Του Αλέξανδρου Ιτιμούδη*
Συχνά πυκνά, γίνεται πολλή λόγος για την αναπροσαρμογή που πρέπει να πραγματοποιήσει η Ελλάδα αναφορικά με τον γεωστρατηγικό της προσανατολισμό. Αυτό που ακούγεται καλοπροαίρετα από αρκετούς είναι να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος το «δόγμα του Ισραήλ». Θα επιδιωχθεί λοιπόν να αναλυθεί το κάτα πόσο αυτό είναι δυνατόν, και τι προαπαιτούμενα συνεπάγεται η μετατροπή της Ελλάδας σε αυτό που λέγεται «frontier state». Με ελληνικούς όρους θα το αποδίδαμε ως «προκεχωρημένο κράτος – φυλάκιο».
Το να είναι ένα κράτος, προκεχωρημένο φυλάκιο, σημαίνει, εκ των προτέρων, πως αποκτάς πολύ συγκεκριμένο ρόλο, καθήκοντα, και υποχρεώσεις έναντι ενός ισχυρότερου δρώντα. Σημαίνει πως το κράτος παύει να αποτελεί ένα απλό «εξάρτημα» ενός συνολικού μηχανισμού ασφαλείας, και αντίθετα χρίζεται «υπερασπιστής» πολύ συγκεκριμένων συμφερόντων, σύμφωνα πάντα με την διαμορφώμενη ισορροπία ισχύος του διεθνούς συστήματος. Αυτό συνεπάγεται την μετατροπή του κράτους σε μια ιδιότυπη αιχμή του δόρατος, και υπό προϋποθέσεις μπορεί να οφελήσει τόσο το ίδιο το κράτος, όσο και τον «ηγεμόνα» που το έχρισε ως τέτοιο.
Το κράτος που θα αναλάβει ένα τέτοιο ρόλο είναι προορισμένο, εκ των πραγμάτων, να κινητοποιήσει το σύνολο των συντελεστών εσωτερικής ισχύος πρωτίστως, αλλά και της εξωτερικής του ισχύος, προκειμένου να εξασφαλίσει στα μάτια του ηγεμόνα πως χρίζει μια ιδιαίτερης προσοχής και στήριξης. Η κινητοποίηση αυτή πραγματοποιείται για δύο λόγους: Πρώτον για να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την ίδια του την επιβίωση. Ο ρόλος του προκεχωρημένου φυλακίου συνεπάγεται στοχοποίηση από αντίπαλες δυνάμεις του συστήματος, μεγάλες επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη, εκπαίδευση και κινητοποίηση του πληθυσμού, καθώς και ανάληψη μεγάλων ρίσκων αλλά και αποφασιστικότητας. Ο δεύτερος λόγος είναι για να αποδείξει στον εκάστοτε ηγεμόνα, του οποίου τα συμφέροντα εξυπηρετεί, πως πρέπει να λαμβάνει από αυτόν κάθε είδους βοήθεια και συγκεκριμένα: στρατηγικά και υποστρατηγικά οπλικά συστήματα, οικονομική βοήθεια, παροχή διαβαθμισμένων πληροφοριών, και διπλωματική στήριξη.
Στην περίπτωση της Ελλάδας παρατηρείται το εξής μοτίβο: η χώρα στα μάτια του ηγεμόνα, που στην προκείμενη περίπτωση είναι οι ΗΠΑ, αντιμετωπίζεται ως το δεύτερο κομμάτι ή εξάρτημα της γεωγραφικής περιοχής που τυπικά ονομάζεται Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου δεν διαχωρίζεται από το δεύτερο εξάρτημα του συνόλου, δηλαδή την Τουρκία, και μάλιστα πολλές φορές αντιμετωπίζεται πολύ πιο υποτιμητικά. Δεν θα αναλωθούμε στους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ είναι πως ο έτερος πόλος του συστήματος,η Τουρκία, παρότι ανήκων στην ίδια συμμαχία, παρουσιάζει όχι μόνο τάσεις αυτονόμησης, αλλά απειλεί ευθέως την ίδια γεωπολιτική υπόσταση της Ελλάδας.
Η τάση αυτή της Τουρκίας, όπως είναι λογικό, έχει κινητοποιήσει την Ελλάδα ως προς την ανασύνταξη των δυνάμεων της, ειδικά στον τομέα των αμυντικών εξοπλισμών και των συμμαχιών, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για την ηγεμονική δύναμη προκειμένου να της παρέχει αυτά τα οποία επιζητά η Ελλάδα. Ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πως, όταν ο ηγεμόνας δεν διαβλέπει πως ένα κράτος έχει την θέληση, την αποφασιστικότητα, αλλά και τους απαραίτητους πόρους για να αναλάβει ευρύτερο περιφερειακό ή άλλο ρόλο, δεν πρόκειται να συναινέσει στην στρατηγική αναβάθμιση του κράτος αυτού.
Ο παράγοντας της θέλησης παίζει ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην μετατροπή ενός κράτους σε προκεχωρημένο φυλάκιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς πως θα μπορέσει να αναλάβει στο κοντινό μέλλον ένα τέτοιο ρόλο, ειδικά δε, εαν δεν βελτιώσει τους συντελεστές της εσωτερικής της ισχύος. Στην περίπτωση του Ισραήλ για παράδειγμα, ο δυτικός παράγοντας είδε έναν δρώντα που ασκούσε αποφασιστική πολιτική, και ήταν διατεθειμένος να αναλάβει όλα τα ρίσκα. Η Ελλάδα, τουλάχιστον για την ώρα, δεν δείχνει έτοιμη να αναλάβει ένα τέτοιο βάρος, την στιγμή που βρίσκεται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης των αμυντικών της ικανοτήτων, αλλά και που ακόμα δεν έχει κοτορθώσει να θέσει σε τροχιά ανάπτυξης την οικονομία της.
Επίσης στην όλη εξίσωση πρέπει να προστεθεί και η στοχοθεσία που θα επιδιώξει να έχει η Ελλάδα σε περίπτωση που αναλάμβανε περισσσότερες υποχρεώσεις και ως εκ τούτου περισσότερη ενίσχυση από τις δυτικές δυνάμεις. Η Ελλάδα θα έχει ως στόχο να στραφεί ενάντια στην, θεωρητικά σύμμαχο εντός του ΝΑΤΟ, Τουρκία, και αυτό δεν μπορεί να βρει ευήκοα ώτα στο δυτικό στρατόπεδο, όσο το ελληνικό κράτος δεν επικοινωνεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά, το γιατί πρέπει αυτό να θεωρείται ως «κράτος πρώτης γραμμής», και γιατί, από την άλλη, η Τουρκία να θεωρείται ως κράτος που βλάπτει τα δυτικά συμφέροντα.
Παράλληλα πρέπει να υπάρχει κατά νου η σκέψη πως ενδεχόμενη μετατροπή της Ελλάδας σε frontier state, είναι σε μεγάλο βαθμό πιθανό, να την καθιστούσε στόχο τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας, εδικά δε εφόσον η Ελλάδα φιλοξενεί τόσο μεγάλο αριθμό αμερικανικών βάσεων στο εσωτερικό της. Ταυτόχρονα, αυτό θα εξοβέλιζε την Τουρκία έξω από το δυτικό στρατόπεδο, καθιστώντας την proxy state της ρωσικής ή και κινεζικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Κρίσιμο επίσης σημείο εδώ είναι η ικανότητα προβολής στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή όπως αναφέρθηκε, είναι σε μια διαδικασία εξοπλιστικής ενίσχυσης, η οποία υπό προϋποθέσεις, και σε συνδυασμό με άλλους δρώντες της περιοχής, μπορεί να την καταστήσει ως ένα κράτος σημαντικής γεωπολιτικής ακτινοβολίας, εφόσον και η ίδια δείξει πως αναλαμβάνει ένα τέτοιο ρόλο. Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι μια περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη, και άρα ο δρων ο οποίος θα επιδείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και δυνατότητα προβολής σκληρής ισχύος, είναι πιθανό να καταστεί ο «ευνοημένος» των δυτικών δυνάμεων.
Συμπερασματικά πρέπει να ειπωθεί πως η Ελλάδα απαιτείται να κάνει ακόμα πολλά πράγματα ώστε να μπορεί να υποστηριχτεί πως στο μέλλον θα δύναται να αναλάβει τέτοιου είδους βάρη. Ωστόσο είναι ένας στόχος που πρέπει υπό προϋποθέσεις να επιδιωχθεί. Αυτό δικαιολογείται από την τουρκική στάση και πολιτική η οποία έχει πάρει ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις. Η Τουρκία σταθερά και συστηματικά επιδιώκει την αποδόμηση του γεωπολιτικού δυναμικού της Ελλάδας, και αυτό είναι κάτι που θα αναγκάσει την Ελλάδα να διεκδικήσει στο κοντινό μέλλον ένα νέο ρόλο. Αν όχι, να καταστεί frontier state, τουλάχιστον να διεκδικήσει τον ρόλο του εξισορροπητή των δυτικών δυνάμεων απέναντι σε μια Τουρκία η οποία ολοένα και περισσότερο θα διολισθαίνει προς τον ευρασιατισμό.
*Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης και Σπουδών Άμυνας και Ασφάλειας.
ΠΗΓΗ anixneuseis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου