Τι έχει υπογράψει η Τουρκία;
Του Ν. Λυγερού
Επειδή υπάρχουν ακόμα πολλά άτομα που ακόμα δεν ξέρουν ότι η Τουρκία υπέγραψε τη Συνθήκη Σεβρών το 1920 και νομίζουν ότι έχει υπογράψει μόνο τη Συνθήκη Λωζάννης το 1923, είναι καλό να υπενθυμίσουμε την περίπτωση των άρθρων που αφορούν την Αρμενία.
Διότι το να έχει υπογράψει τη Συνθήκη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει πάρει θέση για το αρμενικό, τουλάχιστον θεωρητικά. Όμως η ύπαρξη των άρθρων 88, 89, 90, 91, 92, και 93 αποδεικνύει ότι άλλαξε ή μάλλον αναγκάστηκε να αλλάξει τη στάση της, τουλάχιστον σε επίσημο επίπεδο.
Και για να καταλάβουμε το αρχικό της πλαίσιο αρκεί να εξετάσουμε αυτό το σκίτσο του 1917 που δείχνει τη σχέση μεταξύ του θεσμού και του λαού.
Στο άρθρο 88 βλέπουμε ότι: η Τουρκία δηλώνει ότι αναγνωρίζει όπως έπραξαν και οι Σύμμαχοι, την Αρμενία ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος. Στο άρθρο 89, η Τουρκία συμφωνεί με την Αρμενία και τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις να αποδεχτεί τη διαιτησία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας στα βιλαέτια των Ερζερούμ, Τραπεζούντας, Βαν και Βιτλίδας. Στο άρθρο 90, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που θα δοθούν βιλαέτια εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην Αρμενία, η Τουρκία δηλώνει εξ αρχής ότι εγκαταλείπει τα δικαιώματά της σε αυτές τις περιοχές. Στο άρθρο 91, η Τουρκία δέχεται σε περίπτωση παραχώρησης βιλαετιού στην Αρμενία, να υπάρχει επιτροπή που θα καθορίσει τα σύνορα επί τόπου. Το Άρθρο 92 αφορά τα σύνορα της Αρμενίας μεταξύ Αζερμπαϊτζάν που αφορά έμμεσα την Τουρκία και τη Γεωργία. Το άρθρο 93 διευκρινίζει ότι η Αρμενία θα δεχτεί τις διατάξεις τω Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά στον πληθυσμό που διαφέρει της πλειοψηφίας του πληθυσμού για τη φυλή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία. Και αυτό αφορά και τουρκικό πληθυσμό. Αυτά υπέγραψε η Τουρκία το 1920, τίποτα λιγότερο.
Η ανάγνωση της επιστολής του Ινονού που απαντά στην επιστολή του Βενιζέλου επιτρέπει μια ανάλυση των εκφράσεων του, που είναι χαρακτηριστικές τόσο της τουρκικής διπλωματίας, όσο και της ελληνικής αφέλειας. Έτσι βλέπουμε ότι αρχίζει με τα εγκαίνια μιας καινούργιας εποχής στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από μια ειλικρινή και τίμια φιλία. Αν σκεφτούμε ότι αυτό γράφτηκε μετά τη γενοκτονία, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την υποκρισία. Συνεχίζει λέγοντας ότι οι δύο χώρες δεν έχουν η μία απέναντι στην άλλη καμία οποιαδήποτε εδαφική βλέψη. Αυτό ήταν σίγουρα η αλήθεια για την Ελλάδα εκείνη την εποχή, αφού είχε εγκαταλείψει τα πάντα, αλλά σίγουρα ψέμα για την Τουρκία που δεν άλλαξε καν έως τώρα. Μετά εξηγεί ότι το υπόβαθρο του συμφώνου είναι το ιδεώδες ειρήνης, με το οποίο διαρκώς είναι δεμένη η Τουρκία. Κι εδώ δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς τουρκολόγος για να αντιληφθεί την αναξιοπιστία της πρότασης και μάλιστα σε διαχρονικό επίπεδο. Το πνεύμα του Ινονού είναι ξεκάθαρο ακόμα και για το θέμα της ανταλλαγής πληθυσμού, που αποτελεί από μόνη της μια πράξη βαρβαρότητας, αφού γράφει ότι ελπίζει να δούμε σε λίγο να λύνονται τα προβλήματα της ανταλλαγής που εκκρεμούν χάρη στην καλή θέληση και εδώ μάλλον εννοεί αποκλειστικά της Ελλάδας, αφού θα καταπατήσει χωρίς ενοχές και μάλιστα με περηφάνια τα δικαιώματα όλων των Ελλήνων προσφύγων. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι πρόσφυγες που θέλουν να κάνουν προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορούν να κάνουν προσφυγή ενάντια στην Τουρκία, αλλά ενάντια στην Ελλάδα, αφού η εξουσία της αποφάσισε να υπογράψει το σύμφωνο με την Τουρκία, με άλλα λόγια λόγω αυτής της διαδικασίας η Τουρκία δεν μπορεί να κατηγορηθεί άμεσα. Βέβαια, το κλείσιμο της επιστολής είναι ακόμα πιο ενδεικτικό του όλου προβλήματος και μάλιστα της διπλής προσέγγισης, αφού υπάρχει ταύτιση απόψεων περί Συνθήκης Λωζάννης, αφού γράφει το εξής: Κι εγώ θυμάμαι μ’ ευχαρίστηση τη συνεργασία μας στη Λωζάννη και είμαι ευτυχής που έχετε την καλοσύνη να διαβεβαιώνετε ότι με ενδιαφέρον παρακολουθήσατε τις προσπάθειές μας να ανανεώσουμε την Τουρκία. Για όσους θεωρούν ότι η επιστολή του Βενιζέλου στην επιτροπή για το βραβείο Νόμπελ προτείνοντας τον Κεμάλ για το βραβείο Νόμπελ είναι εξαίρεση, πρέπει να αναθεωρήσουν την άποψή τους, διότι και αυτή η ανταλλαγή επιστολών ακολουθεί το ίδιο πνεύμα.
Του Ν. Λυγερού
Επειδή υπάρχουν ακόμα πολλά άτομα που ακόμα δεν ξέρουν ότι η Τουρκία υπέγραψε τη Συνθήκη Σεβρών το 1920 και νομίζουν ότι έχει υπογράψει μόνο τη Συνθήκη Λωζάννης το 1923, είναι καλό να υπενθυμίσουμε την περίπτωση των άρθρων που αφορούν την Αρμενία.
Διότι το να έχει υπογράψει τη Συνθήκη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει πάρει θέση για το αρμενικό, τουλάχιστον θεωρητικά. Όμως η ύπαρξη των άρθρων 88, 89, 90, 91, 92, και 93 αποδεικνύει ότι άλλαξε ή μάλλον αναγκάστηκε να αλλάξει τη στάση της, τουλάχιστον σε επίσημο επίπεδο.
Και για να καταλάβουμε το αρχικό της πλαίσιο αρκεί να εξετάσουμε αυτό το σκίτσο του 1917 που δείχνει τη σχέση μεταξύ του θεσμού και του λαού.
Στο άρθρο 88 βλέπουμε ότι: η Τουρκία δηλώνει ότι αναγνωρίζει όπως έπραξαν και οι Σύμμαχοι, την Αρμενία ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος. Στο άρθρο 89, η Τουρκία συμφωνεί με την Αρμενία και τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις να αποδεχτεί τη διαιτησία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας στα βιλαέτια των Ερζερούμ, Τραπεζούντας, Βαν και Βιτλίδας. Στο άρθρο 90, διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που θα δοθούν βιλαέτια εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην Αρμενία, η Τουρκία δηλώνει εξ αρχής ότι εγκαταλείπει τα δικαιώματά της σε αυτές τις περιοχές. Στο άρθρο 91, η Τουρκία δέχεται σε περίπτωση παραχώρησης βιλαετιού στην Αρμενία, να υπάρχει επιτροπή που θα καθορίσει τα σύνορα επί τόπου. Το Άρθρο 92 αφορά τα σύνορα της Αρμενίας μεταξύ Αζερμπαϊτζάν που αφορά έμμεσα την Τουρκία και τη Γεωργία. Το άρθρο 93 διευκρινίζει ότι η Αρμενία θα δεχτεί τις διατάξεις τω Μεγάλων Δυνάμεων όσον αφορά στον πληθυσμό που διαφέρει της πλειοψηφίας του πληθυσμού για τη φυλή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία. Και αυτό αφορά και τουρκικό πληθυσμό. Αυτά υπέγραψε η Τουρκία το 1920, τίποτα λιγότερο.
Η επιστολή του Ινονού στον Βενιζέλο στις 27 Σεπτεμβρίου 1928
Του Ν. Λυγερού
Του Ν. Λυγερού
Η ανάγνωση της επιστολής του Ινονού που απαντά στην επιστολή του Βενιζέλου επιτρέπει μια ανάλυση των εκφράσεων του, που είναι χαρακτηριστικές τόσο της τουρκικής διπλωματίας, όσο και της ελληνικής αφέλειας. Έτσι βλέπουμε ότι αρχίζει με τα εγκαίνια μιας καινούργιας εποχής στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από μια ειλικρινή και τίμια φιλία. Αν σκεφτούμε ότι αυτό γράφτηκε μετά τη γενοκτονία, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την υποκρισία. Συνεχίζει λέγοντας ότι οι δύο χώρες δεν έχουν η μία απέναντι στην άλλη καμία οποιαδήποτε εδαφική βλέψη. Αυτό ήταν σίγουρα η αλήθεια για την Ελλάδα εκείνη την εποχή, αφού είχε εγκαταλείψει τα πάντα, αλλά σίγουρα ψέμα για την Τουρκία που δεν άλλαξε καν έως τώρα. Μετά εξηγεί ότι το υπόβαθρο του συμφώνου είναι το ιδεώδες ειρήνης, με το οποίο διαρκώς είναι δεμένη η Τουρκία. Κι εδώ δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς τουρκολόγος για να αντιληφθεί την αναξιοπιστία της πρότασης και μάλιστα σε διαχρονικό επίπεδο. Το πνεύμα του Ινονού είναι ξεκάθαρο ακόμα και για το θέμα της ανταλλαγής πληθυσμού, που αποτελεί από μόνη της μια πράξη βαρβαρότητας, αφού γράφει ότι ελπίζει να δούμε σε λίγο να λύνονται τα προβλήματα της ανταλλαγής που εκκρεμούν χάρη στην καλή θέληση και εδώ μάλλον εννοεί αποκλειστικά της Ελλάδας, αφού θα καταπατήσει χωρίς ενοχές και μάλιστα με περηφάνια τα δικαιώματα όλων των Ελλήνων προσφύγων. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι πρόσφυγες που θέλουν να κάνουν προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορούν να κάνουν προσφυγή ενάντια στην Τουρκία, αλλά ενάντια στην Ελλάδα, αφού η εξουσία της αποφάσισε να υπογράψει το σύμφωνο με την Τουρκία, με άλλα λόγια λόγω αυτής της διαδικασίας η Τουρκία δεν μπορεί να κατηγορηθεί άμεσα. Βέβαια, το κλείσιμο της επιστολής είναι ακόμα πιο ενδεικτικό του όλου προβλήματος και μάλιστα της διπλής προσέγγισης, αφού υπάρχει ταύτιση απόψεων περί Συνθήκης Λωζάννης, αφού γράφει το εξής: Κι εγώ θυμάμαι μ’ ευχαρίστηση τη συνεργασία μας στη Λωζάννη και είμαι ευτυχής που έχετε την καλοσύνη να διαβεβαιώνετε ότι με ενδιαφέρον παρακολουθήσατε τις προσπάθειές μας να ανανεώσουμε την Τουρκία. Για όσους θεωρούν ότι η επιστολή του Βενιζέλου στην επιτροπή για το βραβείο Νόμπελ προτείνοντας τον Κεμάλ για το βραβείο Νόμπελ είναι εξαίρεση, πρέπει να αναθεωρήσουν την άποψή τους, διότι και αυτή η ανταλλαγή επιστολών ακολουθεί το ίδιο πνεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου