Πρακτικά του Συλλόγου Ανόρθωσις Αμμοχώστου, της 20ης Νοεμβρίου 1958:
«Ο Κυριάκος Χριστοφή Μάτσης, ο οποίος ως μέλος του Συλλόγου μας ελάμβανεν πάντοτε ενεργόν μέρος εις όλας τας εθνικάς εκδηλώσεις του Συλλόγου, εθυσιάσθη υπέρ βωμών και εστιών, μαχόμενος εναντίον των βρετανικών δυνάμεων, εις το παρά το Δίκωμον κρησφύγετόν του. Η αυτοθυσία του θα είναι παράδειγμα δια τας επερχόμενας γενεάς, διά να αντλούν δύναμην δια τους υπέρ ελευθερίας αγώνας.»
Oι τελευταίες στιγμές του ήρωα Κυριάκου Μάτση, όπως τις περιγράφει ο ένας από τους δύο συντρόφους του στο κρησφύγετο του Δικώμου, ο Κώστας Χριστοδούλου.
‘’Στις 9.30 - 10.00, το πρω'ί' της 19ης Νοεμβρίου 1958, οι Άγγλοι έκαναν τον πρώτο γύρο και έφυγαν. Έσκυψα κοντά στο αυτί του Κυριάκου και του είπα: "Ε, Νίκο (το ψευδώνυμο του Κυριάκου), τη γλυτώσαμε". Το κρησφύγετο ήταν κατασκότεινο. Άκουσα μόνο που μουρμούρισε: "Μέχρι να γλυτώσουμε, μη βιάζεσαι".
Στις 11.30 - 12.00 ξαναήρθαν οι Άγγλοι. Ακούγαμε που μετακινούσαν διάφορα έπιπλα, υπήρχε μια πολυθρόνα πάνω από το μαρμαράκι, τη μετακίνησαν κι αυτή. Πάλι έφυγαν.
Μόλις έφυγαν οι Άγγλοι, λέει ο Κυριάκος: "Κάποιου κτυπάει η καρδιά του δυνατά. Τίνος είναι;". Του λέω: "Είναι η δική μου". Μου λέει: "Γιατί κτυπά τόσο δυνατά; Μήπως φοβήθηκες;" Του απάντησα κι εγώ: "Επειδή είναι δυνατή. Και δεν φοβήθηκα".
Και πραγματικά ακουγόταν η καρδιά μου μέσα στην ησυχία. Δεν ήταν γιατί φοβήθηκα, αλλά, όταν είναι ησυχία ακούω την καρδιά μου να κτυπά. Ο Κυριάκος, επειδή ήταν εύσωμος, ίσως δεν μπορούσε ν' ακούσει τη δική του.
Στις 1.30 ήρθαν με τα ονόματά μας.
Άρχισαν να φωνάζουν στα ελληνικά το όνομα του Κυριάκου: "Άντε Μάτση και σε βρήκαμε".
"Πόσους έχεις μαζί σου, πόσοι είσαστε εκεί κάτω;" Ο Κυριάκος άργησε λίγο να απαντήσει γιατί νόμισε πως ήταν κόλπο. Ο Άγγλος είπε: "Θα απαντήσεις πού είσαι και να βγείτε έξω ή θα ανατινάξουμε το σπίτι;" Τότε απάντησε ο Κυριάκος: "Ναι, πραγματικά με βρήκατε" - "Πόσοι είσαστε κάτω και ποιοι είναι;" λέει ο Άγγλος. Πάλι απάντησε ο Κυριάκος: "Έχω δυο παιδιά μαζί μου. Ο ένας από το Μπέλλαπαϊς κι ο άλλος από τη Λάπηθο. Ο ένας λέγεται Κώστας Χριστοδούλου κι ο άλλος Ανδρέας Σοφιόπουλος" - "Τι σκέφτεστε να κάνετε;" λέει ο Άγγλος. "Άκου να δεις. Αυτά τα δυο παιδιά είναι νέοι, θέλω να τους παραδώσω, αν μου υποσχεθείς πως δεν θα πάθουν τίποτε", είπε ο Κυριάκος. Ο Άγγλος απάντησε: "Σου υπόσχομαι πως δεν θα πάθουν τίποτε" - "Τότε", είπε ο Κυριάκος, "τα δυο παιδιά θα σου τα παραδώσω. Βγαίνουν τώρα. Ανοίξετε την πόρτα του κρησφύγετου".
Ο Σοφιόπουλος, που καθόταν κάτω από την πόρτα, την έσπρωξε, άνοιξε και βγήκε έξω. Τον άρπαξαν αμέσως και τον έβγαλαν έξω από το δωμάτιο. Εγώ καθόμουν στη γωνιά, αλλά, κατά την ώρα της συνομιλίας του Μάτση με τον Άγγλο, άρπαξα το ένα όπλο και το κρατούσα στο χέρι. Ο Μάτσης μου λέει: "Δώσε μου τον τόπο σου". Πραγματικά, αλλάξαμε θέσεις, ο Κυριάκος στη γωνιά κι εγώ στο μέσο. Στη μετακίνησή μας όμως και λόγω στενότητας του χώρου εκπυρσοκρότησε το ένα από τα δύο όπλα. Κρατούσαμε ένα ο καθένας.Ο Άγγλος άρχισε να φωνάζει: "Τι κάνετε εκεί; Τι σκέφτεστε;" Του απάντησε ο Κυριάκος: "Ένα όπλο εκπυρσοκρότησε" - "Πού είναι ο άλλος που θα βγει;" ρώτησε ο Άγγλος. ''Εντάξει, τώρα θα βγει", απάντησε ο Κυριάκος. Λέω εγώ στον Άγγλο: "Τόσο πολύ βιάζεσαι;"
Είχαν αυτή τη στιχομυθία μεταξύ τους. Θυμήθηκα ότι στην τσέπη μου είχα μια διαταγή, ένα έγγραφο, που συνήθιζα να διαβάζω για ενημέρωση και σκέφτηκα να την κάψω. Ήμουν ο μόνος που κάπνιζε κι έβγαλα τα σπίρτα, λέγοντάς του: "Θα κάψω αυτή τη διαταγή". Και το έκανα. Ο Μάτσης τότε μου λέει: "Προτού σβήσει να σου δώσω κι εγώ κάτι, να μη φταίξουν κι άλλοι..."
Πραγματικά, μου έδωσε 3 - 4 έγγραφα κι άρχισα να τα καίω. Ήταν η μόνη στιγμή που φωτίστηκε το κρησφύγετο και είδα το πρόσωπό του όπως καθόταν στη γωνιά. Από τότε έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μου αυτή η εικόνα. Το πρόσωπό του ήταν κατα-ιδρωμένο, τα μάτια του λαμπερά και ήταν όλος χαμόγελο, ως να μη συνέβαινε τίποτε.
Τον κοίταζα συνέχεια, ενώ καίγονταν τα έγγραφα, και του είπα: "Τι σκέφτεσαι να κάνουμε, ρε Νίκο; Να ρίξω τις χειροβομβίδες;" Είχαμε δυο μαζί μας. "Όχι, όχι", μου λέει. "Μην τις ρίξεις. Κάψε τα έγγραφα γρήγορα και θα βγεις". Κι εγώ του είπα: "Δεν θα βγώ". Αυτή η στιχομυθία κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Μου λέει ξανά: "Έκαψες τα έγγραφα;" Κι εγώ του απάντησα: "Είναι προς το τέλος τους". Τα χαρτιά που κρατούσα στο χέρι έπεσαν πάνω στο πάπλωμα που ήταν στρωμένο στο δάπεδο και κάηκε και κείνο λίγο. Όταν τέλειωσα του το είπα κι εκείνος μου λέει: "Έλα να σε φιλήσω". Πραγματικά, με πλησίασε, με φίλησε κι ένιωσα ένα δάκρυ να κυλά στα μάτια του. Του λέω: "Άντε ρε Νίκο, βγες και συ. Γιατί να μείνεις μέσα;" - "Όχι", μου λέει. "Θα σκεφτώ κι εγώ τι θα κάνω".
Ο Άγγλος στο μεταξύ φώναζε: "Άντε, τι κάνετε εκεί κάτω και βγαίνει καπνός;" Η μοναδική διέξοδος του καπνού ήταν από το στόμιο. Εγώ του απάντησα: "Τίποτε δεν κάνουμε".
Στο μεταξύ η ατμόσφαιρα στο κρησφύγετο είχε γίνει βαριά και γεμάτη καπνό, αφού δεν υπήρχε καλός εξαερισμό.Όπως είχα μετακινηθεί προς το κέντρο για να ολοκληρώσω το κάψιμο, ο Άγγλος που ήταν ξαπλωμένος πλάι στο στόμιο, έβαλε το χέρι του μέσα και με άρπαξε από τα μαλλιά. Με τραβούσε προσπαθώντας να με βγάλει έξω. Γύρισα το κεφάλι μου και του λέω: "Μη με τραβάς, γιατί έτσι δεν μπορώ να βγω". - "Πώς θα βγεις;" μου λέει. Του λέω: "Θα βγω με τα χέρια Ψηλά". Ο Άγγλος συνέχισε: "Άντε, τι κάνεις εκεί; Γρήγορα. Ο άλλος τι λέει;" Του λέω εγώ: "Δεν ξέρω τι λέει ο άλλος".
Ξανακοιτάζω τον Κυριάκο στη γωνιά και πάλι τον παρακάλεσα: "Άντε ρε Νίκο, βγες και συ. Ο Άγγλος υποσχέθηκε πως δεν θα πάθουμε τίποτε". Μου λέει: "Βγες εσύ και βλέπουμε. Εσύ είσαι νέος, πρέπει να ζήσεις, η πατρίδα θα σε ξαναχρειαστεί. Εγώ θα σκεφτώ τι θα κάνω".
Έκανα όπως μου είπε. Στο μεταξύ, όπως σας είπα, ο Άγγλος με άρπαξε απ' τα μαλλιά, προσπαθώντας να με βγάλει έξω κι εγώ του είπα ότι ο μόνος τρόπος να βγω ήταν με τα χέρια μου ψηλά. Για τελευταία φορά γύρισα στον Κυριάκο και του ξαναείπα: "Άντε Νίκο, βγες και συ. Αφού υποσχέθηκε πως δεν θα μας κάνει τίποτε". Ο Κυριάκος μου λέει: "Άντε γεια σου, πήγαινε στο καλό. Ένα πράγμα θέλω μόνο. Να βρεις ποια είναι η Θεοδώρα και να της πάρεις χαιρετίσματα και να της πεις ότι και την τελευταία στιγμή την θυμάμαι". Βγήκα από το κρησφύγετο και από το παράθυρο είδα πολύ στρατό μέσα στα περιβόλια και τ' αμπέλια του Δικώμου. Γύρισα μάλιστα στον Άγγλο ανακριτή και του είπα: "Μα έφερες τόσο στρατό να πιάσεις τρεις ανθρώπους;" - "Δεν είναι δική σου δουλειά", μου απάντησε στα Ελληνικά.
Με πήραν προς το παράθυρο και με έβγαλαν έξω στο περιβόλι. Βγαίνοντας από το παράθυρο άκουσα πυροβολισμούς και μια έκρηξη.
Κι αυτό ήταν το τέλος του Κυριάκου.’’
Ο Λοχίας του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (αρ. 442) Σαλίμ Γιαβούζ άκουσε όλο τον διάλογο μεταξύ του Κυριάκου Μάτση και του μεταφραστή, και κατέθεσε αργότερα:Άκουσα τον μεταφραστή να λεει στα ελληνικά: ‘Μάτση, Μάτση πιάστηκες στο κρησφύγετο. Δεν υπάρχει πιθανότητα να δραπετεύσεις. Παραδώσου’.Στη συνέχεια άκουσα μια βαριά φωνή που φαινόταν ότι ερχόταν κάτω από το δάπεδο, να απαντά στα ελληνικά: ‘Όχι δεν παραδίδομαι. Αν θα βγω , θα βγω πυροβολώντας’’.
Ήταν 1:30 το μεσημέρι της 19ης Νοεμβρίου του 1958…
Στις φωτογραφίες κάτω , το ανατιναγμένο σπίτι του Διάκου στο Δίκωμο όπου βρισκόταν το κρησφύγετο και η τελευταία απόδειξη για τη πληρωμή της συνδρομής μέλους της Ανόρθωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου