Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Η συνεργασία Ρωσίας – Κίνας: Καθοριστική για το μέλλον του πλανήτη;

Οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας συσφίγγονται ολοένα και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες, αν και, εν πολλοίς, αφανώς και σιωπηρά.

Του Ευάγγελου Κοροβίνη [Άρδην τ. 111]
Από το ardin-rixi 

Το έτος λήξης του ψυχρού πολέμου, το 1989, σηματοδοτεί το ξεπάγωμα των σχέσεων Ρωσίας και Κίνας, του οποίου είχε προηγηθεί η σινοσοβιετική αντιπαράθεση της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Μετά το 1989, οι ρωσοκινεζικές σχέσεις βελτιώνονται συνεχώς, με τη συνεργασία των δύο χωρών να αποκτά νέα ορμή όταν πρόεδρος της Κίνας έγινε το 2012 ο Ξι Τζιπίνγκ. Καταλύτης για την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων Ρωσίας και Κίνας υπήρξε η ουκρανική και η συριακή κρίση και η όλο και πιο επιθετική συμπεριφορά των ΗΠΑ απέναντι στο ανασφαλές καθεστώς της Β. Κορέας.

Η συνεργασία Ρωσίας και Κίνας εκδηλώνεται και υλοποιείται κυρίως σε τέσσερις τομείς: την Ενέργεια, την Άμυνα, το σχεδιασμό της διεθνούς οικονομικής αρχιτεκτονικής και την εξωτερική πολιτική των δύο χωρών.

Έτσι, παρά τους ισχυρισμούς κάποιων ότι, λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια, επιβραδύνθηκε η συνεργασία Ρωσίας και Κίνας στον ενεργειακό τομέα, η κατασκευή αγωγών ορυκτών καυσίμων μεταξύ των δύο χωρών προχωράει κανονικά. Εξάλλου, πρόσφατα ανακοινώθηκε η εξαγορά μέρους των μετοχών της ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας Rosneft από κινέζικο επιχειρηματικό κολοσσό. Η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα θα μακροημερεύσει, καθώς η Ρωσία παραμένει ενεργειακός γίγαντας, ενώ η Κίνα διψά για ορυκτά καύσιμα.

Στην άμυνα, εκτός από την πώληση στην Κίνα εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, όπως του γνωστού για τις επιδόσεις του πολεμικού αεροσκάφους Su-35 και των πυραυλικών αμυντικών συστημάτων S–400, καθώς και τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια, οι Κινέζοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους Ρώσους στην τεχνολογία των κινητήρων των πολεμικών αεροσκαφών τους. Οι Ρώσοι με την σειρά τους στηρίζονται σε κινέζικη τεχνολογία σε ότι αφορά τα ηλεκτρονικά υποσυστήματα για ορισμένα από τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Εξάλλου, η σημαντική πρόοδος που σημειώνει η Κίνα στην παραγωγή των λεγόμενων υπερυπολογιστών, θα της επιτρέψει στο εγγύς μέλλον να αναπτύξει την τεχνολογία του κυβερνοπολέμου, που τυφλώνει τα συστήματα επικοινωνίας του αντιπάλου και, μεσοπρόθεσμα, να παράγει και διαστημικά όπλα.

Στο πεδίο της οικονομικής συνεργασίας, καταγράφεται, κατ’ αρχήν, η δραστική στήριξη της Ρωσίας από την Κίνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί έπειτα από την προσάρτηση της Κριμαίας. Περαιτέρω, οι δύο χώρες προωθούν κοινούς σχεδιασμούς για να παρακάμψουν το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. (Γίνεται λόγος για τις συνεχείς αγορές χρυσού από τη Ρωσία και την Κίνα τα τελευταία χρόνια, μαζί με την αύξηση της παραγωγής του σε αυτές τις χώρες, καθώς και για το γεγονός ότι η Κίνα ετοιμάζεται να υπογράψει συμβόλαια μελλοντικής αγοράς πετρελαίου τιμολογημένα σε κινέζικα γουάν μετατρέψιμα σε χρυσό). Οι δύο χώρες συνεργάζονται, επίσης, για να συγχωνεύσουν τη ρωσική πρωτοβουλία για την Ευρασιατική Οικονομική Ένωση με την κινεζική για το νέο Δρόμο του Mεταξιού. Πρόκειται για ένα σχέδιο προϋπολογισμού ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, που εμπλέκει περισσότερες από 60 χώρες και αφορά, κυρίως, κατασκευή έργων υποδομής (λιμάνια, σιδηροδρόμους, οδικούς άξονες κ.λπ.). Η Κίνα είναι παρούσα ως ο βασικότερος ξένος επενδυτής στην υποσαχάρια Αφρική και, τελευταία, και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Η συνεργασία, τέλος, των δύο χωρών στην εξωτερική πολιτική εκδηλώνεται με την υποστήριξη που παρέχει η μία στην άλλη σε κάθε σύγκρουση. Σε ότι αφορά τη συριακή κρίση και γενικότερα τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, ο πρώτος λόγος αφήνεται στη Ρωσία, καθώς η χώρα αυτή μαζί με τους συμμάχους της (καθεστώς Άσαντ, Ιράν, Χεζμπολάχ, πολιτοφυλακές Σιιτών του Ιράκ και μετριοπαθείς Σουνίτες) κέρδισαν τον πόλεμο κατά των τζιχαντιστών. Πρόκειται για μία νίκη που αποδεικνύεται ήδη κρίσιμη για τον έλεγχο της περιοχής. Είναι πολύ χαρακτηριστικά, από αυτήν την άποψη, τα πολλά ταξίδια του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μ. Νετανιάχου στη Μόσχα, την οποία πρόσφατα επισκέφθηκε για πρώτη φορά στα χρονικά, ακόμη και ο πλέον εχθρικά διακείμενος προς τη Ρωσία παράγων της περιοχής, ο Σαουδάραβας μονάρχης, την ίδια στιγμή που οι επαφές των ηγετών της Μ. Ανατολής με την Ουάσινγκτον περιορίζονται. Στο πρόβλημα της Β. Κορέας, τώρα, τον πρώτο λόγο έχει η Κίνα, αν και, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τη σημαντικότατη για τις ισορροπίες στην Άπω Ανατολή «αμφιρρέπουσα» Ινδία, ο ρόλος της Ρωσίας είναι αυξημένος.

Μια «συμπεριληπτική» παγκοσμιοποίηση

Οι περισσότερες χώρες, όταν συνάπτουν συμμαχίες με άλλες χώρες, δημοσιοποιούν το γεγονός με σαφή και έντονο τρόπο. Αντίθετα, ο λόγος για τον οποίο η συμμαχία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας δεν αναγνωριζόταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ως βαθιά και διαρκής, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι δύο χώρες κρατούσαν και κρατούν και τώρα, εν πολλοίς, χαμηλούς τόνους. Και επίτηδες, δεν τη διατυμπανίζουν, κυρίως για να μη συσπειρώσουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους των εναντίον της. Πόσο μάλλον αν γίνει αντιληπτό ευρύτερα ότι η συνεργασία Ρωσίας και Κίνας δε λειτουργεί ως ένα απλό αντίβαρο στην ισχύ των ΗΠΑ, αλλά φιλοδοξεί να προωθηθεί ως θεμέλιο και πυρήνας μιας νέου τύπου παγκοσμιοποίησης, μιας «συμπεριληπτικής» παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτού του τύπου της παγκοσμιοποίησης, τα έθνη-κράτη συνεχίζουν να συναλλάσσονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, διατηρώντας, όμως, τον έλεγχο του οικονομικού μέλλοντός τους, του πολιτικού τους συστήματος και της εξωτερικής τους πολιτικής.

Πέραν της έμφασης που δίνεται, στο πλαίσιο αυτής της αντιπρότασης, στον κυριαρχικό ρόλο των κρατών, τονίζεται, επίσης, η σημασία των παραγωγικών επενδύσεων και των έργων υποδομής και περιορίζεται η σημασία των χρηματοοικονομικών ροών, ενώ η προωθούμενη καπιταλιστική ανάπτυξη γίνεται προσπάθεια να συνδυαστεί με την κοινωνική συνοχή. Γενικά μιλώντας και επιχειρώντας μία πρώτη αποτίμηση του όλου εγχειρήματος, πρόκειται για προώθηση μια πολυπολικής παγκοσμιοποίησης, βασισμένης στο βεστφαλιανό σύστημα των κυρίαρχων κρατών και, από οικονομική άποψη, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, για προσπάθεια επιστροφής στον Κέυνς και απομάκρυνσης από τα οικονομικά της προσφοράς του νεοφιλελευθερισμού.

Πριν επιχειρήσουμε να διαγνώσουμε τη μεσομακροπόθεσμη βιωσιμότητα της ρωσοκινεζικής αντιπρότασης, θα παραθέσουμε παρακάτω τα κύρια σημεία μιας χαρακτηριστικής για το θέμα συνέντευξης.

Ο Ντούγκιν και η εναλλακτική μεταφιλελεύθερη νεωτερικότητα

Π ρόκειται για μία πρόσφατη συνέντευξη του φερόμενου και ως «θεωρητικού» του Πούτιν, του Αλεξάντερ Ντούγκιν, στον Πωλ Ρόμπινσον, που παρουσιάστηκε από το Irrussianality στις 13/9/2017. Προσπαθώντας να στηρίξει το ρωσοκινεζικό πρόταγμα για μία εναλλακτική, νεωτερική πάντα, διεθνή τάξη, ο Ντούγκιν αναφέρει, αρχικά, ότι ο εκσυγχρονισμός της Ρωσικής κοινωνίας, και στην Τσαρική και στη Σοβιετική περίοδο, ήταν μερικός, διατηρώντας πάντα έναν κάποιο συντηρητικό, αρχαϊκό πυρήνα. Πολλά στοιχεία που μοιάζουν νεωτερικά, όπως ο μπολσεβικισμός, σε στενότερη επισκόπηση, δεν υπήρξαν τόσο νεωτερικά και σύγχρονα. Αν πάλι εξεταστεί η τρέχουσα κατάσταση της Ρωσίας, η μειοψηφική σε αριθμούς αναγέννηση της Ορθοδοξίας και η λατρεία του ηγέτη, όπως των Τσάρων στο παρελθόν, συνυπάρχουν με τον έντονο ατομοκεντρισμό τμημάτων του πληθυσμού. Όσοι, λοιπόν, στη Δύση ομιλούν για συντηρητική στροφή στη Ρωσία του Πούτιν απλοποιούν μια σύνθετη κατάσταση.

Ο Ντούγκιν συνεχίζει τονίζοντας ότι η Δύση δε μπορεί σήμερα να περιγράψει ούτε την κατάσταση των δικών της κοινωνιών με επάρκεια. Οι Δυτικοί δεν ήταν πάντοτε έτσι. Η ιδιωτεία και ανοησία των δυτικών ελίτ αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 και το σημείο καμπής υπήρξε η δεκαετία του 1980. Ξαφνικά, στένεψαν οι ορίζοντες. Οι Δυτικοί πριν ήταν ανοιχτοί, ελεύθεροι, επέτρεπαν τη συνύπαρξη πολλών οπτικών γωνιών και άκουγαν με προσοχή ο ένας τον άλλον. Και ξαφνικά, τα πάντα άλλαξαν. Έχει κανείς την εντύπωση ότι ο ολοκληρωτισμός μεταπήδησε από τη Ρωσία των Σοβιέτ στη μεταμοντέρνα Δύση της παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν ανέχεται την οποιαδήποτε αντίρρηση και αντίθεση. Δαιμονοποιεί τους πάντες ως εθνικιστές και φασίστες, εξτρεμιστές, ομοφοβικούς κ.λπ. Οι συντηρητικοί, στο πλαίσιο αυτό, γίνονται αντικείμενα ενός φιλελεύθερου ρατσισμού. Αν κοιτάξουμε, όμως, πιο προσεκτικά τους Δυτικούς στοχαστές του παρελθόντος, ήταν στην πλειοψηφία τους αντιφιλελεύθεροι, ανεξάρτητα αν βρίσκονταν στο αριστερό ή στο δεξιό άκρο του πολιτικο-ιδεολογικού φάσματος. Οι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Πόπερ και ο Χάγιεκ, ήταν λίγοι σε αριθμό και μικρής αξίας. Μέχρι ένα ορισμένο χρονικό σημείο, όταν η φιλελεύθερη και γκλομπαλιστική ιδεολογία θριάμβευσε, η Δύση ήταν κόσμημα. Ο Ντούγκιν υπογραμμίζει ότι δεν είναι αντιδυτικός, αλλά ότι είναι αντιφιλελεύθερος.

Στην συνέχεια, ο Ρώσος στοχαστής αναφέρεται στον Ευρασιανισμό, στη Ρωσία ως μετέχουσα τόσο της Ευρώπης, όσο και της Ασίας. Ειδικά για την τελευταία, την Ασία, όταν μιλάμε γι’ αυτήν, σκεφτόμαστε ότι πρόκειται για μία περιοχή μη ινδοευρωπαϊκή. Αλλά υπάρχουν δύο πολιτισμοί στην Ασία που είναι καθαρά ινδοευρωπαϊκοί, το Ιράν και η Ινδία. Ο Ντούγκιν τονίζει τη σημασία των τουρανικής καταγωγής νομαδικών ινδοευρωπαϊκών λαών, που υπήρξαν οι πρόγονοι των Ιρανών, των Ινδών και των Ευρωπαίων. Υπό την πολιτιστική επιρροή των τουρανικής καταγωγής νομάδων, βρέθηκαν και οι Μογγόλοι και οι Τούρκοι, αν και δεν είναι Ινδοευρωπαίοι. Απ’ αυτήν την άποψη, δεν πρέπει να γίνεται λόγος για «αντίθεση Ανατολής και Δύσης». Η Ρωσία, η οποία κείται στο μέσον μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δεν είναι ένας μηχανιστικός συνδυασμός Ανατολικών και Δυτικών στοιχείων, αλλά ένα πεδίο διαλόγου αρχών, μια όσμωση εννοιολογικών και σημασιολογικών πυρήνων των πιο ποικίλων τύπων πολιτισμού. Ο Δυτικός Λόγος, τον οποίο [ο Ντούγκιν] αντιμετωπίζει με σεβασμό και αγάπη, δεν τον εμποδίζει να δίνει προσοχή στο Λόγο της Ανατολής, στους πολλούς Λόγους για παράδειγμα της κινέζικης παράδοσης. Ο Ευρασιανισμός, τελικά, είναι μια πρόσκληση στον αντιρατσισμό.

Στη συνέχεια, ο Ντούγκιν ασκεί κριτική στη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αν αναλύσουμε, λέει, τη γενεαλογία της παγκοσμιοποίησης, βλέπουμε μια αγγλοσαξωνική, μια αμερικάνικη για την ακρίβεια, ιδεολογία στην αφετηρία. Ο φιλελευθερισμός που προήλθε, σε τελευταία ανάλυση, από την προτεσταντική ηθική, όπως λέει ο Weber, κυριάρχησε τελικά στον πλανήτη, αλλά δεν είναι η Δύση στο σύνολό της, αντίθετα είναι ένα μέρος της. Ο φιλελευθερισμός, όμως, καταπίνει γρήγορα το σύνολο της Δύσης. ‘Ήταν ένα μέρος της κατά τα άλλα θεμιτό, αλλά τείνει να γίνει το όλον, μια καθολική νόρμα. Ο Ευρασιανισμός αντιτίθεται στη γκλομπαλιστική φιλελεύθερη ιδεολογία. Η Δύση συνέδεσε, δυστυχώς, την τύχη της, από ένα σημείο και πέρα, με μια καρκινωματώδη διόγκωση της Σκωτικής φιλοσοφίας του «κοινού νου» του 18ου αιώνα, που τείνει να γίνει παγκόσμια. Πρέπει να ελευθερώσουμε τους πολιτισμούς, περιλαμβανομένου και του Αγγλοσαξωνικού, απ’ αυτήν την καρκινωματώδη εξαλλαγή, την απολυτοποίηση του μερικού, που οδηγείται προς την άβυσσο και απειλεί να συμπαρασύρει όλη την ανθρωπότητα μαζί της.

Σχολιάζοντας τη συνέντευξη Ντούγκιν και αποτιμώντας την πιθανότητα να αναδυθεί στις μέρες μας μια εναλλακτική εκδοχή της νεωτερικότητας, με κυρίαρχα κεϋνσιανά έθνη-κράτη στον πυρήνα της, σπεύδουμε εξαρχής να τονίσουμε ότι η πιθανότητα να μακροημερεύσει μία μεταφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, που δε θα είναι ταυτόχρονα και ευρύτερα μετανεωτερική, είναι περιορισμένη. Και τούτο γιατί, κατ’ αρχήν, στη θέση των New Dealers, των αξιωματούχων των κυβερνήσεων Ρούσβελτ, που (αν και δεν εμπνέονταν ευθέως από τον Κέυνς) οργάνωσαν, υπό την αιγίδα του κράτους, μια συμμαχία των κατά τα άλλα συγκρουόμενων συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας, για την αντιμετώπιση της κρίσης του 1929, βρίσκονται σήμερα – ήδη από τη δεκαετία του 1980 – τα golden boys.

Πράγματι, η συμμαχία κεφαλαίου–εργασίας αποδείχθηκε ανθεκτική και μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς στις ΗΠΑ και τα δύο κόμματα αποδέχθηκαν τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγαν οι New Dealers ως σταθερά της δημόσιας ζωής. Στην Ευρώπη, τη συμμαχία των «κοινωνικών εταίρων» προώθησαν, κυρίως, τα σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα. Αυτό συνεχίσθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν άρχισε να αποσαθρώνεται ο ανθρωπολογικός τύπος που στήριξε το όλο κεϋνσιανό εγχείρημα.

Από τότε, και πιο αποφασιστικά από τη δεκαετία του 1980, ο καπιταλισμός αρχίζει να μεταλλάσσεται σε απροκάλυπτη κλεπτοκρατία. Οι φιγούρες των golden boys δεν αποτελούν καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο, αλλά τα «φανταχτερά» απομεινάρια της αποσύνθεσης προηγούμενων ανθρωπολογικών τύπων (του αστού, του τεχνοκράτη κ.λπ.)

Η μετάβαση από τον εθνοκρατικό κεϋνσιανισμό στις απάτριδες δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δεν υπήρξε ένα ατύχημα ή ένα καπρίτσιο των «μισάνθρωπων» ελίτ, αλλά μια οργανική και αναγκαία ολίσθηση του συστήματος, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση της ατομικότητας, μέσα από την προώθηση ενός κοινωνικού δαρβινισμού. Καθώς στα κέντρα του συστήματος δεν είναι δυνατή η άσκηση εξωοικονομικής βίας σε μεγάλη κλίμακα, ώστε να πειθαρχηθεί ό,τι έχει μείνει από την εργατική τάξη μετά την αποβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών και να εξασφαλισθεί και η υπακοή των φτωχοποιούμενων μεσοστρωμάτων, επιλέγονται μορφές ανοιχτής οικονομικής βίας: η απειλή απώλειας της θέσης εργασίας, λόγω του σταθερά υψηλού ποσοστού ανεργίας, η υπερχρέωση κρατών και ιδιωτών, κ.λπ. Από την πραγματικότητα της κρίσης της ατομικότητας δε μπορούν να διαφύγουν όμως, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, ούτε η Κίνα, ούτε η Ρωσία, όπως θα φανεί παρακάτω όταν γίνει λόγος για την ενδημική διαφθορά και την, κατά τόπους, κατάχρηση εξουσίας που χαρακτηρίζει τα καθεστώτα τους.

Ας σημειώσουμε, πάντως, ότι στα παλαιά κέντρα του Συστήματος, και ιδίως στην Ουάσιγκτον, η ενδημική διαφθορά μοιάζει σχεδόν γενικευμένη. ‘Έχει, δε, προκαλέσει βαθιά σήψη των μηχανισμών αναπαραγωγής των κορυφαίων δικτύων «νοημοσύνης», από τη λειτουργία των οποίων εξαρτάται σήμερα ο όποιος ορθολογικός προσανατολισμός των «δοκούντων άρχειν των εθνών» στον πραγματικό κόσμο.

Η αντίδραση απέναντι στο ρωσοκινεζικό πρόταγμα

Πριν συζητηθούν τα φαινόμενα αυτά της διαφθοράς και της κατάχρησης εξουσίας και η ανθρωπολογική τους βάση, θα γίνει μία σύντομη αναφορά στις αντιδράσεις που συναντά το ρωσοκινέζικο πρόταγμα της «συμπεριληπτικής» παγκοσμιοποίησης. Νεοσυντηρητικά γεράκια στις ΗΠΑ, όπως ο γερουσιαστής McCain, επιδιώκουν να παραμερισθούν τα προσχήματα και να προσδιορισθούν τα καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας ως «ανελεύθερα» και «αυταρχικά» και, στην καλύτερη περίπτωση, «ημιδημοκρατικά» και να θεωρηθούν η Ρωσία και η Κίνα εχθροί των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Η ατζέντα  των νεοσυντηρητικών γίνεται προσπάθεια να συνδυασθεί με την ατζέντα οπαδών του προστατευτισμού, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, που θέλουν να κλείσουν την αμερικάνικη αγορά στα κινέζικα προϊόντα.

Έτσι, ο Τραμπ άδραξε την ευκαιρία που του έδωσαν οι απειλές του καθεστώτος της Β. Κορέας, για να συνδέσει το ζήτημα της ασφάλειας των ΗΠΑ με την εμπορική του πολιτική. Είναι χαρακτηριστική, απ’ αυτήν την άποψη, η άρνηση του προέδρου των ΗΠΑ να αποδεχθεί πολυμερείς διαπραγματεύσεις για το βορειοκορεατικό και να συζητήσει την πρόταση των Ρώσων και των Κινέζων για «διπλό πάγωμα» της κρίσης, για διακοπή δηλαδή των πυρηνικών δοκιμών της Β. Κορέας, με αντάλλαγμα το σταμάτημα των στρατιωτικών γυμνασίων ΗΠΑ και Ν. Κορέας, πρόταση η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο ρωσοκινεζικό σχέδιο για αποπυρηνικοποίηση της κορεάτικης χερσονήσου στο σύνολό της. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ κλιμακώνει συνεχώς την ένταση με τη Β. Κορέα και επαναφέρει στο προσκήνιο την απειλή ενός οικονομικού πολέμου με την Κίνα, με το αιτιολογικό ότι η χώρα αυτή δεν είναι τόσο αυστηρή όσο εκείνος θα ήθελε με τους απείθαρχους γείτονές της. Αποκαλύπτεται, έτσι, η θλιβερή πραγματικότητα, ότι οι ηγέτες των ΗΠΑ και η καθοδηγούμενη από τους εξοπλισμούς οικονομία τους δε θέλουν την ειρήνη στην κορεατική χερσόνησο. Εντάσεις, συγκρούσεις και η βαριά σκιά ενός επικείμενου πολέμου είναι, επιπλέον, ουσιώδεις όροι για να διασφαλισθεί η αμερικανική παρουσία στην Ασία και τον Ειρηνικό και ευρύτερα σε όλον τον πλανήτη. Κινδυνεύοντας να χάσουν τον έλεγχο της Μ. Ανατολής (αν δεν τον έχουν χάσει ήδη), οι αμερικανοί προσπαθούν απεγνωσμένα να κερδίσουν μία νίκη στο μέτωπο της Β. Κορέας, ώστε να μην αναδειχθεί ο Ντόναλντ Τραμπ σε αμερικανό Γκορμπατσώφ, από εκεί που προσπαθούσε να πλασαριστεί ως νέος Ρήγκαν. Ούτως ώστε, οι ΗΠΑ συνολικά να «ρεφάρουν».

Πριν εξετασθεί η πιθανότητα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος με αφορμή το βορειοκορεατικό, θα γίνει μία σχετικά σύντομη εκτίμηση της ευστάθειας του κινέζικου καθεστώτος, καθώς γίνεται πολύς λόγος γι’ αυτήν τα τελευταία χρόνια.

Κομβικό ζήτημα για την ευστάθεια του καθεστώτος, πέρα από την επίκληση της οικονομικής ευμάρειας και την αποκατάσταση της Εθνικής Ισχύος που πέτυχε το μονοκομματικό καθεστώς, είναι το ζήτημα της διαφθοράς και της, κατά τόπους, κατάχρησης εξουσίας. Η κυρίαρχη ερμηνεία των φαινομένων αυτών τα συνδέει με το γεγονός ότι η παλιά κομμουνιστική ηθική των στελεχών του ΚΚΚ φαίνεται να έχει ατονήσει αρκετά, ενώ οι προσπάθειες που γίνονται τελευταία να επανεισαχθούν στοιχεία της κομφουκιανής ηθικής, με έμφαση στο σεβασμό της ιεραρχίας, αποδίδουν περιορισμένους καρπούς.

Είναι, όμως, τα φαινόμενα διαφθοράς και κατάχρησης εξουσίας απλά και μόνον ζητήματα ηθικής των στελεχών του καθεστώτος; Η ουσία της στρατηγικής του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ υπήρξε η προσπάθεια σταδιακού εκσυγχρονισμού της Κίνας, με την ενσωμάτωση πολλών στοιχείων του οικονομικού φιλελευθερισμού και ελάχιστων στοιχείων πολιτικού φιλελευθερισμού. ‘Έτσι, στη γεωργία, για παράδειγμα, αρχικά επιτράπηκε στους αγρότες να έχουν ιδιωτικές οικονομικές δραστηριότητες, παράλληλα με την απασχόλησή τους στις κολεκτίβες που σταδιακά καταργήθηκαν. Στη βιομηχανία, αρχικά, υιοθετήθηκαν ειδικές οικονομικές ζώνες σε παράλιες περιοχές, όπου ίσχυε ειδικό φορολογικό καθεστώς και άλλες διευκολύνσεις για τις ξένες επιχειρήσεις. Τα μέτρα αυτά γενικεύθηκαν, αργότερα, σε όλη την Κίνα. Στην παιδεία, για να αντισταθμιστούν τα ελλείμματα σε ειδικευμένο προσωπικό, αποφυλακίσθηκαν δεκάδες χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ενώ ενθαρρύνθηκαν οι σπουδές των νέων στο εξωτερικό. Τα κύρια στοιχεία πολιτικού φιλελευθερισμού που ενσωματώθηκαν ήταν η διαβούλευση στη βάση του κόμματος, πριν τη λήψη αποφάσεων από τα κεντρικά του όργανα, και το άνοιγμα του κόμματος σε στελέχωση και από επιχειρηματίες, πέραν της δεξαμενής στελεχών που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα.

Πρέπει να δεχθούμε τώρα, ότι η ανθρωπολογική κατάρρευση που σημειώνεται στη Δύση από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (όπως ειπώθηκε προηγουμένως), θα συμπεριλάβει σταδιακά και όλους όσοι σπεύσουν να «εκσυγχρονισθούν», υιοθετώντας στοιχεία του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού σε διάφορα μείγματα, προκειμένου να εισέλθουν έτσι στον δρόμο της νεωτερικής εξατομίκευσης, με αποτέλεσμα να συμμεριστούν κι αυτοί με τη σειρά τους την κρίση της εξατομίκευσης και την αποσύνθεση των φορέων της. Αυτή είναι η ανθρωπολογική βάση της ενδημικής διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού και της γραφειοκρατίας στην Κίνα (αλλά και στη Ρωσία). Δεν πρόκειται απλά για ζήτημα χαλάρωσης των ηθών, αλλά για το γεγονός ότι η Νεωτερικότητα για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της «καίει» προνεωτερικούς πολιτισμικούς «θησαυρούς» και τις υποδομές μακροβιότητας των άλλων πολιτισμών.

Το πρόβλημα που σχετίζεται με την ευστάθεια του κινεζικού καθεστώτος, περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, αν σχηματισθεί μια υπολογίσιμη αριθμητικά μεσαία τάξη (πράγμα που ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει), μοιραία από ένα σημείο και πέρα θα αρχίσει να ζητά «πολιτικές ελευθερίες» και χαλάρωση του ελέγχου της κεντρικής εξουσίας στη δημόσια ζωή. Πόσο μπορεί να συμβάλει στην ευστάθεια και τη μακροβιότητα του μονοκομματικού καθεστώτος η πείρα μιας ιστορίας, όπως η κινέζικη, που πάει σε βάθος πέντε χιλιάδων χρόνων και διδάσκει ότι μια χαλάρωση της κεντρικής εξουσίας μπορεί να οδηγήσει είτε σε νέο χάος, τύπου Πολιτιστικής Επανάστασης, είτε σε διασπαστικές τάσεις με τοπικούς πολέμαρχους, όπως στο απώτερο κινέζικο παρελθόν; Είναι χαρακτηριστικό, πράγματι, ότι ενώ οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, βλέπουν την κεντρική κυβέρνηση σαν αναγκαίο κακό, για τους Κινέζους, η κυβέρνηση είναι αναγκαίο καλό. Οι εποχές διάσπασης σε αλληλομισούμενα εμπόλεμα κράτη ήταν πάντοτε εποχές χάους, ανομίας και οικονομικής δυσπραγίας. Η πλέον διακριτή κινέζικη ιδέα είναι, ίσως, το να είσαι «συνεκτικός». Η συνεκτικότητα αποτελεί το κλειδί της ισχύος και της κοινωνικής ειρήνης. Το αντίθετο, στα πλαίσια αυτά, της κινέζικης σοφίας δεν είναι το λάθος, αλλά η αυτονομημένη μερικότητα. Η δυστυχία των ανθρώπων προκύπτει  από την τύφλωση να βλέπουν μια μερική όψη μόνον και να αφήνουν στο σκοτάδι τη συνολική εικόνα. Ο κομφουκιανισμός, ο ταοϊσμός και ο λεγκαλισμός (οι τρεις βασικές παραδόσεις του κινεζικού πολιτισμού) μπορεί να ερμηνευθούν σα διαφορετικές προσπάθειες τερματισμού των αντιπαλοτήτων προς κάθε κατεύθυνση. Αντιπαλοτήτων που συνδέθηκαν με την περίοδο των εμπόλεμων  κρατών.

Ο βαθμός ευστάθειας του κινεζικού καθεστώτος θα φανεί, εν πάση περιπτώσει, από την αντοχή του στις τρέχουσες και τις επικείμενες συγκρούσεις και από την ικανότητα του να αξιοποιήσει την πείρα πέντε χιλιάδων χρόνων ιστορίας του κινέζικου έθνους.

Οι περιορισμένες πιθανότητες ενός νέου παγκοσμίου πολέμου

Η παγκοσμιοποίηση και η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των οικονομιών των μεγάλων δυνάμεων υποτίθεται ότι καθιστά το κόστος ενός νέου παγκόσμιου πολέμου απαγορευτικό. Πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, η οικονομική αλληλεξάρτηση των μεγάλων δυνάμεων ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι σήμερα, χωρίς όμως να αποτραπεί το ξέσπασμά του.

Στην πραγματικότητα, η αντιπαλότητα μεταξύ Ρωσίας και Κίνας από τη μία μεριά, και των ΗΠΑ από την άλλη, θα μπορούσε να εξελιχθεί άνετα και γρήγορα σε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, αν δεν υπήρχαν τα εκατέρωθεν πυρηνικά οπλοστάσια. Κάθε φορά στην ιστορία που μία ηγεμονική δύναμη «έδυε» και μια ανταγωνιστική δύναμη «ανέτειλε», το λόγο τον είχε ο πόλεμος. Σήμερα, λόγω των πυρηνικών εξοπλισμών, είναι δύσκολο, αν και όχι αδύνατο, να οδηγηθούν οι εξελίξεις σε ένα θερμό πυρηνικό πόλεμο. Αν δεν επικρατήσουν οι άκρως επικίνδυνες θεωρίες περί ενός, υποτίθεται αποφασιστικού, «πρώτου πλήγματος», η αστάθεια που προκαλείται στο διεθνές σύστημα από την ανάδειξη του ανταγωνιστικού ρωσοκινεζικού πόλου ισχύος και τη διάθεση της παρακμάζουσας ηγεμονικής δύναμης, των ΗΠΑ, να μην παραδοθεί αμαχητί, θα καταλήξει, μάλλον, προς έντονες αντιπαλότητες τύπου ψυχρού πολέμου, παρά σε ανοιχτή πολεμική σύρραξη, καθώς και σε πολλαπλασιασμό των περιφερειακών συγκρούσεων με χρήση συμβατικών όπλων.

Πηγές

Alexander Mercouris, «Putin in China. The Russian-Chinese Alliance», The Duran, 05/07/2016

Κώστας Ράπτης, «Ποιο το βάθος της «στρατηγικής» σύμπραξης Κίνας-Ρωσίας», www.capital.gr

Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η Διεθνής Πολιτική στον 21ο αιώνα, Ποιότητα, Αθήνα 2008

Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η Κίνα από την ουράνια αυτοκρατορία στην ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα, Ποιότητα, Αθήνα 2013

Francois Julien, Από την Ελλάδα στην Κίνα. Μετάβαση και επάνοδος, Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002.

Mark Leonard, Τι σκέφτεται η Κίνα; (πρόλογος Γ. Παγουλάτος), Κριτική, Αθήνα 2008.

Paul U. Unschud, Η Πτώση και η Άνοδος της Κίνας

Εκδόσεις αρχαίας Ελληνικής και παραδοσιακής κινεζικής ιατρικής. Αθήνα 2017

Edward Y.T. Wong, The Chinese at work: Collectivism or individualism?, Hong Kong Institute of Business Studies Lingnan University.

Stephen F. Teiser, The Spirits of Chinese Religion, Princeton University Press, 1996

Ethan Meick, China-Russia Military-to-Military Relations: Moving Toward a Higher Level of Cooperation, Μάρτιος 2017

Marta Carlsson, Susan Oxenstierna, Mikael Weissmann, «China and Russia – A study on Cooperation, Competition and Distrust», FOI, Ιούνιος 2015.

Κομφούκιος, Ανάλεκτα, Οδυσσέας, πρώτη έκδοση Ιούνιος 2004.

Tao Teching, μετάφραση Νικόλας Ρώσσης. Το ηλεκτρονικό αυτό βιβλίο διανέμεται δωρεάν στην διεύθυνση www.istomediahost.gr/taoteching.

ΠΗΓΗ ardin-rixi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου