Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Χαράλαμπος Παναγιότοφ: Ένα από τα αθώα θύματα της Ελληνικής Επιχείρησης του σταλινικού καθεστώτος 1937-1938

ΦΩΤΟ:Ο Χαράλαμπος Παναγιότοφ με τη στολή του Κόκκινου Στρατού της ΕΣΣΔ (φωτ.: Αρχείο Ελένη Τσίλικ)

Τα αθώα θύματα της Ελληνικής Επιχείρησης Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ (Ν.Κ.Β.Ντ) είναι δεκάδες χιλιάδες. Σε μεγάλο ποσοστό οι άδικα φυλακισμένοι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης από το σταλινικό καθεστώς είτε εκτελέστηκαν είτε πέθαναν από τις κακουχίες. Λίγοι από αυτούς γύρισαν στα σπίτια τους και δεν μιλούσαν ποτέ για την τραγική μοίρα τους, παρά την καταδίκη της πολιτικής του Στάλιν στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956.

Η Ελληνική Επιχείρηση ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου 1937 και συνεχίστηκε μέχρι την άνοιξη του 1938.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός αθώου θύματος των σταλινικών διώξεων αυτής της περιόδου είναι η περίπτωση του Χαράλαμπου Παναγιότοφ από την περιφέρεια Κρασνοντάρ της νότιας Ρωσίας. Την ιστορία του Χαράλαμπου μού είχε διηγηθεί η κόρη του Αλεξάνδρα Παναγιότοβα (Τσίλικ), η οποία έφυγε από τη ζωή στις 8 Δεκεμβρίου 2019, σε ηλικία 84 ετών.

Ευτυχισμένη ζωή με τραγικό τέλος

Ο Χαράλαμπος Παναγιότοφ του Κύριλλου γεννήθηκε, το 1912, σε φτωχή οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο, στην πόλη Γκοριάτσι Κλιούτς. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη στανίτσα (χωριό) Σέβερσκαγια, δίπλα στην πόλη Αικατερινοντάρ (σημ.: από το 1920 Κρασνοντάρ). Η Ρωσία, το 1914, μπήκε στο Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1917 πέρασε από την περίοδο των επαναστάσεων και την περίοδο 1918-1920 ταράχτηκε από τον εμφύλιο πόλεμο. Η δεκαετία του 1920 ήταν εξαιρετικά δύσκολη σε όλη την επικράτεια της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης.

Ο μικρός Χαράλαμπος αναγκαζόταν να δουλεύει ως βοσκός, όμως ονειρευόταν να μορφωθεί και να αλλάξει το πεπρωμένο του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το φτωχόπαιδο μπήκε για σπουδές στη Σχολή Καπνοκαλλιέργειας της πόλης Μαϊκόπ. Στις 31 Ιανουαρίου 1934 ο Χαράλαμπος Παναγιότοφ παντρεύτηκε την Ασλάνοβα Βαρβάρα του Μιχαήλ από το ελληνικό χωριό Μερτσάνσκογιε της Ελληνικής Εθνικής Περιοχής με το διοικητικό κέντρο Κρίμσκαγια (τώρα πόλη Κριμσκ) της περιφέρειας Κρασνοντάρ. Στις 8 Μαΐου 1935 το νεαρό ζευγάρι απέκτησε την κόρη Αλεξάνδρα. Ο Χαράλαμπος ξεκίνησε να εργάζεται ως αγρονόμος καπνοκαλλιεργητής στον Σταθμό Μηχανημάτων και Τρακτέρ της Κρίμσκαγια και ως στέλεχος της επιχείρησης πήρε για τη διαμονή της οικογένειας του ένα υπηρεσιακό διαμέρισμα. Τα πρώτα βήματα στη ζωή του νεαρού ζευγαριού έδειχναν, πως τίποτα πια δεν μπορεί να χαλάσει την ευτυχία του Χαράλαμπου με τα φτωχά παιδικά χρόνια του και της ορφανής και από τους δυο γονείς Βαρβάρας. Όμως όλα άλλαξαν το Δεκέμβριο του 1937.

Η Βαρβάρα Ασλάνοβα με την κόρη της Αλεξάνδρα, το 1937 (φωτ.: Αρχείο Ελένη Τσίλικ (Παναγιότοβα))

Η αιτία της εκτέλεσης: Έλληνας!

Στις 30 Δεκεμβρίου 1937, όταν η μικρή Αλεξάνδρα ήταν μόλις δυόμισι χρόνων, στο σπίτι τους εμφανίστηκαν οι συνεργάτες του Ν.Κ.Β.Ντ. Στον πατέρα της ανακοινώθηκε η φυλάκισή του. Τον έβγαλαν αμέσως από το σπίτι, χωρίς να μπορέσει να αποχαιρετήσει την οικογένεια. Το μόνο, που πρόλαβε να πει ο Χαράλαμπος στη γυναίκα του ήταν το εξής «Σε πήρα ορφανή και σε άφησα ορφανή με το ορφανό παιδί».

Παρά το κρύο του χειμώνα, τους φυλακισμένους από την Κρίμσκαγια τους πήγαν στο Κρασνοντάρ με ανοιχτό φορτηγό. Ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν ένας συγχωριανός της Βαρβάρας, ο οποίος είχε ψυχιατρικά προβλήματα, λόγω των οποίων τον άφησαν να γυρίσει σπίτι. Ο «τυχερός» άνδρας εκμυστηρεύτηκε στην απελπισμένη Βαρβάρα, πώς ο σύζυγός της αρρώστησε από το αβάσταχτο κρύο και θα ήταν καλό να του πήγαινε ζεστές κάλτσες.

Η Βαρβάρα Ασλάνοβα (δεύτερη πάνω), ο Νικόλαος, ο Ευστάθιος και ο Θεόδωρος Ασλάνοφ με τις οικογένειες τους (φωτ.: Αρχείο Ελένη Τσίλικ (Παναγιότοβα))

«Η μαμά μου έλεγε, πως κατάφερε να μπει στο κρατητήριο μετά από ένα μήνα. Τη συνάντηση δεν την επιτρέψανε, όμως το δέμα το δέχτηκαν. Μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα παρατήρησε, πως οι κρατούμενοι δεν χωρούσαν στην κάμαρα του κρατητηρίου και στέκονταν όρθιοι. Κάποιοι έπεφταν από εξάντληση. Ένας κρατούμενος τη γνώρισε και φώναξε από μέσα, πώς ο άνδρας της αρρώστησε με φυματίωση. Αργότερα μετέφεραν τους φυλακισμένους Έλληνες στην πόλη Ροστόφ επί του Ντον. Από τότε χάθηκε η κάθε επικοινωνία με τον πατέρα μου. Μόνο μετά την καταδίκη των σταλινικών διώξεων, στο τέλος της δεκαετίας του ’50, μάθαμε πως ο Παναγιότοφ Χαράλαμπος του Κύριλλου εκτελέστηκε τον Μάρτιο 1938», είπε η Αλεξάνδρα Παναγιότοβα στη διάρκεια της συνέντευξής της.

Το θετικό βιογραφικό δεν βοήθησε

Ο Χαράλαμπος Παναγιότοφ ήταν ένας φρόνιμος και φιλήσυχος πολίτης της ΕΣΣΔ. Στη βεβαίωση, που του δόθηκε λίγο πριν από τη φυλάκισή του από την κρατική επιχείρηση, όπου εργαζόταν, έγραφε το εξής «Το συγκεκριμένο εκδόθηκε στο όνομα Παναγιότοφ Χαράλαμπος του Κύριλλου και πιστοποιεί πως αυτός πραγματικά εργαζόταν στο Σταθμό Μηχανημάτων και Τρακτέρ από τη 1 Μαΐου έως τις 25 Ιανουαρίου ως αγρονόμος, καπνοκαλλιεργητής και τοπάρχης. Στην εργασία και την οργάνωση εργασίας στις ομάδες των κολχόζ και την οργάνωση της Αγροτεχνικής έδειχνε τις οργανωτικές ικανότητες και γνώσεις στην αγρονομία».

Μνημείο θυμάτων των σταλινικών διώξεων στο χωριό Μερτσάνσκογιε (φωτ.: Βασίλης Τσενκελίδης)

Θετικό ήταν και το «Χαρακτηριστικό γνώρισμα» του 1932. «Χαρακτηριστικό γνώρισμα. Δόθηκε στον σύντροφο Παναγιότοφ Χαράλαμπο του Κύριλλου στο γεγονός ότι κατά την παραμονή του στο χωριό Μερτσάνσκογιε της Ελληνικής Εθνικής Περιοχής από τις 4 Ιουλίου 1932 έως τις 9 Ιανουαρίου 1932, συμμετείχε ενεργά στην υλοποίηση όλων των οικονομικών πολιτικών εγχειρημάτων. Πραγματοποίησε μαζική εργασία μεταξύ συλλογικών ομάδων αγροτών για την ανάπτυξη ενός κήπου καπνοφύτευσης και μιας εταιρείας συγκομιδής, αγωνίστηκε για την εισαγωγή της γεωργικής τεχνολογίας. Συμμετείχε ενεργά στη βελτίωση της οργάνωσης της Κομσομόλ (Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας). Αγωνίστηκε ενεργά για την οργανωτική και οικονομική ενίσχυση του συλλογικού αγροκτήματος, δηλαδή των 6 θέσεων του συντρόφου Στάλιν ως προς την οργάνωση της εργασίας και την κυριαρχία και την εισαγωγή της γεωργικής τεχνολογίας μεταξύ των μελών της Κομσομόλ της συλλογικής αγροτικής μάζας. Με βάση τα παραπάνω δίδεται το παρόν Χαρακτηριστικό γνώρισμα».

Τον κρατικό μηχανισμό του Ιωσήφ Στάλιν δεν ενδιέφεραν τα καθαρά και τα θετικά βιογραφικά των πολιτών της ΕΣΣΔ.

Στα τοπικά τμήματα του Ν.Κ.Β.Ντ αποστέλλονταν άδειες λίστες με τις θέσεις για τα ονόματα των εχθρών του λαού (του σοβιετικού λαού). Το Δεκέμβριο του 1937 ως εχθροί ορίστηκαν οι ανυποψίαστοι, αθώοι Έλληνες. Καταργήθηκαν και οι Ελληνικές Εθνικές Περιοχές όπως στην περιφέρεια του Κρασνοντάρ, έτσι και στη Μαριούπολη. Την ίδια μοίρα είχαν και άλλες εθνικές μειονότητες και η διανόηση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι σταλινικές διώξεις μετά το 1936 δεν είχαν πια ταξικό υπόβαθρο. Κυνηγήθηκαν απλοί πολίτες. Μετά το 20ο Συνέδριο του 1956 όσοι από τους πολιτικούς κρατούμενους επέζησαν, απελευθερώθηκαν. Σε όλους, ακόμα και μετά θάνατον δόθηκε η βεβαίωση αθωότητας.

Η οικογένεια του εχθρού του λαού

Η Βαρβάρα Ασλάνοβα με τη μικρή κόρη της μετά τη φυλάκιση του συζύγου της εκδιώχτηκε από το διαμέρισμα, όπου ζούσε. Ήταν πια «η οικογένεια του εχθρού του λαού». Η Βαρβάρα γύρισε στο πατρικό της σπίτι, στα αδέλφια της τον Θεόδωρο και τον Νικόλαο, και έπιασε δουλειά στο κολχόζ. Εκεί τους βρήκε η εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της.

Το καλοκαίρι του 1942, στο πλαίσιο της απομάκρυνσης του άμαχου πληθυσμού από το μέτωπο, οι Έλληνες των περισσότερων περιοχών της περιφέρειας Κρασνοντάρ και της περιοχής Κερτς της Κριμαίας εξορίστηκαν στο Βόρειο Καζακστάν και τη Σιβηρία.

«Ήμουν εφτά χρονών και θυμάμαι καλά τις συνθήκες της εξορίας. Τα βαγόνια ήταν φτιαγμένα για μεταφορά ζώων. Ο χώρος δεν έφθανε και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξαπλώσουν για να ξεκουραστούν. Το μαρτύριο τράβηξε δυο μήνες. Τα παιδιά και οι γέροι δεν άντεχαν και πέθαιναν. Οι στρατιώτες απλά τους πετούσαν έξω από τα βαγόνια. Τα αδύναμα παιδιά τα απομάκρυναν από τους γονείς και δεν τους έλεγαν που τα πάνε. Εγώ προσπαθούσα να μη τραβάω την προσοχή και κρυβόμουν συνέχεια.

Η Βαρβάρα Ασλάνοβα με την κόρη της Αλεξάνδρα και τον αδελφό της Νικόλαο στην πόλη Τεμιρτάου, του Καζακστάν (φωτ.: Αρχείο Ελένη Τσίλικ (Παναγιότοβα))

»Στην πόλη Καραγκαντά του βόρειου Καζακστάν μας πέταξαν από τα βαγόνια χωρίς να ετοιμάσουν τους χώρους υποδοχής. Το πρώτο μέρος, όπου εγκατασταθήκαμε ήταν το κολχόζ «Καλίνιν», στην περιοχή Βοροσίλοφσκι. Ευτυχώς, που δίπλα μας ήταν ο θείος Νικόλαος. Παρά τη νεανική του ηλικία, ο Νικόλαος ήταν άψογος χειριστής τρακτέρ και μας στήριζε οικονομικά. Το φθινόπωρο του 1942 ήταν πολύ σκληρό. Έκανε αρκετό κρύο. Μια οικογένεια των ιθαγενών Καζάκων μας πήρε στην οικία τους. Μας δέχτηκαν καλά. Η πείνα δεν άφηνε περιθώριο να προσέχουμε την καθαριότητα, όπως την καταλαβαίναμε. Οι τηγανισμένοι κόκκοι σιταριού, το γάλα με τα σκουπίδια και τις τρίχες μέσα του, κυριολεκτικά μας έσωσαν από το θάνατο. Όταν η μητέρα μου φιλτράρισε και έβρασε το γάλα, εντυπωσίασε πολύ τους νοικοκύρηδες.

»Γενικώς μας έβλεπαν όλοι γύρω με κακό μάτι. Ήμασταν οικογένεια εχθρών του λαού. Στη χειρότερη μοίρα από μας ήταν οι εξορισμένοι Γερμανοί. Αυτοί δεν είχαν άμεση σχέση με τη Γερμανία, είχαν μόνο τη γερμανική καταγωγή από παλιά και όμως οι υπόλοιποι κάτοικοι του Καζακστάν μετά την προπαγάνδα των Αρχών τούς μείωναν συνεχώς», είπε η Αλεξάνδρα Παναγιότοβα, περιγράφοντας τις συνθήκες της εξορίας στο Καζακστάν.

Η Βαρβάρα έπιασε δουλειά, στάθηκε στα πόδια της από την αρχή. Με τα χρόνια μεγάλωσε και στήριξε τη μητέρα της η Αλεξάνδρα. Μετά τον πόλεμο ο θείος Νικόλαος με τη Βαρβάρα και την Αλεξάνδρα μετακόμισαν στο διπλανό χωριό Σαμαρκάντσκι, το οποίο με τον καιρό ανοικοδομήθηκε και μεταμορφώθηκε στην πόλη Τεμιρτάου. Εκεί τοποθετήθηκε ένα σύγχρονο εργοστάσιο, το οποίο μεταφέρθηκε από τη Γερμανία στο Καζακστάν.

Αθώωση μετά την άδικη εκτέλεση

Το 1957, είκοσι χρόνια μετά τη φυλάκιση του πατέρα της, η Βαρβάρα τόλμησε να στείλει επιστολή στα γραφεία της Κα Γκε Μπε (Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας) στη Μόσχα για να μάθει τη μοίρα του πατέρα της.

«Μια μέρα, κατά τη διάρκεια της χρονιάς του 1958, με κάλεσαν στο τοπικό γραφείο της Κα Γκε Μπε. Ο διοικητής ξεκίνησε τη συζήτηση μαζί μου κάνοντας αναφορά στα δικά μου επιτεύγματα στο χώρο εργασίας. Μου θύμισε, πως είμαι κόρη του εχθρού του λαού, και μπορώ να φυλακιστώ και εγώ. Εγώ, είτε από υπερβολική τόλμη, είτε από υποσυνείδητο φόβο, εκείνη τη στιγμή αγανάκτησα λέγοντας “Τι άλλο μπορείτε να μας κάνετε; Τον πατέρα μου τον φυλακίσατε. Εμάς μας διώξατε από το σπίτι και ύστερα εξορίσατε στο Καζακστάν. Τόσα χρόνια δεν ξέρουμε τη μοίρα του πατέρα μου. Αν τον εκτελέσατε, που είναι ο τάφος του; Τι χειρότερο από αυτό θα μπορούσε να μας συμβεί;”. Όταν τα είπα όλα αυτά, φοβήθηκα πολύ. Ο διοικητής και αυτός άλλαξε στάση και με συνεχάρη για την αλήθεια, που του είπα. Το 1958 οι σταλινικές μέθοδοι δεν περνούσαν τόσο εύκολα. Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο διοικητής μου έδωσε τη βεβαίωση αθώωσης του πατέρα μου και συμφώνησε, πως “ακόμα και το Κόμμα (ΚΚΣΕ) μπορεί να κάνει λάθη”», είπε με μεγάλη συγκίνηση την ιστορία της η Αλεξάνδρα.

Η βεβαίωση αθωότητας του Χαράλαμπου Παναγιότοφ από το Στρατιωτικό Δικαστήριο του Λένινγκραντ, το 1958 (φωτ.: Αρχείο Ελένη Τσίλικ (Παναγιότοβα))

Μετά από τη διάλυση της ΕΣΣΔ η Αλεξάνδρα ζήτησε εκ νέου από το αρχείο της Κα Γκε Μπε τα στοιχεία για τη μοίρα του πατέρα της. Η νέα βεβαίωση με την ημερομηνία από τις 13 Οκτωβρίου 1992 από την Εισαγγελία του Κρασνοντάρ συμπεριλάμβανε περισσότερα πράγματα, όμως το βασικό κείμενο παρέμεινε αμετάβλητο: «Παναγιότοφ Χαράλαμπος του Κύριλλου μετά την απόφαση του Ν.Κ.Β.Ντ από τις 29 Μαρτίου 1938 εκτελέστηκε για πολιτικούς λόγους για την αντισοβιετική δράση. Στις 9 Μαΐου 1957 το στρατιωτικό δικαστήριο του Λένινγκραντ ακύρωσε την υπόθεση του λόγω έλλειψης ενοχής και τον αθώωσε». Στις 18 Οκτωβρίου 1993 στη μετασοβιετική Ρωσία ψηφίστηκε νόμος για την Αθώωση των όλων των θυμάτων των πολιτικών διώξεων της σταλινικής περιόδου.

Το 1994 η Αλεξάνδρα Παναγιότοβα έλαβε τη βεβαίωση αθώωσης της μητέρας της από το Διοικητήριο του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων στην περιφέρεια Κρασνοντάρ.

Στη βεβαίωση αναφέρεται πως η Ασλάνοβα Βαρβάρα του Μιχαήλ με την κόρη της Αλεξάνδρα εξορίστηκαν το 1942 για ειδική διαμονή (τάγμα εργασίας) στην περιφέρεια της πόλης Καραγκαντά ως πρόσωπα ελληνικής εθνικότητας για πολιτικούς λόγους.

Η Αλεξάνδρα Παναγιότοβα, το 2015, στην Αθήνα (φωτ.: Βασίλης Τσενκελίδης)

Η οικογένεια του «εχθρού του λαού» Χαράλαμπου Παναγιότοφ άλλαξε τα ελληνικά διαβατήρια και τις άδειες παραμονής σε σοβιετικά και τη δεκαετία του 1970 μετακόμισε στην πρωτεύουσα του προηγούμενου τόπου διαμονής τους, στο Κρασνοντάρ. Το 2001 η Αλεξάνδρα Παναγιότοβα ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα, όπου έμενε ήδη η κόρη της Ελένη. Στο Κρασνοντάρ  συνεχίζει να μένει ο γιος της Γιώργος. Η ζωή συνεχίζεται, παρόλο που δεν είναι πια εν ζωή ο Χαράλαμπος, η Βαρβάρα και η Αλεξάνδρα. Η Βαρβάρα Ασλάνοβα έφυγε από τη ζωή στο Κρασνοντάρ, το 2000, δηλαδή 63 χρόνια μετά τον άδικο χαμό του 25χρονου συζύγου της. Η Αλεξάνδρα έφυγε από τη ζωή το 2019, στην Αθήνα. Τις τραγικές σελίδες της ζωής τους κουβαλάνε πια στη μνήμη τους τα εγγόνια και τα δισέγγονα τους.

Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός

 ΠΗΓΗ pontosnews

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου