Απόπειρα αποκωδικοποίησης της συγκεκριμένης φράσης με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Νομικός Διεθνολόγος
Εγκαινιάζω τη δημιουργική συνεργασία μου ως νομικού διεθνολόγου με τη HuffPost υπό τη μορφή σύντομων και εύληπτων αναλύσεων και σχολιασμού χρόνιων ή επίκαιρων θεμάτων των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό το φως του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας (ΔτΘ). Με το παρόν παρθενικό σημείωμά μου, εγκύπτω σε πρόσφατες, ήπιες έως δριμείες αλλά σαφώς ανερμάτιστες, άκριτες και αλυσιτελείς, κατά την επιστημονική και αμιγώς δικαιοκεντρική άποψή μου, επικρίσεις ορισμένων αρθρογράφων με αντικείμενο την ασκούμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Και εξηγούμαι ευθύς αμέσως.
Ως νομική διαδικασία, η θαλάσσια οριοθέτηση (maritime delimitation) εμπίπτει στη σφαίρα εφαρμογής, ή, ακόμη ορθότερα, στον σκληρό πυρήνα του ΔτΘ, οι αρχές και οι κανόνες του οποίου, ενσωματωμένες σε μεγάλο βαθμό στη Σύμβαση της Ιαμαϊκής του 1982 (Σύμβαση), διέπουν τις κατά θάλασσαν σχέσεις των κρατών, παράκτιων και περίκλειστων.
Οι προβλεπόμενες από το ΔτΘ θαλάσσιες ζώνες (maritime zones), οι οποίες εκτείνονται από τις ακτές (ηπειρωτικές ή νησιωτικές) κάθε παράκτιου κράτους προς την ανοικτή θάλασσα, είναι κατά σειράν:
Πρώτον, τα εσωτερικά ύδατα (δηλαδή η θαλάσσια ζώνη μεταξύ της φυσικής ακτογραμμής και των νοητών ευθειών γραμμών βάσης, με την μονομερή χάραξη των οποίων κλείονται οι κόλποι και οι δαιδαλώδεις και χαρακτηριζόμενες από έντονες εσοχές και οδοντώσεις ή και από την παρουσία νησιωτικών συμπλεγμάτων κατά μήκος τους ακτές)
Δεύτερον, η αιγιαλίτιδα ζώνη [δηλαδή η θαλάσσια ζώνη η οποία υιοθετείται επίσης μονομερώς, μετρείται από τις γραμμές βάσης, είτε πρόκειται για την φυσική ακτογραμμή είτε για ευθείες γραμμές βάσης, και το εύρος της οποίας μπορεί να φτάσει έως τα δώδεκα ναυτικά μίλια (νμ) αν το επιτρέπουν οι αποστάσεις]
Τρίτον, η ειδικών σκοπών συνορεύουσα ζώνη εύρους δώδεκα νμ πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης
Τέταρτον, η υφαλοκρηπίδα (δηλαδή ο βυθός και το υπέδαφος της θάλασσας πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης)
Πέμπτον, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) (δηλαδή η θαλάσσια ζώνη πέραν της αιγιαλίτιδας, η οποία περιλαμβάνει, εκτός από την υφαλοκρηπίδα, και τα υπερκείμενα ύδατα).
Οι δύο πρώτες εξομοιώνονται με εθνικό έδαφος ως ζώνες κυριαρχίας, ενώ οι άλλες τρεις, θεωρούμενες λειτουργικές, ονομάζονται ζώνες κυριαρχικών δικαιωμάτων και, λόγω του μεγάλου εύρους τους, οριοθετούνται κατ’ ανάγκη ως επικαλυπτόμενες, ιδίως όταν πρόκειται για κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες όπως η Μεσόγειος.1
Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών συνδέεται άρρηκτα με δύο άλλες νομικές έννοιες, διακριτές μεταξύ τους αλλά και αλληλένδετες, και συγκεκριμένα με την ασκούμενη επί των ακτών εδαφική κυριαρχία (territorial sovereignty), η οποία είναι με τη σειρά της γενεσιουργός του δικαιώματος (entitlement)του παράκτιου κράτους στις θαλάσσιες ζώνες, σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή του ΔτΘ «η ξηρά κατισχύει της θάλασσας» («the land dominates the sea»).
Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα επί των θαλάσσιων ζωνών συναρτάται, ως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση, με το γεγονός ότι το ανήκον στο παράκτιο κράτος έδαφος βρέχεται από θάλασσα (τα περίκλειστα κράτη δεν διαθέτουν θαλάσσιες ζώνες). Έτσι, το δικαίωμα εξαρτάται μεν ευθέως από την κυριαρχία, αλλά λογίζεται ως προαπαιτούμενο της οριοθέτησης. Στην πράξη, μεταφράζεται με τη μετωπική προβολή της ηπειρωτικής ακτογραμμής στη θάλασσα (frontal projection).
Όσον αφορά τα νησιωτικά εδάφη, τα οποία περιβάλλονται πανταχόθεν από θάλασσα, η προβολή της ακτογραμμής τους χωρεί προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, δηλαδή ακτινοειδώς (radial projection). Εννοείται ότι το μεν δικαίωμα αποτελεί τον συνδετικό, η δε οριοθέτηση τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας των τριών εννοιών. Η οριοθέτηση καθίσταται αναγκαία όταν η προβολή του θαλάσσιου μετώπου ενός παράκτιου κράτους συναντά και εφάπτεται ή επικαλύπτεται (overlap) με την αντίστοιχη προβολή ενός άλλου παράκτιου κράτους. Άρα, απαιτείται οριοθέτηση μόνον όταν υπάρχει επικάλυψη προβολών.
Η οριοθέτηση χωρεί συνήθως με διμερή συμφωνία, δηλαδή συντελείται ανά ζεύγη παράκτιων κρατών, ή, ελλείψει επίτευξης συμφωνίας εντός εύλογου χρόνου, με προσφυγή (από κοινού ή μονομερώς κατά περίπτωση) στη διεθνή δικαιοσύνη. Επομένως, αφενός, δεν νοείται μονομερής οριοθέτηση, αφετέρου, η οριοθέτηση δεν είναι αναγκαία όταν η γεωγραφία της περιοχής και οι αποστάσεις επιτρέπουν τον μονομερή καθορισμό των ορίων των θαλάσσιων ζωνών ενός παράκτιου κράτους, χωρίς τον κίνδυνο επικάλυψής τους με τις θαλάσσιες ζώνες ενός τρίτου παράκτιου κράτους.
Για να αναφερθώ στη συγκεκριμένη περίπτωση του Αιγαίου, εκεί όπου οι γεωγραφικές συνθήκες, και ιδίως οι αποστάσεις, το επιτρέπουν, η Ελλάδα έχει το αδιαπραγμάτευτο και αναφαίρετο δικαίωμα να επεκτείνει μονομερώς το εύρος της ισχύουσας από το 1936 αιγιαλίτιδας ζώνης της των έξι νμ μέχρι το όριο των δώδεκα νμ, όπως προβλέπει το εθιμικό ΔτΘ.
Στην περίπτωση αυτή, δεν απαιτείται η έγκριση ή η συναίνεση της γείτονος, ενώ η ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική, κατά μείζονα δε λόγο είναι αδιανόητο να συνιστά αιτία πολέμου (casus belli), όπως υποστηρίζει ανερυθρίαστα η Τουρκία. Πρόκειται εν τέλει για καθ’ όλα νόμιμο, αν και μονομερή, καθορισμό ορίων και όχι για διμερή οριοθέτηση. Ας μην λησμονούμε επίσης ότι υπάρχουν ήδη οριοθετημένες θαλάσσιες περιοχές στις εκβολές του Έβρου (ήδη από το 1926) και στο σύμπλεγμα του Καστελλορίζου και πέραν αυτού μέχρι την Σάμο (ήδη από το 1932), οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ των δύο κρατών.
Είναι προφανές ότι, όπως προκύπτει από την ανωτέρω συνοπτική ανάλυση, οι διμερείς διερευνητικές συνομιλίες ή διαπραγματεύσεις προτάσσονται -ως εκ των ων ουκ άνευ- οποιασδήποτε συμφωνίας ή δικαστικής επίλυσης. Ουδέν μεμπτόν. Έχοντας βεβαίως εκ προοιμίου ως αντικείμενο αλλά και ως κόκκινη γραμμή την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, είναι αυτονόητο ότι για την Ελλάδα οι επαφές αυτές υπό μορφή άτυπου διαλόγου δεν αφορούν (ανεξάρτητα από τα όσα προβάλλει κατά καιρούς και διεκδικεί η γείτων) την κυριαρχία (όπως η Τουρκία αποπειράται συστηματικά να εισαγάγει ως νέα διαφορά μετά το 1995, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας επί ορισμένων νησιωτικών εδαφών της, και από το 2021, αμφισβητώντας την εκχώρηση της κυριαρχίας επί του συνόλου των ελληνικών νησιωτικών εδαφών υπό το πρόσχημα της μη τήρησης της αποστρατιωτικοποίησής τους εκ μέρους της Ελλάδας), αλλά ούτε και το αναγνωριζόμενο εθιμικώς δικαίωμα των νήσων (ως γνωστόν, από το 1974 η Τουρκία αρνείται αυθαιρέτως να αποδεχτεί το αναγνωριζόμενο βάσει του ΔτΘ δικαίωμα των νησιωτικών εδαφών σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, πλην της αιγιαλίτιδας ζώνης τους των έξι νμ).
Εν ολίγοις, η συζήτηση σχετικά με την οριοθέτηση προϋποθέτει, ως δεδομένο και όχι ως ζητούμενο, ότι δεν αμφισβητείται η κυριαρχία ούτε επί σπιθαμής ελληνικού νησιωτικού εδάφους, ενώ εξυπακούεται ότι αναγνωρίζεται παράλληλα και το δικαίωμά τους στο σύνολο των προβλεπόμενων από το ΔτΘ θαλάσσιων ζωνών.
Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να συγχέουμε το πλήρες δικαίωμα των νήσων (full entitlement) με τον βαθμό επήρειάς τους στο πλαίσιο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (πλήρης, μερική ή μηδενική επήρεια) (full, partial or no effect), ανάλογα με τις ληπτέες υπόψη περιστάσεις [όπως είναι μεταξύ άλλων το μήκος των ληπτέων υπόψη για την οριοθέτηση ακτών, ο μεταξύ των δύο ενδιαφερόμενων κρατών λόγος των ακτογραμμών τους (ratio) και η υπό οριοθέτηση θαλάσσια περιοχή υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας], με σκοπό την επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος (equitable result) για αμφότερα τα μέρη. Αντιθέτως, η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης υπακούει, εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία, σε συγκεκριμένους κανόνες με την αυτόματη εφαρμογή της μεθόδου της μέσης γραμμής, όταν οι ακτές των δύο παράκτιων κρατών αντίκεινται, ή της γραμμής της ίσης απόστασης, όταν οι ακτές τους παράκεινται ως όμορες.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι απορίας άξιον πώς διάφοροι «έγκριτοι» αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί διατυπώνουν το τελευταίο διάστημα ενορχηστρωμένες απόψεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν επιεικώς μόνον ως παράδοξες και παράλογες στον βαθμό που καταδεικνύουν όχι απλώς την άγνοια των συντακτών τους σχετικά με ορισμένες βασικές έννοιες του ΔτΘ αλλά και τις αντιφάσεις και την ανακολουθία της συλλογιστικής τους.
Στον αντίποδα, η σαφήνεια και η διαχρονική συνέπεια των ελληνικών θέσεων, όπως αυτές εκφράζονται παγίως από τα πλέον επίσημα χείλη (του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Υπουργού των Εξωτερικών), δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για τους όποιους -εκ των έσω προερχόμενους- υπαινιγμούς (σταχυολογώ απλώς μερικούς, χωρίς να κατονομάζω τους «δράστες») περί αποδοχής απαράδεκτων συνολικών λύσεων, με τη διαμεσολάβηση τρίτων ή με την προδοτική προσφυγή στη Χάγη, ή περί έλλειψης σαφούς πλαισίου διαλόγου ή, ακόμη χειρότερα, περί μεταστροφής της στάσης της Αθήνας με αποτέλεσμα ο τουρκικός επεκτατισμός να επανέρχεται δήθεν στο προσκήνιο ως διμερής διαφορά (!).
Για του λόγου το αληθές, αρκούμαι στα όσα -αυτονόητα- δήλωσε δημοσίως δις ο Έλληνας Πρωθυπουργός στις 29 Απριλίου 2023.
Πρώτον, από το βήμα του Delphi Economic Forum ανέφερε επί λέξει τα εξής: «The sort of “blue homeland” agenda has been dominant. It’s[…] an old sort of imperial revisionism», για να συμπληρώσει ότι «there is no discussion on sovereignty and borders, full stop» (Δείτε εδώ).
Δεύτερον, στο πλαίσιο συνέντευξής του σε ελληνική εφημερίδα, υπενθύμισε για πολλοστή φορά ότι: «το βασικό ζήτημα το οποίο αποτέλεσε και την εστία των διαφορών μας με την Τουρκία εδώ και πολλές δεκαετίες [..] δεν είναι άλλο από την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο», προσθέτοντας με έμφαση ότι πρόκειται συγκεκριμένα για την διαφορά «που αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ» (Δείτε εδώ) . Η τελευταία αποστροφή του λόγου του καταρρίπτει κάθε ισχυρισμό περί απαράδεκτης διγλωσσίας του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εξωτερικών απλώς και μόνον επειδή ο δεύτερος αναφέρεται συστηματικά στην μοναδική ελληνοτουρκική διαφορά της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι η υπουργική εκδοχή/προσέγγιση δεν αναιρεί ούτε κατά ένα γιώτα τις πρωθυπουργικές θέσεις.
Ως συμπέρασμα, πυξίδα της διαχρονικής και φιλειρηνικής Εξωτερικής Πολιτικής της Ελλάδας είναι το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, σημαντικός κατά θάλασσαν βραχίονας του πρώτου. Πάγια θέση της Αθήνας έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων είναι ότι υφίσταται μία και μόνη διαφορά και συγκεκριμένα η οριοθέτηση των προβλεπόμενων από το εθιμικό ΔτΘ θαλάσσιων ζωνών, αποκλειομένης οποιασδήποτε συζήτησης τόσο σχετικά με την αμφισβητούμενη κυριαρχία της Ελλάδας επί των νησιωτικών εδαφών της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και σχετικά με το κατοχυρωμένο δικαίωμά τους στις εν λόγω θαλάσσιες ζώνες.
Σύμφωνα με την Γεωγραφία και το Δίκαιο της Θάλασσας, η Τουρκία οφείλει να αντιληφθεί ότι ανήκει στα αποκαλούμενα, σύμφωνα με την Σύμβαση, «γεωγραφικώς μειονεκτούντα παράκτια κράτη» και να συναγάγει τα εξ αυτού χρήσιμα συμπεράσματα ως προς το δίκαιο αποτέλεσμα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μας, χωρίς τα βαρίδια της ανιστόρητης Γαλάζιας Πατρίδας.
ΥΓ. Στο επόμενο σημείωμά μου θα σχολιάσω την δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών σχετικά με την επίλυση του συνόλου των ελληνοτουρκικών διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η οποία πυροδότησε ουσιαστικά τα προαναφερθέντα επικριτικά σχόλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου