Χρήστος Ζιώγας
Από το huffingtonpost
Η συνεχής άνοδος της κινεζικής ισχύος, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, επανέφερε τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» στο επίκεντρο του διεθνολογικού προβληματισμού, ο οποίος επιδιώκει να διαβλέψει, στο μέτρο του δυνατού, την πορεία των Σινο-αμερικανικών σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του Graham Allison: "Destined for War: Can America and China Escape Thucydides's Trap?".
Η ενασχόληση με τον Θουκυδίδη ανέκυψε στην μεταπολεμική διεθνολογική κοινότητα, αρχής γενομένης στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Αμερικανο-σοβιετική ηγεμονική αντιπαράθεση αποτέλεσε την βασικότερη συνιστώσα του διεθνούς συστήματος. Η θουκυδίδεια εξιστόρηση της σύγκρουσης Αθήνας και Σπάρτης, και των συμμάχων τους, δημιούργησε στον νεοπαγή επιστημονικό κλάδο τους εύλογους συσχετισμούς με τον τότε αναδυόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης.
Στο λυκαυγές της μεταψυχροπολεμικής εποχής ο Θουκυδίδης απώλεσε την ψυχροπολεμική επιρροή στο διεθνολογικό πεδίο. Η φιλελεύθερη προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις υιοθετήθηκε, με επίκεντρο τις Ηνωμένες Πολιτείες, ευμενώς όχι μόνο ως κυρίαρχο αναλυτικό εργαλείο του κλάδου αλλά και ως ειμαρμένη για το διεθνές σύστημα. Τα βασικά θουκυδίδεια ερωτήματα, όσον αφορά τους παράγοντες που οδηγούν τις πολιτικές οντότητες στον ανταγωνισμό και ενδεχομένως και στην σύγκρουση, είτε παρακάμφθηκαν ή απαντήθηκαν υπό ένα νέο πρίσμα. Διανύοντας την τρίτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία διαπιστώνουμε ότι δεν επαληθεύτηκαν, στην απαιτούμενη ένταση και βαθμό, οι αναλύσεις για μια νέα διεθνή τάξη απαλλαγμένη από τους κύριους λόγους που διαχρονικά την θέτουν εν αμφιβόλω.
Το ερώτημα που ανακύπτει συνίσταται στο κατά πόσο η ανάλυση του Θουκυδίδη δεν ήταν επίκαιρη και κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή, της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής υπεροχής. Η συσχέτιση του κλάδου των διεθνών σχέσεων με την αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι εύλογη, ως έναν βαθμό, διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστασιώνουν το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Αναμφίβολα όμως, δεν σημαίνει πως ο αναλυτής των διεθνών σχέσεων οφείλει, μελετώντας τις τάσεις συνεργασίας και αντιπαράθεσης στο διεθνές σύστημα, να ιεραρχεί κατά αποκλειστικότητα τις ανάγκες της αμερικανικής, ή οποιοσδήποτε άλλης χώρας, εξωτερικής πολιτικής. Η παρούσα συγκυρία μας καταδεικνύει, για μια εισέτι φορά, ότι οι διακυμάνσεις των σχέσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων επηρεάζουν καταλυτικά την διεθνή σταθερότητα. Η «επάνοδος» του Θουκυδίδη στο επίκεντρο του θεωρητικού προβληματισμού, στη μητρόπολη των διεθνών σχέσεων, καταδεικνύει ότι ήταν, είναι και θα είναι επίκαιρος για κάθε ανάλυση του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου, στο βαθμό που τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και του διεθνούς συστήματος παραμένουν σχετικά αμετάβλητα.
Η εξέταση του φαινομένου του ηγεμονισμού αποτελεί σημαντικό μέρος της παρακαταθήκης του Θουκυδίδη και είναι λογικό να ανασπάται ως αναλυτικό εργαλείο για να ερμηνεύσει τους εκάστοτε ηγεμονικούς ανταγωνισμούς. Η θουκυδίδεια παράδοση στις διεθνείς σχέσεις προσφέρει στον κλάδο ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο από την μελέτη μόνο των κατά περίπτωση ηγεμονισμών. Η αποσπασματική ή κατά συγκυρία αναφορά στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» μπορεί να είναι αναμενόμενη από τους policy και decision makers στην Ουάσιγκτον και αλλού, δεν συνιστά όμως την πιο πρόσφορη επιλογή για μέλη της διεθνολογικής κοινότητας. Εν γένει, και κυρίως στις περιπτώσεις που εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι διεθνολογικές αναλύσεις δύσκολα δύνανται να παρακάμψουν το γνωσιοθεωρητικό κεκτημένο του Θουκυδίδη.
Η άνοδος της κινεζικής ισχύος, και όχι μόνο, εκ των πραγμάτων επανατοποθετεί στο επίκεντρο των διεθνολογικών αναλύσεων τον Θουκυδίδη. Τρεις δεκαετίες πριν, θεωρήθηκε ότι οι τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις θα διαφοροποιούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, αλλάζοντας εν τέλει την κρατοκεντρική και άναρχη φύση του. Σήμερα διαφαίνεται περισσότερο πως η συγκεκριμένη διαδικασία πύκνωσε τις σχέσεις στο διεθνές σύστημα, ενοποιώντας το σε μεγάλο βαθμό, και επιτάχυνε τα αποτελέσματα, όσον αφορά τον καταμερισμό της ισχύος μεταξύ των κρατών. Οι ενέργειες ενός κράτους διαχέονται πλέον ταχύτερα στο διεθνές σύστημα επιφέροντας θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα προς τους άλλους δρώντες. Τα κράτη αναμφίβολα δεν συνιστούν τους μοναδικούς διεθνείς δρώντες, όπως πριν έναν αιώνα, αλλά εξακολουθούν να είναι οι βασικότεροι. Οι κρατικοί δρώντες εναρμονιζόμενοι στις νέες εξελίξεις - εισακούοντας σε μεγάλο βαθμό και τις επιθυμίες των πολιτών τους- προσαρμόζουν και διευρύνουν, εφ' όσον κρίνεται αναγκαίο, τις πολιτικές τους,
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να οικοδομήσουν μια νέα διεθνή τάξη επί τη βάση των δικών τους πολιτικών και οικονομικών αντιλήψεων. Η συγκεκριμένη διαδικασία έδωσε την δυνατότητα σε πολλά κράτη να αναπτυχθούν οικονομικά, ορισμένα εκ των οποίων αμφισβητούν, στις μέρες μας, την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Αναμφισβήτητα, στην παρούσα συγκυρία, η μεγαλύτερη πρόκληση για την αμερικανική εξωτερική πολιτική συνίσταται στην διαχείριση της ανόδου της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να αναζητά στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» τον τρόπο διατήρησης της ηγεμονίας της στο διεθνές σύστημα. Πιθανόν δύο δεκαετίες πριν, η άντληση από την σοφία του Θουκυδίδη, για τον τρόπο περαιτέρω εδραίωσης της αμερικανικής ηγεμονίας, να ήταν χρησιμότερη από την τωρινή καταφυγή. Οι πολυπληθείς υπηρεσίες του State Department φαίνεται να διαπιστώνουν, εξ ανάγκης, αυτό που προσδιόρισε ο Παναγιώτης Κονδύλης ότι: Σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. («Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου» συνέντευξη στον Σπύρο Τσακνιά περιοδικό «ΔΙΑΒΑΖΩ», τ.384, Απρίλιος 1998).
Από το huffingtonpost
Η συνεχής άνοδος της κινεζικής ισχύος, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, επανέφερε τον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» στο επίκεντρο του διεθνολογικού προβληματισμού, ο οποίος επιδιώκει να διαβλέψει, στο μέτρο του δυνατού, την πορεία των Σινο-αμερικανικών σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βιβλίο του Graham Allison: "Destined for War: Can America and China Escape Thucydides's Trap?".
Η ενασχόληση με τον Θουκυδίδη ανέκυψε στην μεταπολεμική διεθνολογική κοινότητα, αρχής γενομένης στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η Αμερικανο-σοβιετική ηγεμονική αντιπαράθεση αποτέλεσε την βασικότερη συνιστώσα του διεθνούς συστήματος. Η θουκυδίδεια εξιστόρηση της σύγκρουσης Αθήνας και Σπάρτης, και των συμμάχων τους, δημιούργησε στον νεοπαγή επιστημονικό κλάδο τους εύλογους συσχετισμούς με τον τότε αναδυόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης.
Στο λυκαυγές της μεταψυχροπολεμικής εποχής ο Θουκυδίδης απώλεσε την ψυχροπολεμική επιρροή στο διεθνολογικό πεδίο. Η φιλελεύθερη προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις υιοθετήθηκε, με επίκεντρο τις Ηνωμένες Πολιτείες, ευμενώς όχι μόνο ως κυρίαρχο αναλυτικό εργαλείο του κλάδου αλλά και ως ειμαρμένη για το διεθνές σύστημα. Τα βασικά θουκυδίδεια ερωτήματα, όσον αφορά τους παράγοντες που οδηγούν τις πολιτικές οντότητες στον ανταγωνισμό και ενδεχομένως και στην σύγκρουση, είτε παρακάμφθηκαν ή απαντήθηκαν υπό ένα νέο πρίσμα. Διανύοντας την τρίτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία διαπιστώνουμε ότι δεν επαληθεύτηκαν, στην απαιτούμενη ένταση και βαθμό, οι αναλύσεις για μια νέα διεθνή τάξη απαλλαγμένη από τους κύριους λόγους που διαχρονικά την θέτουν εν αμφιβόλω.
Το ερώτημα που ανακύπτει συνίσταται στο κατά πόσο η ανάλυση του Θουκυδίδη δεν ήταν επίκαιρη και κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική εποχή, της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής υπεροχής. Η συσχέτιση του κλάδου των διεθνών σχέσεων με την αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι εύλογη, ως έναν βαθμό, διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστασιώνουν το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Αναμφίβολα όμως, δεν σημαίνει πως ο αναλυτής των διεθνών σχέσεων οφείλει, μελετώντας τις τάσεις συνεργασίας και αντιπαράθεσης στο διεθνές σύστημα, να ιεραρχεί κατά αποκλειστικότητα τις ανάγκες της αμερικανικής, ή οποιοσδήποτε άλλης χώρας, εξωτερικής πολιτικής. Η παρούσα συγκυρία μας καταδεικνύει, για μια εισέτι φορά, ότι οι διακυμάνσεις των σχέσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων επηρεάζουν καταλυτικά την διεθνή σταθερότητα. Η «επάνοδος» του Θουκυδίδη στο επίκεντρο του θεωρητικού προβληματισμού, στη μητρόπολη των διεθνών σχέσεων, καταδεικνύει ότι ήταν, είναι και θα είναι επίκαιρος για κάθε ανάλυση του συγκεκριμένου γνωστικού πεδίου, στο βαθμό που τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και του διεθνούς συστήματος παραμένουν σχετικά αμετάβλητα.
Η εξέταση του φαινομένου του ηγεμονισμού αποτελεί σημαντικό μέρος της παρακαταθήκης του Θουκυδίδη και είναι λογικό να ανασπάται ως αναλυτικό εργαλείο για να ερμηνεύσει τους εκάστοτε ηγεμονικούς ανταγωνισμούς. Η θουκυδίδεια παράδοση στις διεθνείς σχέσεις προσφέρει στον κλάδο ένα ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο από την μελέτη μόνο των κατά περίπτωση ηγεμονισμών. Η αποσπασματική ή κατά συγκυρία αναφορά στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» μπορεί να είναι αναμενόμενη από τους policy και decision makers στην Ουάσιγκτον και αλλού, δεν συνιστά όμως την πιο πρόσφορη επιλογή για μέλη της διεθνολογικής κοινότητας. Εν γένει, και κυρίως στις περιπτώσεις που εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, οι διεθνολογικές αναλύσεις δύσκολα δύνανται να παρακάμψουν το γνωσιοθεωρητικό κεκτημένο του Θουκυδίδη.
Η άνοδος της κινεζικής ισχύος, και όχι μόνο, εκ των πραγμάτων επανατοποθετεί στο επίκεντρο των διεθνολογικών αναλύσεων τον Θουκυδίδη. Τρεις δεκαετίες πριν, θεωρήθηκε ότι οι τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις θα διαφοροποιούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, αλλάζοντας εν τέλει την κρατοκεντρική και άναρχη φύση του. Σήμερα διαφαίνεται περισσότερο πως η συγκεκριμένη διαδικασία πύκνωσε τις σχέσεις στο διεθνές σύστημα, ενοποιώντας το σε μεγάλο βαθμό, και επιτάχυνε τα αποτελέσματα, όσον αφορά τον καταμερισμό της ισχύος μεταξύ των κρατών. Οι ενέργειες ενός κράτους διαχέονται πλέον ταχύτερα στο διεθνές σύστημα επιφέροντας θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα προς τους άλλους δρώντες. Τα κράτη αναμφίβολα δεν συνιστούν τους μοναδικούς διεθνείς δρώντες, όπως πριν έναν αιώνα, αλλά εξακολουθούν να είναι οι βασικότεροι. Οι κρατικοί δρώντες εναρμονιζόμενοι στις νέες εξελίξεις - εισακούοντας σε μεγάλο βαθμό και τις επιθυμίες των πολιτών τους- προσαρμόζουν και διευρύνουν, εφ' όσον κρίνεται αναγκαίο, τις πολιτικές τους,
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδίωξαν να οικοδομήσουν μια νέα διεθνή τάξη επί τη βάση των δικών τους πολιτικών και οικονομικών αντιλήψεων. Η συγκεκριμένη διαδικασία έδωσε την δυνατότητα σε πολλά κράτη να αναπτυχθούν οικονομικά, ορισμένα εκ των οποίων αμφισβητούν, στις μέρες μας, την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Αναμφισβήτητα, στην παρούσα συγκυρία, η μεγαλύτερη πρόκληση για την αμερικανική εξωτερική πολιτική συνίσταται στην διαχείριση της ανόδου της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό ισχύος. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να αναζητά στον «Πελοποννησιακό Πόλεμο» τον τρόπο διατήρησης της ηγεμονίας της στο διεθνές σύστημα. Πιθανόν δύο δεκαετίες πριν, η άντληση από την σοφία του Θουκυδίδη, για τον τρόπο περαιτέρω εδραίωσης της αμερικανικής ηγεμονίας, να ήταν χρησιμότερη από την τωρινή καταφυγή. Οι πολυπληθείς υπηρεσίες του State Department φαίνεται να διαπιστώνουν, εξ ανάγκης, αυτό που προσδιόρισε ο Παναγιώτης Κονδύλης ότι: Σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. («Εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου» συνέντευξη στον Σπύρο Τσακνιά περιοδικό «ΔΙΑΒΑΖΩ», τ.384, Απρίλιος 1998).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου