Από το argolikivivliothiki
Θρυλικός Ψαριανός πυρπολητής του οθωμανικού στόλου και πρωθυπουργός.
Από μικρός εργαζόταν σε πλοία της οικογένειάς του και διακρινόταν για
τη γενναιότητα και τη φιλοπατρία του. Παντρεύτηκε το 1817 την Ψαριανή Δέσποινα Μανιάτη, με την οποία απέκτησαν εφτά παιδιά.
Πήρε από την πρώτη στιγμή μέρος στην Επανάσταση και ειδικεύτηκε στα
πυρπολικά. Στις 7 Ιουνίου του 1822 πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του καπουδάν
πασά Καρά Αλή, που ήταν αγκυροβολημένη στη Χίο, με αποτέλεσμα να χαθούν
μαζί της 2.000 ναύτες και ο ίδιος ο Καρά Αλής. Το γεγονός αυτό έδωσε
κουράγιο στο αγωνιζόμενο έθνος και ταυτόχρονα έκανε μεγάλη εντύπωση στην
ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, της οποίας ο θαυμασμός για το κατόρθωμα του
Κανάρη εξελίχθηκε σε ενεργό φιλελληνισμό.
Στις 28 Οκτωβρίου 1822 ο θρυλικός Κανάρης
ανατίναξε τουρκικό δίκροτο, στο στενό μεταξύ Τενέδου και Τρωάδος, μαζί
με 800 ναύτες. Τα κατορθώματα του Κανάρη σκόρπισαν πανικό στους
Οθωμανούς και επηρέασαν αποφασιστικά την πορεία του Αγώνα. Το 1824 ο
Κανάρης βύθισε τουρκική φρεγάτα με 600 ναύτες κοντά στη Σάμο, ενώ
σχεδίασε και την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου μέσα στην Αλεξάνδρεια.
Ο Κανάρης ενέπνευσε μεγάλους Ευρωπαίους καλλιτέχνες και συγγραφείς, όπως ο Ουγκό, ο Μπερανζέ, ο Φον Χες.
Ο σώφρων και σεμνός αγωνιστής ανήλθε στα ανώτατα αξιώματα της
πολιτείας, διετέλεσε ναύαρχος, γερουσιαστής, υπουργός και πρωθυπουργός
(1848, 1864-65, 1877) και έγινε σύμβολο φιλοπατρίας και γενναιότητας.
Γενικά
Μέσα στη δίνη των Ορλοφικών,
των γεγονότων που συντάραξαν τον Ελληνισμό δημιουργώντας στους
υπόδουλους Έλληνες πρόσκαιρες ελπίδες απελευθέρωσης από τον οθωμανικό
ζυγό με τη βοήθεια των ομόθρησκων Ρώσων, καταφεύγει στα άγονα και
δυσπρόσιτα Ψαρά, γύρω στα 1770, η οικογένεια Κανάρη προερχόμενη από τα μέρη της Ηπείρου. Εκεί, είκοσι χρόνια μετά, στα 1790,[1] θα γεννηθεί ο Κωνσταντίνος Μ. Κανάρης, μία από τις μείζονες προσωπικότητες του ναυτικού Αγώνα του 1821, γιος του Μιχάλη (Μικέ) Κανάρη και της Μαρίας Μπουρέκα.[2]
Το μικρό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, στο οποίο έζησε τα πρώτα
νεανικά του χρόνια και συνέχισε τη δράση του, αρχικά ως ναυτέμπορος και
αργότερα ως περιώνυμος πυρπολητής ο Κωνσταντής Κανάρης, αποτελούσε
γνώριμο τόπο για χους πειρατές περίπου μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.
Το 18ο αιώνα και ιδιαίτερα από τα μέσα του και εξής, οι Ψαριανοί,
οδηγημένοι από τις σκληρές, περιορισμένων δυνατοτήτων συνθήκες
διαβίωσης στο άφορο νησί τους, αvαφάvnκαv στο αιγαιοπελαγίτικο ναυτικό
προσκήνιο με υποτυπώδη – αρχικά – περιορισμένη ναυτιλιακή δράση, που
τους εξασφάλιζε απλώς τα προς το ζην. Η πολύχρονη ωστόσο θαλασσινή τους
εμπειρία τους έδωσε αργότερα τη δυνατότητα κατασκευής μεγάλων σκαριών
με τα οποία πρωταγωνίστησαν στα ναυτικά δρώμενα του πρώτου ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774), ενώ διέπρεψαν και ως καταδρομείς ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Ορλοφικών, δυσκολεύοντας συστηματικά σε κάθε περίπτωση τον επισιτισμό των Τούρκων.
Αυτή η έντονη σε όλους τους τομείς
ναυτική δράση των Ψαριανών στάθηκε και η βασική αιτία δημιουργίας του
έμπειρου, ετοιμοπόλεμου στόλου τους που πρωταγωνίστησε μαζί με τους
στόλους των άλλων νησιών στον Αγώνα, ενώ η αξιόλογη οικονομική
δραστηριότητά τους ως ναυτιλλομένων εμπόρων και ο γρήγορος πλουτισμός
τους δημιούργησε ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης κοινοτικών θεσμών
αυτοδιοίκησης που κατέληξαν στην ίδρυση του Κοινού των Ψαρών.
Σχέσεις καταγωγής της
οικογένειας Κανάρη με την περιοχή της Κορσικής και συγγένεια με το
γένος Βοναπάρτη θεωρούνται σχεδόν βέβαιες, ενώ το επώνυμό της
πιθανότατα προέρχεται από ελληνικές παραφράσεις του επωνύμου «Καναρίσι»,
του ομώνυμου ιταλικού γένους. Αργότερα το επώνυμο περιέπεσε σε
Κανάργιος, συναντάται δε και ως Κανάριος και τέλος κατέληξε με τη μορφή
Κανάρης. [3]
Τα πρώτα χρόνια
Γύρω στα 1800 και από την τρυφερή ηλικία
περίπου των δέκα χρόνων ο Κανάρης υπηρετούσε σαν τζόβενο (μούτσος) στο
εμπορικό σκαρί του θείου του Δημήτρη Μπουρέκα, το οποίο
κληρονόμησε μετά το θάνατό του, αναλαμβάνοντας την πλοιαρχία του και
συνεχίζοντας μακρινά εμπορικά ταξίδια. Κατά τη διάρκειά τους, ο
λιγόλογος, σοβαρός και μοναχικός νεαρός από τα Ψαρά, που προτιμούσε να
διαβάζει τη «φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου, πούχε μισολειώσει από το πολύ ξεφύλισμα και το σάλιο…»[4]
καθόλου δεν προοιωνιζόταν τον κατοπινό μεγάλο ναυμάχο, το φημισμένο
μπουρλοτιέρη της περιόδου του Αγώνα και τη στιβαρή πολιτική
φυσιογνωμία της συνέχειας.
Στα 1817 παντρεύτηκε από σφοδρό έρωτα τη Δέσποινα Μανιάτη (κόρη του Ψαριανού πλοιοκτήτη και κατοπινού ένθερμου αγωνιστή της Επανάστασης Ανδρέα Μανιάτη), με την οποία απέκτησε επτά παιδιά,
κατά σειρά τους: Νικόλαο, Θεμιστοκλή, Θρασύβουλο, Μιλτιάδη, Λυκούργο,
Μαρία και Αριστείδη. Λάτρης της αρχαιότητας και των προγόνων ο Κανάρης,
έδωσε ονόματα κατά το πλείστον αρχαιοελληνικά στα παιδιά του σύμφωνα με
το έθος της εποχής, ένα φαινόμενο έντονα διελληνικό, τα βαθύτερα
μηνύματα του οποίου διατύπωσε πολύ εύστοχα ο Κοραής σε σχετικό σχόλιό του: «Ο
Ελληνισμός αισθάνεται ώριμος για τα μεγάλα έργα, ικανός να ακολουθήσει
τον δρόμο τον οποίο χάραξαν οι πρόγονοί του. Ο Αγώνας είναι “επί
θύραις”!..».
Τα ταξίδια του Κωνσταντίνου Κανάρη και τα
προσποριζόμενα από αυτά κέρδη συνεχίστηκαν με αμείωτο ρυθμό σε όλους
τους μεγάλους εμπορικούς σταθμούς της εποχής, από Μάλτα και Μασσαλία
μέχρι τα μέρη του Βοσπόρου και της Μαύρης θάλασσας, ως και αυτή την
Οδησσό της Ρωσίας, όπου κυβερνήτης ιδιόκτητου μικρού εμπορικού σκαριού
έφθασε για πρώτη φορά στα 1820.[5]
Ο Κανάρης και η Επανάσταση
Σχέση μεταξύ Κανάρη και Φιλικής Εταιρείας δεν
αποδείχθηκε ποτέ και το πιθανότερο είναι ο κατοπινός μεγάλος αγωνιστής
να μην εντάχθηκε ποτέ στους κόλπους της, παρά το γεγονός ότι η δράση
της Φιλικής είχε ήδη δημιουργήσει στην καρδιά πολλών Ψαριανών άσβεστες
εστίες επαναστατικού πόθου, αφού και ο αρχηγός της, Δημήτριος Υψηλάντης,
είχε διορίσει από το 1818 εφόρους της στο νησί τους Νικολή Αποστόλη και Δημήτρη Μαμούνη και όπου, εξάλλου, στη διάρκεια του 1821 ο Φιλικός Δημήτρης Θέμελης είχε κατηχήσει ήδη πολλούς Ψαριανούς.[6] Η
ημέρα του Πάσχα, 20 Απριλίου 1821, βρήκε την ψαριανή επαναστατική
σημαία να ανεμίζει κατάκορφα στο νησί και το στόλο των Ψαρών, υπό την
αρχηγία του Νικολή Αποστόλη, ενωμένο με τον υδραϊκό και το σπετσιώτικο,
σε μια κοινή προσπάθεια δημιουργίας της πρώτης μάχιμης θαλασσινής
δύναμης του Αγώνα. Το ξέσπασμα της Επανάστασης και η δημιουργία του
πρώτου αυτού ψαριανού στόλου προσείλκυσαν το νου και την καρδιά του
Κανάρη, που, φλογισμένος από τον πόθο της ελευθερίας, δεν δίστασε να
ενταχθεί σ’ αυτόν ως απλός, αρχικά, ναύτης.
Το τολμηρό και ριψοκίνδυνο του χαρακτήρα
του σύντομα τον οδήγησαν σε έντονη επαναστατική δράση, αν και η πρώτη
του μαχητική παρουσία είχε σημειωθεί αρκετά νωρίτερα, ήδη από το 1807,
στην περιοχή της Λευκάδας, όπου την περίοδο εκείνη κατέφευγαν Έλληνες
της Στερεάς κυνηγημένοι από τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και όπου «ότε
ο Αλή πασάς επεχείρησε να την καταλάβη, Κωνσταντής ο Ψαριανός ήτο ο
κυβερνήτης του πλοίου το οποίον από Πάργας εις Λευκάδαν μετέφερε
στρατεύματα Σουλιωτών και άλλων Ηπειρωτών προς καταπολέμησιν του
πολιορκούντος την νήσον Αλή».[7]
Στις 27 Απριλίου 1821, έπειτα από πολλές
διαπραγματεύσεις που αφορούσαν κυρίως το δυσεπίλυτο οικονομικό
πρόβλημα εξοπλισμού και συντήρησης του νεοσύστατου ελληνικού στόλου, οι
τρεις ενωμένες ναυτικές μοίρες συγκεντρώθηκαν τελικά στα Ψαρά, όπου,
κατά τον Νικόδημο, «ώπλιζε τότε έκαστος πλοίαρχος το πλοίον του εις πολεμικόν και επρόβλεπεν έκαστος Ψαριανός τα αναγκαία προς οπλισμόν του».[8] Εκτός των άλλων, μεταξύ των πέντε πυρπολικών που συνόδευαν το στόλο συμμετείχε και εκείνο του Κωνσταντίνου Κανάρη.
Στη μεγάλη καταστροφή της Χίου το Μάρτιο
του 1822, κατά την οποία 30.000 Χιώτες σκοτώθηκαν ή σύρθηκαν στην
αιχμαλωσία από το στόλο του Καρά Αλή Πεπέ, «…ένας από
εκείνους που ήρκουνταν με πιο μεγάλη προθυμία για να παίρνουν τους
ανθρώπους ήταν, λέει, κι εκείνος που ήκαψεν ύστερα των τούρκων φεργάδα
μέσα στο λιμάνι της Χώρας, ο Κανάρης μαθές…»[9]
σταλμένος με απόφαση της Βουλής των Ψαρών μαζί με τον Κωνσταντίνο
Νικόδημο, ως μέλη πληρώματος του μίστικου του Αναγνώστη Παπά, με σκοπό
τη διάσωση των επιζώντων Χιωτών και Σαμίων του Λυκούργου Λογοθέτη.
Ο Μπουρλοτιέρης
Αφορμή ωστόσο της πρώτης θριαμβευτικής
του εμφάνισης στον Αγώνα στάθηκε η επιλογή του από το Κοινό των Ψαρών
ως ενός από τους πυρπολητές που θα αναλάμβαναν το ρόλο του «εκδικητή»
της καταστροφής της Χίου. Στο πλαίσιο αυτό ο Ψαριανός, τριαντάχρονος τότε, Κανάρης και ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος
τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου, κι ενώ τα τουρκικά πληρώματα εόρταζαν
αμέριμνα το ραμαζάνι, επιτέθηκαν με τα πυρπολικά τους εναντίον της
ναυαρχίδας και της υποναυαρχίδας του τουρκικού στόλου αντίστοιχα.
Ο Κανάρης με έξοχο ελιγμό κόλλησε εύστοχα
το πυρπολικό του στο εχθρικό τρίκροτο, το οποίο σε διάστημα λίγων ωρών
έγινε παρανάλωμα του πυρός παρασύροντας στο θάνατο 2.300 ανθρώπους,
μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον Καρά Αλή.
«Εις τας 3 ώρας να ξημερώσει», έγραφε στο ημερολόγιο του «Αγαμέμνονα» ο Τσαμαδός, «είμεθα κοντά εις την Χίον και ευθύς βλέπομεν φωτιαίς όπου έκαιον τα μπουρλότα και κανονιαίς έπεφταν πολλαίς, έπειτα μετά τρία τέταρτα της ώρας είδομεν μίαν μεγάλην λάμψιν έως τον ουρανόν και έπειτα ακούσαμεν ένα μέγαν βρόντον εν είδος κανονίου εξερχόμενον από την πυριτιδαποθήκην και εβεβαιωθήκαμεν ότι να ήτο ντελίνι καϋμένο. Μετά μίαν ώραν της ημέρας αράξαμεν εις τα Ψαρά…».[10]
Το πυρπολικό του Πιπίνου, παρ’ ότι έδρασε
σύντονα και εύστοχα εναντίον της τουρκικής υποναυαρχίδας, δεν είχε το
ίδιο αποτέλεσμα αφού το εχθρικό πλήρωμα κατάφερε έγκαιρα να κατασβέσει
τη φωτιά.
Το εξαιρετικό κατόρθωμα του Κανάρη, το οποίο ο ίδιος «διηγείτο έπειτα εις κύκλους αφελών ηρώων χωρίς να δεικνύη καμμίαν υπερηφάνειαν δι’ αυτό…»,
υμνήθηκε σε όλη την Ευρώπη όπου ποιητές, ζωγράφοι και γλύπτες, ο Ουγκό
(Hugo), ο Βύρωνας (Byron), ο Β. Μίλερ (W. Müller), ο Νταβίντ ντ’ Ανζέρ
(David d’Angers), ο Δουμάς, ο Αϊβαζόφσκι (Aivasofski) και πολλοί άλλοι
καλλιτέχνες, εμπνεύσθηκαν δημιουργικά από τον ηρωισμό του ανθρώπου ο
οποίος, εκτός της επιδεξιότητάς του στους ναυτικούς ελιγμούς και της
ευφυΐας του ως προς τις μεθόδους εξαπάτησης του αντιπάλου, είχε
επιδείξει και μία καταπληκτική εξοικείωση με τη δύσκολη όσο και
επικίνδυνη τεχνική της πυρπόλησης του εχθρικού στόχου. Στα Ψαρά
πανηγυρική υπήρξε η υποδοχή του, όπου «εις τον αιγιαλόν ο
λαός, ο κλήρος και οι ιερείς ενδεδυμένοι τας ιεράς στολάς, τους
συνώδευσαν εν παρατάξει εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου ένθα έψαλαν
δοξολογίαν…».
Η δράση του ως μπουρλοτιέρη συνεχίστηκε
τη νύχτα της 28ης προς 29η Οκτωβρίου 1822, όταν ο Κανάρης πυρπόλησε
επιτυχώς το δίκροτο του νεοδιορισθέντος Τούρκου ναυάρχου Κακλαμάν Μεχμέτ πασά,
στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τενέδου και Τρωάδος. Ο Ψαριανός Γεώργιος
Βρατσάνος, που συνόδευε την αποστολή, με δεύτερο πυρπολικό δεν κατόρθωσε
να κατακαύσει εχθρικό πλοίο, αφού το μπουρλότο του έγινε αντιληπτό από
τους Τούρκους και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί άμεσα. Μέσω της Σκύρου οι
Κανάρης και Βρατσάνος επιστρέφουν στα Ψαρά όπου τους επιφυλάχθηκε νέα
πανηγυρική υποδοχή, ενώ ο πλοίαρχος της αγγλικής κορβέτας «Περσεύς» που
παρέπλεε στο νησί «ιδών τον Κανάρην, έβγαλε την σπάθην του
από την μέσην του οπού εφορούσε και την εχάρισε εις τον ρηθέντα εις
σημείον της αυτού επιδεξιότητος…».
Στα 1824 οι Ψαριανοί πληροφορούνται ότι η
τουρκική αρμάδα πρόκειται να επιτεθεί στο νησί τους, που ως προχωρημένη
ναυτική βάση στο Αιγαίο ήταν για τους Οθωμανούς λίαν ελκυστική
περίπτωση κτήσης. Η απόφασή τους να αφαιρέσουν τα πηδάλια από τα πλοία
τους και να αμυνθούν στην ξηρά, καθώς και η αδυναμία της κυβέρνησης
Κουντουριώτη -που τότε, στις κρισιμότερες για τον Αγώνα στιγμές, ήταν
απασχολημένη με τον εμφύλιο πόλεμο- να ενισχύσει την άμυνα του νησιού,
επιφέρουν πραγματικό όλεθρο.
Η φοβερή καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους του Χοσρέφ πασά,
τον Ιούνιο του ίδιου έτους, γεννά στην ψυχή του Κανάρη, που τότε
απουσίαζε στη Σύρο, συναισθήματα άσβεστου μίσους και αιώνιας εκδίκησης.
Οι προσπάθειές του εναντίον του εχθρικού στόλου, έντονα
τροφοδοτούμενες από τα συναισθήματα αυτά, συνεχίζονται, με άνεση πλέον
του επαγγελματία-πολεμιστή, με την απόπειρα πυρπόλησης εχθρικής φρεγάτας
στις 4 Αυγούστου 1824, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας της Σάμου,
γεγονός που, παρά την ανεπιτυχή έκβασή του, στάθηκε καθοριστικό για τις
κατοπινές πολεμικές εξελίξεις και πέτυχε να ματαιώσει την έφοδο του
τουρκικού στόλου εναντίον της Σάμου.
Την ίδια χρονιά ο Κανάρης πυρπολεί με
επιτυχία τουρκική κορβέτα στη Μυτιλήνη. Στα 1825, στις 10 Αυγούστου, ο
Κωνσταντίνος Κανάρης φθάνει στο απόγειο τόλμης και πατριωτισμού, όταν,
ζώντας στην Ύδρα και
ενταγμένος στην υδραίικη ναυτική μοίρα, επιχείρησε να πυρπολήσει τον
αιγυπτιακό στόλο μέσα στο ίδιο το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Η φιλόδοξη όσο και παράτολμη αποστολή του
Ψαριανού πυρπολητή, την οποία κατόρθωσε να επιβάλει και να υλοποιήσει
με τη βοήθεια του Άγγλου ναυάρχου Τζ. Χάμιλτον (G.
Hamilton), θα αποτελούσε τον αντιπερισπασμό στον πολεμικό καταιγισμό του
Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Κι ενώ τα πλοία της αποστολής υπό τις
εντολές των Κ. Κανάρη, Αντωνίου Κριεζή και Εμμανουήλ Τομπάζη φθάνουν σε
απόσταση αναπνοής από το αιγυπτιακό λιμάνι, ενώ ο Κανάρης με το
πυρπολικό του βρίσκεται ήδη ανάμεσα στο εχθρικό περιβάλλον, η κακοτυχία
του αντίθετου ανέμου και κάποια λανθασμένη κίνηση των ελληνικών
πληρωμάτων ματαιώνουν την απελπισμένη απόπειρα και αναγκάζουν τον
τολμηρό μπουρλοτιέρη σε άκαρπη απομάκρυνση.
Κανάρης και Καποδίστριας
Στα 1826 τοποθετήθηκε επιστάτης, εν είδει
κυβερνήτου, του ημιδικρότου «Ελλάς», αμέσως μετά τον κατάπλου του
πλοίου στην Ελλάδα, ενώ την ίδια χρονιά εξελέγη αντιπρόσωπος των Ψαρών
στην Εθνοσυνέλευση του Άργους και αργότερα και της Τροιζήνας.
Στα 1828 διορίζεται φρούραρχος στη Μονεμβασία και στα 1831 με την
κατάρτιση του Ναυτικού Μητρώου των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού
του απονέμεται ο βαθμός του πλοιάρχου Α τάξεως.
Τη συστηματικά αποτελεσματική του δράση
συνέχισε ο Κωνσταντίνος Κανάρης και τα επόμενα χρόνια σε διάφορους,
εκτός των ναυτικών αγώνων, τομείς. Ο Κυβερνήτης I. Καποδίστριας,
της ανορθωτικής πολιτικής του οποίου υπήρξε ένθερμος θιασώτης ο
Κανάρης, του ανέθεσε την αρχηγία στολίσκου πυρπολικών, υπό τις εντολές
του Α. Μιαούλη, με σκοπό την εξάλειψη της πειρατείας από το Αιγαίο.
Στον τομέα αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο
Κανάρης με τη συντονισμένη του δράση ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του
1839. Στα 1831 καθοριστική στάθηκε η ενεργός φιλοκυβερνητική συμμετοχή
του στα θλιβερά γεγονότα της ανταρσίας που ξέσπασε στον Πόρο εναντίον
του Καποδίστρια με επίκεντρο την Ύδρα. Παρά τις σύντονες προσπάθειές
του, ως αρχηγός των επιχειρήσεων του εθνικού στόλου, δεν κατόρθωσε να
ματαιώσει την καταστροφή του την αποφράδα ημέρα της 31ης Ιουνίου 1831,
στην οποία ατυχώς πρωτοστάτησε ο Α. Μιαούλης.[11]
Τον ίδιο χρόνο, αμέσως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη,
ο Κανάρης παραιτείται από το Ναυτικό και καταφεύγει για να ιδιωτεύσει
στην Ερμούπολη της Σύρου, τόπο εγκατάστασης πολλών Ψαριανών μετά την
καταστροφή του νησιού τους στα 1824.
Ο Κανάρης Πολιτικός
Στο προσκήνιο του δημόσιου βίου δεν θα
εμφανιστεί παρά αρκετά χρόνια αργότερα, στα 1843, με τη συμμετοχή του
στο κίνημα του Ρωσικού κόμματος. Ήταν η περίοδος κατά την οποία τα
συγκρουόμενα συμφέροντα, οι κομματικές αντιπαραθέσεις, οι
αλληλοσυγκρουόμενες φιλοτιμίες των Ελλήνων αγωνιστών είχαν δημιουργήσει
πραγματικό αδιέξοδο στη διοίκηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Την
ίδια χρονιά, μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα, έγινε υπουργός των Ναυτικών στη νέα κυβέρνηση υπό τον Ανδρέα Μεταξά και
αργότερα -όταν ο τελευταίος παραιτήθηκε- και προσωρινός πρόεδρός της
μέχρι τις 30 Μαρτίου 1844. Έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του
αναμιγνύεται ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Επί κυβερνήσεως I. Κωλέττη ανέλαβε το υπουργείο των Ναυτικών, ενώ στα 1848 γίνεται πρωθυπουργός
και υπουργός των Ναυτικών μέχρι το Δεκέμβριο του 1849. Στα 1854, στη
διάρκεια της αγγλογαλλικής κατοχής της Αθήνας και του Πειραιά, τον
συναντάμε και πάλι υπουργό των Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου
Μαυροκορδάτου. Αργότερα στα 1858 θα αποσύρει την υποστήριξή του από το
Ρωσικό κόμμα, στο οποίο ήταν ενταγμένος ήδη από την εποχή Καποδίστρια,
ενώ στα 1861 η πολιτεία θα του απονείμει το βαθμό του αντιναυάρχου και
την αντίστοιχη σύνταξη «εκ δρχ. 12.000», πράγματα τα οποία θα αρνηθεί
για λόγους αρχών.
Στα 1862 ο Όθωνας
του αναθέτει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης την οποία ο Κανάρης δεν
θα σχηματίσει ποτέ, με κύρια αιτία την άρνηση του Όθωνα να αποδεχθεί
τον κατάλογο των υπουργών που ο ίδιος του πρότεινε. Λίγο αργότερα,
εξαιτίας της αντιπαράθεσης αυτής, θα ενταχθεί στην αντιοθωνική τριανδρία
(Δημητρίου Βούλγαρη-Κωνσταντίνου Κανάρη-Μπενιζέλου Ρούφου) και θα
εξελιχθεί σε σφοδρό πολέμιο της πολιτικής του Όθωνα, την οποία ήδη
θεωρούσε ιδιαίτερα αυταρχική και επιβλαβή για τα ελληνικά πράγματα. Οι
εν γένει κινήσεις του μάλιστα συνέβαλαν ουσιαστικά στην έξωση του
τελευταίου στα 1862, αμέσως μετά την οποία ο Κανάρης ανέλαβε προσωρινά
την Αντιβασιλεία.
Την ίδια χρονιά, ως Έλληνας εκπρόσωπος,
μετέβη στην Κοπεγχάγη όπου και πρόσφερε το στέμμα του ελληνικού θρόνου
στο δευτερότοκο γιο του Δανού βασιλέα Χριστιανού Α’, τον Γεώργιο Α’.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης που ψήφισε το
Σύνταγμα του 1864, ανέλαβε την ηγεσία της προοδευτικής παράταξης των
Ορεινών, μαζί με τον Δημήτριο Γρίβα.
Τον ίδιο χρόνο, στις 5 Μαρτίου, γίνεται
πρωθυπουργός, αναγκάζεται όμως να παραιτηθεί σε διάστημα λίγων
εβδομάδων. Οι αλλεπάλληλοι θάνατοι ήδη πέντε εκ των παιδιών του έχουν
συγκλονίσει το μεγαλόκαρδο μπουρλοτιέρη, ο ίδιος ωστόσο εξακολουθεί να
δίνει το παρών όπου και όποτε η ανάγκη της πατρίδας το επιβάλλει.
Στο πλαίσιο αυτό θα αναλάβει ακόμη δύο φορές την πρωθυπουργία
σε καταστάσεις κρίσιμες για τα ελληνικά πράγματα, αρχικά από
Ιούλιο-Μάρτιο 1865, απ’ όπου όμως θα παραιτηθεί δυσαρεστημένος με την
εκλογή του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ως προέδρου της Εθνοσυνέλευσης και θα
ιδιωτεύσει για πολύ καιρό στο σπίτι του στην περιοχή της Κυψέλης. Είναι
το ίδιο σπίτι στο οποίο ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης είχε, στα
1876, την τύχη, σε μία επίσκεψή του, να ακούσει για ώρες πολλές τον ίδιο
τον Κανάρη να του διηγείται «μετά παιδικής σχεδόν αφέλειας…» τα φοβερά του κατορθώματα.[12]
Δώδεκα χρόνια αργότερα, ευθύς μετά το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, στη διάρκεια της Βαλκανικής κρίσης την
οποία είχε προκαλέσει ο πόλεμος αυτός, αναλαμβάνει στις 26 Μαΐου 1877,
έπειτα από πανελλήνια απαίτηση -δείγμα σεβασμού και εκτίμησης στο
πρόσωπό του- την πρωθυπουργία της Οικουμενικής Κυβέρνησης που
σχηματίστηκε.
Την κυβέρνηση αυτή, η οποία έδρασε καίρια και ποικιλότροπα, στήριξαν ως υπουργοί οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Θρασύβουλος Ζαΐμης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Χαρίλαος Τρικούπης,
Θεόδωρος Δηλιγιάννης κ.ά. Η πρωθυπουργία του ωστόσο ήταν βραχύτατης
διάρκειας, αφού στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, χτυπημένος από
ημιπληγία, πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι του στην Κυψέλη. «…Ο
ένδοξος ναύαρχος και Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κανάρης προσβληβείς υπό
ημιπληγίας την χθεσινήν πρωίαν απεβίωσε την 11 ώρ. και 45 μ.μ…»[13] ανήγγειλαν
οι εφημερίδες της εποχής και στο πρόσωπο της Οικουμενικής Κυβέρνησης η
Ελλάδα ολόκληρη κήδευσε, δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο, τον
μπουρλοτιέρη, τον ήρωα, τον πρωθυπουργό της.
Κωνσταντίνα Αδαμοπούλου – Πούλου
Αρχειονόμος, ιστορικός, προϊσταμένη Ιστορικού
Αρχείου – Μουσείου Ύδρας
Υποσημειώσεις
[1] Δημήτρης Φωτιάδης, Κανάρης, Αθήνα 1981, σ. 17-21.
[2] Κατ’
άλλους στα 1792 ή 1793, βλ. σχετ. Δημήτρης Α. Μαυριδερός, «Γενεαλογικά
στοιχεία δύο Ναυάρχων, Θρύλος και Ιστορική Αλήθεια Κωνσταντίνος Μ.
Κανάρης (1790-1877), Γουλιέλμος – Φραγκίσκος Κ. Κανάρης (1887-1945)»,
ανάτυπο από το Δελτίο Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρίας της Ελλάδος, αρ. 10, Αθήναι 1996, σ. 4.
[3] Μαυριδερός, ό.π., σ. 20-21.
[4] Γεώργιος Τερτσέτης, Άπαντα, Αθήνα 1953, τ. β’, σ. 275.
[5] Μαυριδερός, ό.π., σ. 4.
[6] Κωνσταντίνος Νικόδημος, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, Αθήναι 1862, τ. ά, σ. 99-100.
[7] Διονύσιος Π. Καλογερόπουλος, Ο Κανάρης, Εν Αθήναις 1947, σ. 12. Επίσης βλ. σχετ. Δημήτριος Γ. Σπανός, Η συμβολή εις την επιτυχίαν της Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1958, σ. 191.
[8] Νικόδημος, ό.π.
[9] Στ. Βίος, Η σφαγή της Χίου εις το στόμα του χιακού λαού, Χίος 1921, σ. 75.
[10] Αναστάσιος Τσαμαδός, Ιστορικά ημερολόγια των ελληνικών ναυμαχιών του 1821, Αθήναι 1886, σ. 74.
[11] Καλογερόπουλος, ό.π., σ. 16.
[12] Ο.π., σ. 17.
[13] Κωνσταντίνος Άμαντος, «Λόγος πανηγυρικός κατά τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Κ. Κανάρη εν Χίω τη 19η Ιουνίου 1927», Εκατονταετηρίς Κωνσταντίνου Κανάρη, Εν Αθήναις, σ. 32.
Πηγή
-
Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Οι ναυμάχοι του 1821», τεύχος 178, 27 Μαρτίου 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου