ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΝΤΗΣ
Τα τελευταία περίπου 15 χρόνια οι Τούρκοι επιστήμονες έχουν στρέψει την προσοχή τους στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων της 13ης Φεβρουαρίου 1914 σχετικά με τα νησιά του Αιγαίου.
Με αυτή την απόφαση η Ελλάδα θα αποκτούσε τη νόμιμη αναγνώριση όλων των νησιών του Αιγαίου που είχε εκείνη τη στιγμή στην κατοχή της, εκτός από την Ιμβρο, την Τένεδο και το Καστελλόριζο, όταν θα εκπλήρωνε κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με κύρια προϋπόθεση την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Βόρειο Ηπειρο.Επίσης η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να παράσχει ικανοποιητικές εγγυήσεις στις Μεγάλες Δυνάμεις και στην Τουρκία πως δεν θα οχυρώσει τα νησιά αυτά και δεν θα χρησιμοποιηθούν για κανένα ναυτικό ή στρατιωτικό σκοπό. Επειδή η απόφαση αυτή αναφέρεται/επικυρώνεται και στο άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923, η τουρκική πλευρά επικαλείται πως ποτέ δεν έχει ακυρωθεί ή τροποποιηθεί και έτσι η ολική αποστρατιωτικοποίηση σε όλα τα νησιά του Αιγαίου που η Ελλάδα είχε στην κατοχή της τον Φεβρουάριο του 1914 ισχύει μέχρι και σήμερα! Αυτή τη θέση παρουσίασαν οι Τούρκοι στο ΝΑΤΟ το 2007 για να ζητήσουν την ακύρωση της στρατιωτικής άσκησης «Noble Archer» στον Αγιο Ευστράτιο. Από τις μετέπειτα διαρροές στο WikiLeaks είναι φανερό πως οι ΗΠΑ δεν αποδέχθηκαν την ελληνική άποψη ότι η συμφωνία του 1914 αφορούσε μόνο την κυριαρχία και όχι την αποστρατιωτικοποίηση, αλλά εντέλει προτίμησαν να κρατήσουν μια ουδέτερη στάση.
Την τελευταία διετία η κυβέρνηση Ερντογάν έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το 1914 για μια ολική επίθεση απέναντι στην Ελλάδα, όπως είναι εμφανές από τα διαδοχικά γράμματα του Φεριντούν Σινιρλίογλου, του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, που έχουν ως κεντρικό άξονα τη σύνδεση της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Επίσης, η σελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ ξεκινάει τη συζήτηση για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών από το 1914, ενώ το ελληνικό ΥΠΕΞ έχει επιλέξει να αγνοεί αυτή την περίοδο και να ξεκινάει από το 1923 και τη Συνθήκη της Λωζάννης. Την ίδια γραμμή επέλεξε και η Ελληνίδα μόνιμη αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ Μαρία Θεοφίλη στις απαντήσεις της προς τον κ. Σινιρλίογλου.
Νομίζουμε πως και η ελληνική πλευρά έχει αναλωθεί σε μια ατέρμονη νομική μάχη με την Τουρκία και έχει ξεχάσει εντελώς τον ιστορικό παράγοντα, ο οποίος θα μπορούσε να προσφέρει νέες διεξόδους στην κρίσιμη περίοδο που έχουμε μπροστά μας. Με το να αγνοούμε το 1914 το μόνο που καταφέρνουμε είναι να αφήνουμε ελεύθερους τους Τούρκους να συνεχίζουν την προκλητική ρητορική τους, την οποία είναι πολύ εύκολο να αποδομήσουμε βασιζόμενοι στο πλούσιο αρχειακό υλικό εκείνης της εποχής.
Τα καίρια ερωτήματα
Τρία είναι τα καίρια ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν:
- Υπήρξε σύνδεση της κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου με τους όρους της αποστρατιωτικοποίησης το 1914;
- Οι όροι της αποστρατιωτικοποίησης του 1914 μπήκαν για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας;
- Εφαρμόστηκαν όπως είχαν συμφωνηθεί το 1914 και ισχύουν σήμερα;
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Δεν υπάρχει καμία σύνδεση αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας, γιατί οι Τούρκοι άφησαν όλα τα νησιά του Αιγαίου στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία), ώστε εκείνες να αποφασίσουν εν λευκώ για την τύχη τους. Αυτός ο όρος αποτέλεσε μία από τις τέσσερις προϋποθέσεις για να μεσολαβήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βαλκανικής Συμμαχίας, και κοινοποιήθηκε με συλλογική διακοίνωση των έξι Μεγάλων Δυνάμεων προς την Υψηλή Πύλη στις 31 Μαρτίου 1913, η οποία και έγινε αποδεκτή την επόμενη ημέρα.
Επικυρώθηκε με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έχασε μόνο τα νησιά του Αιγαίου, αλλά όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις της (συγκεκριμένα, όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας), εκτός από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης, την οποία και διατήρησε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, όντας η μεγάλη ηττημένη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Αρα, τα νησιά που αναφέρει η απόφαση του 1914 δεν μας τα έδωσαν οι Τούρκοι για να μπορούν να αξιώνουν την επιστροφή τους, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις. Η χρονική διαφορά των οκτώμισι μηνών που μεσολάβησαν από τη Συνθήκη του Λονδίνου μέχρι την κοινοποίηση της απόφασης οφείλεται στα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και στο ότι ο Βενιζέλος αρχικά δεν ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει τη Βόρειο Ηπειρο, ακόμα και αν του παραχωρούνταν όλα τα νησιά του Αιγαίου (συμπεριλαμβανομένων των Δωδεκανήσων).
Οι όροι της αποστρατιωτικοποίησης
Οσον αφορά τους όρους της αποστρατιωτικοποίησης, είχαν συζητηθεί σε ανύποπτο χρόνο με την έναρξη της Συνδιάσκεψης των Πρεσβευτών των έξι Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο του 1912, χωρίς να έχει ακόμα αποφασισθεί ποια νησιά θα παραχωρηθούν στην Ελλάδα, ποια στην Τουρκία και πώς θα γίνει η αποχώρηση των Ιταλών από τα Δωδεκάνησα, οι οποίοι τα είχαν καταλάβει με τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1912. Η Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών, όπως είναι γνωστή, ελάμβανε χώρα πίσω από κλειστές πόρτες στο γραφείο του υπουργού Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Εντουαρντ Γκρέι και είχε τον τελευταίο λόγο σε όλες τις αλλαγές συνόρων στην Ευρώπη. Δεν την απασχολούσαν ούτε τα εθνολογικά στοιχεία, ούτε οι πληθυσμιακές συνθέσεις, ούτε τα αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης: ενεργούσε με αποκλειστικό στόχο να διατηρηθούν οι ισορροπίες των Μεγάλων Δυνάμεων και να αποτραπεί ένας πόλεμος μεταξύ τους. Ηταν λοιπόν ένας έκτακτος μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων και τέθηκε σε λειτουργία για να αντιμετωπιστεί το χάος που είχαν δημιουργήσει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και το αλβανικό ζήτημα. Ο Γκρέι γνώριζε πως η πρώτη χώρα που θα έπρεπε να ερωτηθεί σχετικά με τα νησιά ήταν η Ρωσία, καθώς πίστευε πως η Ελλάδα με μερικά υποβρύχια με βάση τον όρμο του Μούδρου στη Λήμνο είχε τη δυνατότητα να ελέγχει πλήρως τα στενά των Δαρδανελλίων.
Oι Τούρκοι άφησαν όλα τα νησιά του Αιγαίου στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία), ώστε εκείνες να αποφασίσουν εν λευκώ για την τύχη τους.
Ετσι, με την έναρξη των συνδιασκέψεων ο Ρώσος πρεσβευτής στο Λονδίνο, κόμης Μπέκεντορφ, ζήτησε τα νησιά που βρίσκονται κοντά στα στενά, Ιμβρος, Τένεδος, Λήμνος και Σαμοθράκη, που είχαν απελευθερωθεί από το Ελληνικό Ναυτικό και τον ναύαρχο Κουντουριώτη, να επιστραφούν στην Τουρκία!
Με αυτή την πρόταση εντέλει συντάχθηκαν και οι τρεις πρεσβευτές των Κεντρικών Δυνάμεων και στις 7 Ιανουαρίου 1913 έθεσαν στο τραπέζι την αποκαλούμενη «ιταλική πρόταση», να αφήσουν δηλαδή τουλάχιστον έξι νησιά στην Τουρκία, τα τέσσερα των Στενών, τη Χίο και τη Λέσβο, ενώ συζητούσαν για την τύχη της Κω και της Ρόδου. O Γκρέι, χωρίς να θέλει να είναι «περισσότερο Ελληνας από τους Ελληνες», με την ευστροφία του και την επιχειρηματολογία του κατάφερε να μπλοκάρει την ιταλική πρόταση, έχοντας ως βασικό επιχείρημα πως τα νησιά του Αιγαίου είχαν καθαρά ελληνικό πληθυσμό και ότι η βρετανική κυβέρνηση και η κοινή γνώμη της Ευρώπης δεν θα ανέχονταν την καταπίεση του πληθυσμού αυτού από τους Τούρκους. Η περίπτωση ενός καθεστώτος αυτονομίας πάλι απορρίφθηκε από τον Γκρέι, ο οποίος έφερε ως παράδειγμα τα προβλήματα που προέκυψαν στην περίπτωση της Κρήτης. Επίσης και η στάση των Ρώσων άλλαξε, αλλά ζήτησαν ως αντάλλαγμα να αποκηρύξει η Ελλάδα τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αγιον Ορος.
Τις προηγούμενες ημέρες με την πρωτοβουλία του Γκρέυ είχαν συζητηθεί σενάρια αποστρατιωτικοποίησης σαν μια εναλλακτική λύση στην περίπτωση που η Ελλάδα τελικά κρατούσε την κυριαρχία των νησιών. Ετσι ο Ρώσος πρεσβευτής εισηγήθηκε τέσσερα σημεία που προέβλεπαν την ολική αποστρατιωτικοποίηση για τα τέσσερα νησιά των Στενών. Η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταστρέψει όλα τα οχυρωματικά έργα, να μην τα ανεγείρει ποτέ εκ νέου, να μη χρησιμοποιεί τα νησιά ως βάσεις και επίσης να μην μπορεί να εκχωρήσει τη χρήση ή την κυριαρχία τους σε κάποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο συμβιβασμός που έγινε για να πάρει η Ελλάδα τα νησιά ήταν να περάσει η πρόταση της Γερμανίας, η οποία ζήτησε οι αυστηροί όροι της αποστρατιωτικοποίησης να επιβληθούν σε όλα τα νησιά του Αιγαίου που θα περνούσαν στην ελληνική κυριαρχία. Το ζήτημα δεν συζητήθηκε έκτοτε και οι αποφάσεις που ελήφθησαν τον Ιανουάριο του 1913 πέρασαν τελικά στην απόφαση του Φεβρουαρίου του 1914. Οι Τούρκοι δεν πήραν μέρος σε αυτές τις συνομιλίες που ήταν μυστικές και μόνο μεταξύ των έξι Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν μπήκαν λοιπόν οι όροι της αποστρατιωτικοποίησης για την ασφάλεια της Τουρκίας, αλλά γιατί βόλευε όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ένα ανοιχτό Αιγαίο και κυρίως η ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση της Ρωσίας και της Μ. Βρετανίας στα Στενά. Αρα, ακόμη κι αν ίσχυε σήμερα η αποστρατιωτικοποίηση του 1914, που δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, οι αρμόδιες χώρες για την επιβολή της θα ήταν οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις εκείνης της μακρινής εποχής και όχι ο κ. Ερντογάν. Τέλος, στην αποκαλούμενη «βρετανική πρόταση» της 12ης Δεκεμβρίου 1913 για τη λύση του θέματος των νησιών του Αιγαίου και της αποχώρησης του Ελληνικού Στρατού από τη Βόρειο Ηπειρο, σε μια ενδεχόμενη παραχώρηση των Δωδεκανήσων στην Τουρκία, αλλά υπό ένα ειδικό καθεστώς αυτονομίας, όποιο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης θα ίσχυε για τα ελληνικά νησιά θα ίσχυε και για τα Δωδεκάνησα σε μια εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.
Σχετικά με το τρίτο ερώτημα, που είναι και το πιο καίριο, θα πρέπει να εξετασθεί η φύση της συμφωνίας του 1914. Η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1914 έθετε ένα χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Βόρειο Ηπειρο, ήταν δηλαδή μια κανονική και δεσμευτική απόφαση για την Ελλάδα, και στην πράξη ήταν μια «παραίνεση» προς την Τουρκία να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Οι ισορροπίες μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αλλάξει σε σχέση με το προηγούμενο έτος και δεν υπήρχε η διάθεση επιβολής της απόφασης ως προς τα νησιά. Οι Τούρκοι μέχρι και την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσπάθησαν ό,τι δεν κέρδισαν με τη διπλωματία να το αποσπάσουν διά της βίας, χρησιμοποιώντας ως μοχλό πίεσης τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Οι πρώτοι διωγμοί στη Σμύρνη και η μαζική έξοδος των Μικρασιατών προς τα ελληνικά νησιά συντελέστηκαν ακριβώς εκείνη την περίοδο.
Οι διακοινώσεις
Η απόφαση κοινοποιήθηκε με δύο ξεχωριστές συλλογικές διακοινώσεις, προς την Ελλάδα στις 13 Φεβρουαρίου και προς την Τουρκία την επομένη. Ακολούθησε και δεύτερη συλλογική διακοίνωση στις 23 Απριλίου 1914 που έθετε το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των στενών της Κέρκυρας που ενδιέφερε άμεσα τους Ιταλούς, και δεν ακολούθησε τρίτη γιατί η Γερμανία είχε αλλάξει πολιτική, οι έξι Μεγάλες Δυνάμεις σταμάτησαν τη συνεργασία τους και ακολούθησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πρέπει να επισημανθεί πως ιστορικά είναι λάθος να λέμε πως οι Τούρκοι δεν δέχτηκαν τη συμφωνία, καθώς είχαν a priori αποδεχτεί την οποιαδήποτε απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου και το άρθρο 15 της Συνθήκης των Αθηνών. Αυτό ακριβώς το γεγονός είχε τονίσει το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών στους Τούρκους στις 31 Δεκεμβρίου 1913, όταν ο Τούρκος πρεσβευτής στο Λονδίνο είχε καταθέσει έγγραφη διαμαρτυρία που απειλούσε ανοιχτά με πόλεμο την Ελλάδα στην περίπτωση που δεν θα τους ικανοποιούσε η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Οι διακοινώσεις που στάλθηκαν είχαν σημαντικές ελλείψεις για να μπορούν να θεωρηθούν ένα ολοκληρωμένο κείμενο συνθήκης, με πρώτο και βασικό πρόβλημα ότι δεν προσδιόριζαν ονομαστικά τα νησιά στα οποία η Ελλάδα θα αποκτούσε την κυριαρχία, την οποία και η Ελλάδα θα αποκτούσε όταν αποχωρούσε ο Ελληνικός Στρατός από τη Βόρειο Ηπειρο, παραχωρούσαν τη νήσο Σάσωνα στην Αλβανία και αποστρατιωτικοποιούσαν τα στενά της Κέρκυρας. Είναι φανερό πως η πιστοποίηση της εκπλήρωσης αυτών των προϋποθέσεων θα έπρεπε να επικυρωθεί με ένα τρίτο σημείωμα, όπως επίσης έπρεπε να δοθεί και λύση στο θέμα των Δωδεκανήσων και του Καστελλόριζου, που ύστερα από την επιμονή των Γερμανών επιστράφηκε και αυτό στην Τουρκία μαζί με την Ιμβρο και την Τένεδο. Με αυτό το σκεπτικό η συμφωνία του 1914 μπορεί να χαρακτηριστεί ημιτελής ή ενδιάμεση, η οποία και τελικά επικυρώθηκε με το άρθρο 84 της Συνθήκης των Σεβρών και κατόπιν πέρασε για λόγους δεδικασμένου στο άρθρο 12 της Λωζάννης. Στη Συνθήκη των Σεβρών ορίστηκε επακριβώς σε ποια νησιά απέκτησε η Ελλάδα την κυριαρχία το 1914, προσδιορίζοντάς τα μάλιστα ως νησιά της Ανατολικής Μεσογείου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία), και όλα τα μικρότερα νησιά και οι βραχονησίδες καλύφθηκαν με τον γνωστό όρο των τριών μιλίων.
Η αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου δεν εφαρμόστηκε ποτέ το 1914, καθώς οι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας είχαν οδηγήσει Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα μιας νέας σύρραξης. Ειδικά το καλοκαίρι του 1914 η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη και απετράπη με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνδυασμό με τη συμμαχία Γερμανίας – Τουρκίας και την άρνηση της Βρετανίας να δεχτεί την Ελλάδα ως σύμμαχο της Τριπλής Συνεννόησης, έπειτα από την προτροπή του Γκρέι ο οποίος θεώρησε πως η ουδετερότητα της Ελλάδας θα εξυπηρετούσε επί του παρόντος καλύτερα και τις δύο χώρες. Τον Σεπτέμβριο του 1914 ο τουρκικός στόλος θεωρούνταν πλέον παράρτημα του γερμανικού στόλου για τους Αγγλους, οι οποίοι και είχαν ενημερώσει τους Τούρκους πως θα τον βούλιαζαν στην περίπτωση που εφορμούσε στο Αιγαίο, υποχρεώνοντας έτσι τους Τούρκους να εγκαταλείψουν κάθε σκέψη να επιτεθούν εναντίον της Ελλάδας. Στη διάρκεια του πολέμου ο γαλλικός στόλος εγκαταστάθηκε στη Λήμνο και κατέλαβε το Καστελλόριζο. Στον όρμο του Μούδρου κατέπλευσε και ο βρετανικός στόλος και από εκεί οργανώθηκε η αποτυχημένη επιχείρηση της Καλλίπολης, στην προσπάθεια των Αγγλογάλλων να βοηθήσουν τους Ρώσους στο ρωσοτουρκικό μέτωπο. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την κατάφωρη καταστρατήγηση του τέταρτου σημείου που είχαν θέσει οι ίδιοι οι Ρώσοι τον Ιανουάριο του 1913, που απαγόρευε στην Ελλάδα να εκχωρήσει την κυριαρχία ή τη χρήση ελληνικού νησιού, και ειδικότερα ενός εκ των τεσσάρων νησιών των Στενών, σε κάποια από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ετσι λοιπόν η αποστρατιωτικοποίηση του 1914, που εμπνεύστηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1913, δεν ίσχυσε ποτέ και καταργήθηκε de facto από τις ίδιες το 1915. Το να υποστηρίζουν οι Τούρκοι πως όλα έγιναν για την ασφάλεια της Τουρκίας και ότι οι όροι της αποστρατιωτικοποίησης του 1914 ισχύουν και σήμερα είναι ιστορικά ανυπόστατο.
* Το παραπάνω κείμενο βασίζεται στην έρευνα προς δημοσίευση των κ. Βασίλη και Δημήτρη Κόντη. Ο κ. Βασίλης Κόντης είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Ο κ. Δημήτρης Κόντης είναι ανεξάρτητος ερευνητής με μεταπτυχιακές σπουδές στα Διεθνή Οικονομικά.
ΠΗΓΗ kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου