Δρ. Αντώνιος Λέκκας
Τον περασμένο Αύγουστο εορτάστηκαν με την ανάλογη επισημότητα στην Τουρκία τα 950 χρόνια της μάχης του Μαντζικέρτ που έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071 και απετέλεσε το έναυσμα της μαζικής εισρροής των Τούρκων νομάδων στη Μικρά Ασία, αφού ο παρηκμασμένος στρατός δεν ήτο εις θέσιν να υπερασπισθεί επιτυχώς τα ανατολικά σύνορα. Το συμβάν παρουσιάζεται με περισσότερες ή λιγότερες λεπτομέρειες σε πληθώρα αραβικών και περσικών πηγών, οι οποίες καταγράφουν την ιστορία των Σελτζούκων της Μικράς Ασίας. Ο σκοπός συγγραφής τους καθορίζει και το θρησκευτικό υποκειμενισμό τους, καθότι όλες ανεξαιρέτως αποδίδουν τη νίκη στον Αλλάχ και το σθένος του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν ο οποίος δε δειλίασε ενώπιον του μεγέθους του Βυζαντινού στρατού, αλλά απεφάσισε να πολεμήσει θυσιαζόμενος για την πίστη του, παροτρύνοντας τους συμπολεμιστές του προς τον ίδιο σκοπό. Ουδεμία άλλη εκδοχή υφίσταται κατά τους Μουσουλμάνους χρονικογράφους οι οποίοι, είτε δε γνώριζαν περισσότερα είτε απέκρυψαν ιστορικά στοιχεία, ώστε να εξυψώσουν τη νίκη του Ισλάμ έναντι του Χριστιανισμού, υπογραμμίζοντας πως η εναπόθεση κάθε ελπίδας στον Αλλάχ μπορεί να υπερκεράσει οποιοδήποτε εμπόδιο, όσο αξεπέραστο κι αν δείχνει.
Ανδρόνικος Δούκας
Οι χριστιανικές πηγές, από την άλλη, αναφέρονται με σαφήνεια στις πραγματικές αιτίες του ολέθρου όπου σχετίζονται με διπλή προδοσία. Οι περισσότερες βέβαια εστιάζουν, ανοιχτά ή κεκαλυμμένα, μόνο σε αυτήν του Ανδρονίκου Δούκα, διοικητού της οπισθοφυλακής, ο οποίος, βλέποντας τις σημαίες των προπορευομένων τμημάτων να στρέφονται προς τα πίσω, διέταξε τους άνδρες του σε πλήρη υποχώρηση, θεωρώντας πως είχε επέλθει η ήττα, και εγκαταλείποντας τον αυτοκράτορα με το σώμα των Καππαδοκών περικυκλωμένους από τους Σελτζούκους ιπποτοξότες. Ο Ανδρόνικος ήταν υιός του καίσαρος Ιωάννου Δούκα – αδελφού του προηγηθέντος αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ι’ (1059-1067) – και ανεψιός του Μιχαήλ Ζ’, ο οποίος ανήλθε στο θρόνο μετά την αιχμαλωσία του Ρωμανού Δ’ Διογένους.
Οι αναφορές μιλούν περί μιας σαφούς προσπαθείας υπονομεύσεως του Διογένους από την πρώτη στιγμή που κάθισε στο θρόνο κατ’ επιθυμίαν της αυτοκράτειρας Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας, η οποία δεν ενημέρωσε κανέναν, όσον αφορά την απόφασή της, εμφανώς για να αποφύγει τις όποιες αντιδράσεις που γνώριζε εκ του ασφαλούς πως θα υπήρχαν. Η τελευταία, ενόσω ο θάνατος του συζύγου της πλησίαζε, είχε υπογράψει έγγραφο συγκυβερνήσεως μονάχα με τα τέκνα της. Όταν ο Διογένης ξεσήκωσε τις περιοχές του Δουνάβεως σε αποστασία και τελικώς συνελήθη, η αυτοκράτειρα ηρνήθη τη θανατική του καταδίκη και πέτυχε να ανακαλέσει τη δέσμευσή της, πείθοντας τον Πατριάρχη να ακυρώσει το σχετικό έγγραφο. Η νόμιμη διαδοχή λοιπόν του θρόνου απομακρύνετο για τους Δουκάδες, όπου είδαν τα συμφέροντά τους να απειλούνται ακόμη περισσότερο από τον Λέοντα (τον πρώτο καρπό του γάμου της με τον Διογένη), ο οποίος αυτομάτως καθίστατο μελλοντικός αντικαταστάτης των γονέων του στο παλάτι.
Τα δύο ερωτήματα που τίθονται είναι: α) γιατί ο Ανδρόνικος Δούκας συνόδευσε τον αυτοκράτορα κατά την εκστρατεία του Μαντζικέρτ και β) γιατί του ανετέθη η αρχηγεία της οπισθοφυλακής. Το πρώτο απαντάται ευκόλως: ο Ανδρόνικος τελούσε υπό καθεστώς ομηρίας. Επακριβώς το ίδιο είχε συμβεί και το 1068, όταν ο Διογένης είχε υποχρεώσει έναν άλλον Ανδρόνικο (τον υιό της Ευδοκίας και του Κωνσταντίνου Ι’) να τον ακολουθήσει στην πρώτη του εκστρατεία. Όταν επείσθη πως η Ευδοκία δε συνεργάζετο κρυφίως με τους Δουκάδες εναντίον του, δεν είχε λόγους να το επαναλάβει κατά το επόμενο έτος. Όμως από τότε έως το 1071, τα πράγματα είχαν οξυνθεί στον υπέρτατο βαθμό, αφού ο Ιωάννης Δούκας είχε στοχοποιηθεί από τον αυτοκράτορα που αναζητούσε διαρκώς την κατάλληλη ευκαιρία για να τον συλλάβει. Η τεταμένη κατάστασις οδήγησε τον Ιωάννη σε αυτοεξορία, καταφεύγοντας στις κτήσεις του στη Βιθυνία, ώστε να βρίσκεται μακρυά από το παλάτι και να μην δίνει αφορμές. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως οι παρασκηνιακές ενέργειες είχαν παύσει, ή τουλάχιστον έτσι υποπτευόταν ο Διογένης. Για την ασφάλειά του λοιπόν, επέβαλε την συμμετοχή του υιού του καίσαρος στην εκστρατεία, ώστε να τον κρατήσει μακρυά από τον πατέρα του και μακρυά από τη Βασιλεύουσα.
Η απάντηση του δευτέρου ερωτήματος είναι παντελώς άγνωστη – καθότι οι πηγές σιωπούν ως προς αυτό – και μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί με μια κάποια σιγουριά είναι το γιατί ο Διογένης δεν τον τοποθέτησε στο δεξιό ή αριστερό κέρας του παρατεταγμένου στρατού. Αυτές ήταν θέσεις που έδωσε σε στρατηγούς της απολύτου εμπιστοσύνης του, τον Καππαδόκη Αλυάτη (ο Διογένης ήταν επίσης Καππαδόκης) και τον Βρυέννιο, ενώ ο ίδιος ανέλαβε το κέντρο του σχηματισμού. Η ανάθεση της διοικήσεως της οπισθοφυλακής στον Ανδρόνικο ίσως οφείλεται στη σιγουριά του αυτοκράτορος περί μη εμπλοκής της στη σύγκρουση, θεωρώντας πως θα κατόρθωνε να νικήσει τις δυνάμεις του σουλτάνου αποκλειστικά με την εμπροσθοφυλακή του. Ίσως ήθελε να του προσφέρει ένα μικρό μερίδιο της πιθανούς επιτυχίας ώστε να αμβλύνει τις αντιπαλότητά του με τον καίσαρα Ιωάννη, η οποία είχε καταστεί άκρως επικίνδυνη και για τους δύο. Ίσως σκόπευε, σε περίπτωση ήττας, να επέρριπτε όλες τις ευθύνες στον αρχηγό της οπισθοφυλακής.
Τα πράγματα όπως πήραν διαφορετική τροπή, καθότι η οπισθοφυλακή ευκόλως υπάκουσε στο πρόσταγμα του αρχηγού της. Κατ’ ουσίαν, αυτό ήταν η αφορμή που αναζητούσαν οι ήδη τρομοκρατημένοι και άϋπνοι στρατιώτες ώστε να εγκαταλείψουν το πεδίον της μάχης χωρίς να χρειαστεί να διακινδυνεύσουν τις ζωές τους σε μια καθολική και αμφιλεγόμενη σύγκρουση. Είναι δε χαρακτηριστικό πως μόλις ο Διογένης αντελήφθη την άνευ λόγου φυγή τους, τούς διέταξε να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αλλά ουδείς υπάκουσε.
To άρθρο θα ολοκληρωθεί στο δεύτερο μέρος
Πηγή ptisidiastima.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου