριστοτέλη. Πριν από αυτόν, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρθηκαν στον πρώτο σεισμό που συνέβη στη Δήλο τον 5ο αιώνα π.Χ. Πράγματι, το νησί αναδύθηκε, από τα βάθη του Αιγαίου, λόγω ηφαιστειακής έκρηξης, με αποτέλεσμα η «α-Δήλος» η αόρατη γη, να γίνει η ορατή Δήλος», όπως εξήγησε στην ομιλία της η ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού.
Μιλήσαμε όμως και για άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Δηλαδή; «Η μετακινούμενη κτηνοτροφία», εξηγεί στο Protagon η υπουργός. «Τα φαινόμενα των βροχοπτώσεων αλλάζουν σημαντικά τον τρόπο που ζούσαν και η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ή η αποψίλωση λιβαδικών εκτάσεων τους αναγκάζει να μετακινηθούν. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους κατοίκους μικρών νησιών, που κάποτε βρίσκονται να παλεύουν με τα νερά των βροχών».
Όπως εξήγησε επίσης στο COP25 της Μαδρίτης, «η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην καλλιέργεια των ελαιόδεντρων, που αποτελεί μέρος της άυλης κληρονομιάς μας, εξακολουθεί να είναι παρούσα και σήμερα. Για παράδειγμα, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι γνωρίζουν και τις πρακτικές που συνδέονται με τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων (λιβάδια, πηγές νερού κλπ.), καθώς και με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων διατροφής.
»Η υλική πολιτιστική κληρονομιά έχει, επίσης, άυλες διαστάσεις. Όλα τα μνημεία, κινητά και ακίνητα, είναι προϊόντα άυλης τεχνογνωσίας: τοιχοποιία, ξυλουργική κλπ. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην άυλη κληρονομιά μπορεί να είναι συντριπτικές. Ωστόσο, η άυλη κληρονομιά διαθέτει μια τεράστια δυναμική, ως αναπόσπαστο μέρος κάθε σχεδίου πρόληψης κινδύνων για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους».
Εδώ και κοντά ενάμισι μήνα λειτουργεί μία από τις προτάσεις της Ελλάδας στο COP25. Η Διεπιστημονική Επιτροπή «για τη μελέτη του φαινομένου και τη διατύπωση προτάσεων και ενεργειών, που θα συγκροτήσουν το Εθνικό Σχέδιο Δράσης». Μία ακόμη πρόταση ήταν «η δημιουργία ομάδας εργασίας από ειδικούς, εκπροσώπους των εξειδικευμένων Διεθνών Οργανισμών και Φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών (όπως UNFCCC, UNESCO, IPCC, ICOMOS, EUROPA NOSTRA), που θα αναλάβει να εξετάσει περαιτέρω τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην πολιτιστική κληρονομιά και να προτείνει μέτρα προσαρμογής, τα οποία θα ενσωματωθούν στις εθνικές πολιτικές των κρατών μελών του ΟΗΕ και που θα συνεδριάζει ετησίως και σε διαφορετική χώρα, κάθε φορά».
Μια τρίτη πρόταση, που είχε τεθεί επί τάπητος και στη συνάντηση της Νέας Υόρκης για την κλιματική κρίση, μπαίνει σε εφαρμογή το Σεπτέμβριο του 2020. Μιλάμε για ένα διεθνές «θερινό σχολείο», στους Δελφούς, που θα ασχοληθεί όχι μόνον με την «ευαισθητοποίηση της διοίκησης σχετικά με την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς από την αλλαγή του κλίματος, αλλά κυρίως με τον επείγοντα χαρακτήρα των προληπτικών ενεργειών που πρέπει να ληφθούν και την ανάγκη ενσωμάτωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς στα σχέδια προσαρμογής των αρχαιολογικών χώρων».
ΠΗΓΗ rodiaki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου