MQ-9B SeaGuardian – Μία πανάκριβη επιλογή με αμφίβολο NLOS επιχειρησιακό όφελος; Η πρώτη φορά που το DP αναφέρθηκε στο MQ-9B, ήταν προ τετραμήνου, τον Μάρτιο του 2022. Τότε μάλιστα επειδή δεν υπήρχαν διευκρινιστικές πληροφορίες σχετικά με το ποια έκδοση (SkyGuardian ή SeaGuardian) επιθυμεί να προμηθευτεί η Ελλάδα, δεν είχαμε επεκταθεί στο θέμα και είχαμε μείνει μόνο στο ζήτημα της προτεραιοποίησης. Κάτι το οποίο ακόμα αποτελεί μέγα ζητούμενο στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα. Είχε όμως προβληματίσει το υπερβολικά υψηλό κόστος του προγράμματος.
Γράφτηκαν κάποια πράγματα από τότε… Μεταξύ αυτών υπήρξαν και αναφορές για συνολικό κόστος 320, 350 και 380 εκατομμυρίων. Αυτά ήταν τα νούμερα που αναφέρθηκαν σε δολάρια, ή και σε ευρώ. Δεδομένης της ισοτιμίας όπως έχει διαμορφωθεί, η διαφορά είναι μεν μικρή, αλλά υπαρκτή.
Η πρόσφατη έγκριση του προγράμματος από τη Βουλή των Ελλήνων, αποκάλυψε το ακριβές ποσό. 388 εκατομμύρια ευρώ (ήτοι 393,95 εκατομμύρια δολάρια με βάση την τρέχουσα ισοτιμία) για τρία μόλις μη επανδρωμένα αεροσκάφη MQ-9B SeaGuardian και δύο επίγειους σταθμούς ελέγχου και συλλογής/καταγραφής πληροφοριών!
Άποψη του DP είναι ότι το ποσό αυτό ήταν και παραμένει υπερβολικά υψηλό γι’ αυτό που θα προσθέσει στις υπάρχουσες επιχειρησιακές δυνατότητες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Κι αυτό το τελευταίο έχει ειδική σημασία, διότι το σύστημα αυτό καθαυτό, εάν εξεταστεί με επιχειρησιακούς όρους για ένοπλες δυνάμεις που δεν διαθέτουν τέτοιες δυνατότητες, είναι εκ των κορυφαίων.
Αυτό που πρέπει να ζυγίζει όμως μια χώρα με περιορισμένο προϋπολογισμό σαν την Ελλάδα που έχει ήδη προβεί σε επενδύσεις για την κάλυψη των συγκεκριμένων επιχειρησιακών αναγκών, είναι η βέλτιστη σχέση κόστους-οφέλους για κάθε σύστημα που προμηθεύεται. Το κόστος του έχει κριθεί πολύ υψηλό από χώρες όπως η Αυστραλία και η Ινδία. Από όποια πλευρά και αν εξεταστεί.
Αυτό λένε τα στοιχεία και αυτά θα δούμε αναλυτικά. Ξεκινάμε με το τι είναι το SeaGuardian. Απευθυνόμαστε στην επίσημη ιστοσελίδα του κατασκευαστή. Της σε κάθε περίπτωση εξαιρετικής αμερικανικής General Atomics Aeronautical.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που περιλαμβάνει, το MQ-9B είναι έκδοχο του MQ-9 Reaper με διαφορετική πτέρυγα μεγαλύτερου εκπετάσματος (24 μέτρα), που του επιτρέπει να πετά σε μεγαλύτερα ύψη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Πάντα με βάση τα αναγραφόμενα από τον κατασκευαστή, το χρονικό αυτό διάστημα φτάνει τις 30 ώρες, ανάλογα με τη διαμόρφωση του φορτίου αποστολής.
Ο στροβιλοελικοφόρος κινητήρας TP-331-10 της Honeywell εξασφαλίζει σε συνδυασμό με την αεροδυναμική διαμόρφωση επιχειρησιακή οροφή 40.000 ποδών με μέγιστη ταχύτητα πλεύσης 210 κόμβων (390 χ.α.ω.).
Η πτέρυγα διαθέτει τέσσερις σταθμούς ανάρτησης φορτίου όπου μπορούν να
προσαρμοστούν ατρακτίδια (κάλαθοι) SDS εκτόξευσης ηχοσημαντήρων (sonobuoys) για τη διενέργεια αποστολών αναζήτησης υποβρυχίων. Στα ίδια ατρακτίδια, αναφέρεται ότι μπορούν να φορτωθούν και drone τύπου Coyote της Raytheon, που είναι όπλα εναντίον UAV, οπότε δυνητικά το MQ-9B μπορεί να αξιοποιηθεί και σε ρόλο anti-UAV.
Στα συστήματα αποστολής του αεροσκάφους περιλαμβάνονται ραντάρ πολλαπλών λειτουργικών διαμορφώσεων τύπου AN/APY-8 Lynx, με δυνατότητες SAR (Synthetic Aperture Radar) και ένδειξης κινούμενου στόχου (Ground Moving Target Indicator – GTMI), καθώς και πυργίσκος ηλεκτροοπτικών (Multi-Spectral Targeting Systems-D / MTS-D) της Raytheon.
Το MQ-9B είναι επίσης πιστοποιημένο για την εκτέλεση πτήσεων σε ελεγχόμενο εναέριο χώρο με βάση του διεθνείς κανονισμούς εναέριας κυκλοφορίας τη Πολιτικής Αεροπορίας. Συνεπώς μπορεί να αξιοποιηθεί ως πλατφόρμα anti-UAV, έρευνας επιφανείας, εντοπισμού υποβρυχίων, έρευνας και διάσωσης και στοχοποίησης – αναγνώρισης (ISR) σε μεγάλες αποστάσεις.
Εντός του 2021 η General Atomics Aeronautics ανακοίνωσε την πιστοποίηση του ραντάρ έρευνας επιφάνειας SeaSpray-7500E V2 της ιταλικής Leonardo. Το ραντάρ θα φέρεται εξωτερικά, σε “γόνδολα”, όπως και το Lynx, είναι ενεργού ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA), έχει βάρος 104 κιλά, λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων «Χ» και η ακτίνα του φτάνει τα 320 ναυτικά μίλια (593 χιλιόμετρα).
Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του εντοπίζονται στο ότι όλα αυτά μπορεί να τα κάνει με πολύ χαμηλό κόστος ανά ώρα πτήσης και μεγάλο χρόνο παραμονής στον αέρα. Την ίδια στιγμή βέβαια τα ίδια ακριβώς πράγματα κάνουν και οι δύο άλλες ιπτάμενες πλατφόρμες του Πολεμικού Ναυτικού. Πλατφόρμες για τις οποίες τα τελευταία εφτά χρόνια ο Έλληνας φορολογούμενος έχει ήδη πληρώσει 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια!
Πρόκειται βέβαια για τα εφτά ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα MH-60R που κόστισαν 600 εκατομμύρια δολάρια και τα τέσσερα P-3B Orion που εκσυγχρονίζονται σε P-3H και κόστισαν άλλα 500 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις η χώρα -ο Έλληνας φορολογούμενος- θα κληθεί επίσης να πληρώσει περί τα 260 ακόμη εκατομμύρια δολάρια για τρία πρόσθετα MH-60R.
Με απλούς υπολογισμούς, το συνολικό κόστος των ιπτάμενων μέσων του Πολεμικού Ναυτικού αθροιστικά θα ανέλθει σε 1,750 δισεκατομμύρια δολάρια περίπου! Να προσθέσουμε και την ενοικίαση τριών ισραηλινών συστημάτων τύπου Heron (IAI) για τρία χρόνια αντί 39 εκατ. ευρώ; Χωρίς καν αναφορά στην επιχειρησιακή επικάλυψη ή στη σύγκριση κόστους σε περίπτωση αγοράς.
Στο σημείο αυτό είναι που χρειάζεται να δοθούν πειστικές εξηγήσεις. Για ποιόν ή ποιους λόγους η ελληνική οικονομία θα πρέπει να επιβαρυνθεί με αυτό το ποσό για ιπτάμενα μέσα, τη στιγμή που όλος σχεδόν ο στόλος πλοίων επιφανείας και ο μισός υποβρυχιακός χρήζει άμεσης αντικατάστασης, ενώ εγείρεται αυταπόδεικτα ζήτημα αλληλεπικάλυψης δυνατοτήτων με τα υφιστάμενα συστήματα; Το ζήτημα των προτεραιοτήτων που έχουμε ήδη θέσει.
Πάμε στο καθαρά επιχειρησιακό κομμάτι. Το MQ-9B μπορεί να εκτελέσει αποστολές αναγνώρισης και επιτήρησης από μεγάλες αποστάσεις. Παράλληλα και στοχοποίηση. Μπορεί δηλαδή να μεταδώσει στοιχεία και εικόνα μέσω data link (ζεύξη δεδομένων) C-band, υπό συνθήκες Line Of Sight (LOS), εντός οπτικού ορίζοντα, είτε μέσω δορυφόρου (Χ, Ku ή Κa-band SATCOM) υπό συνθήκες NLOS (Non Line of Sight). Πέραν του οπτικού ορίζοντα δηλαδή που είναι και το ζητούμενο.
Εδώ τίθεται ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια NLOS επιχειρήσεων (μεγάλες αποστάσεις) που θα είναι οι περισσότερες αν όχι όλες, γιατί αυτό είναι το βασικό πλεονέκτημα που παρέχει το MQ-9B έναντι των MH-60R και P-3H, πέρα από το χαμηλότερο κόστος χρήσης, τα δεδομένα και η εικόνα θα φτάνουν στους ελληνικούς επίγειους σταθμούς ελέγχου, μέσω αμερικανικού δορυφόρου.
Συνεπώς οι Αμερικανοί θα γνωρίζουν πότε πετούν τα ελληνικά MQ-9B, που ακριβώς βρίσκονται και – το χειρότερο – θα λαμβάνουν πρώτοι τα δεδομένα και τις εικόνες που θα προέρχονται από αυτά και κατόπιν θα τα αναμεταδίδουν στους ελληνικούς σταθμούς εδάφους. Άρα θα έχουν τη δυνατότητα να τα “φιλτράρουν”, ή ακόμα και να διακόπτουν τη μετάδοση τους, αν σε κάποια άλλη γεωστρατηγική συγκυρία θεωρήσουν κάτι τέτοιο αναγκαίο.
Με άλλα λόγια η Ελλάδα θα δαπανήσει 388 εκατομμύρια ευρώ για συλλογή πληροφοριών στις οποίες οι Ένοπλες Δυνάμεις της δεν θα έχουν αποκλειστική και ασφαλή πρόσβαση; Ενώ διαθέτει ήδη ή θα διαθέτει προσεχώς άλλες επιχειρησιακές δυνατότητες του συστήματος; Είναι ορθός τέτοιος υπολογισμός στην εξίσωση κόστους-οφέλους; Μήπως οι αρμόδιοι πρέπει να επανεξετάσουν το πρόγραμμα;
Επενδύουμε στην άμυνα για να καλύψουμε υπάρχουσες αδυναμίες με τον βέλτιστο επιχειρησιακά και οικονομικά τρόπο. Όχι για να γινόμαστε… χορηγοί της αμυντικής βιομηχανίας ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ χώρας – συμμάχου. Κλείνουμε με κάποια τελευταία στοιχεία και ερωτήματα. Εναλλακτικές αποδοτικότερες και οικονομικότερες υπάρχουν; Αν ναι γιατί δεν εξετάστηκαν;
Τα MQ-9B που θα παραληφθούν από το Πολεμικό Ναυτικό, σύμφωνα με πληροφορίες, ΔΕΝ θα φέρουν εξοπλισμό ηλεκτρονικής παρακολούθησης (ELINT/COMMINT). Αν αυτό αληθεύει, για ποιον λόγο δεν ζητήθηκε τέτοιος εξοπλισμός αποστολής; Ή ζητήθηκε και… φιλικά χαρακτηρίστηκε μη αποδεσμεύσιμος (σ.σ. δεν αποτελεί πληροφορία, ούτε εκτίμηση, απλό ερώτημα – αίτημα προς διευκρίνιση);
Η Αυστραλία μελετούσε επί μία σχεδόν δεκαετία την προμήθεια 12 τέτοιων αεροσκαφών. Σύμφωνα με την αμερικανική DSCA (Defense & Security Cooperation Agency) το συνολικό κόστος, μαζί με τον εξοπλισμό που θα φέρουν και τα ελληνικά αεροσκάφη θα ανερχόταν σε 1,651 δισεκατομμύρια δολάρια για 12 αεροσκάφη.
Το ίδιο συνέβη και με την Ινδία, η κυβέρνηση της οποίας επίσης επικαλέστηκε λόγους κόστους για τη ματαίωση του προγράμματος. Οι Ινδοί διαπραγματεύονταν την προμήθεια 30 αεροσκαφών MQ-9B με κόστος 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τελικά προτίμησαν την επένδυση αυτού του ποσού σε προγράμματα που “τρέχει” η αμυντική τους βιομηχανία.
Η Ελλάδα, κατά συνέπεια, εφόσον το πρόγραμμα MQ-9B υλοποιηθεί, θα είναι ο πρώτος χρήστης του εν λόγω συστήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κι επειδή είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα πρέπει επιτέλους κάποτε να αξιοποιήσουν προηγμένα συστήματα UAV κατηγορίας HALE, υπάρχει σαφής απάντηση.
Μια τόσο δαπανηρή επένδυση μόνο σε αυτό το αποτέλεσμα δεν θα οδηγήσει… Για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν στο παρόν κείμενο και φυσικά επειδή θα στερήσει κρίσιμους πόρους από προγράμματα ανάπτυξης ή συμπαραγωγής μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Πέραν της κάλυψης άλλων κρίσιμων απαιτήσεων του Στόλου επιφανείας και του υποβρυχιακού, σε νέες ναυπηγήσεις ή σε αναβαθμίσεις υπαρχόντων μονάδων. Με τραγική καθυστέρηση, ας επαναληφθεί.
Τη στιγμή που η Τουρκία έχει αναπτύξει δικά της, ασύγκριτα χαμηλότερου κόστους οπλισμένα μονοκινητήρια και δικινητήρια UAV με τη δυνατότητα αξιοποίησης όπλων αέρος – εδάφους (σ.σ. τα ελληνικά δεν θα είναι οπλισμένα)
και τα οποία κατασκευάζει κατά δεκάδες ή εκατοντάδες, η Ελλάδα δεν
μπορεί να σπαταλά -διότι περί σπατάλης πρόκειται- τέτοια ποσά για να
αποκτήσει τρία μόλις άοπλα μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Αυτή είναι η εκτίμηση της κατάστασης από τη δική μας πλευρά. Πάσα
ένσταση δεκτή προς εξέταση και συζήτηση.
Εν κατακλείδι, μία ερώτηση η οποία εκτιμάται ότι φανερώνει πως πολλά δεν πάνε καλά με τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Εφόσον οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται επειγόντως ιπτάμενες πλατφόρμες επιτήρησης, για ποιόν ή για ποιους λόγους δεν είχε απόλυτη προτεραιότητα η επανενεργοποίηση των EMB-145AEW&C της Πολεμικής Αεροπορίας μέχρι σήμερα;
Παρότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι όσοι αποφασίζουν σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο θα σταματήσουν να θεωρούν τα πάντα… απόρρητα, τη στιγμή που σε όλες τις προηγμένες χώρες της Δύσης διεξάγεται ζωηρή συζήτηση, με τις αποφάσεις να δέχονται ακόμα και σκληρή κριτική και υποστήριξη, καταλήγουμε να επανερχόμαστε στο κρίσιμο ζήτημα της προτεραιοποίησης, σε μια χώρα με περιορισμένο εξοπλιστικό προϋπολογισμό…
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου