Γύρω στα 1600, πολλοί χριστιανοί ίδρυσαν το χωριό Σούλι, στα Κασσιώπεια όρη, περίπου 100 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων, σε ένα μικρό οροπέδιο, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του Αχέρoντα[1]. Τότε είχαν ενταθεί οι πιέσεις στους χριστιανούς αγρότες και ο κεφαλικός φόρος είχε ανέβει από τα 40 άσπρα ετησίως, το 1574, στα 150 το 1596, και στα 240 το 160[2] ενώ είχαν πολλαπλασιαστεί οι εξισλαμισμοί.
Οι εξεγερμένοι αγρότες, που εκστράτευσαν μαζί με τον Διονύσιο Φιλόσοφο, το 1611, στα Γιάννενα, προέρχονταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τα χωριά της Παραμυθιάς και, μετά την αποτυχία της εξέγερσης, σκορπίστηκαν στα βουνά, και το Σούλι, ενώ αυξήθηκε και η μετανάστευση προς τα Ιόνια Νησιά.. Από τη συρροή καταδιωκόμενων ή εξεγερμένων πληθυσμών μέχρι το 1740, στην ίδια δύσβατη περιοχή, δημιουργήθηκαν τρία ακόμα χωριά, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκο –το «Τετραχώρι»– ενώ, στους πρόποδες και στις πλαγιές των Κασσιώπειων ορέων, βρίσκονταν άλλα εφτά χωριά, κυριευθέντα διά των όπλων μετά το 1744.
Του Γιώργου Καραμπελιά*
ΠΗΓΗ ΑΡΔΗΝ – ΡΗΞΗ
Τα έντεκα χωριά, της «Σουλιώτικης Συμπολιτείας», είχαν πληθυσμό 6.000 κατοίκους – 2.000 ήταν οι πολεμιστές. Επί πλέον, έως το 1760, είχαν απελευθερώσει 66 χωριά ακόμα[3] –τα λεγόμενα «παρασουλιώτικα»– τα οποία κατέβαλλαν φόρο στο Σούλι. Ο φόρος, 2.500 πιάστρα το 1788[4], ήταν ιδιαίτερα μικρός, και ίσως συμπληρωνόταν και με καταβολές σε είδος. Έτσι, τα 77 χωριά συγκροτούν έναν νέο (ημι)αυτόνομο σχηματισμό, στην καρδιά της οθωμανικής κυριαρχίας[5]. Κάποιοι τους θεωρούν Αρβανίτες και άλλοι όχι. Θιασώτης της πρώτης εκδοχής είναι o Πέτρος Φουρίκης: «Περί της φυλής, εις ην ανήκον, ήτο η αλβανική της μέσης Ηπείρου»[6]. Ο Ι. Λαμπρίδης τους θεωρεί κράμα μιας αρχικής ποιμενικής αλβανικής πατριάς και αλβανοφώνων και ελληνοφώνων. Τέλος, ο Ε. Πρωτοψάλτης πιστεύει «ακραδάντως ότι οι Σουλιώται ανήκον εξ αρχής εις την ελληνικήν φυλήν» και ήταν δίγλωσσοι· εξάλλου, οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι τους αποκαλούσαν «γραίκους»[7]. Σε κάθε περίπτωση, ελληνική, «ρωμαίικη», ήταν η αυτοσυνειδησία τους. Όπως προαναφέραμε, η κοινωνική οργάνωση των Σουλιωτών διατηρούσε ως πρωταρχικό κύτταρο την οικογένεια, ενώ περισσότερες οικογένειες συγκροτούσαν φάρες.
Τα 47 γένη μέσω των αρχηγών ή των αντιπροσώπων τους διατηρούσαν μία μορφή γερουσίας[8]. Όταν όμως επρόκειτο να ληφθούν καθοριστικές αποφάσεις συγκαλούνταν συνέλευση όλων των αρρένων από το σύνολο των χωριών στον Άη-Δονάτο. Η δημοκρατική δομή της Σουλιώτικης κοινότητας, παρά την αναπόφευκτη κοινωνική και δομολειτουργική διαφοροποίηση, ανάμεσα σε φάρες και άτομα, είχε διατηρηθεί μέχρι το τέλος. Ακόμα και η «Γερουσία» ή το συμβούλιο των πολεμάρχων δεν είχαν προσλάβει θεσμοποιημένο χαρακτήρα, αλλά συγκροτούνταν πάντοτε ad hoc[9]. Ο πολεμικός χαρακτήρας της Ομοσπονδίας δεν ευνοούσε την ανάπτυξη μιας έντονης ταξικής διαστρωμάτωσης. Η πολεμική επιδεξιότητα και πανουργία, ο αποτελεσματικός χειρισμός των όπλων, η ταχεία λήψη αποφάσεων, αποτελούσαν τα σημαντικότερα κριτήρια για την ανάδειξη κάποιου Σουλιώτη στο εσωτερικό της Ομοσπονδίας[10]. Εν τέλει, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις παραμένουν μικρές: «Τα γένη, αυτοκέφαλα και αυτεξούσια, διατηρούν την αυτόνομη δομή τους και συμμετέχουν ισότιμα στη λήψη των αποφάσεων»[11].
Από τα Ορλωφικά στον «πόλεμο των Τριών Ιμπερίων»
Η ύπαρξη αυτής της ανυπότακτης κοινότητας, που επεκτεινόταν στην καρδιά της Ηπείρου, ανησυχούσε ιδιαίτερα την Πύλη. Από τα τέλη του 17ου αι., αρχίζουν οι επιθέσεις, που αποκρούσθηκαν όλες και, κάποιες φορές, οι Σουλιώτες κατεδίωξαν τους Τούρκους μέχρι τα Γιάννενα. Πριν τον Αλή πασά, αριθμούνται έξι αχρονολόγητες και δύο χρονολογημένες μεγάλες αναμετρήσεις[12] – η σπουδαιότερη έγινε το 1772, στα Ορλωφικά, όταν οι Σουλεϊμάν και Χασάν Τσαπάρης, που οργάνωσαν μεγάλη επίθεση με 9.000 επίλεκτους Αλβανούς και 40 Αγάδες, ηττήθηκαν κατά κράτος και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι[13].
Αλλά ο μεγάλος αντίπαλός τους, μετά το 1787, ήταν ο νέος πασάς των Ιωαννίνων, ο Αλής, ο οποίος, για να επεκτείνει την (ημι)αυτόνομη εξουσία του, δεν μπορούσε να ανεχτεί την ύπαρξη ελληνικής αντιεξουσίας στην Ήπειρο, οι δε πρώτες επιθέσεις του είναι άμεσα συνδεδεμένες με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-1792. Τον Μάρτιο του 1789, 11 οπλαρχηγοί δήλωναν στην Αικατερίνη έτοιμοι «νὰ κινήσωμε πόλεμον καθολικὸν ἐναντίον τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὴν Ρούμελην ἀπάνου»[14]. Η εκστρατεία που οργάνωσε ο Αλής έληξε άδοξα, καθώς ο Χασάν Ιμπραήμ-αγάς «επήλθε κατά του Σουλίου λαύρος και γαύρος, αλλά συντριβείς απήλθε μαύρος και άραχνος».
Αμέσως μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1792, ο Αλής πραγματοποιεί ο ίδιος εκστρατεία εναντίον του Σουλίου και ο Άγγλος διπλωμάτης, Γουίλιαμ Ήτον (William Eton), παραθέτει περιγραφή του διερμηνέα των Γάλλων, ο οποίος βρισκόταν στο παλάτι των Ιωαννίνων. «Ο πασάς επιτέθηκε στην Κιάφα, αλλά οπισθοχώρησε τρεις φορές με μεγάλες απώλειες… Ο Μπότσαρης άφησε 400 άνδρες στο οχυρό της Τρύπας και έστειλε 400 άλλους να στήσουν ενέδρα στο δάσος. Όταν είδε ότι ο εχθρός, που έφθανε τις 4.000, προχωρούσε, χτύπησε ένα κουδούνι, το σύνθημα της γενικής επίθεσης. Η ενέδρα δεν άφηνε καμία δυνατότητα για οπισθοχώρηση. Ήταν εκτεθειμένοι από παντού στα πυρά των Σουλιωτών, οι γυναίκες από τις ράχες κυλούσαν κάτω μεγάλες πέτρες (και) εκτός από τους 140 που παραδόθηκαν, όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν. Οι Σουλιώτες είχαν 57 νεκρούς και 27 τραυματίες. Ο Τζαβέλας ήταν μεταξύ των φονευθέντων. Ο πασάς μόλις σώθηκε και έσκασε δύο άλογα…και, φοβούμενος για την ασφάλεια της πρωτεύουσάς του, έστειλε έναν Δεσπότη να προτείνει ειρήνη»[15].
Η Συνθήκη υπογράφτηκε με τους εξής όρους: 1ο) Ο Πασάς παραχωρεί όλη την περιοχή γύρω από τα Δερβίζιανα (έξι λεύγες από τα Γιάννενα). 2ο) Όλοι οι αιχμάλωτοι Σουλιώτες θα απελευθερωθούν (ο γιος του Τζαβέλα, Φώτος, επέστρεψε στο Σούλι). 3ο) Ο Πασάς θα πληρώσει 100.000 πιάστρα για να απελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι που είχαν πιάσει οι Σουλιώτες. Οι Σουλιώτες διαίρεσαν τα λάφυρα και τα 100.000 «πιάστρα» σε πέντε ίσα μέρη. Το πρώτο δόθηκε για να επισκευαστούν οι Εκκλησίες, και να χτίσουν μια νέα, αφιερωμένη στην Παναγία. Το δεύτερο μέρος μπήκε στο δημόσιο ταμείο, για τα έξοδα της κοινότητας. Το τρίτο μέρος μοιράστηκε εξ ίσου σε όλους τους κατοίκους, χωρίς διάκριση. Τα άλλα δύο μέρη διανεμήθηκαν στις οικογένειες που είχαν χάσει άνδρες στο πεδίο της μάχης[16].
Αυτή την ιστορική σύγκρουση, έχει απαθανατίσει σχετικό δημοτικό τραγούδι:
Αρβανιτιὰ μαζώχτηκε, πάγει τὸ Κακοσούλι.[ ]
Ὁ Κουτσονίκας χούϊαξεν ἀπὸ τὸν Ἀβαρίκο.
«Μην τὸ φοβᾶσαι παπαδιά, ςτὸ νοῦ σου μὴ τὸ βάνῃς
τώρα νὰ δγὴς τὸν πόλεμο, τὰ κλέφτικα ντουφέκια
πῶς πολεμοῦν ἡ κλεφτουριὰ κι αὐτ’ οἱ Κακοσουλιῶτες».
Τὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε τὴν συντυχιὰ δὲν εἶπε
νὰ δεῖς τοὺς Τούρκους κι ἔφευγαν πεζούρα καὶ καβάλα.
[ ] κι ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε μὲ τὸ σπαθὶ ςτὸ χέρι
«Έλα πασᾶ τί κάκιωσες καὶ φεύγεις μὲ μενζίλι!
Γύρνα ἐδῶ στὸν τόπο μας· ςτὴν ἔρημη τὴν Κιάφα
ἐδῶ νὰ στήσεις τὸ θρονὶ σου νὰ γίνεις καὶ σουλτάνος» [17].
Οι Σουλιώτες είχαν ήδη διεξαγάγει οκτώ πολέμους εναντίον των Τουρκαλβανών, πριν την εμφάνιση του Αλή, – πρόκειται για αντιπαράθεση δύο εξουσιών, η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο ανταγωνισμό Ελλήνων και Τούρκων, όπως εμφαίνεται και από τη συμμετοχή των Σουλιωτών σε όλες τις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων, τις αναφορές τους στο «γένος», τον αυτοκαθορισμό τους ως «ρωμαίων». Οι πόλεμοι του Αλή πασά εντάσσονταν στη συνολική στρατηγική της Πύλης να αντιμετωπίσει την ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων των ραγιάδων. Την ίδια περίοδο εξ άλλου θα αναληφθεί η προσπάθεια εξάλειψης της κλεφτουριάς στον Μοριά.
Η ασφυξία του Σουλίου
Μετά από δεκατέσσερα χρόνια άοκνων προσπαθειών, ο Τεπελενλής θα κατορθώσει να εκδιώξει τους Σουλιώτες. Αρχικώς, τον Οκτώβριο του 1798, κατέλαβε τη γαλλοκρατούμενη Πρέβεζα και κατέσφαξε τους κατοίκους της, με τραγικές συνέπειες για τους Σουλιώτες, μια και οι κύριοι σταθμοί ανεφοδιασμού τους ήταν η Πρέβεζα και η Πάργα. Ο Α. Βακαλόπουλος[18] θεωρεί ότι η μοιραία αδράνεια των Σουλιωτών στην Πρέβεζα υπήρξε συνέπεια της φιλοχρηματίας του ογδοντάχρονου Γεωργίου Μπότσαρη, ο οποίος πήρε από τον Αλή εξήντα πουγκιά (30.000 γρ.) και το αρματολίκι του Βουλγαρελίου στα Τζουμέρκα. Ακολούθησε η απώλεια των περισσότερων παρασουλιώτικων χωριών και η κατασκευή φρουρίων περιμετρικά του Σουλίου. Τον Ιούνιο του 1800, ο πασάς, εφοδιασμένος με σουλτανική διαταγή, επιχείρησε νέα επίθεση επικεφαλής 15.000 ανδρών και, παρόλο που απέτυχε να καταλάβει το Σούλι, ολοκλήρωσε την περικύκλωσή του. Το μεγαλύτερο μέρος της φάρας των Μποτσαραίων μετακινήθηκε στο Ραδοβίζι, στο Μέτσοβο, στο Βουλγαρέλι, στα Τζουμέρκα.
Η διαμάχη Μποτσαραίων–Τζαβελαίων, την οποία υποδαυλίζει ο Τεπελενλής, απεδείχθη κρίσιμη και κάποιες φάρες θα δοκιμάσουν να κλείσουν χωριστές συμφωνίες[19]. Παράλληλα, η απώλεια των παρασουλιώτικων χωριών στερεί το Σούλι από μαχητές, χρήματα, εφόδια, οδούς επικοινωνίας. Η Πάργα αποφεύγει πλέον να εφοδιάσει τους Σουλιώτες, οι οποίοι σε επιστολή τους, πασχίζουν απελπισμένα να πείσουν τους Ρώσους για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ενιαίου μετώπου. Τορα οτι να ορισετε καμετε. [ ]. Εμης σιμερα και αβριο το ασκερι το εχουμε απανου μας. Δησκολα θελα μας ματαηδητε αν δεν μας κηβερνισετε. [ ] απο την Χριστιανοσίνη δεν εφανηκε εργα Χριστιανοσινης.[ ]
Μηνα εμης τον έχομε τον Τουρκον οχτρον και η αφεντια σας τον εχετε φιλον; Αμη εμας μας κουτζοκεφαλιζετε και το Μουχαμετη τον αναστενετε. Η φηλη του διαβολου περβατουν φανερα και η δουλη του θεου κρημενη. Οτη εμης ης τους ομοπιστους μας ετρεξαμαν να αποσκεπαστουμε. [20] Σε άλλη επιστολή, προς στις αρχές της Κέρκυρας, συνδέουν για πολλοστή φορά την τύχη τους με το σύνολο των Ελλήνων (των «Ρωμαίων») – σε ανειρήνευτο ανταγωνισμό με τον Αλή πασά και «όλους τους Τούρκους»[21]. ο σκοπος του Αλη πασα και ολον των Τουρκων ειναι να χαλασουν ολους τους Ρωμαιους που βρισκονται εις την Ρουμελη και πασκουν με κάθε τροπον να λαβουν τον τοπον μας ὅπου ειναι δυνατος.
1 Αλοναρίου 1800 από Σουλη.
Στις απεγνωσμένες προσπάθειές τους για βοήθεια, αποστέλλουν τον Περραιβό στο Παρίσι, να ζητήσει τη βοήθεια του Ναπολέοντα ενώ, απευθύνουν επιστολή ακόμα και στον Κοραή, την πρώτη Ιουλίου 1802, ο οποίος όμως τους καλεί να αντέξουν μόνοι, με τη βοήθεια του Θεού και του «ἐξολοθρευτὴ ἀγγέλου» του, διότι δεν υπήρχαν ευρωπαϊκές δυνάμεις πρόθυμες να τους συνδράμουν: …κατὰ τὸ παρόν, Ἀδελφοὶ μου, ἐπειδὴ εἰρήνευσαν τῆς Εὐρώπης αἱ διχόνιαι, ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους ὀλίγη βοήθεια προσμένεται. Τοῦτο ὅμως δὲν πρέπει ποσῶς νὰ σᾶς ἀπελπίζῃ. Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων ὅταν θέλη νὰ βοηθήσῃ [ ] στέλλει πρὸ προσώπου τῶν ἀγαπητῶν αὐτοῦ τέκνων τὸν ἐξολοθρευτὴν ἄγγελον καὶ τοὺς ἐνισχύει τόσον ὥστε νὰ διώκῃ ἕνας χιλίους[22]. Οι Σουλιώτες είχαν μείνει χωρίς συμμάχους, η Βενετία είχε καταληφθεί, οι Ρώσοι συμμάχησαν, έστω πρόσκαιρα, μετά το 1798, με τους Τούρκους, και το ναπολεόντειο όνειρο απεδείχθη φενάκη. Στην Ευρώπη, για είκοσι ή τριάντα χρόνια, θα πρυτανεύσει η στρατηγική της ακεραιότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες υποχρεώνονται, δια πυρός και σιδήρου, να δράσουν αυτόνομα και οι Σουλιώτες, ο Ρήγας, ο Ζαχαριάς, ο Βλαχάβας, ο Νικοτσάρας, ο Καραΐσκος, ο Κατσαντώνης, κ.ά, θα πληρώσουν με το αίμα τους τη νέα διεθνή συγκυρία.
Το τέλος
–Ἄχ, τὶ μαντάτα νὰ σᾶς πῶ; τὶ νὰ σᾶς μολογήσω;
Πῆραν τὸ Σούλι, πήρανε κι’ αὐτὸ τὸν Ἀβαρίκο,
Πῆραν τὴν Κιάφα τὴν κακή, πῆραν καὶ τὸ Κιοῦγκι
Κ’ ἔκαψαν τὸν καλόγερο μὲ τέσσαρες νομάτους[23].
Εν τέλει, τον Σεπτέμβριο του 1803, οι Τούρκοι μπαίνουν στο Σούλι, με προδοσία του Πήλιου Γούση, του οποίου ο Αλής κρατάει όμηρο τον γαμπρό. Οι Σουλιώτες συμπτύσσονται στην εκκλησία του Αγίου Δονάτου, ενώ ο καλόγερος Σαμουήλ, με εξακόσιους μαχητές, κρατάει το κάστρο της Αγίας Παρασκευής, στο Κούγκι. Στις 11 Νοεμβρίου, ο Τεπελενλής απελευθερώνει τον Φώτο Τζαβέλα, για να διαπραγματευτεί τη συνθηκολόγηση, κρατώντας ομήρους την οικογένειά του[24]. Η φάρα του Ζάρμπα συνθηκολογεί, εγκαταλείπει το Κούγκι, και ο Κουτσονίκας και οι Ζερβάτες, την Κιάφα, που συνθηκολογεί στις 7 Δεκεμβρίου. Στις 12 Δεκεμβρίου, υπογράφεται η συνθηκολόγηση, σύμφωνα με την οποία θα επέστρεφαν οι 30 όμηροι από τα Γιάννενα, οι Σουλιώτες θα αποχωρούσαν για την Πάργα με τα όπλα τους και, ως εγγύηση, θα τους συνόδευαν ως όμηροι, από την πλευρά του Αλή, ο Πασόμπεης, ο ανιψιός του Αλή, Αντίμπεης κ.ά.[25] Δύο χιλιάδες Σουλιώτες, με αρχηγούς τους Φώτο Τζαβέλα, Δήμο Δράκο, και Τζίμα Ζέρβα, κατευθύνονται προς την Πάργα. Άλλοι χίλιοι περίπου, με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, φεύγουν για το Ζάλογγο. Μικρότερες ομάδες φεύγουν για το Βουλγαρέλι και άλλα κοντινά χωριά.
Και ενώ η κολώνα του Τζαβέλα έχει φτάσει στην Πάργα, εκείνη του Κίτσου Μπότσαρη και του Κουτσονίκα χτυπιέται στα στενά του Ζαλόγγου από τον Βελή και, στις 17 Δεκεμβρίου 1803, εξήντα γυναίκες έπεσαν από τους βράχους του Ζαλόγγου, αφού πρώτα έριξαν στο βάραθρο τα ίδια τα παιδιά τους, προτιμώντας τον θάνατο από την ατίμωση. Η Αγία Παρασκευή και το Κούγκι, ανατινάζονται από τον Σαμουήλ στις 16 ή 17 Δεκεμβρίου. Η τραγωδία συνεχίζεται στη Ρινιάσσα και κορυφώνεται στο Σέλτσο, όπου είχαν καταφύγει οι Μποτσαραίοι. Ο Αλής, θέλοντας να ολοκληρώσει το έργο της εξόντωσης, τους πολιορκεί για μήνες, μέχρι τον Απρίλιο του 1804:
Ύστερα από νικηφόρο, αλλά άπελπιν αγώνα, χίλιοι Σουλιώτες και Ραδοβιζινοί πίπτουν ηρωϊκώς στις 23 Απριλίου 1804, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου. Από τους υπερχιλίους μαχητές, άνδρας και γυναίκας, εσώθησαν μόνον 80 με τον Κίτσο. Εκεί εχάθη το άνθος του Σουλίου[26]. Ο κύριος όγκος των Σουλιωτών θα διοχετευθεί στην Κέρκυρα, όπου οι Ρώσοι προέβησαν, τον Μάρτιο του 1805, στη σύσταση στρατιωτικού σώματος, επανδρωμένου με Σουλιώτες, τους καλούμενους «Αλβανικούς λόχους». Τον Ιούλιο του 1807, όταν τα Επτάνησα εκχωρήθηκαν στους Γάλλους, δημιούργησαν «Αλβανικό Σύνταγμα», απαρτιζόμενο από έξι τάγματα αλλά οι Άγγλοι, που κατέλαβαν εν συνεχεία τα Επτάνησα, μείωσαν τη δύναμή του[27] και η επιβίωση των Σουλιωτών κατέστη προβληματική.
Κάποιοι, απελπισμένοι, θα επιστρέψουν στην Ήπειρο, στην υπηρεσία του μεγάλου τους αντιπάλου, όπως ο Κίτσος Μπότσαρης, που θα δολοφονηθεί το 1813, πιθανότατα κατ’ εντολή του Αλή, από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα[28]. Οι περισσότεροι όμως παραμένουν στην Κέρκυρα, σε κατάσταση απόλυτης ένδειας: «οι καλλίτεροι καπετάνιοι μας έκαναν φασίνες (σάρωθρα) και τες επωλούσαν στη χώρα για το μαύρο ψωμί»[29], αφηγείται ένας γέροντας Σουλιώτης. Το 1820, θα κληθούν να συμπράξουν με τα σουλτανικά στρατεύματα εναντίον του «φιρμανλή» Τεπελενλή, με αντάλλαγμα την ανάκτηση των χωριών τους. Επειδή δεν τηρήθηκαν οι όροι της συμφωνίας, οι Σουλιώτες ήλθαν σε συνεννόηση με τον Αλή, ο οποίος τους επέτρεψε την άμεση επανεγκατάσταση στο Σούλι. Αλλά, μετά τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1822, και την πολιορκία τους από τις σουλτανικές δυνάμεις, θα ακολουθήσει η οριστική πλέον αποχώρηση από τον τόπο τους, τον Αύγουστο του 1822.
Οι Σουλιώτες θα μετάσχουν ψυχή τε και σώματι στην Επανάσταση, θα διακριθούν σε όλες τις συγκρούσεις, ιδιαίτερα στο Μεσολόγγι, και θα καταγραφούν στο πάνθεον των ηρώων ενώ ο πρόωρος θάνατος ενός Μπότσαρη, του Μάρκου, θα θεωρηθεί από πολλούς ως μια από τις μεγαλύτερες απώλειες της Επανάστασης, που έχασε ίσως έναν δυνητικό ηγέτη. Μέσα σε εκατό χρόνια, οι αδάμαστοι ορεσίβιοι θα διανύσουν μια τεράστια απόσταση. Από τη φυγή, για να αποφύγουν φορολογία και εξισλαμισμούς, από την καθημερινή σύγκρουση με τους αγάδες, θα περάσουν στη συμμαχία με τους Ρώσους, στα Ορλωφικά, στην άσκηση «διπλωματίας», με τα Επτάνησα, στη συνειδητοποίηση της μετοχής σε μια ευρύτερη ελληνική ταυτότητα, στη μεταβολή τους σε ένοπλη πρωτοπορία της Επανάστασης, το ’21.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Εναλλακτικές Εκδόσεις. ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου