Επί Σεπτοίς Εγκαινίοις της Μεγάλης Εκκλησίας της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως
Γράφει ο θεολόγος – Εκκλησιαστικός ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Από το kastropolites
Μνείαν ποιούμεθα των κατά την 27η Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 537 μ.Χ. σεπτών εγκαινίων του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ως έργου θαυμαστού και μεγάλου του θεοστέπτου και φιλοχρίστου αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου.
Το αιώνιο και αθάνατο σύμβολο της Ορθοδοξίας, της Ρωμιοσύνης και του Παγκόσμιου Πολιτισμού που επί αιώνες καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» και λαλεί «εν σιωπή» τα μεγαλεία του Θεού.
Στη θέα και μόνο του μεγαλοπρεπούς και παλαιφάτου ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ή στο άκουσμα της λεκτικής περιφράσεως «Αγιά Σοφιά» ο Ρωμιός ανακαλεί με πόνο ψυχής στη μνήμη του το γεγονός της αλώσεως της του Κωνσταντίνου μεγατίμου Πόλεως των πόλεων, κατά το έτος 1453 μ.Χ., αλλά συνήθως παραβλέπει ή και αγνοεί το χαρμόσυνο και μεγάτιμο γεγονός των σεπτών εγκαινίων της «Μεγάλης Εκκλησίας» ως του πρώτου ναού της πρωτευούσης Βασιλίδος πόλεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα οποία έλαβαν χώρα την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ.
Όταν ο Μέγας αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (324), το οποίο «ένεκα τιμής» για τον ιδρυτή και κτήτορα της νέας πρωτευούσης πόλεως μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη και απετέλεσε την «Νέα Ρώμη», απεφάσισε να ανεγείρει και περίλαμπρο καθεδρικό ναό. Επ’ αυτού υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών και συγκεκριμένα ο πολύ εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (+440 μ.Χ. περίπου) αναφέρει ότι ο υιός του Μ. Κωνσταντίνου και διάδοχος αυτού Κωνστάντιος «την μεγάλην εκκλησίαν έκτισεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν».
Είναι βέβαια ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε προηγουμένως δύο ναούς επ’ ονόματι των θείων ιδιοτήτων του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, ήτοι τους ναούς της Αγίας Ειρήνης (δηλαδή της Ειρήνης του Θεού) και της Αγίας Δυνάμεως (δηλαδή της Δυνάμεως του Θεού). Ως τρίτο ναό επιθύμησε να ανεγείρει εκείνον της «Υπάτης Σοφίας του ενσάρκου Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού» και γι’ αυτό ο ναός ονομάσθηκε Μεγάλη Εκκλησία «της Του Θεού Σοφίας».
Ανεξαρτήτως της διχογνωμίας των ιστορικών περί της ανεγέρσεως του ναού από τον Μέγα Κωνσταντίνο ή τον υιό και διάδοχό του Κωνστάντιο, τα εγκαίνια αυτού και η καθιέρωσή του στο όνομα του ενσαρκωθέντος Ιησού Χριστού έλαβαν χώρα την 15η Φεβρουαρίου του 360 μ.Χ. ενώ ως επίσημη εόρτια ημέρα της νεόδμητης Εκκλησίας ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου επειδή τιμάται μεγαλοσύνως η κατά σάρκα γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Ο ναός αυτός που είχε την μορφή της τρίκλιτης ή πεντάκλιτης ξυλοστεγούς Βασιλικής και για πρώτη φορά ο Εκκλησιαστικός Ιστορικός Σωκράτης καθιέρωσε την ονομασία «Μεγάλη Εκκλησία» επειδή προφανώς επρόκειτο για έναν περίλαμπρο ναό, αλλά και ως «Σοφία» αποδίδοντας την θεία ιδιότητα του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι επειδή το κτίσμα αυτό απετέλεσε τον καθεδρικό ναό της πρωτευούσης Πόλεως της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας και ιερά καθέδρα της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, προσέδωσε και τον τίτλο της «Μεγάλης Εκκλησίας» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο μέχρι και σήμερα ονομάζεται και «Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία».
Ένα μάλιστα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνδέεται ιστορικώς με τη Μεγάλη Εκκλησία είναι η επικράτηση του έθους να στέφονται οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες εντός του ναού, όταν για πρώτη φορά το 457 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων Α΄ ο Θραξ έλαβε το στέμμα από τα χέρια του Πατριάρχου στη Μεγάλη Εκκλησία.
Όταν στις 20 Ιουνίου του 404 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος κατ’ απαίτηση της δολίας συζύγου του Ευδοξίας εξόρησε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, οι εξαγριωμένοι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «Ιωαννίται», πυρπόλησαν την Εκκλησία. Ο δεύτερος ναός της Του Θεού Σοφίας ανοικοδομήθηκε αμέσως υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β΄ και η νέα Εκκλησία στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλοστεγούς Βασιλικής εγκαινιάσθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 415 μ.Χ. Στις 15 Ιανουαρίου του 532 εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη εξέγερση, γνωστή και ως «Στάση του Νίκα», και απείλησε να ανατρέψει από τον θρόνο τον Ιουστινιανό, ο οποίος διασωθείς από βέβαιο θάνατο απεφάσισε να ανεγείρει ευγνωμόνως νέα Εκκλησία, επειδή οι στασιαστές πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς την υπάρχουσα Μεγάλη Εκκλησία.
Ο Ιουστινιανός επέλεξε τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο για να εκπονήσουν τα σχέδια και την επίβλεψη των εργασιών της ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας. Η ανοικοδόμηση άρχισε στις 23 Φεβρουαρίου του 532 μ.Χ. και ολοκληρώθηκε σε 5 έτη και 10 μήνες, οπότε στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. έγιναν και τα εγκαίνιά της.
Για την ανοικοδόμηση του ναού εργάσθηκαν 10.000 άνδρες και δαπανήθηκε το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 320 κεντηναρίων ποσό, ήτοι των 3.600.000 χρυσών αγγλικών λιρών. Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες των χρονογράφων όταν ο Ιουστινιανός συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Μηνά εισήλθε από τις Βασιλικές Πύλες στον εσωτερικό ναό και εθαύμασε το περίλαμπρο κάλλος του, ανήλθε στον άμβωνα και εκτίνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό ανεφώνησε «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών». Και όπως αναφέρεται στις ιστορικές πηγές, κατά την ημέρα των εγκαινίων, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού ώστε διέταξε για τις πάνδημες εκδηλώσεις και την δημόσια ευτυχία να σφαγιαστούν χίλια βόδια, έξι χιλιάδες πρόβατα, επτακόσια ελάφια, χίλιοι χοίροι και δέκα χιλιάδες όρνιθες, ενώ διανεμήθηκαν στους φτωχούς και τριάντα χιλιάδες μόδιοι σίτου (=600.000 κιλά περίπου).
Ο δε αξιοθαύμαστος αυτός ναός, ο οποίος ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας Βασιλικής με τον σχεδόν «αχειροποίητο τρούλο», τους πολύχρωμους κίονες με τα περίτεχνα κιονόκρανα, τα απαράμιλλης καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας ψηφιδωτά και την σαγηνευτική ορθομαρμάρωση, είχε χωρητικότητα για 23.000 ανθρώπους και υπήρξε όντως το «Μέγα Μοναστήρι» όπου ηχούσαν μέχρι την άλωση της Βασιλευούσης (1453 μ.Χ.) δεκάδες καμπάνες και σήμαντρα, ενώ υπηρετούσαν δεκάδες δεκάδων ιερείς, διακόνοι, υποδιακόνοι, διακόνισσες, ψάλτες, αναγνώστες και πυλωροί οι οποίοι αρχικά ήταν 525 και λίγο προ της αλώσεως ανήρχοντο σε 800. Όσον αφορά τα περίλαμπρα και περίτεχνα ψηφιδωτά της Εκκλησίας μπορούμε ν’ αναφέρουμε την ένθρονη Πλατυτέρα των ουρανών στην κόγχη του Ιερού Βήματος, το τρίπτυχο όπου ο Θεάνθρωπος Χριστός έχει εκατέρωθεν αυτού την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Τίμιο Πρόδρομο σε στάση ικετευτική, η τριπρόσωπη παράσταση της προσφοράς στην ένθρονη Θεοτόκο από μεν τον Μέγα Κωνσταντίνο της Βασιλευούσης Πόλεως από δε τον Μέγα Ιουστινιανό του ναού της Του Θεού Σοφίας, η τριπρόσωπη παράσταση όπου η ισταμένη Βρεφοκρατούσα Παναγία έχει εκατέρωθεν αυτής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον Πορφυρογέννητο και την σύζυγό του Αυγούστα Ειρήνη, η τριπρόσωπη παράσταση όπου ο ένθρονος Χριστός πλαισιώνεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και τη σύζυγό του Αυγούστα Ζωή, οι παραστάσεις Ιεραρχών, όπως του Ιερού Χρυσοστόμου και του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, οι μορφές των πτεροφόρων Αγγέλων καθώς και η μοναδική παράσταση όπου απεικονίζεται ο ένθρονος Χριστός έχοντας στα πόδια του γονατιστό και δεόμενο τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ τον Σοφό (886-912), ο οποίος αφιέρωσε την ψηφιδογραφία αυτή στον ναό για να εκφράσει με τον τρόπο αυτό τη μετάνοιά του για το αμάρτημα της τετραγαμίας στο οποίο είχε περιπέσει και γι’ αυτό ο Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός του είχε επιβάλλει επιτίμιο απαγορεύοντάς του την είσοδό του στη Μεγάλη Εκκλησία.
Είκοσι έτη μετά τα πρώτα εγκαίνια, στις 14 Δεκεμβρίου του 557 μ.Χ., ένας ισχυρός σεισμός συγκλόνισε την Κωνσταντινούπολη και είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του τρούλου, ο οποίος συνέτριψε την αψίδα παρά τον άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Η αποκατάσταση του ναού από τον ανεψιό του αρχιτέκτονος Ισιδώρου, τον Ισίδωρο τον Νεότερο, έγινε σε πέντε έτη, επτά μήνες και δεκαεπτά ημέρες. Επειδή δε είχε καταστραφεί η Αγία Τράπεζα, ο ναός έπρεπε να εγκαινιασθεί εκ νέου και τα εγκαίνια έλαβαν χώρα από τον Πατριάρχη Ευτύχιο, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 μ.Χ. Έκτοτε και μέχρι την άλωση τα θυρανοίξια του ναού εορτάζονταν στις 22 Δεκεμβρίου και στις 23 του αυτού μηνός η ανάμνηση των εγκαινίων. Σήμερα στο εν χρήσει λειτουργικό Μηνιαίο του Δεκεμβρίου (23) υπάρχει απλή μνεία του γεγονότος: «Τη αυτή ημέρα, τα εγκαίνια της Αγίας Του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας», με δύο συναξαριακούς εγκωμιαστικούς στίχους: «Εγκαινίοις καλοίς σε τις εγκωμίοις τιμώ, καλών κάλλιστε γης ναών όλων».
Για την ημέρα των εγκαινίων εγράφησαν δύο τροπάρια, ένα για την Υπεραγία Θεοτόκο ως προστάτιδα, πολιούχο και πνευματική έφορο της Κωνσταντινουπόλεως και ένα για τον Ιησού Χριστό στον οποίο ήταν αφιερωμένος εξ αρχής ο ναός. Στο πρώτο αναφέρεται: «Η Πόλις σου, Θεοτόκε, η εν σοι βασιλεύουσα μεγάλων λυτρωθείσα δια σου περιστάσεων σοι ύμνων ευχαριστίας προβάλλεται». Στο δε δεύτερο οι χοροί δέονται: «Την Πόλιν ημών, Κύριε, ως της οικουμένης οφθαλμόν εκ πάσης σου δικαίας απειλής ελευθέρωσον και τοις σκήπτροις της βασιλείας αυτής δια παντός κατακόσμησον, βαρβάρων αποστροφήν και κινδύνων απαλλαγήν δια της Θεοτόκου δωρούμενος».
Αξίζει να σημειωθεί ότι την νύκτα της 25ης προς 26η Οκτωβρίου του 989 μ.Χ. ένας ακόμη ισχυρός σεισμός συνετάραξε την Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα να καταπέσουν η δυτική αψίδα της Αγίας Σοφίας και ο Κεντρικός τρούλος, οπότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών (976-1025) χρειάσθηκε έξι έτη για την αποκατάσταση των ζημιών. Ο δε ιστορικός Προκόπιος με θαυμασμό αναφέρει ότι ο τεράστιος τρούλος του ναού καθώς λούζεται μέσα στο άπλετο φως που εισέρχεται από τα παράθυρα τα οποία βρίσκονται στη βάση του «δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη». Παρά δε το γεγονός ότι οι οθωμανοί κατακτητές προσπάθησαν να επιτύχουν κάτι ανάλογο στους θόλους των τεμένων τους, εντούτοις ο τρούλος της Του Θεού Σοφίας παραμένει ασύγκριτος και ανεπανάληπτος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι προκαλεί έκπληξη το γεγονός της ανθεκτικής τοιχοδομίας του ναού παρά τους πολλούς σεισμούς που όλους αυτούς τους αιώνες συνέβησαν στο έδαφος της σεισμογενούς Κωνσταντινουπόλεως. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το μυστικό για τον τρόπο με τον οποίο εκτίσθη ο ναός της Του Θεού Σοφίας είναι το υλικό της τοιχοποιίας που χρησιμοποιήθηκε και είναι ένα είδος πυρίμαχου τούβλου, που όμως είναι κατά δώδεκα φορές ελαφρύτερο από το κανονικό τούβλο και αντέχει στην ένταση που προκαλεί ο σεισμός. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η λάσπη που χρησιμοποιήθηκε, αποτελείτο από ημιαποκρυσταλλοποιημένο υλικό το οποίο έχει την ιδιότητα να απορροφά την ενέργεια του σεισμού, ενώ λέγεται ότι ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό.
Ο αιωρούμενος τρούλος, με διάμετρο 33 μέτρα και ύψος (σήμερα) 13,80 μέτρων, που σκέπει τον έχοντα περίπου σχήμα κύβου ναό, εδράζεται επί τεσσάρων μεγάλων τόξων τα οποία στηρίζονται σε τέσσερεις τεράστιους πεσσούς (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι) που απέχουν ο ένας από τον άλλο 31 μέτρα. Γενικά ο ναός έχει μήκος 92 μέτρα, πλάτος 74 μέτρα και ύψος 13,80 μέτρα, ενώ μέσα στον εσωτερικό του χώρο, όπως έχει γραφεί, μπορεί να εγκολπώσει ολόκληρο το ναό της Παναγίας των Παρισίων.
Ο Ορθόδοξος ναός της Του Θεού Σοφίας κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους στη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας μετετράπη σε Λατινική Εκκλησία (1204-1261) και υπέστη πολλές καταστροφές, αλλοιώσεις και κλοπές από τους μισορθοδόξους παπικούς. Από δε το 1453 έως και το έτος 1934 λειτούργησε ως τέμενος οπότε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο.
Στη διάρκεια που ο ναός λειτουργούσε ως Τέμενος, όπως ήταν φυσικό, υπέστη πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αλλοιώσεις και μεταξύ αυτών ήταν και η επικάλυψη των μοναδικών ψηφιδωτών τα οποία επιχρίσθηκαν με κονίαμα, επειδή το Ισλάμ ως ανεικονική θρησκεία απαγορεύει την απεικόνιση των ιερών προσώπων. Στο διάβα του χρόνου πραγματοποιήθηκαν επίσης με εντολή των Οθωμανών Σουλτάνων και πολλές εργασίες επισκευής και συντήρησης του όλου οικοδομήματος.
Ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ κατά το έτος 1847 ανέθεσε την συντήρηση του κτίσματος στον διάσημο Ελβετό αρχιτέκτονα Gaspare Fossati, συνεπικουρούμενο από τον αδελφό του Giuseppe, και οι εργασίες διήρκεσαν δύο έτη (1847-1849). Οι δυο αδελφοί απέξεσαν επίσης το κονίαμα και απεκάλυψαν τα ψηφιδωτά, τα οποία, αφού εντόπισαν, κατέγραψαν, συντήρησαν και μελέτησαν, δυστυχώς επικάλυψαν και πάλι, αλλά η σημαντική αυτή μελέτη τους βοήθησε τους επιγενομένους ερευνητές και αρχαιολόγους να εντοπίσουν και να αποκαλύψουν προσφάτως και άλλα από τα ψηφιδωτά της Του Θεού Σοφίας.
Ιχνηλατούντες τα περί της ιστορίας της ανεγέρσεως και των μεγάλων γεγονότων και περιπετειών που συνυφαίνουν τη διαχρονία της Του Θεού Σοφίας, αντλούμε το πολύτιμο ύδωρ από τις ιστορικές πηγές που μας αποκαλύπτουν έναν άλλο κόσμο, «τον μυστικό κόσμο της Μεγάλης Εκκλησίας». Τα περί του αρχιτεκτονικού σχεδίου βάσει του οποίου ανεγέρθη η Εκκλησία διασώζει ένας θρακικός θρύλος, τον οποίο διασώζει στις μελέτες του ο Νικόλαος Πολίτης και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν ο Βασιλεύς στην Πόλη αποφάσισε να χτίσει την Αγιά Σοφιά, κανείς τεχνίτης δεν μπόρεσε να του παρουσιάσει σχέδιο που να του αρέσει. Και όταν μια φορά πήγε να λειτουργηθεί ο Βασιλεύς και απόλυκε (τελείωσε) η Εκκλησία, κει που έπαιρνε τ’ αντίδωρο χάμω. Σκύβει να το πάρει, δεν το βρίσκει. Όταν άξαφνα βλέπει μια μέλισσα με τ’ αντίδωρο στο στόμα να πετά από το παράθυρο. Βγάνει διαταγή, όποιος έχει μελίσσια να τα τρυγήσει, για να βρεθεί τ’ αντίδωρο. Και άλλος κανείς δεν το ‘βρε παρ’ ή ο Πρωτομάστορας, που σ’ ένα κυψέλι είδε αντί για κερήθρα μια Πανώρια Εκκλησία πελεκητή και στην Αγία Τράπεζά της το αντίδωρο. Την είχε φτειασμένη η μέλισσα με τη χάρη του αντίδωρου της προσφοράς. Αυτή την Εκκλησιά επαρουσίασε ο πρωτομάστορας στο Βασιλέα, και ίδια μ’ αυτήν έκαμαν την Αγιά Σοφιά».
Σε άλλη ιστορική πηγή κάποιου «Ανωνύμου», την οποία μετέφρασε ο Θεοχ. Δετοράκης, αναφέρονται με λεπτομέρειες τα όσα ενήργησε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός για την ανέγερση της Του Θεού Σοφίας καθώς και τα πολυτελή αφιερώματα που προσέφερε στον περίλαμπρο ναό. Γράφει λοιπόν ο «Ανώνυμος» συγγραφέας τα εξής: «Απέστειλε (ο Ιουστινιανός) διαταγή στους στρατηγούς, τους διοικητές των επαρχιών, στους εκπροσώπους των δικαστικών και των οικονομικών υπηρεσιών, να αναζητήσουν όλοι αυτοί για να βρουν κίονες και κιονόκρανα, πλάκες και άβακες και κιγκλιδώματα θυρών και παραθύρων, και κάθε λογής υλικό κατάλληλο για την ανέγερση ναού. Όλοι αυτοί που έλαβαν τη βασιλική εντολή έστελναν στον Βασιλιά Ιουστινιανό από όλες τις επαρχίες της ανατολής και της δύσης, του βορρά και του νότου, και από όλα τα νησιά, υλικά από παλαιούς ειδωλολατρικούς ναούς, από λουτρά και άλλα οικοδομήματα. Τους οκτώ ρωμαϊκούς κίονες, καθώς μαρτυρεί ο Πλούταρχος, αρχιγραμματέας και επιστολογράφος του Ιουστινιανού, απέστειλε με πλοίο από τη Ρώμη μια χήρα γυναίκα, ονομαζόμενη Μαρκία, που τους είχε στην κατοχή της. Ήσαν κίονες του ναού του Ηλίου, που τον έκτισε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, αυτός που αργότερα κατέφυγε στην Περσία. Αυτή λοιπόν η προαναφερθείσα Μαρκία έγραψε στον Βασιλιά Ιουστινιανό τα ακόλουθα: «αποστέλλω κίονες ίσους στο μήκος, στο πλάτος και στο βάρος για τη σωτηρία της ψυχής μου». Τους οκτώ πράσινους, που είναι αληθινά αξιοθαύμαστοι, τους μετέφερε από την Έφεσο ο στρατηγός Κωνσταντίνος. Από τους υπόλοιπους κίονες άλλοι μεταφέρθηκαν από την Κύζικο, άλλοι από την Τροία, άλλοι από τα νησιά των Κυκλάδων. Και αρκετά άλλα υλικά συγκεντρώθηκαν. Και χρειάστηκαν επτάμισι χρόνια για να συγκεντρωθούν αυτά τα υλικά…».
Αφιέρωσε ακόμη ο Ιουστινιανός σκεύη ολόχρυσα των δώδεκα εορτών, ιερά Ευαγγέλια, ραντιστήρια, δοχεία αγιασμού, δίσκους, δισκοπότηρα. Κι όλα ήταν ολόχρυσα με πολύτιμα πετράδια. Το σύνολο των ιερών σκευών ήταν χίλια. Και ακόμη τριακόσια χρυσά σωληνωτά άμφια στολισμένα με πετράδια, για να χρησιμοποιούν οι ιερείς ιδιαίτερα σε κάθε εορτή. Μια χιλιάδα ήταν και τα ποτηροκαλύμματα και τα διακοκαλύμματα, ολόχρυσα και αυτά με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Εικοσιτέσσερα Ευαγγέλια που ζύγιζαν το καθένα δύο κεντηνάρια. Τριάντα έξι ολόχρυσα θυμιατά, στολισμένα με πετράδια, τριακόσιους χρυσούς λύχνους, που καθένας είχε βάρος σαράντα λίτρες, έξι χιλιάδες πολυκάνδηλα και μικρότερα κανδήλια ολόχρυσα στον νάρθηκα, στον άμβωνα, στο ιερό βήμα και στους δύο γυναικωνίτες. Αφιέρωσε ακόμη σταυρούς χρυσούς στολισμένους με κάθε λογής πολύτιμα πετράδια, έτσι ώστε ο καθένας να αξίζει οκτώ κεντηνάρια. Και δύο μανουάλια ολόχρυσα, με πετράδια και με πολύ μεγάλα μαργαριτάρια, που άξιζαν το καθένα πέντε κεντηνάρια. Και άλλα δύο μανουάλια τεράστια στο μέγεθος, γλυπτά από ολόλευκο μάρμαρο. Τα πόδια τους ήταν ολόχρυσα, και άξιζαν ένα κεντηνάριο το καθένα. Έκαμε ακόμη και άλλα πενήντα μεγάλα ασημένια μανουάλια (για τον Κυρίως ναό) και άλλα διακόσια ασημένια στο ύψος του ανθρώπου, για να τοποθετηθούν στο ιερό, γύρω από την Αγία Τράπεζα».
Ο Νίκος Πολίτης αναφερόμενος στην άλωση της Πόλεως διασώζει και τα περί της Αγίας Τραπέζης της «Μεγάλης Εκκλησίας» γράφοντας τα εξής: «Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στη Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας. Όταν θα πάρουμε πάλι την Πόλη, θα βρεθεί και η Άγια Τράπεζα και θα τη στήσουν στην Αγιά Σοφιά, να γίνουν σ’ αυτήν τα εγκαίνια».
Και όμως αν και η Αγία Τράπεζα καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» στα έγκατα της θάλασσας του Μαρμαρά, εντούτοις στις 19 Ιανουαρίου του 1919 ο κρητικός π. Ελευθέριος Νουφράκης (1872-1941), ο οποίος υπηρετούσε στη δεύτερη εκ των δύο ελληνικών Μεραρχιών που είχαν σταλεί στην εκστρατεία της Κριμαίας, ευρέθη στην υπό «συμμαχική επικυριαρχία» Βασιλεύουσα και «επιθυμίαν επεθύμησε» να τελέσει την αναίμακτη θεία λειτουργία στην «εν αιχμαλωσία Μεγάλη Εκκλησία», που λειτουργούσε ως Τέμενος. Ευδόκησε λοιπόν ο Θεός και ομού μετά των τεσσάρων άλλων παρισταμένων Ελλήνων αξιωματικών Φραντζή, Λιαρομάτη, Σταματίου και Νικολάου ετέλεσε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του ο λεβεντοκρητικός παπάς τη θεία λειτουργία στο ναό της Του Θεού Σοφίας και ολοκλήρωσε την μισοτελειωμένη λειτουργία κατά την ημέρα της αλώσεως.
Υ.Γ.: Το παρόν επετειακό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη του αοιδίμου Αρχιμ. π. Ελευθερίου Νουφράκη (1872-1941), ο οποίος για πρώτη και μόνη φορά μετά την άλωση της Βασιλίδος προσέφερε εντός του ναού της Του Θεού Σοφίας «Τα Άγια τοις Αγίοις».
Γράφει ο θεολόγος – Εκκλησιαστικός ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Από το kastropolites
Μνείαν ποιούμεθα των κατά την 27η Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 537 μ.Χ. σεπτών εγκαινίων του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ως έργου θαυμαστού και μεγάλου του θεοστέπτου και φιλοχρίστου αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου.
Το αιώνιο και αθάνατο σύμβολο της Ορθοδοξίας, της Ρωμιοσύνης και του Παγκόσμιου Πολιτισμού που επί αιώνες καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» και λαλεί «εν σιωπή» τα μεγαλεία του Θεού.
Στη θέα και μόνο του μεγαλοπρεπούς και παλαιφάτου ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ή στο άκουσμα της λεκτικής περιφράσεως «Αγιά Σοφιά» ο Ρωμιός ανακαλεί με πόνο ψυχής στη μνήμη του το γεγονός της αλώσεως της του Κωνσταντίνου μεγατίμου Πόλεως των πόλεων, κατά το έτος 1453 μ.Χ., αλλά συνήθως παραβλέπει ή και αγνοεί το χαρμόσυνο και μεγάτιμο γεγονός των σεπτών εγκαινίων της «Μεγάλης Εκκλησίας» ως του πρώτου ναού της πρωτευούσης Βασιλίδος πόλεως της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα οποία έλαβαν χώρα την 27η Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ.
Όταν ο Μέγας αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (324), το οποίο «ένεκα τιμής» για τον ιδρυτή και κτήτορα της νέας πρωτευούσης πόλεως μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη και απετέλεσε την «Νέα Ρώμη», απεφάσισε να ανεγείρει και περίλαμπρο καθεδρικό ναό. Επ’ αυτού υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών και συγκεκριμένα ο πολύ εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης (+440 μ.Χ. περίπου) αναφέρει ότι ο υιός του Μ. Κωνσταντίνου και διάδοχος αυτού Κωνστάντιος «την μεγάλην εκκλησίαν έκτισεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν».
Είναι βέβαια ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε προηγουμένως δύο ναούς επ’ ονόματι των θείων ιδιοτήτων του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, ήτοι τους ναούς της Αγίας Ειρήνης (δηλαδή της Ειρήνης του Θεού) και της Αγίας Δυνάμεως (δηλαδή της Δυνάμεως του Θεού). Ως τρίτο ναό επιθύμησε να ανεγείρει εκείνον της «Υπάτης Σοφίας του ενσάρκου Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού» και γι’ αυτό ο ναός ονομάσθηκε Μεγάλη Εκκλησία «της Του Θεού Σοφίας».
Ανεξαρτήτως της διχογνωμίας των ιστορικών περί της ανεγέρσεως του ναού από τον Μέγα Κωνσταντίνο ή τον υιό και διάδοχό του Κωνστάντιο, τα εγκαίνια αυτού και η καθιέρωσή του στο όνομα του ενσαρκωθέντος Ιησού Χριστού έλαβαν χώρα την 15η Φεβρουαρίου του 360 μ.Χ. ενώ ως επίσημη εόρτια ημέρα της νεόδμητης Εκκλησίας ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου επειδή τιμάται μεγαλοσύνως η κατά σάρκα γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Ο ναός αυτός που είχε την μορφή της τρίκλιτης ή πεντάκλιτης ξυλοστεγούς Βασιλικής και για πρώτη φορά ο Εκκλησιαστικός Ιστορικός Σωκράτης καθιέρωσε την ονομασία «Μεγάλη Εκκλησία» επειδή προφανώς επρόκειτο για έναν περίλαμπρο ναό, αλλά και ως «Σοφία» αποδίδοντας την θεία ιδιότητα του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι επειδή το κτίσμα αυτό απετέλεσε τον καθεδρικό ναό της πρωτευούσης Πόλεως της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας και ιερά καθέδρα της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, προσέδωσε και τον τίτλο της «Μεγάλης Εκκλησίας» στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο μέχρι και σήμερα ονομάζεται και «Μήτηρ Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία».
Ένα μάλιστα από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνδέεται ιστορικώς με τη Μεγάλη Εκκλησία είναι η επικράτηση του έθους να στέφονται οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες εντός του ναού, όταν για πρώτη φορά το 457 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων Α΄ ο Θραξ έλαβε το στέμμα από τα χέρια του Πατριάρχου στη Μεγάλη Εκκλησία.
Όταν στις 20 Ιουνίου του 404 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος κατ’ απαίτηση της δολίας συζύγου του Ευδοξίας εξόρησε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, οι εξαγριωμένοι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «Ιωαννίται», πυρπόλησαν την Εκκλησία. Ο δεύτερος ναός της Του Θεού Σοφίας ανοικοδομήθηκε αμέσως υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β΄ και η νέα Εκκλησία στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλοστεγούς Βασιλικής εγκαινιάσθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 415 μ.Χ. Στις 15 Ιανουαρίου του 532 εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη εξέγερση, γνωστή και ως «Στάση του Νίκα», και απείλησε να ανατρέψει από τον θρόνο τον Ιουστινιανό, ο οποίος διασωθείς από βέβαιο θάνατο απεφάσισε να ανεγείρει ευγνωμόνως νέα Εκκλησία, επειδή οι στασιαστές πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς την υπάρχουσα Μεγάλη Εκκλησία.
Ο Ιουστινιανός επέλεξε τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο για να εκπονήσουν τα σχέδια και την επίβλεψη των εργασιών της ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας. Η ανοικοδόμηση άρχισε στις 23 Φεβρουαρίου του 532 μ.Χ. και ολοκληρώθηκε σε 5 έτη και 10 μήνες, οπότε στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. έγιναν και τα εγκαίνιά της.
Για την ανοικοδόμηση του ναού εργάσθηκαν 10.000 άνδρες και δαπανήθηκε το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 320 κεντηναρίων ποσό, ήτοι των 3.600.000 χρυσών αγγλικών λιρών. Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες των χρονογράφων όταν ο Ιουστινιανός συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Μηνά εισήλθε από τις Βασιλικές Πύλες στον εσωτερικό ναό και εθαύμασε το περίλαμπρο κάλλος του, ανήλθε στον άμβωνα και εκτίνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό ανεφώνησε «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών». Και όπως αναφέρεται στις ιστορικές πηγές, κατά την ημέρα των εγκαινίων, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού ώστε διέταξε για τις πάνδημες εκδηλώσεις και την δημόσια ευτυχία να σφαγιαστούν χίλια βόδια, έξι χιλιάδες πρόβατα, επτακόσια ελάφια, χίλιοι χοίροι και δέκα χιλιάδες όρνιθες, ενώ διανεμήθηκαν στους φτωχούς και τριάντα χιλιάδες μόδιοι σίτου (=600.000 κιλά περίπου).
Ο δε αξιοθαύμαστος αυτός ναός, ο οποίος ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας Βασιλικής με τον σχεδόν «αχειροποίητο τρούλο», τους πολύχρωμους κίονες με τα περίτεχνα κιονόκρανα, τα απαράμιλλης καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας ψηφιδωτά και την σαγηνευτική ορθομαρμάρωση, είχε χωρητικότητα για 23.000 ανθρώπους και υπήρξε όντως το «Μέγα Μοναστήρι» όπου ηχούσαν μέχρι την άλωση της Βασιλευούσης (1453 μ.Χ.) δεκάδες καμπάνες και σήμαντρα, ενώ υπηρετούσαν δεκάδες δεκάδων ιερείς, διακόνοι, υποδιακόνοι, διακόνισσες, ψάλτες, αναγνώστες και πυλωροί οι οποίοι αρχικά ήταν 525 και λίγο προ της αλώσεως ανήρχοντο σε 800. Όσον αφορά τα περίλαμπρα και περίτεχνα ψηφιδωτά της Εκκλησίας μπορούμε ν’ αναφέρουμε την ένθρονη Πλατυτέρα των ουρανών στην κόγχη του Ιερού Βήματος, το τρίπτυχο όπου ο Θεάνθρωπος Χριστός έχει εκατέρωθεν αυτού την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Τίμιο Πρόδρομο σε στάση ικετευτική, η τριπρόσωπη παράσταση της προσφοράς στην ένθρονη Θεοτόκο από μεν τον Μέγα Κωνσταντίνο της Βασιλευούσης Πόλεως από δε τον Μέγα Ιουστινιανό του ναού της Του Θεού Σοφίας, η τριπρόσωπη παράσταση όπου η ισταμένη Βρεφοκρατούσα Παναγία έχει εκατέρωθεν αυτής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον Πορφυρογέννητο και την σύζυγό του Αυγούστα Ειρήνη, η τριπρόσωπη παράσταση όπου ο ένθρονος Χριστός πλαισιώνεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και τη σύζυγό του Αυγούστα Ζωή, οι παραστάσεις Ιεραρχών, όπως του Ιερού Χρυσοστόμου και του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, οι μορφές των πτεροφόρων Αγγέλων καθώς και η μοναδική παράσταση όπου απεικονίζεται ο ένθρονος Χριστός έχοντας στα πόδια του γονατιστό και δεόμενο τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ τον Σοφό (886-912), ο οποίος αφιέρωσε την ψηφιδογραφία αυτή στον ναό για να εκφράσει με τον τρόπο αυτό τη μετάνοιά του για το αμάρτημα της τετραγαμίας στο οποίο είχε περιπέσει και γι’ αυτό ο Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο Μυστικός του είχε επιβάλλει επιτίμιο απαγορεύοντάς του την είσοδό του στη Μεγάλη Εκκλησία.
Είκοσι έτη μετά τα πρώτα εγκαίνια, στις 14 Δεκεμβρίου του 557 μ.Χ., ένας ισχυρός σεισμός συγκλόνισε την Κωνσταντινούπολη και είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του τρούλου, ο οποίος συνέτριψε την αψίδα παρά τον άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Η αποκατάσταση του ναού από τον ανεψιό του αρχιτέκτονος Ισιδώρου, τον Ισίδωρο τον Νεότερο, έγινε σε πέντε έτη, επτά μήνες και δεκαεπτά ημέρες. Επειδή δε είχε καταστραφεί η Αγία Τράπεζα, ο ναός έπρεπε να εγκαινιασθεί εκ νέου και τα εγκαίνια έλαβαν χώρα από τον Πατριάρχη Ευτύχιο, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 μ.Χ. Έκτοτε και μέχρι την άλωση τα θυρανοίξια του ναού εορτάζονταν στις 22 Δεκεμβρίου και στις 23 του αυτού μηνός η ανάμνηση των εγκαινίων. Σήμερα στο εν χρήσει λειτουργικό Μηνιαίο του Δεκεμβρίου (23) υπάρχει απλή μνεία του γεγονότος: «Τη αυτή ημέρα, τα εγκαίνια της Αγίας Του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας», με δύο συναξαριακούς εγκωμιαστικούς στίχους: «Εγκαινίοις καλοίς σε τις εγκωμίοις τιμώ, καλών κάλλιστε γης ναών όλων».
Για την ημέρα των εγκαινίων εγράφησαν δύο τροπάρια, ένα για την Υπεραγία Θεοτόκο ως προστάτιδα, πολιούχο και πνευματική έφορο της Κωνσταντινουπόλεως και ένα για τον Ιησού Χριστό στον οποίο ήταν αφιερωμένος εξ αρχής ο ναός. Στο πρώτο αναφέρεται: «Η Πόλις σου, Θεοτόκε, η εν σοι βασιλεύουσα μεγάλων λυτρωθείσα δια σου περιστάσεων σοι ύμνων ευχαριστίας προβάλλεται». Στο δε δεύτερο οι χοροί δέονται: «Την Πόλιν ημών, Κύριε, ως της οικουμένης οφθαλμόν εκ πάσης σου δικαίας απειλής ελευθέρωσον και τοις σκήπτροις της βασιλείας αυτής δια παντός κατακόσμησον, βαρβάρων αποστροφήν και κινδύνων απαλλαγήν δια της Θεοτόκου δωρούμενος».
Αξίζει να σημειωθεί ότι την νύκτα της 25ης προς 26η Οκτωβρίου του 989 μ.Χ. ένας ακόμη ισχυρός σεισμός συνετάραξε την Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα να καταπέσουν η δυτική αψίδα της Αγίας Σοφίας και ο Κεντρικός τρούλος, οπότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών (976-1025) χρειάσθηκε έξι έτη για την αποκατάσταση των ζημιών. Ο δε ιστορικός Προκόπιος με θαυμασμό αναφέρει ότι ο τεράστιος τρούλος του ναού καθώς λούζεται μέσα στο άπλετο φως που εισέρχεται από τα παράθυρα τα οποία βρίσκονται στη βάση του «δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη». Παρά δε το γεγονός ότι οι οθωμανοί κατακτητές προσπάθησαν να επιτύχουν κάτι ανάλογο στους θόλους των τεμένων τους, εντούτοις ο τρούλος της Του Θεού Σοφίας παραμένει ασύγκριτος και ανεπανάληπτος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι προκαλεί έκπληξη το γεγονός της ανθεκτικής τοιχοδομίας του ναού παρά τους πολλούς σεισμούς που όλους αυτούς τους αιώνες συνέβησαν στο έδαφος της σεισμογενούς Κωνσταντινουπόλεως. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το μυστικό για τον τρόπο με τον οποίο εκτίσθη ο ναός της Του Θεού Σοφίας είναι το υλικό της τοιχοποιίας που χρησιμοποιήθηκε και είναι ένα είδος πυρίμαχου τούβλου, που όμως είναι κατά δώδεκα φορές ελαφρύτερο από το κανονικό τούβλο και αντέχει στην ένταση που προκαλεί ο σεισμός. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η λάσπη που χρησιμοποιήθηκε, αποτελείτο από ημιαποκρυσταλλοποιημένο υλικό το οποίο έχει την ιδιότητα να απορροφά την ενέργεια του σεισμού, ενώ λέγεται ότι ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό.
Ο αιωρούμενος τρούλος, με διάμετρο 33 μέτρα και ύψος (σήμερα) 13,80 μέτρων, που σκέπει τον έχοντα περίπου σχήμα κύβου ναό, εδράζεται επί τεσσάρων μεγάλων τόξων τα οποία στηρίζονται σε τέσσερεις τεράστιους πεσσούς (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι) που απέχουν ο ένας από τον άλλο 31 μέτρα. Γενικά ο ναός έχει μήκος 92 μέτρα, πλάτος 74 μέτρα και ύψος 13,80 μέτρα, ενώ μέσα στον εσωτερικό του χώρο, όπως έχει γραφεί, μπορεί να εγκολπώσει ολόκληρο το ναό της Παναγίας των Παρισίων.
Ο Ορθόδοξος ναός της Του Θεού Σοφίας κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους στη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας μετετράπη σε Λατινική Εκκλησία (1204-1261) και υπέστη πολλές καταστροφές, αλλοιώσεις και κλοπές από τους μισορθοδόξους παπικούς. Από δε το 1453 έως και το έτος 1934 λειτούργησε ως τέμενος οπότε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο.
Στη διάρκεια που ο ναός λειτουργούσε ως Τέμενος, όπως ήταν φυσικό, υπέστη πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αλλοιώσεις και μεταξύ αυτών ήταν και η επικάλυψη των μοναδικών ψηφιδωτών τα οποία επιχρίσθηκαν με κονίαμα, επειδή το Ισλάμ ως ανεικονική θρησκεία απαγορεύει την απεικόνιση των ιερών προσώπων. Στο διάβα του χρόνου πραγματοποιήθηκαν επίσης με εντολή των Οθωμανών Σουλτάνων και πολλές εργασίες επισκευής και συντήρησης του όλου οικοδομήματος.
Ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ κατά το έτος 1847 ανέθεσε την συντήρηση του κτίσματος στον διάσημο Ελβετό αρχιτέκτονα Gaspare Fossati, συνεπικουρούμενο από τον αδελφό του Giuseppe, και οι εργασίες διήρκεσαν δύο έτη (1847-1849). Οι δυο αδελφοί απέξεσαν επίσης το κονίαμα και απεκάλυψαν τα ψηφιδωτά, τα οποία, αφού εντόπισαν, κατέγραψαν, συντήρησαν και μελέτησαν, δυστυχώς επικάλυψαν και πάλι, αλλά η σημαντική αυτή μελέτη τους βοήθησε τους επιγενομένους ερευνητές και αρχαιολόγους να εντοπίσουν και να αποκαλύψουν προσφάτως και άλλα από τα ψηφιδωτά της Του Θεού Σοφίας.
Ιχνηλατούντες τα περί της ιστορίας της ανεγέρσεως και των μεγάλων γεγονότων και περιπετειών που συνυφαίνουν τη διαχρονία της Του Θεού Σοφίας, αντλούμε το πολύτιμο ύδωρ από τις ιστορικές πηγές που μας αποκαλύπτουν έναν άλλο κόσμο, «τον μυστικό κόσμο της Μεγάλης Εκκλησίας». Τα περί του αρχιτεκτονικού σχεδίου βάσει του οποίου ανεγέρθη η Εκκλησία διασώζει ένας θρακικός θρύλος, τον οποίο διασώζει στις μελέτες του ο Νικόλαος Πολίτης και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν ο Βασιλεύς στην Πόλη αποφάσισε να χτίσει την Αγιά Σοφιά, κανείς τεχνίτης δεν μπόρεσε να του παρουσιάσει σχέδιο που να του αρέσει. Και όταν μια φορά πήγε να λειτουργηθεί ο Βασιλεύς και απόλυκε (τελείωσε) η Εκκλησία, κει που έπαιρνε τ’ αντίδωρο χάμω. Σκύβει να το πάρει, δεν το βρίσκει. Όταν άξαφνα βλέπει μια μέλισσα με τ’ αντίδωρο στο στόμα να πετά από το παράθυρο. Βγάνει διαταγή, όποιος έχει μελίσσια να τα τρυγήσει, για να βρεθεί τ’ αντίδωρο. Και άλλος κανείς δεν το ‘βρε παρ’ ή ο Πρωτομάστορας, που σ’ ένα κυψέλι είδε αντί για κερήθρα μια Πανώρια Εκκλησία πελεκητή και στην Αγία Τράπεζά της το αντίδωρο. Την είχε φτειασμένη η μέλισσα με τη χάρη του αντίδωρου της προσφοράς. Αυτή την Εκκλησιά επαρουσίασε ο πρωτομάστορας στο Βασιλέα, και ίδια μ’ αυτήν έκαμαν την Αγιά Σοφιά».
Σε άλλη ιστορική πηγή κάποιου «Ανωνύμου», την οποία μετέφρασε ο Θεοχ. Δετοράκης, αναφέρονται με λεπτομέρειες τα όσα ενήργησε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός για την ανέγερση της Του Θεού Σοφίας καθώς και τα πολυτελή αφιερώματα που προσέφερε στον περίλαμπρο ναό. Γράφει λοιπόν ο «Ανώνυμος» συγγραφέας τα εξής: «Απέστειλε (ο Ιουστινιανός) διαταγή στους στρατηγούς, τους διοικητές των επαρχιών, στους εκπροσώπους των δικαστικών και των οικονομικών υπηρεσιών, να αναζητήσουν όλοι αυτοί για να βρουν κίονες και κιονόκρανα, πλάκες και άβακες και κιγκλιδώματα θυρών και παραθύρων, και κάθε λογής υλικό κατάλληλο για την ανέγερση ναού. Όλοι αυτοί που έλαβαν τη βασιλική εντολή έστελναν στον Βασιλιά Ιουστινιανό από όλες τις επαρχίες της ανατολής και της δύσης, του βορρά και του νότου, και από όλα τα νησιά, υλικά από παλαιούς ειδωλολατρικούς ναούς, από λουτρά και άλλα οικοδομήματα. Τους οκτώ ρωμαϊκούς κίονες, καθώς μαρτυρεί ο Πλούταρχος, αρχιγραμματέας και επιστολογράφος του Ιουστινιανού, απέστειλε με πλοίο από τη Ρώμη μια χήρα γυναίκα, ονομαζόμενη Μαρκία, που τους είχε στην κατοχή της. Ήσαν κίονες του ναού του Ηλίου, που τον έκτισε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, αυτός που αργότερα κατέφυγε στην Περσία. Αυτή λοιπόν η προαναφερθείσα Μαρκία έγραψε στον Βασιλιά Ιουστινιανό τα ακόλουθα: «αποστέλλω κίονες ίσους στο μήκος, στο πλάτος και στο βάρος για τη σωτηρία της ψυχής μου». Τους οκτώ πράσινους, που είναι αληθινά αξιοθαύμαστοι, τους μετέφερε από την Έφεσο ο στρατηγός Κωνσταντίνος. Από τους υπόλοιπους κίονες άλλοι μεταφέρθηκαν από την Κύζικο, άλλοι από την Τροία, άλλοι από τα νησιά των Κυκλάδων. Και αρκετά άλλα υλικά συγκεντρώθηκαν. Και χρειάστηκαν επτάμισι χρόνια για να συγκεντρωθούν αυτά τα υλικά…».
Αφιέρωσε ακόμη ο Ιουστινιανός σκεύη ολόχρυσα των δώδεκα εορτών, ιερά Ευαγγέλια, ραντιστήρια, δοχεία αγιασμού, δίσκους, δισκοπότηρα. Κι όλα ήταν ολόχρυσα με πολύτιμα πετράδια. Το σύνολο των ιερών σκευών ήταν χίλια. Και ακόμη τριακόσια χρυσά σωληνωτά άμφια στολισμένα με πετράδια, για να χρησιμοποιούν οι ιερείς ιδιαίτερα σε κάθε εορτή. Μια χιλιάδα ήταν και τα ποτηροκαλύμματα και τα διακοκαλύμματα, ολόχρυσα και αυτά με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Εικοσιτέσσερα Ευαγγέλια που ζύγιζαν το καθένα δύο κεντηνάρια. Τριάντα έξι ολόχρυσα θυμιατά, στολισμένα με πετράδια, τριακόσιους χρυσούς λύχνους, που καθένας είχε βάρος σαράντα λίτρες, έξι χιλιάδες πολυκάνδηλα και μικρότερα κανδήλια ολόχρυσα στον νάρθηκα, στον άμβωνα, στο ιερό βήμα και στους δύο γυναικωνίτες. Αφιέρωσε ακόμη σταυρούς χρυσούς στολισμένους με κάθε λογής πολύτιμα πετράδια, έτσι ώστε ο καθένας να αξίζει οκτώ κεντηνάρια. Και δύο μανουάλια ολόχρυσα, με πετράδια και με πολύ μεγάλα μαργαριτάρια, που άξιζαν το καθένα πέντε κεντηνάρια. Και άλλα δύο μανουάλια τεράστια στο μέγεθος, γλυπτά από ολόλευκο μάρμαρο. Τα πόδια τους ήταν ολόχρυσα, και άξιζαν ένα κεντηνάριο το καθένα. Έκαμε ακόμη και άλλα πενήντα μεγάλα ασημένια μανουάλια (για τον Κυρίως ναό) και άλλα διακόσια ασημένια στο ύψος του ανθρώπου, για να τοποθετηθούν στο ιερό, γύρω από την Αγία Τράπεζα».
Ο Νίκος Πολίτης αναφερόμενος στην άλωση της Πόλεως διασώζει και τα περί της Αγίας Τραπέζης της «Μεγάλης Εκκλησίας» γράφοντας τα εξής: «Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στη Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας. Όταν θα πάρουμε πάλι την Πόλη, θα βρεθεί και η Άγια Τράπεζα και θα τη στήσουν στην Αγιά Σοφιά, να γίνουν σ’ αυτήν τα εγκαίνια».
Και όμως αν και η Αγία Τράπεζα καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» στα έγκατα της θάλασσας του Μαρμαρά, εντούτοις στις 19 Ιανουαρίου του 1919 ο κρητικός π. Ελευθέριος Νουφράκης (1872-1941), ο οποίος υπηρετούσε στη δεύτερη εκ των δύο ελληνικών Μεραρχιών που είχαν σταλεί στην εκστρατεία της Κριμαίας, ευρέθη στην υπό «συμμαχική επικυριαρχία» Βασιλεύουσα και «επιθυμίαν επεθύμησε» να τελέσει την αναίμακτη θεία λειτουργία στην «εν αιχμαλωσία Μεγάλη Εκκλησία», που λειτουργούσε ως Τέμενος. Ευδόκησε λοιπόν ο Θεός και ομού μετά των τεσσάρων άλλων παρισταμένων Ελλήνων αξιωματικών Φραντζή, Λιαρομάτη, Σταματίου και Νικολάου ετέλεσε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του ο λεβεντοκρητικός παπάς τη θεία λειτουργία στο ναό της Του Θεού Σοφίας και ολοκλήρωσε την μισοτελειωμένη λειτουργία κατά την ημέρα της αλώσεως.
Υ.Γ.: Το παρόν επετειακό κείμενο αφιερούται στην ιερά μνήμη του αοιδίμου Αρχιμ. π. Ελευθερίου Νουφράκη (1872-1941), ο οποίος για πρώτη και μόνη φορά μετά την άλωση της Βασιλίδος προσέφερε εντός του ναού της Του Θεού Σοφίας «Τα Άγια τοις Αγίοις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου