Ανταπόκριση: Παύλος Ξανθούλης, Βρυξέλλες
Από το philenews
 
Βρυξέλλες: «Κοινός στόχος» τείνει να καταστεί η προσπάθεια που καταβάλλουν Τουρκία και Βρετανία για εξασφάλιση καθεστώτος απόλαυσης των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών της ΕΕ, για Τούρκους και Βρετανούς πολίτες, αντίστοιχα, ενώ και οι δύο χώρες θα βρίσκονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Τουρκία θέτει πλέον επιτακτικά θέμα απόλαυσης των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών στην Κύπρο για 75 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες, μετά από μια ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού, ενώ η Βρετανία ζητά, μεταξύ άλλων, όπως οι δικοί της πολίτες συνεχίζουν να απολαμβάνουν τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες, μετά την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, συνεπεία του Brexit. 
Έγκυρη κοινοτική πηγή έλεγε στον «Φ» ότι «αν και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τα αιτήματα των δύο χωρών είναι αλληλοσυνδεόμενα, είναι τουλάχιστον προφανές ότι η αξίωση που προβάλλεται εκ μέρους του καθεστώτος Ερντογάν για τις τέσσερις ελευθερίες στην Κύπρο, εξυπηρετεί τους στόχους και του Λονδίνου, καθώς εκ των πραγμάτων μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει προηγούμενο και θα αξιοποιηθεί δεόντως από τη βρετανική διαπραγματευτική ομάδα, για τους όρους του Brexit».
 
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το αίτημα που προβάλλει η Τουρκία δεν εξυπηρετεί μόνον τους δικούς της σχεδιασμούς, αλλά τείνει να καταστεί και εργαλείο εξυπηρέτησης των σχεδιασμών της Βρετανίας. Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης, στην επιστολή του προς τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, την οποία αποκάλυψε ο «Φ», υπέδειξε ότι η τουρκική αξίωση για τις τέσσερις ελευθερίες «σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές για την Ένωσή μας, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές Συνθήκες και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα πως θα μπορούσε να τύχει επίκλησης στο μέλλον, από άλλες τρίτες χώρες...».
 
Η Βρετανία βέβαια δεν είναι τρίτη χώρα, αυτή τη στιγμή, αλλά θα καταστεί σύντομα, καθώς ως γνωστόν βρίσκεται σε διαδικασία εξόδου από την ΕΕ.

Με άλλα λόγια, η Τουρκία και η Βρετανία έχουν κοινή πλέον στόχευση σε σχέση με τις τέσσερις ελευθερίες και επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ένα καθεστώς σχέσεων «α-λα-καρτ» έναντι της ΕΕ, η πρώτη μέσω Κύπρου και η δεύτερη στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με την ΕΕ, αξιοποιώντας το προηγούμενο που οραματίζεται να επιβάλει το καθεστώς Ερντογάν για να συναινέσει σε λύση του Κυπριακού.
 
Στη περίπτωση της Βρετανίας, αρκετά κράτη-μέλη έχουν υποδείξει ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρήσει το Λονδίνο προνόμια κράτους-μέλους (Κοινή Αγορά), μετά την έξοδο της χώρας από την ΕΕ, χωρίς μάλιστα υποχρεώσεις.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, όμως, κανείς δεν έχει μέχρι στιγμής τοποθετηθεί δημοσίως. Ούτε καν η Κομισιόν, η οποία πίσω από κλειστές πόρτες φέρεται να λέει μεν ότι «εκ πρώτης όψεως βλέπει προβλήματα» στο τουρκικό αίτημα, αλλά την ίδια ώρα επιχειρεί να εξασφαλίσει διευκρινίσεις από την Άγκυρα και να εξετάσει και τις νομικές παραμέτρους του αιτήματος, κάτι που δημιουργεί αν μη τι άλλο, εντυπώσεις για το τι θα συμβεί όταν οι τουρκικές αξιώσεις θα εξεταστούν σε δεύτερη ανάγνωση... (βλέπε δίπλα στήλη).

Οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης εξασφάλισης προνομιακού καθεστώτος τεσσάρων ελευθεριών για τους Βρετανούς πολίτες, είναι κάτι που θα συζητηθεί στη διάρκεια των διαβουλεύσεων για το Brexit, αν και έχει ήδη συγκεντρώσει ευρωπαϊκά πυρά.

Οι δε συνέπειες εφαρμογής των τεσσάρων ελευθεριών στην περίπτωση της Κύπρου για 75 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες, που δεν έχουν μέχρι στιγμής απαντηθεί από την ΕΕ, θα είναι ισοπεδωτικές για το ομόσπονδο κράτος. Η δημογραφική αλλοίωση και ο πλήρης αφελληνισμός της Κύπρου από τη δυνατότητα που θα παρέχεται σε 75 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες να απολαμβάνουν καθεστώτος ελεύθερης διακίνησης εργαζομένων και συνεπώς να αποκτήσουν δικαιώματα μόνιμης παραμονής -όπως ορθώς σημειώνει ο πρόεδρος Αναστασιάδης στην επιστολή του προς Γιούνκερ- αποτελούν την πρώτη όψη του νομίσματος.

Η δεύτερη όψη, σχετίζεται με την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας, η οποία θα τεθεί υπό τον έλεγχο της Άγκυρας, διά του κατακλυσμού της αγοράς με τουρκικά προϊόντα. Και στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επεσήμανε προς τον κ. Γιούνκερ ότι «δεδομένου του δυσανάλογα μεγάλου μεγέθους της τουρκικής οικονομίας, ειδικά σε σύγκριση με το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας, μια τέτοια εξέλιξη θα είχε τεράστιες επιβλαβείς συνέπειες».

Το μπαλάκι πλέον βρίσκεται στο γήπεδο της Κομισιόν και του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, οι οποίοι οφείλουν να τοποθετηθούν ευθέως και δημοσίως γύρω από το τουρκικό αίτημα για τις τέσσερις ελευθερίες, όπως άλλωστε έχουν πράξει στην περίπτωση ανάλογων βρετανικών αιτημάτων.

Η απάντηση της Λευκωσίας στο Λονδίνο  

Η Λευκωσία οφείλει να τοποθετηθεί ευθέως και χωρίς περιστροφές να πει «όχι» στο βρετανικό αίτημα για εξασφάλιση καθεστώτος απόλαυσης των τεσσάρων ελευθεριών για τους Βρετανούς πολίτες, μετά από τη δρομολογούμενη έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.

Η απάντηση της Λευκωσίας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς δεν είναι δυνατόν από τη μια να ζητά στήριξη από την ΕΕ προκειμένου να «σκοτώσει» το τουρκικό αίτημα για εξασφάλιση των τεσσάρων ελευθεριών για 75 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού και από την άλλη να αποφεύγει να τοποθετηθεί έναντι ανάλογου βρετανικού αιτήματος, για τους Βρετανούς πολίτες, στην ΕΕ.

Τόσο το Προεδρικό, όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών, οφείλουν να τοποθετηθούν και να απορρίψουν σε όλες τις περιπτώσεις αιτήματα που προβάλλονται για εξασφάλιση των τεσσάρων ελευθεριών από τρίτες χώρες (υφιστάμενες και μελλοντικές).  

Η μπάλα στο γήπεδο Γιούνκερ
 
Η Κομισιόν διατυπώνει «προβληματισμό εκ πρώτης όψεως» στο τουρκικό αίτημα για χορήγηση καθεστώτος τεσσάρων ελευθεριών σε 75 εκατομμύρια Τούρκους πολίτες, μετά από ενδεχόμενη λύση του Κυπριακού.

Ωστόσο, δεν έχει μέχρι στιγμής κλείσει την πόρτα στο τουρκικό αίτημα, καθώς, όπως πληροφορούμαστε, ζητούνται διευκρινίσεις από την Άγκυρα, ενώ παράλληλα οι Βρυξέλλες θα εξετάσουν και τις νομικές παραμέτρους του ζητήματος, διά της Νομικής Υπηρεσίας της Κομισιόν.

Κύκλοι στην έδρα της ΕΕ επεσήμαναν ότι ο κ. Γιούνκερ οφείλει να δώσει σαφή απάντηση προς τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος διά επιστολής ζήτησε από την Κομισιόν «στήριξη» προκειμένου να δοθεί αποτελεσματικά αρνητική απάντηση στο αίτημα Ερντογάν για τις τέσσερις ελευθερίες.

Σημειώνεται ότι η Λευκωσία ενημέρωσε διά του ΥΠΕΞ, Γιαννάκη Κασουλίδη, τα κράτη-μέλη της ΕΕ, τα οποία ωστόσο δεν πήραν θέση, όπως άλλωστε και η Ύπατη Εκπρόσωπος, Φεντερίκα Μογκερίνι, η οποία αρκέστηκε να πει ότι θα παρακολουθεί το ζήτημα.
 
Συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι «το πολιτικό κλίμα που επικρατεί μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ δεν είναι ευνοϊκό για το τουρκικό αίτημα, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε ισχυρό προηγούμενο και στην περίπτωση των διαβουλεύσεων που θα λάβουν χώρα με τη Βρετανία, με αντικείμενο το Brexit.

Ωστόσο, η εμπλοκή στο ζήτημα και της Νομικής Υπηρεσίας της Κομισιόν προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τους στόχους που επιδιώκεται να εξυπηρετηθούν.

«Εάν η απάντηση είναι αρνητική εκ μέρους της ΕΕ και των κρατών-μελών της, δεν υπάρχει κανένας λόγος για εμπλοκή στο ζήτημα και της Νομικής Υπηρεσίας της Κομισιόν», ανέφερε κοινοτικός επίσημος.

Υπενθυμίζεται ότι στη Νομική Υπηρεσία της Κομισιόν ανήκει η πατρότητα του Κανονισμού για το απευθείας εμπόριο που οδηγεί σε ταϊβανοποίηση το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου.

Το πλέον προκλητικό είναι ότι η Νομική Υπηρεσία της Κομισιόν συνεχίζει να υπερασπίζει τη νομική βάση του Κανονισμού -για εμπόριο με τρίτες χώρες- παρά το γεγονός ότι οι αντίστοιχες Νομικές Υπηρεσίες του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την έχουν χαρακτηρίσει ως «ακατάλληλη». Άλλωστε, το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου δεν μπορεί να θεωρείται τρίτη χώρα για κανέναν. Πόσω μάλλον για τη Νομική Υπηρεσία της Κομισιόν... 
 
Επικίνδυνες ιδέες κυπροποίησης

Κύκλοι που διαδραματίζουν ρόλο στο Κυπριακό προτάσσουν ιδέες περί κυπροποίησης του αιτήματος της Τουρκίας για τις τέσσερις ελευθερίες, ώστε να αφορά αποκλειστικά την Κύπρο και να μην επεκταθεί στην ΕΕ.

Σε μια τέτοια περίπτωση, γίνεται κατανοητό ότι η Κύπρος θα προσυπογράψει την υποβάθμισή της σε κράτος δεύτερης κατηγορίας, στο οποίο δεν θα μπορούν να εφαρμόζονται πλήρως οι κανόνες της Κοινής Αγοράς, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε την Τουρκία στην ΕΕ, από την πίσω πόρτα, κυρίως στα ζητήματα διακίνησης προσώπων -περιλαμβανομένων και των εργαζομένων- και διακίνησης προϊόντων.