Τα τελευταία χρόνια, οι Ιρανοί έχουν εξεγερθεί αμέτρητες φορές, κάθε φορά γεμάτοι ελπίδα και θάρρος για να αντιμετωπίσουν τη βίαιη καταστολή από το καθεστώς, και κυρίως την αδιαφορία από το εξωτερικό. Κάθε κύμα διαμαρτυριών είχε ως αποτέλεσμα τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος να σκοτώνουν χιλιάδες διαδηλωτές και να φυλακίζουν και να βασανίζουν πολλούς άλλους. Οι χώρες της Δύσης έχουν καθυστερήσει πολύ να πάρουν θέση. Στη φωτό: Ιρανοί αστυνομικοί κυνηγούν διαδηλωτές κατά του καθεστώτος και τους ξυλοκοπούν με ρόπαλα στην Τεχεράνη, στις 19 Σεπτεμβρίου 2022 (Φωτό του AFP μέσω Getty Images)
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο γενναίος λαός του Ιράν έχει ξεσηκωθεί πολλές φορές απαιτώντας ένα μέλλον απαλλαγμένο από καταπίεση και αυταρχική διακυβέρνηση.
Τα τελευταία χρόνια, οι Ιρανοί έχουν εξεγερθεί αμέτρητες φορές, κάθε φορά γεμάτοι ελπίδα και θάρρος για να αντιμετωπίσουν τη βίαιη καταστολή από το καθεστώς, και κυρίως την αδιαφορία από το εξωτερικό. Κάθε κύμα διαμαρτυριών είχε ως αποτέλεσμα τις δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος να σκοτώνουν χιλιάδες διαδηλωτές και να φυλακίζουν και να βασανίζουν πολλούς άλλους. Αυτά τα κινήματα απέδειξαν την μεγάλη αποφασιστικότητα του ιρανικού λαού, αλλά παρά τις κραυγές του για ελευθερία, η υποστήριξη από τη Δύση —συνήθως απλώς προφορική και σχετική με τα ιδανικά της δημοκρατίας— παρέμενε απογοητευτικά σιωπηλή.
Στα μάτια πολλών Ιρανών, αυτή η σιωπή των δημοκρατικών κρατών που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, έρχεται σε αφόρητη αντίθεση με τις αρχές τους, και έχει επανειλημμένα κάνει τους ιρανούς διαδηλωτές να αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι στον αγώνα τους.
Κατά τη διάρκεια των πανεθνικών διαδηλώσεων του 2022, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από τους νόμους για το χιτζάμπ, πολλοί Ιρανοί, ιδιαίτερα νεαρές γυναίκες, βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για την υποχρέωσή τους να καλύπτουν το σώμα τους, καθώς και για άλλες κατασταλτικές πολιτικές. Το κίνημα αντιπροσώπευε όχι μόνο μια προσπάθεια εναντίωσης στους αυστηρούς ισλαμικούς κώδικες ενδυμασίας, αλλά και μια ευρύτερη απόρριψη της αυταρχικής εξουσίας του καθεστώτος. Ακόμη και καθώς εξελισσόταν η καταστολή —με το καθεστώς να συλλαμβάνει, να χτυπά, ακόμη και να δολοφονεί διαδηλωτές— η δυτική αντίδραση παρέμενε σε μεγάλο βαθμό παθητική και αδρανής αντί να προσφέρει σθεναρή υποστήριξη. Οι Ιρανοί που διακινδύνευαν τη ζωή τους στους δρόμους, εμψυχωμένοι από την ελπίδα της διεθνούς αλληλεγγύης, έμειναν χωρίς την υποστήριξη που πολλοί περίμεναν από χώρες που δηλώνουν ότι υποστηρίζουν την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το 2009, το Πράσινο Κίνημα είχε ξεσπάσει στο Ιράν μετά από τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές. Εκατομμύρια Ιρανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα, κραδαίνοντας πανό και καταγγέλλοντας το εκλογικό αποτέλεσμα ως νοθευμένο. Οι διαδηλωτές επιδίωκαν την αποδοχή των ηγετών παγκοσμίως, ιδιαίτερα της κυβέρνησης Ομπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και των Ευρωπαίων ηγετών, με την ελπίδα ότι αυτά τα δημοκρατικά κράτη θα υποστήριζαν την έκκλησή τους για δίκαιη εκλογική διαδικασία και τερματισμό της καταπίεσης.
Οι διαδηλωτές φώναζαν «Ομπάμα, είσαι μαζί μας ή με τους μουλάδες;» —κάνοντας ευθεία έκκληση προς τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα να λάβει θέση. Ωστόσο, προς απογοήτευση πολλών Ιρανών, οι δυτικοί ηγέτες παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό σιωπηλοί, επιλέγοντας να μην παρέμβουν ή να προσφέρουν πραγματική υποστήριξη. Ο Ομπάμα παραδέχτηκε αργότερα ότι η σιωπή της κυβέρνησής του κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου ήταν ένα «λάθος», αλλά ακόμη και τότε, παρείχε μόνο αναποτελεσματική, προφορική υποστήριξη:
«Εκ των υστέρων, νομίζω ότι αυτό ήταν ένα λάθος. Κάθε φορά που βλέπουμε μια αναλαμπή, μια σπίθα ελπίδας ανθρώπων που λαχταρούν για ελευθερία, νομίζω ότι πρέπει να το επισημαίνουμε. Πρέπει να ρίχνουμε τα φώτα της δημοσιότητας σε αυτό. Πρέπει να εκφράζουμε κάποια αλληλεγγύη γι' αυτό».
Ενώ τα περισσότερα δημοκρατικά κράτη έχουν διστάσει να ευθυγραμμιστούν ξεκάθαρα με κινήματα που τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας στο Ιράν, μία είναι η χώρα που έχει ξεχωρίσει ως ακλόνητος σύμμαχος του ιρανικού λαού: το Ισραήλ. Παρά τη μακροχρόνια εχθρότητα μεταξύ του Ισραήλ και του καθεστώτος του Ιράν, οι ισραηλινοί ηγέτες υποστήριξαν με τόλμη το δικαίωμα του ιρανικού λαού στην ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο αποκαλούμενος «Τσόρτσιλ της Μέσης Ανατολής», όχι μόνο έθεσε επί τάπητος τις πυρηνικές απειλές που εκτοξεύει το Ιράν —πριν υπονομεύσουν πλήρως οι ΗΠΑ το Ισραήλ αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του— αλλά επικοινώνησε απευθείας με τους Ιρανούς μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενθαρρύνοντάς τους να μην χάσουν την ελπίδα τους. «Υπάρχει ένα πράγμα που φοβάται περισσότερο το καθεστώς του Χαμενεΐ από το Ισραήλ», δήλωσε ο Νετανιάχου σε ένα μήνυμα που κοινοποιήθηκε στο X. «Αυτό είστε εσείς —ο λαός του Ιράν». Και πρόσθεσε:
«Ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο και χρήμα προσπαθώντας να συντρίψουν τις ελπίδες σας και να περιορίσουν τα όνειρά σας. Μην αφήνετε τα όνειρά σας να πεθάνουν. Μην χάνετε την ελπίδα σας, και να ξέρετε ότι το Ισραήλ και άλλοι που ανήκουν στον ελεύθερο κόσμο είναι δίπλα σας».
Ο Νετανιάχου προχώρησε ακόμη παραπέρα, οραματιζόμενος ένα μέλλον στο οποίο, αν το Ιράν ήταν ελεύθερ0, θα μπορούσε να ξεκλειδώσει πλήρως τις δυνατότητές του. Επισήμανε ότι, υπό μια διαφορετική κυβέρνηση, τα παιδιά του Ιράν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε εκπαίδευση παγκόσμιας κλάσης, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επωφεληθούν από προηγμένη υγειονομική περίθαλψη, και οι υποδομές της χώρας θα μπορούσαν να ανοικοδομηθούν για να παρέχεται καθαρό νερό και βασικές υπηρεσίες. Ο Νετανιάχου υποσχέθηκε μάλιστα βοήθεια από το Ισραήλ για την ανοικοδόμηση των υποδομών του Ιράν, αναφέροντας ως παράδειγμα την προηγμένη τεχνολογία αφαλάτωσης που διαθέτει το Ισραήλ.
«Από την τελευταία φορά που σας μίλησα», συνέχισε ο Νετανιάχου, «το καθεστώς Χαμενεΐ εκτόξευσε εκατοντάδες βαλλιστικούς πυραύλους στη χώρα μου, το Ισραήλ. Αυτή η επίθεση κόστισε 2,3 δισεκατομμύρια δολάρια». Πράγματι, αυτά τα δισεκατομμύρια, αντί να δαπανηθούν σε μάταιες επιθέσεις, θα μπορούσαν να καλύψουν ανάγκες του ιρανικού λαού, ενισχύοντας το σύστημα εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης ή βελτιώνοντας τα μέσα μεταφοράς. Μιλώντας για τη σπατάλη πόρων που γίνεται, ο Νετανιάχου τόνισε τις αλόγιστες δαπάνες τού καθεστώτος σε βάρος των πολιτών του, τονίζοντας ότι ο λαός του Ιράν αξίζει κάτι καλύτερο.
Τέτοια μηνύματα προφανώς έχουν απήχηση σε πολλούς Ιρανούς που βλέπουν σε μια άλλη χώρα έναν φάρο ελπίδας και ένα σημάδι ότι δεν είναι εντελώς μόνοι στον αγώνα τους ενάντια στην καταστολή του καθεστώτος:
«Στις 8 Οκτωβρίου, την επόμενη μέρα των επιθέσεων (της Χαμάς το 2023) [...] ορισμένοι φίλοι της κυβέρνησης προσπάθησαν να υψώσουν την παλαιστινιακή σημαία από τις κερκίδες ενός γηπέδου. Η αντίδραση που αντιμετώπισαν ήταν άμεση. Χιλιάδες οπαδοί άρχισαν να φωνάζουν ένα σύνθημα στο αγοραίο ύφος των απανταχού οπαδών του ποδοσφαίρου: «Βάλτε την παλαιστινιακή σημαία στον *** σας.»».
Η στάση του Ισραήλ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή πολλών δυτικών χωρών, ιδιαίτερα εκείνων της Ευρώπης. Ενώ το Ισραήλ —ένα έθνος που δέχεται επίθεση αυτή τη στιγμή σε πολλαπλά μέτωπα— έχει σταθεί σταθερά στο πλευρό του λαού του Ιράν, πολλές ευρωπαϊκές χώρες συνέχισαν να δίνουν προτεραιότητα στους οικονομικούς δεσμούς με την Τεχεράνη έναντι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αντί να διακινδυνεύσουν μια αντιπαράθεση με το καθεστώς του Ιράν, προτίμησαν να διατηρήσουν επιχειρηματικές σχέσεις και να αποφύγουν να λάβουν οποιαδήποτε θέση που θα μπορούσε να αναστατώσει τους μουλάδες. Αυτές οι χώρες είναι συνένοχοι στα δεινά του ιρανικού λαού. Η συνεχιζόμενη σιωπή ενισχύει το καθεστώς, αντί να το καθιστά υπεύθυνο.
Μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες διπλωματικών σχέσεων με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, οι χώρες της Δύσης έχουν καθυστερήσει πολύ να λάβουν πραγματική θέση. Εάν αυτές οι χώρες πιστεύουν ειλικρινά στις αρχές της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας» που τόσο συχνά κηρύττουν, θα φαίνονταν πολύ πιο αξιόπιστες αποδεικνύοντας αυτή τη δήθεν δέσμευσή τους και υποστηρίζοντας πραγματικά τους Ιρανούς που λαχταρούν για ελευθερία.
Αυτό θα σήμαινε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με το Ιράν, εφαρμογή και επιβολή σοβαρών πρωτογενών και δευτερογενών κυρώσεων στο καθεστώς, τοποθέτηση στρατιωτικών επιλογών στο τραπέζι και πλήρη υποστήριξη του Ισραήλ. Επίσης, ευελπιστούμε, η επερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ, να θέσει οριστικό τέλος στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, καθώς και στο βάναυσο, επεκτατικό καθεστώς του.
Μόνο τότε οι ενέργειες αυτών των κρατών θα ευθυγραμμιστούν με την ύποπτη ρητορική τους για «ανθρώπινα δικαιώματα», και θα δείξουν ότι είναι πρόθυμοι να παράσχουν πραγματική υποστήριξη σε όσους διακινδυνεύουν τη ζωή τους για αλλαγή σε ένα από τα πιο καταπιεστικά κράτη του κόσμου.
Ο Δρ Majid Rafizadeh είναι λόγιος και πολιτικός επιστήμονας με σπουδές στο Χάρβαρντ. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία σχετικά με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και το Ισλάμ. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στο Dr.Rafizadeh@Post.Harvard.Edu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου