Η είσοδος των Γερμανών στη Βουλγαρία και η
αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων από τη Θράκη, είχε σοβαρό αντίκτυπο
στο ηθικό του πληθυσμού και των αρχών. Για να προληφθεί η διαγραφόμενη
πανικόβλητη έξοδος των κατοίκων, έσπευσε στην περιοχή κυβερνητικό
κλιμάκιο, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον πληθυσμό, ιδιαίτερα των
φτωχότερων τάξεων. Στην Αλεξανδρούπολη μάλιστα, διανεμήθηκαν 3.000 όπλα
για την προστασία από τους Βουλγάρους άτακτους, που αναμένονταν να
εισβάλουν πίσω από το γερμανικό και το βουλγαρικό στρατό.
Ουσιαστικά η Θράκη είχε εκκενωθεί
στρατιωτικά και παρέμειναν μόνο οι φρουρές των οχυρών
Νυμφαίας και Εχίνου μαζί με ελάχιστες δυνάμεις προκαλύψεως για να επιβραδύνουν τον εχθρό και να πολεμήσουν για την τιμή των όπλων. Η πραγματικότητα αυτή ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη του ελληνισμού της Θράκης, που θα ανέβαινε μόνος του το Γολγοθά.Η βραχεία περίοδος της γερμανικής κατοχής (εικοσαήμερη περίπου) δεν σημαδεύτηκε από σημαντικά γεγονότα. Η πολιτική διοίκηση συνέχισε να ασκείται από τις ελληνικές αρχές.
Νυμφαίας και Εχίνου μαζί με ελάχιστες δυνάμεις προκαλύψεως για να επιβραδύνουν τον εχθρό και να πολεμήσουν για την τιμή των όπλων. Η πραγματικότητα αυτή ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη του ελληνισμού της Θράκης, που θα ανέβαινε μόνος του το Γολγοθά.Η βραχεία περίοδος της γερμανικής κατοχής (εικοσαήμερη περίπου) δεν σημαδεύτηκε από σημαντικά γεγονότα. Η πολιτική διοίκηση συνέχισε να ασκείται από τις ελληνικές αρχές.
Από το τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου όμως,
με την άδεια των Γερμανών εμφανίστηκαν τα πρώτα βουλγαρικά στρατεύματα,
ενώ οι γερμανικές δυνάμεις από τις αρχές του δεύτερου δεκαήμερου του
Μαΐου, άρχισαν να εκκενώνουν τμηματικά την περιοχή. Οι Βούλγαροι
κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτίρια, εκδίωξαν όλους τους Έλληνες
υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση.Οι Μητροπολίτες ειδοποιήθηκαν να
διατάξουν την άμεση εξάλειψη των ελληνικών επιγραφών από τους Ναούς και
να μνημονεύουν στο εξής στις θείες λειτουργίες το βασιλιά Βόρη και το
Βούλγαρο Έξαρχο. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή το μεγαλόπνοο σχέδιο
βουλγαροποίησης της περιοχής:
α) Επιβλήθηκε η χρησιμοποίηση της βουλγαρικής γλώσσας στις επιγραφές των καταστημάτων.
β) Καθορίστηκε ως μοναδική γλώσσα συνεννοήσεως με τις αρχές η βουλγαρική.
γ) Έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, στη θέση των οποίων θα λειτουργούσαν βουλγαρικά.
δ) Δόθηκε διαταγή να εφοδιαστούν όλα τα καταστήματα και τα σπίτια με βουλγαρικές σημαίες.
ε) Οι ελληνικές ονομασίες των οδών αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικές.
στ) Τα περισσότερα ηρώα και μνημεία
καταστράφηκαν, ενώ στα υπόλοιπα σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές. Στην
Κομοτηνή καταστράφηκαν οι βυζαντινοί κίονες που χρησιμοποιήθηκαν για την
ανοικοδόμηση του παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής καθώς και τμήμα του
ιστορικού της φρουρίου με ελληνική επιγραφή.
Οι Βούλγαροι προσπάθησαν επιπλέον να
αποστερήσουν τον ελληνικό πληθυσμό από τους πνευματικούς ηγέτες και τα
ηθικά στηρίγματά του. Πρώτοι απελάθηκαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα οι
Μητροπολίτες, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν να αποχωρήσουν από τις έδρες τους
μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.Οι επιστήμονες, οι διανοούμενοι και
γενικά όσοι μπορούσαν να επηρεάσουν τον πληθυσμό λόγω της μόρφωσης και
του κύρους τους εκδιώχθηκαν.Η ανάληψη της οικονομικής ζωής από τους
κατακτητές ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη βουλγαροποίηση.
Οι περιουσίες αυτών που είχαν καταφύγει
στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα δημεύτηκαν και μόνο όσοι επιστρέφοντας
δήλωναν ότι είναι … βουλγαρικής καταγωγής, έσωζαν τα υπάρχοντά τους. Σε
άλλες περιπτώσεις εφαρμόστηκε η μέθοδος του αναγκαστικού συνεταιρισμού ή
ακόμα και ο εξαναγκασμός σε υπογραφή δηλώσεων, με τις οποίες οι Έλληνες
… δωρίζαν τις περιουσίες τους στο βουλγαρικό δημόσιο. Το Νοέμβριο του
1941 επιβλήθηκαν εξοντωτικοί φόροι που κάλυπταν σχεδόν την αξία των
ακινήτων τα οποία υποτίθεται ότι φορολογούσαν, ενώ οι φόροι εισοδήματος
ήταν μυθωδώς δυσανάλογοι με τα πραγματικά κέρδη των επαγγελματιών, των
εμπόρων και των βιοτεχνών.
Η υπεραυτάρκης και με μεγάλα αποθέματα
εγχωρίων προϊόντων Θράκη, εξαιτίας των κατασχέσεων, της καταλήστευσης,
των απελάσεων και της ανασφάλειας που επικρατούσε, βρέθηκε πολύ σύντομα
σε οικτρή επισιτιστική κατάσταση. Η εξεύρεση τροφίμων ειδικά στα αστικά
κέντρα ήταν σχεδόν αδύνατη και οι Έλληνες ούτε καν το δελτίο διανομής
άρτου μπορούσαν να αγοράσουν. Χρυσά σκεύη, πολύτιμα έργα τέχνης,
οικογενειακά κειμήλια, επιστημονικές βιβλιοθήκες και γενικά ό,τι
μπορούσε να πουληθεί, εκποιούνταν σε εξευτελιστικές τιμές για να
εξασφαλιστεί η αγορά λίγων γραμμαρίων ψωμιού άθλιας ποιότητας.Ο
ελληνικός πληθυσμός βρέθηκε εμπρός σε μεγάλα οικονομικά και ψυχολογικά
διλήμματα.Σε όσους κάμπτονταν και υπέβαλλαν δήλωση περί βουλγαρικής
εθνικότητας δίδονταν άφθονες υλικές παροχές. Εντούτοις ελάχιστοι
-κινούμενοι από τυχοδιωκτισμό- υπέκυψαν. Η συντριπτική πλειοψηφία
διατήρησε σε υψηλά επίπεδα το εθνικό φρόνημα, γεγονός που ερέθιζε τους
Βουλγάρους και ενέτεινε την καταπίεση και τα τρομοκρατικά μέτρο.Το
βουλγαρικό κράτος κατέβαλε κολοσσιαίες προσπάθειες για να αλλοιώσει την
εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού και οι εφημερίδες κατακλύζονταν με
δηλώσεις και άρθρα που προέτρεπαν σε μετανάστευση προς τη Θράκη και την
ανατολική Μακεδονία
Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Φίλωφ, σε
συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Μπέντσεν Τσάιτουνγκ (19 Νοεμ.
1941) καθόριζε ως εξής το εποικιστικό πρόγραμμα: …αρχίζει ο νέος
εποικισμός εις την περιοχήν του Αιγαίου Πελάγους, διότι εκεί είναι το
ζήτημα του πληθυσμού το πλέον επείγον… Θα εποικιστούν τη βοήθεια
εξαιρετικών μέτρων της κυβερνήσεως κατά τας επομένας εβδομάδας και μήνας
χιλιάδες βουλγαρικαί οικογένειαι. Αι κυριώτεραι αποφάσεις είναι οι
εξής: Τας κατοικίας, τα κτίρια και το απαιτούμενον υλικόν θα το
πληρώσουν ες τα 35% της πραγματικής των αξίας, αλλά και το ποσοστόν
αυτόν θα πληρωθεί ατόκως εις ετησίας δόσεις. Εκτός αυτού, το κράτος
μεταφέρει δωρεάν δια τους εποίκους το έμψυχον και άψυχον υλικόν των.
Εκτός του ότι είναι απηλλαγμένοι πάντες φόρου επί πολλά έτη, τους
δίδονται κρατικά δάνεια με την πιθανότητα συν τοις άλλοις να αγοράσουν
γεωργικάς μηχανάς. Με την πραγματοποίησιν αυτού του εποικιστικού
προγράμματος θα έχει συμπληρωθεί το πρώτον βήμα δια την εξίσωσιν αυτών
των περιφερειών προς την μητρόπολιν?. Εντούτοις ο ρυθμός του εποικισμού
έβαινε βραδύτατα και η βουλγαρική κυβέρνηση για να εντείνει το
εποικιστικό ρεύμα παραχωρούσε όλο και περισσότερα προνόμια στους
μελλοντικούς εποίκους. Στην περιοχή της Ξάνθης μέχρι τις αρχές Μαΐου του
1942, είχαν εγκατασταθεί 5.000 οικογένειες, εκ των οποίων 1.500 στην
πόλη της Ξάνθης, η οποία ήταν και έδρα της Γενικής Διοίκησης Αιγαίου. Το
κέντρο της πόλης παρουσίαζε βουλγαρική όψη, αλλά όταν προχωρούσε
κάποιος προς τις συνοικίες αντιλαμβανόταν πόσο επίπλαστη ήταν η
βουλγαρική εμφάνιση. Στην πόλη της Κομοτηνής, μέχρι τον Απρίλιο του 1942
είχαν εγκατασταθεί 6-7 χιλιάδες άτομα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν
δημόσιοι υπάλληλοι. Οι εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο ήταν ελάχιστες.
Σύμφωνα με τη στατιστική της βουλγαρικής
εφημερίδας Ζορά (19 Φεβρ. 1942) η προσαρτηθείσα περιοχή του Αιγαίου
περιελάμβανε έκταση 14.168 τ.χλμ. και πληθυσμό 590.000 κατοίκων, από
τους οποίους 400.000 Έλληνες, 80.000 Βούλγαροι. 70.000 Μουσουλμάνοι (στη
Θράκη) και οι υπόλοιποι Εβραίοι και Αρμένιοι. Η μέση πυκνότητα του
πληθυσμού σύμφωνα με τη στατιστική, ήταν 41,6 κάτοικοι για κάθε
τετραγωνικό χιλιόμετρο, ενώ η μέση πυκνότητα του πληθυσμού της Παλαιάς
Βουλγαρίας ήταν 61,9. Η εφημερίδα υπολόγιζε ότι αυτή η μέση πυκνότητα
μπορούσε να επιτευχθεί και στην περιοχή του Αιγαίου λόγω της
πλουτοπαραγωγικής της δυνατότητας. Άρα, πρόθεση των Βουλγάρων ήταν να
προσθέσουν τουλάχιστον 17 ακόμα κατοίκους ανά τετρ. χλμ., δηλαδή 250.000
άτομα επιπλέον του υπάρχοντος πληθυσμού.
Μια άλλη βουλγαρική εφημερίδα, η
Μπουλγκάρσκι Γιουγκ, έγραφε στις 14 Νοεμβρίου 1942: τέσσερις φορές κατά
την εξέλιξίν μας το βουλγαρικό έθνος κατέλαβε το Αιγαίο δια να αποκτήσει
διέξοδον προς την ελευθέραν θάλασσαν και θύραν προς τον ευρύν κόσμον…Το
πεπρωμένο, η ιστορική δικαιοσύνη, διόρθωσε πλέον τα λάθη… Τούτο ήνοιξε
το δρόμο της διεξόδου μας προς το νότον, προς το Αιγαίον. Σήμερον ο
βουλγαρικός χείμαρρος ρέει επί της παλαιάς κοίτης του….
Οι δυσμενείς όμως εξελίξεις για τον άξονα
και ιδιαίτερα η κάθοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία (9
Σεπτεμβρίου 1944) -της οποίας κατέρρευσε το φασιστικό καθεστώς και
μετατράπηκε σε κομμουνιστικό κράτος-επηρέασαν και την κατάσταση στη
Θράκη. Τα βουλγαρικά στρατεύματα, μετά από πιέσεις των δυτικών συμμάχων,
υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή (10-20 Οκτωβρίου 1944), τη
διοίκηση της οποίας εν τω μεταξύ είχαν αναλάβει οι ανταρτικές δυνάμεις
του ΕΛΑΣ, μέχρι το Μάρτιο του 1945, οπότε και έφθασαν οι δυνάμεις της
εθνοφυλακής.Οι καταστροφές που υπέστη η Θράκη και η ανατολική Μακεδονία
ήταν οι μεγαλύτερες στη διάρκεια του αιώνα.
Ήταν οι μόνες περιοχές που ενσωματώθηκαν
στη Βουλγαρία και για τέσσερα περίπου χρόνια λειτούργησε ένας
συγκροτημένος μηχανισμός αφελληνισμού και εξάρθρωσης κάθε δραστηριότητας
των Ελλήνων κατοίκων τους. Όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι, η γεωργία, το
εμπόριο, η βιοτεχνία καταστράφηκαν εκ βάθρων. Ο πληθυσμός μετά από τις
μαζικές εκτοπίσεις προς τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα αλλά και τις
εκτελέσεις, αραίωσε. Στην κωμόπολη της Ξυλαγανής 29 νέοι άνδρες
εκτελέστηκαν, αφού προηγουμένως βασανίστηκαν φριχτά. Το κενοτάφιο που
ανεγέρθηκε εκ των υστέρων καθώς και το όνομα ενός από τους
εκτελεσθέντες, του Πασχάλη Καλλιγά, που δόθηκε σε στρατόπεδο της
Ξυλαγανής, θυμίζουν τη μαύρη αυτή πτυχή της νεότερης ιστορίας της
Θράκης.Ο εμφύλιος πόλεμος που συντάραξε την Ελλάδα στα 1946-49
επισσώρευσε νέα δεινά και ανέστειλε κάθε πρόοδο. Στις δύο αυτές
περιόδους (βουλγαρική κατοχή και εμφύλιος) θα μπορούσε να αναζητηθεί ένα
ποσοστό των ιστορικών αιτιών της υπανάπτυξης που ταλανίζει σήμερα τη
Θράκη.
Όταν ξέσπασε ο β' παγκόσμιος πόλεμος, η
Βουλγαρία είχε φροντίσει να τηρήσει ουδέτερη στάση. Πριν αποφασίσει να
δώσει την υποστήριξη της σε κάποιον από τους εμπολέμους είχε
διαπραγματευτεί για μήνες με τις μεγάλες δυνάμεις, ζητώντας κυρίως να
αναθεωρηθεί προς όφελος της η συνθήκη του Νεϊγύ του 1919. Με τη συνθήκη
αυτή η Βουλγαρία είχε αποσυρθεί από τη Δυτ. Θράκη και τη Δοβρουτσά, που
είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα και στη Ρουμανία αντίστοιχα. Επιπλέον
διεκδικούσε την ελληνική και τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, γιατί, όπως
υποστήριζε, της ανήκαν τόσο εθνολογικά όσο και ιστορικά. Στις
διαπραγματεύσεις που άρχισαν, η Βουλγαρία συνάντησε την άρνηση των
Βρεταννών να της εκχωρηθεί η Δυτ. Θράκη ώστε να έχει έξοδο στο Αιγαίο,
βρήκε όμως την υποστήριξη της ΕΣΣΔ. Η Γερμανία αρνήθηκε να δεσμευτεί με
συγκεκριμένες υποσχέσεις. Παρ’ όλα αυτά η Βουλγαρία θα συνταχθεί με τις
δυνάμεις του Άξονα, επίσημα την 1η Μαρτίου 1941. Αυτή η επιλογή έχει να
κάνει με τη φύση του βουλγαρικού καθεστώτος του Φίλοφ και του Βόριδος Γ'
που πίστευαν πως μια πρόσδεση της χώρας στο άρμα της ΕΣΣΔ θα είχε
απρόβλεπτες κοινωνικοπολιτικές συνέπειες για τη Βουλγαρία και για την
ίδια τους την εξουσία.
Κείμενο του Τάσου Χατζηαναστασίου
Η αριστερά, δηλαδή το BRP (Βουλγαρικό
Εργατικό Κόμμα), συμφωνεί με τη γενικότερη εθνική στρατηγική, διαφωνεί
ριζικά όμως, όπως είναι φυσικό, με τη συμμετοχή τής χώρας στο Τριμερές
Σύμφωνο, έστω και μόνο για την εξυπηρέτηση των “εθνικών στόχων”. Στο
μεταξύ η Γιουγκοσλαβία συντάσσεται κι αυτή με τον Άξονα στις 25
Μαρτίου. Όμως στις 27 του
ίδιου μήνα γίνεται πραξικόπημα που ανατρέπει την κυβέρνηση Τσβέτκοβιτς
και τάσσεται εναντίον του Τριμερούς Συμφώνου. Ο Χίτλερ διατάζει επίθεση
ταυτόχρονα κατά της Γιουγκοσλαβίας και κατά της Ελλάδας στις 6 Απριλίου.
Πολύ σύντομα ο γερμανικός στρατός καταλαμβάνει τις δύο χώρες. Όσον
αφορά στην Ελλάδα, ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος
Γεώργιος Τσολάκογλου, υπέγραψε το τελικό πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης
στις 23 Απριλίου.
Η Γερμανία και η Βουλγαρία υπέγραψαν
συμφωνία κατά την οποία η Βουλγαρία αναλάμβανε την “διαφύλαξη της
ησυχίας και της τάξης” στις κατειλημμένες από τη Βέρμαχτ γιουγκοσλαβική
Μακεδονία, Αν. Μακεδονία και Δυτ. Θράκη. Τα βουλγαρικά στρατεύματα
άρχισαν την κατάληψη της Μακεδονίας που βρισκόταν ανατολικά από το
Στρυμόνα και της Δυτικής Θράκης στις 17 Απριλίου. Αντικατέστησαν έτσι τα
γερμανικά στρατεύματα, τα οποία περιορίστηκαν στη φύλαξη μιας στενής
λωρίδας στον Έβρο κατά μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων και σε μια
μικρή φρουρά στην Καβάλα. Η κατάληψη ολοκληρώθηκε στις 20 Απριλίου και ο
Μπογκντάν Φίλοφ, πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, πραγματοποίησε επίσκεψη
στην περιοχή από τις 28 ως τις 30 του ίδιου μήνα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η βουλγαρική
κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις της με τη Γερμανία επιδιώκει κάθε φορά
να διευκρινίζει ότι δεν “καταλαμβάνει” την Αν. Μακεδονία και τη Δυτ.
Θράκη, αλλά ότι της παραχωρούνται ως περιοχές που προορίζονται να
ενταχθούν στο βουλγαρικό κράτος. Ωστόσο, η Γερμανία τηρεί αμφιλεγόμενη
στάση σχετικά με την επίλυση των “εθνικών προβλημάτων' της Βουλγαρίας. Η
Γερμανία ενδιαφέρεται κυρίως για την εξασφάλιση των αμυντικών αναγκών
της στις υπό κατοχή περιοχές.
Πράγματι όμως, η πολιτική που
ακουλουθείται είναι αυτή της ενσωμάτωσης των περιοχών στο βουλγαρικό
κράτος. Από τις 5 Μαΐου βουλγαρικές διοικητικές αρχές καταλαμβάνουν όλες
τις δημόσιες θέσεις και η Αν. Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη αποτελούν στο
εξής ιδιαίτερη επαρχία του βουλγαρικοί κράτους με το όνομα Belomorie,
από το Bjalo More όπως ονομάζεται στα βουλγαρικά το Αιγαίο. Ως τις 10
Μαΐου έχουν καταργηθεί όλες οι ελληνικές αρχές. Παράλληλα, παίρνονται
μέτρα για τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής.
Απαγορεύεται ο ελληνικός τύπος, ακόμη
και η ακρόαση ξένων ραδιοφωνικών σταθμών. Οι ελληνικές επιγραφές
αντικαθίστανται από βουλγαρικές. Κλείνουν
τα ελληνικά σχολεία. Επιβάλλεται το λέβα και γίνεται προσπάθεια να
ενταχθεί η οικονομία της περιοχής στη βουλγαρική εθνική οικονομία. Η
εκκλησία εντάσσεται κι αυτή στα πλαίσια της βουλγαρικής εκκλησιαστικής
οργάνωσης. Το ότι βεβαίως δεν πρόκειται για “απελευθέρωση αρπαγμένων
εδαφών” όπως ισχυρίζεται ο Daskalov, αλλά για την επιβολή καθεστώτος
ωμής βίας φαίνεται από τα μέτρα που παίρνουν οι βουλγαρικές αρχές σε
βάρος του ελληνικού πληθυσμού.
Ιδιαίτερα ωμή ήταν η βουλγαρική εξουσία στη Δράμα.
Μόλις ανέλαβε καθήκοντα ο νομάρχης Vasil
Georgiev εκτόπισε από τη Δράμα 50-60 άτομα, γιατρούς, δασκάλους,
ιερείς, και χωροφύλακες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον πληθυσμό. Οι
διώξεις περιλαμβάνουν και τα χωριά. Στις 9 Αυγούστου εκτοπίζονται 31
άτομα από το Δοξάτο, τον Άγιο Αθανάσιο, το Καλαμπόκι και άλλες περιοχές,
ως επικίνδυνα για το καθεστώς. Η θεωρία του V. Georgiev είναι πως ο
Έλληνας μένει 100% Έλληνας και πως οι εκτοπίσεις είναι ο μόνος τρόπος
για να εκβουλγαριστεί η περιοχή. Ήδη από τα τέλη Απριλίου, στη
Θεσσαλονίκη έρχεται αντιπρόσωπος από τη Δράμα για να καταγγείλει τη
στάση των Βουλγάρων. Δίνεται και γραπτή αναφορά στη γερμανική
διοίκηση. Οι εκτοπίσεις αποτελούσαν το κύριο μέσο των αρχών κατοχής για
την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα της Αν. Μακεδονίας και της Δυτ.
Θράκης.
Το σχέδιο τους ήταν να εκτοπιστούν
σταδιακά όλοι οι Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την
Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία που είχαν εγκατασταθεί εκεί
και να γίνει εποικισμός από το εσωτερικό της Βουλγαρίας. Ως τον Αύγουστο
του 1941 είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους 25.000
Έλληνες, οι οποίοι κατέφυγαν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα. Από αυτούς οι
23.000 προέρχονται από την περιοχή της Δράμας.
Τα γεγονότα της Δράμας στην ελληνική βιβλιογραφία.
Τα γεγονότα της Δράμας είναι σχετικά
πρόσφατα. Ωστόσο, δεν υπάρχει έως σήμερα μια σαφής ερμηνεία των
γεγονότων. Ακόμη περισσότερο, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στους
συγγραφείς και τους μελετητές της περιόδου σχετικά με τα κίνητρα, τους
σκοπούς και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και γενικά με το χαρακτήρα
των γεγονότων. Το γεγονός ότι η ερμηνεία των γεγονότων εντάχθηκε στο
πλαίσιο της αντιπαράθεσης Αριστερός - Δεξιάς μεταπολεμικά, συσκότισε
ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Έτσι, ακόμη και σήμερα, τα ερωτήματα που
έχουν δημιουργηθεί μένουν αναπάντητα. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στις
28 Σεπτεμβρίου 1941 εκδηλώθηκαν συντονισμένες ένοπλες επιθέσεις στα
κοινοτικά γραφεία και στους αστυνομικούς σταθμούς 16 δήμων και
κοινοτήτων στην περιοχή της Δράμας. Η βουλγαρική εξουσία καταλύθηκε και
οι κάτοικοι κλήθηκαν να ακολουθήσουν τους ενόπλους στο βουνό. Ιδιαίτερα,
στο Δοξάτο όπου η εξέγερση εκδηλώθηκε λίγες ώρες νωρίτερα, έγινε
συμπλοκή κατά την οποία τραυματίστηκε ο Βούλγαρος νομάρχης, ο οποίος
βρισκόταν εκεί τυχαία. Η εξέγερση, όμως, απέτυχε στην πόλη της Δράμας,
γιατί οι αρχές πήραν εγκαίρως μέτρα και την έπνιξαν στο αίμα. Χιλιάδες
κάτοικοι εκτελέστηκαν στη Δράμα και στο Δοξάτο. Χιλιάδες ήταν και οι
συλλήψεις. Η βουλγαρική εξουσία είχε αποκατασταθεί πλήρως ως τις 2
Οκτωβρίου. Ωστόσο, η άγρια καταστολή και οι διώξεις πολιτών συνεχίστηκαν
ως τις 6 Νοεμβρίου με πρόσχημα την αναζήτηση ενόπλων και αμάχων που
είχαν καταφύγει στα βουνά. Η πρώτη ερμηνεία των γεγονότων δόθηκε από τον
τότε γενικό επιθεωρητή νομαρχιών Αθανάσιο Χρυσοχόου. Σε έκθεσή του προς
το υπουργείο εσωτερικών και τις γερμανικές αρχές, στις 5 Οκτωβρίου
1941, από τις πληροφορίες που έχει συλλέξει, συμπεραίνει ότι οι
κομμουνιστές της Δράμας, συνεργαζόμενοι με Βούλγαρους κομμουνιστές και
παρακινημένοι από αυτούς με το σύνθημα της κομμουνιστικής επανάστασης σε
όλα τα Βαλκάνια, έκαναν επιθέσεις σε μερικά χωριά.
Λίγο μετά, ο Αθ. Χρυσοχόου θα υιοθετήσει
την άποψη ότι η εξέγερση της Δράμας είναι μια προβοκάτσια των
βουλγαρικών αρχών κατοχής στην οποία πρόθυμα συνέπραξαν οι κομμουνιστές,
με απώτερο σκοπό να δικαιολογήσουν τη χρήση βίας σε βάρος του
πληθυσμού. Την ίδια άποψη εκφράζει και ο Αντώνης Φωστηρίδης (Αντών
Τσαούς), αρχηγός των “εθνικιστικών” ανταρτικών ομάδων, σε συνέντευξη που
έδωσε στην εφημερίδα Φως, το Φεβρουάριο του 1945. Αυτή η άποψη για τα
γεγονότα γίνεται μεταπολεμικά η κυρίαρχη ερμηνεία και, συνδυαζόμενη με
την αμφιλεγόμενη στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου, ενισχύει το κατηγορητήριο κατά των κομμουνιστών για εθνική
μειοδοσία. Από τη δεξιά παράταξη, η μοναδική μαρτυρία που εκφράζει
διαφορετική άποψη προέρχεται από το προσωπικό ημερολόγιο του ταγματάρχη
Γιάννη Παπαθανασίου, ιδρυτικού μέλους της οργάνωσης Υ.Β.Ε. και μετέπειτα
Π.Α.Ο. Ο Παπαθανασίου υποστηρίζει ότι στη Δράμα έγινε μια αυθεντική
εξέγερση με πρωτοβουλία Ελλήνων και Βουλγάρων κομμουνιστών.
Από την πλευρά της αριστεράς, υπάρχει
μια σύγχυση σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε
η εξέγερση. Ήταν τέτοια η έκταση της καταστολής, της συντριβής των
ένοπλων πυρήνων και κυρίως των ολέθριων συνεπειών για τον άμαχο πληθυσμό
που οι συγγραφείς και απομνημονευματογράφοι της εθνικής αντίστασης
υιοθετούν συνήθως και αυτοί την αστυνομική λογική της προβοκάτσιας και
του ξένου δακτύλου. Φαίνεται πάντως ότι η εκδήλωση της εξέγερσης δεν
έγινε με διαταγή, του ΚΚΕ, καθώς τις ίδιες ακριβώς μέρες γινόταν η
σύσκεψη για την ίδρυση του ΕΑΜ. Έτσι η ευθύνη για την εξέγερση
αποδίδεται στην τοπική οργάνωση Δράμας του ΚΚΕ και προσωπικά στο
γραμματέα της, Αλέκο Χαμαλίδη, που έδρασε χωρίς την έγκριση του
κόμματος, παρασυρόμενος από τις διαδόσεις Βουλγάρων πρακτόρων που
εμφανίζονταν ως κομμουνιστές, για δήθεν κομμουνιστική εξέγερση σε όλα τα
Βαλκάνια. Γεγονός είναι ότι οι φερόμενοι ως πρωταγωνιστές των
γεγονότων, γνωστά μέλη του ΚΚΕ Δράμας, είτε σκοτώθηκαν καταδιωκόμενοι
από τους Βούλγαρους, είτε δε μας έδωσαν τη δική τους
μαρτυρία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένας ερευνητής από τα
Σκόπια, ο Χρίστο Αντονόφσκι, γράφει πως ένας από τους πρωταγωνιστές των
γεγονότων, ονόματι Γιώργος Μπόντσεφ, επέζησε, και μετά τον πόλεμο
βρισκόταν στα Σκόπια. Ο Μπόντσεφ, σύμφωνα με τον Αντονόφσκι, διηγείται
πως η απόφαση για την εξέγερση πάρθηκε στην ολομέλεια της επαρχιακής
επιτροπής Δράμας του ΚΚΕ που συνήλθε στις 20 Αυγούστου 1941. Ο
Αντονόφσκι απορρίπτει την εκδοχή της προβοκάτσιας, ασκεί έντονη κριτική
στον Χρυσοχόου και προσπαθεί να αποδείξει τη συμμετοχή “Μακεδόνων”, οι
οποίοι κακώς, κατά τη γνώμη του, αναφέρονται ως Βούλγαροι, στην
εξέγερση.
Τι έγραψε ο βουλγαρικός τύπος για τα γεγονότα
Για την εξέγερση της Δράμας ο βουλγαρικός τύπος δημοσιεύει τις πρώτες πληροφορίες έξι μέρες μετά.
Η εφημερίδα Slow γράφει:
“Τη νύχτα της 28ης μια ομάδα Ελλήνων,
που ήρθαν από τα όρια τής σημερινής Ελλάδας (δηλ. από τη
γερμανοκρατούμενη περιοχή), αποπειράθηκε να παρασύρει άτομα από το
ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και να καταλάβει τα κοινοτικά κτίρια σε κάποια
χωριά στην επαρχία Δράμας. Ανάμεσα στους οργανωμένους γι’ αυτό το σκοπό
αντάρτες, που ήταν οπλισμένοι με τουφέκια και πολυβόλα, και τις τοπικές
αρχές ανταλλάχτηκαν πυροβολισμοί που διήρκεσαν μερικές ώρες και από τους
οποίους υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές. Ήδη στις 29 οι αντάρτες
είχαν διασκορπιστεί και εξολοθρευτεί. Οι αρχές εξακολουθούν να
αναζητούν συμμετέχοντες. Η τάξις και η ηρεμία έχουν πλήρως
αποκατασταθεί”.
Το ανακοινωθέν δημοσιεύεται και στη
Dnes. Πρόκειται για το επίσημο ανακοινωθέν, στο οποίο δεν γίνεται καμία
αναφορά στις εκατόμβες των θυμάτων της “αποκατάστασης της τάξης”. Η ίδια
είδηση δημοσιεύεται στις 5 Οκτωβρίου και στην εφημερίδα Zora. Στο ίδιο
φύλλο υπάρχει άρθρο του Danail Krapchef, ο οποίος κάνει μια ιστορική
αναδρομή “στους επαναστατικούς αγώνες”, όπως τους ονομάζει, του
βουλγαρικού λαού της Ανατολικής Μακεδονίας και στις διώξεις και τις
“βιαιοπραγίες” των Ελλήνων σε βάρος του.
Αυτές οι ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις
αποτέλεσαν κατά το συντάκτη το γόνιμο έδαφος για τα γεγονότα της Δράμας,
που όμως θεωρεί ότι υποκινήθηκαν “από έξω”. Μετά από δύο μέρες ο Krapchef επανέρχεται στο θέμα, στην ίδια εφημερίδα.
“Οι στασιαστικές βιαιοπραγίες”, όπως
ονομάζει τα γεγονότα της Δράμας, υποκινήθηκαν από κομμουνιστές και
εθνικιστές Έλληνες με καθοδήγηση του Λονδίνου και της Γ' Διεθνούς.
Ο βουλγαρικός κατοχικός τύπος κάλυψε με
κυνισμό τα γεγονότα δημοσιεύοντας και γελοιογραφίες που χλεύαζαν τα
θύματα της καταστολής. Στην εφημερίδα Belomorie μια γελοιογραφία
παρουσίαζε έναν Βούλγαρο χωρικό να κρατά έναν Έλληνα ανάμεσα στα πόδια
του και να του φοράει σαμάρι.
Η Belomorslca Bulgaria στις 10 Οκτωβρίου έγραφε:
“Η προσπάθεια των εχθρών μας να
διαταράξουν την τάξη και την ασφάλεια στο Belomorie με τα γεγονότα της
Δράμας έχει πια συντρίβει”.
Στις 14 Οκτωβρίου η ίδια εφημερίδα
δημοσιεύει γελοιογραφία όπου ένα χέρι που παριστάνει την κρατική εξουσία
κόβει με ψαλίδι το κεφάλι ενός φιδιού. Ο υπότιτλος συνιστά: “Ο πιο σίγουρος τρόπος ενάντια σε οποιοσδήποτε μορφής συνωμοτικές και εξεγερσιακές οχιές”.
Η ερμηνεία των αρχών κατοχής είναι ότι
πρόκειται κυρίως για κομμουνιστική εξέγερση που σχεδιάστηκε σε “ξένα
κέντρα” και στα πλαίσια της προσπάθειας της ΕΣΣΔ να δημιουργήσει
αντιπερισπασμό στα νώτα του Άξονα. Άλλωστε, η Κομιντέρν
είχε εκδώσει ντιρεκτίβα αμέσως μετά την επίθεση της Γερμανίας εναντίον
της ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου, προς όλα τα κομμουνιστικά κόμματα στις
κατεχόμενες χώρες να αρχίσουν ένοπλη αντίσταση κατά των χιτλερικών.
Ωστόσο, η εξέγερση της Δράμας έγινε το Σεπτέμβριο και ήταν η πρώτη στην Ευρώπη.
Η αντίδραση του BRP
Το BRP, δηλαδή το κομμουνιστικό κόμμα
της Βουλγαρίας, είχε για το Μακεδονικό Ζήτημα την ίδια άποψη με την
Κομιντέρν, πίστευε δηλαδή στα σχετικά με την ύπαρξη μακεδονικού λαού που
έχει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Αυτή η αυτονομιστική γραμμή θα
καταγγελθεί μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιντο 1948 ως “μηδενιστική”, μη
“λενινιστική”κλπ.
Ήδη την 1η Μαρτίου 1941, ο Δημητρώφ, ως
ηγέτης τότε των “Ελεύθερων Βουλγάρων”, σε μανιφέστο που εξέδωσε και σε
επιστολή του προς τους Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ, Στάλιν, Μπένες, Σικόρσκι,
Σίμοβιτς και Τσουδερό, είχε χαρακτηρίσει παράνομες τις ενέργειες του
Βόριδος. Για το BRP, που ελεγχόταν άμεσα από τη Μόσχα αφού η ηγεσία του
βρισκόταν εκεί, η κατοχή της Αν. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης αποτελεί
εθνική ντροπή. Η δε βουλγαρική εξουσία χαρακτηρίζεται καθεστώς “αρπαγής
και λεηλασίας”.
Την άποψη του BRP για τα γεγονότα της Δράμας εκφράζει ο Β. Kolarov στο ραδιοσταθμό “Christo Botev” στις 6 Οκτωβρίου.
“Η εξέγερση στη Δράμα”, αναφέρεται, που ήταν συνέπεια του “αιμοβόρου, κατοχικού καθεστώτος” στην περιοχή, “πνίγηκε στο αίμα”.
Στη συνέχεια καταγγέλλεται ο ρόλος των
βουλγαρικών στρατευμάτων ως οργάνων του Χίτλερ. Στις 10 Οκτωβρίου, σε
εκπομπή στον ίδιο ραδιοσταθμό, ο Β. Τσερβένκοφ, με αφορμή τα γεγονότα
της Δράμας, λέει ότι “το καθεστώς του Βόριδος δεν πραγματώνει την εθνική
ενοποίηση αλλά την εθνική καταστροφή”. Ωστόσο, το γραφείο εσωτερικού
του κόμματος διατυπώνει την άποψη ότι το αίτημα της Βουλγαρίας για
επιστροφή των Βουλγαρομακεδόνων στην πατρίδα τους είναι δίκαιο, όμως θα
πρέπει να ζήσουν στον ίδιο χώρο με τους Έλληνες, αδερφωμένοι. Η
αντιμετώπιση των γεγονότων από το καθεστώς της 9ης Σεπτεμβρίου
1944. Είναι γεγονός ότι το μεταπολεμικό καθεστώς της Βουλγαρίας απέφευγε
την αναφορά στην κατοχή. Κυρίως γινόταν αναφορά στο βουλγαρικό
αντιφασιστικό κίνημα ενώ για την πολιτική τού καθεστώτος του Βόριδος
στις κατεχόμενες από τη Βουλγαρία περιοχές, υπήρχε κατά κανόνα μια ένοχη
σιωπή.
Το 1946 μια ανεπίσημη βουλγαρική δημοσίευση γιαταγεγονότατης Δράμας αναφέρει:
“άρχισε με μια σύγκρουση ανάμεσα στους Βούλγαρους αστυνομικούς και τους Έλληνες αντάρτες”. Τότε, “οι Βούλγαροι φασίστες προκάλεσαν μεγάλη αιματοχυσία και τρομοκρατία στον αθώο ελληνικό πληθυσμό”.
Στο απολογητικό κείμενο της βουλγαρικής
κυβέρνησης του 1946 σχετικά με τις ελληνικές μεταπολεμικές αξιώσεις από
τη Βουλγαρία για επανορθώσεις, αναφέρεται ότι δεν υπάρχει “προς το παρόν
επιθυμία” να ασχοληθεί με τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης της
Δράμας. Τέλος, ο Βούλγαρος ιστορικός Π. Στέρεφ που ασχολήθηκε με το
αντιφασιστικό κίνημα της περιόδου περιορίζεται στο να εκφράσει τη λύπη
του “που τα γεγονότα της Δράμας δεν έχουν ακόμη επαρκώς διαλευκανθεί.”
Οι απόψεις των σύγχρονων Βουλγάρων ιστορικών
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια
εντυπωσιακή αύξηση στη βουλγαρική ιστοριογραφία που αφορά την περίοδο
1941-1944 στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη. Κύριο
ενδιαφέρον, θα έλεγε κανείς, των δημοσιεύσεων αυτών είναι το εξής: κάτω
από ποιες συνθήκες η Βουλγαρία απέτυχε να προσαρτήσει τελικά τις
περιοχές αυτές ενώ, κατά τη γνώμη τους, εδικαιούτο να το πράξει. Κοινός
τόπος στα έργα αυτά είναι η προσπάθεια να αιτιολογηθεί η απόφαση της
Βουλγαρίας να συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα στο β' παγκόσμιο
πόλεμο, προκειμένου να επιλύσει “το εθνικό της πρόβλημα”. Ως εθνικό
πρόβλημα εννοείται η αναθεώρηση της συνθήκης του Nεϊγύ και ως δίκαιη
επίλυσή του ουσιαστικά η εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Αγίου
Στεφάνου και η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Δηλαδή, οι σύγχρονοι Βούλγαροι ιστορικοί
αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της περιόδου 1941-1944 με τους όρους της
Βουλγαρίας του Βόριδος και της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης για την
Μακεδονία από την εποχή της ίδρυσης της Εξαρχίας. Χαρακτηριστικό είναι
το γεγονός ότι ύστερα από 45 περίπου χρόνια στα έργα τους γίνεται χρήση
του όρου Belomorie αντί για ελληνική Μακεδονία και Θράκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου