Low level penetration-attack. Η ρεαλιστική εκπαίδευση εγκυμονεί πάντα κινδύνους. Πολλά γράφονται και πολλά λέγονται κάθε φορά που έχουμε ένα μείζον ατύχημα ή δυστύχημα στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ιδίως όμως όταν πρόκειται για συντριβή μαχητικού αεροσκάφους, οι διαστάσεις που λαμβάνει μέσω της δημοσιότητας είναι πολύ μεγάλες και συχνά οδηγούν στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων από την κοινή γνώμη, πλήττοντας την προσπάθεια προσέλκυσης στην Πολεμική Αεροπορία των “best and brightest”. Ας επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τα βασικά και ουσιώδη, όχι να εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την συντριβή του F-4E AUP, κατά τις πρωινές ώρες της 30ης Ιανουαρίου.
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί, είναι ότι η πτήση με μαχητικό αεροπλάνο από τη φύση της είναι μία διαδικασία με πολλούς κινδύνους. Πρόκειται για εξαιρετικά υψηλών επιδόσεων πτητικές μηχανές με πληθώρα συστημάτων για τον έλεγχο της πτήσης τους, της κατάστασης των συστημάτων τους και την τροφοδοσία τους με ηλεκτρική ισχύ, υδραυλική ισχύ, αέρα υπό πίεση και, το κυριότερο, με καύσιμο. Παράλληλα όμως είναι και πολεμικές μηχανές. Άρα σε όλη την πολυπλοκότητα των συστημάτων ελέγχου πτήσης, θα πρέπει να προστεθεί και αυτή των συστημάτων αποστολής.
Ακόμη και σήμερα που η αυτοματοποίηση της λειτουργίας και της παρακολούθησης της απόδοσης των συστημάτων ενός μαχητικού έχει αυξηθεί σε βαθμό αδιανόητο 20 ή και 30 χρόνια πριν, η φύση της πτήσης με μαχητικό, παραμένει επικίνδυνη. Οι ταχύτητες πλεύσης είναι πολύ μεγάλες και τα ύψη πλεύσης αυξομειώνονται με απίστευτα ταχείς ρυθμούς. Απαιτείται πολύ καλός σχεδιασμός επομένως μίας εκπαιδευτικής εξόδου, είτε αυτή έχει αντικείμενο την εφαρμογή τακτικών αέρος – αέρος, είτε αέρος – εδάφους, πολύ μεγάλη συγκέντρωση και πολύ μεγάλη προσοχή σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Σε ένα εκπαιδευτικό σενάριο αέρος – αέρος για παράδειγμα, δύο εναντίον δύο, ή ακόμα και ενός εναντίον δύο, το οποίο μπορεί να διεξάγεται σε μία μεγάλη περιοχή, ένα μεγάλο τμήμα του εναέριου χώρου δηλαδή, είναι πάρα πολύ εύκολο να βρεθούν δύο μαχητικά στο ίδιο σημείο, την ίδια χρονική στιγμή! Έχει συμβεί στο εξωτερικό και έχει συμβεί και στην Ελλάδα με πιο πρόσφατο δυστύχημα αυτό της σύγκρουσης δύο ελληνικών F-16 Block 52+, ενός μονοθέσιου και ενός διθέσιου, κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης σε σενάρια αέρος – αέρος, τον Αύγουστο του 2010. Κατά τον ίδιο τρόπο εξαιρετικά επικίνδυνες είναι και οι πτήσεις εκπαίδευσης σε ρόλους αέρος – εδάφους. Ιδίως αυτές που περιλαμβάνουν από το σχεδιασμό τους διείσδυση σε μικρό ύψος (low level penetration) σε εχθρικό εναέριο χώρο, προς αποφυγή εντοπισμού από τα ραντάρ της αεράμυνας του αντιπάλου, προσβολή του στόχου αιφνιδιαστικά και με μεγάλη ακρίβεια (low level attack) και έξοδο από την περιοχή του στόχου σε επίσης μικρό ύψος και με μεγάλη ταχύτητα, προς αποφυγή των πυρών της εχθρικής αεράμυνας.
Στις εκπαιδευτικές εξόδους διείσδυσης μικρού ύψους, και όταν γράφουμε “μικρού ύψους” εννοούμε κάτω από τα 300 πόδια (κάτι λιγότερο από 100 μέτρα, 92 για την ακρίβεια), η ταχύτητα συνήθως είναι μεγαλύτερη των 400 κόμβων (740 χιλιομέτρων ανά ώρα). Αυτή η επιλογή ταχύτητας γίνεται γιατί υποτίθεται ότι το αεροπλάνο είναι βαρύ, φέροντας όπλα αέρος – εδάφους και εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου για αύξηση της ακτίνας μάχης. Σε περίπτωση λοιπόν που υπάρξει απώλεια ώσης από τον έναν ή τους δύο κινητήρες (ανάλογα με τον τύπο του μαχητικού), το πλήρωμα πρέπει να έχει αρκετή κινητική ενέργεια στη διάθεσή του για να ανέβει σε μεγαλύτερο ύψος και να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερα περιθώρια ασφαλείας οποιοδήποτε πρόβλημα. Ματαιώνοντας επίσης, εφόσον το επιτρέπουν και το επιβάλλουν οι συνθήκες, την αποστολή.
Υπό αυτές τις συνθήκες ύψους και ταχύτητας, όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το ατύχημα είναι πολύ, μα πολύ εύκολο να συμβεί. Για να το θέσουμε και αλλιώς: Πρέπει να καταβληθεί σημαντική προσπάθεια από το πλήρωμα για να μην συμβεί. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων και ο στόχος αυτών των εκπαιδεύσεων… Η προσαρμογή σε αυτές τις συνθήκες και η σταδιακή απόκτηση εμπειρίας για την ασφαλή και με μεγάλα περιθώρια επιτυχίας στην εκτέλεση αποστολών κρούσης από μικρό ύψος.
Η Πολεμική Αεροπορία είναι από τις ελάχιστες στον κόσμο, που εξακολουθεί να εκπαιδεύει ιπταμένους σε «ειδικά» προφίλ πτήσης μικρού ύψους καθ’ όλη της διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Διείσδυση πάνω από το εχθρικό έδαφος σε μικρό έως πολύ μικρό ύψος ημέρα και νύχτα με τη χρήση LANTIRN και NVG. Η αμερικανική USAF έχει εγκαταλείψει και η Ισραηλινή Αεροπορία έχει περιορίσει αυτό το είδος επιθετικής τακτικής εδώ και αρκετό καιρό. Στην απόφασή τους αυτή οδηγήθηκαν προφανώς επειδή αφενός έχουν εξασφαλισμένη αεροπορική κυριαρχία στις περιοχές που επιχειρούν και αφετέρου επειδή έχουν επαρκείς αριθμούς μαχητικών κρούσης που μπορούν να προστατέψουν τόσο από την εχθρική αντιαεροπορική άμυνα όσο και από τα μέσα ηλεκτρονικού πολέμου του αντιπάλου.
Τέτοια πλεονεκτήματα η Ελληνική ΠΑ δεν έχει. Όχι μόνο γιατί δεν διαθέτει επαρκή αριθμό μαχητικών προς κάλυψη των επιθετικών σχηματισμών της, αλλά και γιατί πρέπει να καλύψει μία αρκετά μεγάλη περιοχή (τη μισή τουλάχιστον τουρκική επικράτεια στο δυτικό της κυρίως τμήμα και σε όλο το εύρος της από βορρά προς νότο) με πολλούς στόχους (το στρατηγικό βάθος-μέτωπο). Βέβαια οι χαμηλού ύψους διεισδύσεις και προσβολές στόχων αιφνιδίως και με μεγάλη ακρίβεια, δεν έχουν εκλείψει.
Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει η προσβολή των τουρκικών ΜΙΜ-23 Hawk στη βάση Al Watiya της δυτικής Λιβύης, το καλοκαίρι του 2020. Η εκπαίδευση αυτού του είδους επομένως υφίσταται σε αρκετές σύγχρονες αεροπορικές δυνάμεις. Σε μεγάλο ή μικρό βαθμό. Η φιλοσοφία “εκπαιδεύσου όπως θα πολεμήσεις” επομένως ισχύει απόλυτα στην Πολεμική Αεροπορία και αυτό οπωσδήποτε αποδεικνύει η τραγική απώλεια του ελληνικού F-4E AUP και του ενός -επισήμως μέχρι στιγμής- μέλους του πληρώματός του. Τα αίτια του δυστυχήματος θα αναζητηθούν από εμπειρογνώμονες ειδικής επιτροπής που έχει ήδη συσταθεί, ενώ κανένα ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί μέχρι τουλάχιστον αυτή η ειδική επιτροπή διερεύνησης να καταθέσει επισήμως το πόρισμά της.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου