Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Από το defence-point
Αυτά τα τετελεσμένα, λογικά θα επιδιώκουν, κατά κύριο λόγο να βοηθήσουν τον Ερντογάν στον αποπροσανατολισμό της τουρκικής κοινής γνώμης από την οικονομική κρίση διά της αφύπνισης των ισχυρών εθνικιστικών αντανακλαστικών της. Αναλόγως της περιοχής ή του σημείου που θα επιλεγόταν για “υπερθέρμανση”, η Τουρκία θα μπορούσε να συνδυάσει και την επιθυμία ενεργητικής αμφισβήτησης των δραστηριοτήτων των ExxonMobil και QatarPetroleum στην κυπριακή ΑΟΖ. Σε περίπτωση αποτυχίας της Ελλάδας να αποτρέψει ενδεχόμενη τουρκική ενέργεια, η Τουρκία θα ενίσχυε το μήνυμα ότι είναι “αναντικατάστατη” για το ΝΑΤΟ κι ότι οι Αμερικανοί τελευταία ποντάρουν στην περιοχή σε “λάθος σύμμαχο”, στην Ελλάδα.
Ας δούμε όμως πιο συστηματικά τη μεγάλη εικόνα, ώστε να οδηγηθούμε σε ασφαλές συμπέρασμα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει η Ελλάδα να αντιδράσει, προκειμένου να αποτρέψει ενδεχόμενες επιθετικές κινήσεις εκ μέρους της Τουρκίας. Οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μοιάζουν να είναι υποενότητα της αστάθειας που παρατηρείται σε άλλες περιοχές του πλανήτη, όπως στην Ασία-Ειρηνικό. Αυτό όχι μόνο διότι εμπλέκονται ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα, αλλά και διότι η Τουρκία μιμείται σταθερά τη συμπεριφορά τους, επιχειρώντας να επιβληθεί ως περιφερειακή υπερδύναμη.
Υπάρχουν, όμως, και αποδείξεις σύνδεσης από την πλευρά των πρωταγωνιστών. Η ανάπτυξη ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων στα σύνορα της Ρωσίας με τη δικαιολογία των ετήσιων συμμαχικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, προφανώς έπαιξε ρόλο στην πρόσφατη αναφορά του Πούτιν περί πρόθεσης αποτροπής της εξάπλωσης του ΝΑΤΟ στην Ανατολή. Συνέπεσε δε με ιαπωνικές αναφορές ότι η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου δεν θα παρακολουθήσει παθητικά ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια της Κίνας κατά της Ταϊβάν.
Άρα, πρόκειται για μια έμμεση ρωσική χειρονομία χαλαρής έστω στήριξης του Πεκίνου, το οποίο με τη σειρά του σταθμίζει την πολιτική του στις άλλες γεωπολιτικές περιφέρειες ρωσικού ενδιαφέροντος. Διότι η σύνδεση των μετώπων σημαίνει ότι η σκόπιμη άνοδος της θερμοκρασίας στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας, όπου η Μόσχα διατηρεί λόγω εγγύτητας τακτικό πλεονέκτημα, μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε ενδεχόμενη κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Η Τουρκία αντιγράφει σταθερά την κινεζική στρατηγική στη Νότια Σινική Θάλασσα, επιδιώκοντας έμπρακτα, με όχημα τη θεωρία της “Γαλάζιας Πατρίδας” (Mavi Vatan) να ελέγξει την περιοχή σε βάρος όλων των μικροτέρου μεγέθους δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου. Στην προσπάθειά της αυτή, επίσης σταθερά τα τελευταία χρόνια, επιδιώκει να επωφεληθεί από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας, παρότι τυπικά παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ που ως βασική ή και αποκλειστική προτεραιότητα έχει την ανάσχεση της Ρωσίας. Παράλληλα φροντίζει να διατηρεί χαμηλά τη θερμοκρασία στις σχέσεις της με το Πεκίνο, αν και η έξαρση του Παντουρκισμού (πρόσφατο δείγμα ο χάρτης-δώρο του ακροδεξιού υπερεθνικιστή Μπαχτσελί στον Ερντογάν) ενοχλεί τους Κινέζους, εξαιτίας της εστίας τριβής με τους τουρκογενείς Ουιγούρους της κινεζικής επαρχίας Σινγιάνγκ.
Θετικά vs. αρνητικά της παρουσίας ΗΠΑ στην Αλεξανδρούπολη
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, αντιμετωπίζει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής, παρότι η στρατηγική της δεν προβλέπει ενεργητική εκμετάλλευση των ανταγωνισμών Ουάσιγκτον-Μόσχας. Όμως, η διέλευση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων από την περιοχή της Αλεξανδρούπολης, συνεπεία της αναπροσαρμογής των επιχειρησιακών σχεδίων της Συμμαχίας μετά τη θεαματική αύξηση της παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος, δημιουργεί εκ των πραγμάτων ένταση στις σχέσεις με τη Μόσχα.
Η κατάσταση αυτή προφανώς οδηγεί την ελληνική πλευρά στην ανάγκη αποστολής μηνυμάτων στο Κρεμλίνο, σε μια προσπάθεια αιτιολόγησης της έμμεσης ελληνικής συμμετοχής. Πρώτον, λόγω ότι η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Δεύτερον, λόγω της ανάγκης για ενίσχυση της ελληνικής αποτροπής απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στην ευαίσθητη χερσαία περιοχή του Έβρου εκ των πραγμάτων λειτουργεί αποτρεπτικά σε ενδεχόμενο τουρκικό τυχοδιωκτισμό.
Η προσπάθεια αυτή της ελληνικής διπλωματίας υπηρετείται και με την αύξηση των επαφών με τη Μόσχα, με αποκορύφωμα την προγραμματισμένη επίσκεψη εκεί του πρωθυπουργού στις αρχές Δεκεμβρίου. Η Μόσχα κατανοεί το περιοριστικό για την Ελλάδα “συμμαχικό πλαίσιο”, αλλά είναι φυσιολογικό να χρησιμοποιεί τις εξελίξεις για να πιέσει την Αθήνα, σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη αξία που έχει η Ρωσία στο πλαίσιο της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.
Η εικόνα καθίσταται ακόμα πιο περίπλοκη, καθώς η συγκέντρωση στρατευμάτων στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας και η αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία από τη Λευκορωσία, επιβαρύνει έτι περαιτέρω την κατάσταση. Δεν είναι σαφές εάν οι επαφές των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας θα οδηγήσουν σε αποκλιμάκωση.
Η Ρωσία “διαβάζει” πίσω από την κλιμάκωση τη σκόπιμη προώθηση της αντιρωσικής ατζέντας των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, η οποία εξουδετερώνει βραχυπρόθεσμα κάθε φωνή λογικής στην Ουάσιγκτον για την ενεργητική αναζήτηση τρόπου αποκλιμάκωσης στις σχέσεις με τη Μόσχα. Επειδή, όμως, ο ρυθμός συγκέντρωσης δυνάμεων είναι αρκούντως ανησυχητικός, εγείρονται εύλογες ανησυχίες για την οπτική τόσο των Αμερικανών όσο και των Ρώσων για τη σταθερότητα στην Ουκρανία.
Η Μόσχα διαπιστώνει ότι οι ΗΠΑ επιδιώκουν ταχεία “κατοχύρωση θέσεων” εντός της Ουκρανίας. Στην Ελλάδα θα έπρεπε το δεδομένο αυτό να θυμίζει λίγο την περίπτωση της βεβιασμένης εισόδου των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Ακόμα και σε περίπτωση διάλυσης της χώρας, οι συμμαχικές δυνάμεις θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην αποτροπή των δυσμενέστερων σεναρίων, μίας νέας ανάφλεξης στη Βαλκανική. Ισχύει άραγε κάτι παρόμοιο και στην περίπτωση της Ουκρανίας; Οι δυο πλευρές έχουν “Σχέδιο Β” σε περίπτωση εκτροπής; Η έντονη στρατιωτική παρουσία, πάντως, μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής του σεναρίου αποσταθεροποίησης. Διότι άλλες είναι οι εμπλεκόμενες δυνάμεις στα Βαλκάνια και άλλες στην αυλή της Ρωσίας.
Σ’ αυτό το μέτωπο υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα που δεν φαίνεται να απασχολεί πολλούς. Η Δύση επιμένει να επιβάλει στη Ρωσία έναν “εξαμερικανισμό” της Ουκρανίας. Εάν, όμως, ασκηθεί υπερβολική πίεση στη Μόσχα, πώς μπορεί να αποκλειστεί μια ρωσική επιθετική ενέργεια; Πέραν του ότι θα επιτρέψει στην Τουρκία να συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι του “επιτήδειου ανεξάρτητου”, πιθανόν να πλήξει καθοριστικά και την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια.
Όταν εθνικές και συμμαχικές προτεραιότητες δεν ευθυγραμμίζονται απολύτως
Η ελληνική διπλωματία καλείται να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί. Σε κάθε επαφή που πραγματοποιεί οφείλει να ξεκαθαρίζει ότι πρωταρχική της μέριμνα είναι η διασφάλιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε διπλωματικό επίπεδο προηγούνται οι εθνικές από τις συμμαχικές προτεραιότητες, οι οποίες δεν είναι ανεκτό να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Στο στρατιωτικό πεδίο, τα ομολογημένα από τους ίδιους τους Τούρκους επιτελείς προβλήματα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, λογικά αποτρέπουν τον Ερντογάν από την αναζήτηση πολιτικού διεξόδου, μέσω ενός στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού. Για να διασφαλιστεί, όμως, ότι δεν θα κάνει το σφάλμα να ποντάρει σε μια “εύκολη νίκη”, η ελληνική αποτρεπτική ρητορική πρέπει να καταστεί συγκεκριμένη και εξαιρετικά σαφής.
Πρέπει να ξεκαθαριστεί προς την τουρκική πλευρά και προς κάθε ενδιαφερόμενο ότι δεν θα πρέπει να ποντάρουν στη συνήθη “πολιτισμένη” αντιμετώπιση ενδεχόμενης κρίσης εκ μέρους της Ελλάδας. Η περιοχή βρίσκεται σε μετάβαση και τα περιθώρια είναι από στενά έως ασφυκτικά. Εάν η Ελλάδα, με σταθερότητα και πειστικότητα, επιδείξει στρατιωτικά την ετοιμότητα και πολιτικά τη βούληση να μην “προσαρμοστεί” σε ενδεχόμενο τετελεσμένο, στην Άγκυρα θα σκεφτούν πολλές φορές πριν αποτολμήσουν οτιδήποτε, δεδομένου ότι η κατάσταση που επικρατεί και στο εσωτερικό της Τουρκίας και στην περιοχή μπορεί να μετατρέψει έναν τουρκικό τυχοδιωκτισμό σε μπούμεραγκ.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου