Ακριβώς 190 χρόνια πριν,
υπεγράφη το πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο Ρωσία, Βρετανία και
Γαλλία αναγνώρισαν την ανεξαρτησία του νέου κράτους της Ελλάδας. Η
επιστροφή της χώρας των Ελλήνων στον χάρτη της Ευρώπης υπήρξε ένα
πολύχρονο όνειρο των μοναρχών της Ρωσίας, οι οποίοι έβλεπαν τους Έλληνες
ως Ορθόδοξους αδελφούς και συμμάχους στον πόλεμο με τους Τούρκους. Αλλά
στο τέλος η ελληνική ανεξαρτησία παραλίγο να κοστίσει στους Ρομανώφ το
ίδιο το στέμμα τους.
Του Dmitriy Bavyrin (3.2.20)
ΠΗΓΗ: https://vz.ru/
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ξεκινώντας από το 1801 και έως και την πτώση της μοναρχίας, τους
Ρώσους αυτοκράτορες τους
έλεγαν είτε Αλέξανδρους είτε Νικόλαους. Αλλά προηγουμένως στη δυναστεία των Ρομανώφ δεν χρησιμοποιούνταν τέτοια ονόματα και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν στην περίπτωσή τους την ευλάβεια προς τις παραδόσεις, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Την ιδιόμορφη αυτή «επανάσταση» την ξεκίνησε η Αικατερίνη Β΄, διατάσσοντας να δοθούν στα εγγόνια της ελληνικά ονόματα -Αλέξανδρος (προς τιμήν του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα), Κωνσταντίνος (προς τιμήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου) και Νικόλαος (από τις ελληνικές λέξεις «νίκη» και «λαός»).
Το ζήτημα ήταν ότι η αυτοκράτειρα είχε ένα φιλόδοξο γεωπολιτικό σχέδιο, που, προϊόντος του χρόνου, τής έγινε σχεδόν έμμονη ιδέα: η αναγέννηση του Βυζαντίου με την μορφή της Ελληνικής αυτοκρατορίας -ενός συμμαχικού στη Ρωσία κράτους, με την ίδρυση του οποίου η Οθωμανική αυτοκρατορία και το Ισλάμ θα εκδιωχθούν από την Ευρώπη.
Η ιδέα αυτή, κοιτώντας την από τον 21ο αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί ως
ακραία θρησκευτική μισαλλοδοξία, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η
Οθωμανική αυτοκρατορία δημιουργήθηκε και επεκτάθηκε επί της ιδέας της μεταστροφής της Ευρώπης και όλου του γνωστού τότε κόσμου στο Ισλάμ.
Ωστόσο, ο πολιτισμικός θρησκευτικός αγώνας ήταν για την Αικατερίνη, σε
μεγάλο βαθμό ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα – ο έλεγχος των Στενών του
Βοσπόρου ενδιέφερε την Πετρούπολη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Η Αικατερίνη έβλεπε ως μελλοντικό αυτοκράτορα της Ελλάδος τον Κωνσταντίνο – το δεύτερο εγγονό της που πήρε αυτό το ασυνήθιστο όνομα με αυτόν ακριβώς τον υπολογισμό. Δηλαδή σκόπευε να παίξει «μακροπρόθεσμα», αλλά ακόμη κι έτσι η πραγματοποίηση του «ελληνικού σχεδίου» καθυστερούσε πολύ λόγω της έντονης αντίθεσης της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στο Λονδίνο και στο Παρίσι φοβούνταν την ενίσχυση της Ρωσίας και θεωρούσαν την Υψηλή Πύλη –«τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης»- ως απαραίτητο αντιστάθμισμα στην Πετρούπολη.
Πραγματική ευκαιρία για την πραγματοποίηση του ονείρου της αγαπημένης γιαγιάς του εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α΄ μόνον στις αρχές της δεκαετίας του 1820 όταν στα Βαλκάνια ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση.
Κάποιος που δεν γνωρίζει την ελληνική ιστορία είναι εύκολο να οδηγηθεί
στην πλάνη, λέγοντας, για παράδειγμα, ότι η επανάσταση και τα όσα
ακολούθησαν ήταν μηχανορραφίες του Ρώσου αυτοκράτορα.
Αυτό υποτίθεται ότι προκύπτει από μια απλή απαρίθμηση των γεγονότων,
ξεκινώντας από το όραμα της Αικατερίνης Β΄, το οποίο δεν αποτελούσε
μυστικό για κανένα από τα ευρωπαϊκά κράτη.
Πρώτος πρόεδρος [κυβερνήτης] της ανεξάρτητης Ελληνικής δημοκρατίας έγινε ο Ιωάννης Καποδίστριας – πρόσωπο κοντινό του αυτοκράτορος, και υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1816-1822. Η επανάσταση, που δημιούργησε αυτή τη Δημοκρατία, ξεκίνησε από την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη – στρατηγού του ρωσικού στρατού και πρώην υπασπιστή του Αλέξανδρου Α΄. Τέλος, η οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», η οποία έπαιξε το ρόλο του «εγκέφαλου» της επανάστασης και του οργανωτικού κέντρου, δημιουργήθηκε και έδρευε στη ρωσική Οδησσό.
Σήμερα δεδομένα αυτής της τάξεως θα χρησίμευαν ως ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία της ανάμειξης της «χείρας της Μόσχας». Αλλά η ιστορική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1820 καταρρίπτει αυτό το σενάριο. Η Ελλάδα άρχισε την αναγέννησή της και πέτυχε την ανεξαρτησία της από τους Τούρκους παρά την θέληση του Ρώσου αυτοκράτορα.
Ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε το όνειρο της γιαγιάς του ταυτόχρονα με τις φιλελεύθερες αντιλήψεις της νεότητάς του, πέφτοντας πριν το τέλος της ζωής του στην κατάθλιψη και στην αντίδραση. Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι τον διέλυσε οριστικά η εξέγερση του συντάγματος Σεμιόνοφσκι, το οποίο στο παρελθόν το διοικούσε ο ίδιος προσωπικά. Σε κάθε περίπτωση, κύριο εχθρό του ο αυτοκράτωρ δεν έβλεπε πλέον την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά κάθε επανάσταση και αναταραχή.
Η Πύλη παρέμεινε ιστορικός αντίπαλος, αλλά την ίδια ώρα ήταν νόμιμη μοναρχική εξουσία, και οι εξεγερμένοι Έλληνες απειλούσαν να ανοίξουν το «κουτί της Πανδώρας» και να εμπνεύσουν την ανταρσία και σε άλλους λαούς της ηπείρου.
Η συσταθείσα, μετά την ήττα του Ναπολέοντος, Ιερά Συμμαχία της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας ήταν πρωτίστως ένα ιδεολογικό σχήμα: οι ηγεμονικοί οίκοι της Ανατολικής Ευρώπης συμφώνησαν από κοινού να αντισταθούν στις επαναστάσεις και να στηρίξουν στον αγώνα εναντίον τους ακόμη και όσους «συνάδελφους» δεν είχαν ενταχθεί στη συμμαχία τους. Κι όλα αυτά στο φόντο των ελληνικών εκδηλώσεων – της ίδιας της επανάστασης. Ο Αλέξανδρος επιπλέον έπεσε στην επιρροή του αυστριακού καγκελάριου και υπουργού εξωτερικών Κλέμενς φον Μέττερνιχ, γνωστού σε όλη την Ευρώπη για τις συντηρητικές του απόψεις.
Ακόμη και η σκληρότητα των Τούρκων, που όρμησαν στα κεφάλια των ορθόδοξων Ελλήνων, δεν μπόρεσε να κλονίσει την νέα εικόνα του κόσμου που είχε στο κεφάλι του ο αυτοκράτορας. Εκείνη την εποχή, ήδη ενδιαφερόταν ελάχιστα για την Ορθοδοξία, και άρχισε να συμπαθεί τους Κουακέρος, οι οποίοι υποστήριζαν την αρχή της άρνησης της βίας, αν αυτή δεν χρειαζόταν για την αυτοάμυνα. Προέκυπτε, λοιπόν, ότι αυτοάμυνα στη συγκεκριμένη περίπτωση έκαναν οι Οθωμανοί.
Για να κυριολεκτούμε, ο Αλέξανδρος δεν ήταν κατά της ελληνικής ανεξαρτησίας -και μάλιστα ήταν υπέρ, αλλά υπό την προϋπόθεση, ότι οι αρχηγοί της δεν θα έκαναν ανταρσία και δεν θα έχυναν το αίμα των καταπιεστών τους. Περιττό να πούμε ότι αυτό ήταν απολύτως μη ρεαλιστικό και αποκομμένο από την πραγματική ζωή.
Ακόμη και όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ δολοφονήθηκε και απαγχονίστηκε στις πύλες της οικίας του φορώντας τα αρχιερατικά του άμφια, η Πετρούπολη διέκοψε απλώς τις σχέσεις με την Πύλη, αλλά δεν βοήθησε τους επαναστάτες. Ο Καποδίστριας ανεπιφύλακτα πιστός στον κύριό του, δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση του εθνικού αισθήματος (με άλλα λόγια -τη σύγκρουση συμφερόντων) και ζήτησε να παραιτηθεί.
Η στάση αυτή του Αλεξάνδρου έστρεψε εναντίον του σημαντικό τμήμα της ρωσικής αριστοκρατίας και διανόησης – τον ελληνικό αγώνα τον συμπαθούσαν τόσο οι Ορθόδοξοι συντηρητικοί όσο και οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί, συμπεριλαμβανομένου για παράδειγμα του Πούσκιν, ο οποίος από τότε μίσησε τελειωτικά τον «ευλογημένο» τσάρο.
Στη Γαλλία και στην Αγγλία η κοινωνική υποστήριξη των Ελλήνων πήρε κολοσσιαίες διαστάσεις. Σ’ αυτό συνέδραμαν πολλοί παράγοντες -από τη δράση της ελληνικής διασποράς, που απεικόνιζε τις κτηνωδίες των Τούρκων (πραγματικά ασύλληπτες) και τον ηρωισμό των συμπατριωτών τους, μέχρι την ευρεία μόδα της εποχής σε κάθε τι ελληνικό, στην αρχιτεκτονική, τη φιλοσοφία ή τη λογοτεχνία. Η ιστορία του ποιητή και λόρδου Τζωρτζ Μπάιρον, που αγόρασε με δικά του μέσα ένα πλοίο και πήγε να πολεμήσει για τους Έλληνες, είναι γνωστή σε όλους από τα σχολικά βιβλία.
Μεταξύ αυτών, και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, οι ηγετικοί κύκλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας αναθεώρησαν τις απόψεις τους για την ελληνική ανεξαρτησία. Προέκυψε μια παράδοξη κατάσταση, όπου η Δύση και η Ρωσία άρχισαν να ασχολούνται με το ελληνικό ζήτημα, όπως την εποχή της Αικατερίνης Β, αλλά με αντεστραμμένους ρόλους.
Το Λονδίνο και το Παρίσι ακολούθησαν ένα εξαιρετικά επιδέξιο παιχνίδι, επιδιώκοντας, αφενός, να προσελκύσουν τη Ρωσία στην επίλυση της σύγκρουσης προς όφελος των Ελλήνων, αλλά, αφετέρου, να μην της επιτρέψουν να ενισχύσει τις θέσεις της στην περιοχή. Τελικώς έτσι έγινε, αλλά μετά την ανάρρηση στο ρωσικό θρόνο του Νικολάου Α΄. Αυτός αναθεώρησε αρκετά την πολιτική του αδελφού του προς την ελληνική κατεύθυνση, πολύ περισσότερο που να αγνοήσει την τουρκική «κρεατομηχανή» εναντίον των χριστιανών των Βαλκανίων, ήταν πλέον αδύνατο.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ρωσία να συμβάλει στην νίκη της ελληνικής επανάστασης (κυρίως την πολιτική) και να μην κερδίσει τίποτε γι’ αυτό. Υποστηρίζοντας την εμφάνιση της ανεξάρτητης Ελλάδας, οι Άγγλοι ήσαν έτοιμοι να της παράσχουν πολύ μικρή έκταση με ελάχιστα στρατηγικής σημασίας σημεία, και, εννοείται, χωρίς την Κωνσταντινούπολη. Τέτοια Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τη Ρωσία, ακόμη κι αν ήθελε να πάψει να είναι «υπάκουη». Εντός του ελληνικού κράτους ζούσαν 6-7 φορές λιγότεροι Έλληνες, απ’ ότι εκτός στις γύρω περιοχές.
Την ίδια ώρα ο Νικόλαος Α΄ έπεσε με τα μούτρα στις ιδέες και τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας προς μεγάλη χαρά του Μέττερνιχ, που είχε σφόδρα απογοητευθεί από την επιτυχία των Ελλήνων ανταρτών. Στη συνέχεια, οι «ιεροσύμμαχοι» θα προκαλέσουν πισώπλατο κτύπημα στη Ρωσία και θα εργάζονται σκόπιμα εναντίον των συμφερόντων της, αλλά ο νέος αυτοκράτορας δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά – βασικά, ο μεγάλος του αδελφός είχε δίκιο.
Τα συνθήματα της ελληνικής επανάστασης, ο ενθουσιασμός της, τα τραγούδια και τα κατορθώματά της σε αντίθεση με την ντροπιαστική θέση του αυτοκρατορικού οίκου είχαν σημαντική επίδραση στους Δεκεμβριστές.
Η προσπάθεια μιας δικής μας επανάστασης πραγματοποιήθηκε πολύ σύντομα, χάρις και στην κρίση της διαδοχής, όταν ο μη γενόμενος βυζαντινός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος παρεχώρησε την εξουσία της Ρωσίας στον μικρότερο αδελφό του. Με αυτή την εξέγερση οι Δεκεμβριστές, σύμφωνα με την περίφημη έκφραση του Λένιν, «αφύπνισαν τον Χέρτσεν». Αλλά αυτούς τους ίδιους τους αφύπνισαν οι Έλληνες.
ΠΗΓΗ defence-point
Του Dmitriy Bavyrin (3.2.20)
ΠΗΓΗ: https://vz.ru/
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
έλεγαν είτε Αλέξανδρους είτε Νικόλαους. Αλλά προηγουμένως στη δυναστεία των Ρομανώφ δεν χρησιμοποιούνταν τέτοια ονόματα και, λαμβάνοντας υπ’ όψιν στην περίπτωσή τους την ευλάβεια προς τις παραδόσεις, δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Την ιδιόμορφη αυτή «επανάσταση» την ξεκίνησε η Αικατερίνη Β΄, διατάσσοντας να δοθούν στα εγγόνια της ελληνικά ονόματα -Αλέξανδρος (προς τιμήν του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα), Κωνσταντίνος (προς τιμήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου) και Νικόλαος (από τις ελληνικές λέξεις «νίκη» και «λαός»).
Το ζήτημα ήταν ότι η αυτοκράτειρα είχε ένα φιλόδοξο γεωπολιτικό σχέδιο, που, προϊόντος του χρόνου, τής έγινε σχεδόν έμμονη ιδέα: η αναγέννηση του Βυζαντίου με την μορφή της Ελληνικής αυτοκρατορίας -ενός συμμαχικού στη Ρωσία κράτους, με την ίδρυση του οποίου η Οθωμανική αυτοκρατορία και το Ισλάμ θα εκδιωχθούν από την Ευρώπη.
Η Αικατερίνη έβλεπε ως μελλοντικό αυτοκράτορα της Ελλάδος τον Κωνσταντίνο – το δεύτερο εγγονό της που πήρε αυτό το ασυνήθιστο όνομα με αυτόν ακριβώς τον υπολογισμό. Δηλαδή σκόπευε να παίξει «μακροπρόθεσμα», αλλά ακόμη κι έτσι η πραγματοποίηση του «ελληνικού σχεδίου» καθυστερούσε πολύ λόγω της έντονης αντίθεσης της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στο Λονδίνο και στο Παρίσι φοβούνταν την ενίσχυση της Ρωσίας και θεωρούσαν την Υψηλή Πύλη –«τον μεγάλο ασθενή της Ευρώπης»- ως απαραίτητο αντιστάθμισμα στην Πετρούπολη.
Πρώτος πρόεδρος [κυβερνήτης] της ανεξάρτητης Ελληνικής δημοκρατίας έγινε ο Ιωάννης Καποδίστριας – πρόσωπο κοντινό του αυτοκράτορος, και υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1816-1822. Η επανάσταση, που δημιούργησε αυτή τη Δημοκρατία, ξεκίνησε από την εξέγερση του Αλέξανδρου Υψηλάντη – στρατηγού του ρωσικού στρατού και πρώην υπασπιστή του Αλέξανδρου Α΄. Τέλος, η οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», η οποία έπαιξε το ρόλο του «εγκέφαλου» της επανάστασης και του οργανωτικού κέντρου, δημιουργήθηκε και έδρευε στη ρωσική Οδησσό.
Σήμερα δεδομένα αυτής της τάξεως θα χρησίμευαν ως ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία της ανάμειξης της «χείρας της Μόσχας». Αλλά η ιστορική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1820 καταρρίπτει αυτό το σενάριο. Η Ελλάδα άρχισε την αναγέννησή της και πέτυχε την ανεξαρτησία της από τους Τούρκους παρά την θέληση του Ρώσου αυτοκράτορα.
Ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε το όνειρο της γιαγιάς του ταυτόχρονα με τις φιλελεύθερες αντιλήψεις της νεότητάς του, πέφτοντας πριν το τέλος της ζωής του στην κατάθλιψη και στην αντίδραση. Μια εκδοχή υποστηρίζει ότι τον διέλυσε οριστικά η εξέγερση του συντάγματος Σεμιόνοφσκι, το οποίο στο παρελθόν το διοικούσε ο ίδιος προσωπικά. Σε κάθε περίπτωση, κύριο εχθρό του ο αυτοκράτωρ δεν έβλεπε πλέον την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά κάθε επανάσταση και αναταραχή.
Η Πύλη παρέμεινε ιστορικός αντίπαλος, αλλά την ίδια ώρα ήταν νόμιμη μοναρχική εξουσία, και οι εξεγερμένοι Έλληνες απειλούσαν να ανοίξουν το «κουτί της Πανδώρας» και να εμπνεύσουν την ανταρσία και σε άλλους λαούς της ηπείρου.
Η συσταθείσα, μετά την ήττα του Ναπολέοντος, Ιερά Συμμαχία της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας ήταν πρωτίστως ένα ιδεολογικό σχήμα: οι ηγεμονικοί οίκοι της Ανατολικής Ευρώπης συμφώνησαν από κοινού να αντισταθούν στις επαναστάσεις και να στηρίξουν στον αγώνα εναντίον τους ακόμη και όσους «συνάδελφους» δεν είχαν ενταχθεί στη συμμαχία τους. Κι όλα αυτά στο φόντο των ελληνικών εκδηλώσεων – της ίδιας της επανάστασης. Ο Αλέξανδρος επιπλέον έπεσε στην επιρροή του αυστριακού καγκελάριου και υπουργού εξωτερικών Κλέμενς φον Μέττερνιχ, γνωστού σε όλη την Ευρώπη για τις συντηρητικές του απόψεις.
Ακόμη και η σκληρότητα των Τούρκων, που όρμησαν στα κεφάλια των ορθόδοξων Ελλήνων, δεν μπόρεσε να κλονίσει την νέα εικόνα του κόσμου που είχε στο κεφάλι του ο αυτοκράτορας. Εκείνη την εποχή, ήδη ενδιαφερόταν ελάχιστα για την Ορθοδοξία, και άρχισε να συμπαθεί τους Κουακέρος, οι οποίοι υποστήριζαν την αρχή της άρνησης της βίας, αν αυτή δεν χρειαζόταν για την αυτοάμυνα. Προέκυπτε, λοιπόν, ότι αυτοάμυνα στη συγκεκριμένη περίπτωση έκαναν οι Οθωμανοί.
Για να κυριολεκτούμε, ο Αλέξανδρος δεν ήταν κατά της ελληνικής ανεξαρτησίας -και μάλιστα ήταν υπέρ, αλλά υπό την προϋπόθεση, ότι οι αρχηγοί της δεν θα έκαναν ανταρσία και δεν θα έχυναν το αίμα των καταπιεστών τους. Περιττό να πούμε ότι αυτό ήταν απολύτως μη ρεαλιστικό και αποκομμένο από την πραγματική ζωή.
Ακόμη και όταν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄ δολοφονήθηκε και απαγχονίστηκε στις πύλες της οικίας του φορώντας τα αρχιερατικά του άμφια, η Πετρούπολη διέκοψε απλώς τις σχέσεις με την Πύλη, αλλά δεν βοήθησε τους επαναστάτες. Ο Καποδίστριας ανεπιφύλακτα πιστός στον κύριό του, δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση του εθνικού αισθήματος (με άλλα λόγια -τη σύγκρουση συμφερόντων) και ζήτησε να παραιτηθεί.
Η στάση αυτή του Αλεξάνδρου έστρεψε εναντίον του σημαντικό τμήμα της ρωσικής αριστοκρατίας και διανόησης – τον ελληνικό αγώνα τον συμπαθούσαν τόσο οι Ορθόδοξοι συντηρητικοί όσο και οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί, συμπεριλαμβανομένου για παράδειγμα του Πούσκιν, ο οποίος από τότε μίσησε τελειωτικά τον «ευλογημένο» τσάρο.
Στη Γαλλία και στην Αγγλία η κοινωνική υποστήριξη των Ελλήνων πήρε κολοσσιαίες διαστάσεις. Σ’ αυτό συνέδραμαν πολλοί παράγοντες -από τη δράση της ελληνικής διασποράς, που απεικόνιζε τις κτηνωδίες των Τούρκων (πραγματικά ασύλληπτες) και τον ηρωισμό των συμπατριωτών τους, μέχρι την ευρεία μόδα της εποχής σε κάθε τι ελληνικό, στην αρχιτεκτονική, τη φιλοσοφία ή τη λογοτεχνία. Η ιστορία του ποιητή και λόρδου Τζωρτζ Μπάιρον, που αγόρασε με δικά του μέσα ένα πλοίο και πήγε να πολεμήσει για τους Έλληνες, είναι γνωστή σε όλους από τα σχολικά βιβλία.
Μεταξύ αυτών, και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, οι ηγετικοί κύκλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας αναθεώρησαν τις απόψεις τους για την ελληνική ανεξαρτησία. Προέκυψε μια παράδοξη κατάσταση, όπου η Δύση και η Ρωσία άρχισαν να ασχολούνται με το ελληνικό ζήτημα, όπως την εποχή της Αικατερίνης Β, αλλά με αντεστραμμένους ρόλους.
Το Λονδίνο και το Παρίσι ακολούθησαν ένα εξαιρετικά επιδέξιο παιχνίδι, επιδιώκοντας, αφενός, να προσελκύσουν τη Ρωσία στην επίλυση της σύγκρουσης προς όφελος των Ελλήνων, αλλά, αφετέρου, να μην της επιτρέψουν να ενισχύσει τις θέσεις της στην περιοχή. Τελικώς έτσι έγινε, αλλά μετά την ανάρρηση στο ρωσικό θρόνο του Νικολάου Α΄. Αυτός αναθεώρησε αρκετά την πολιτική του αδελφού του προς την ελληνική κατεύθυνση, πολύ περισσότερο που να αγνοήσει την τουρκική «κρεατομηχανή» εναντίον των χριστιανών των Βαλκανίων, ήταν πλέον αδύνατο.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ρωσία να συμβάλει στην νίκη της ελληνικής επανάστασης (κυρίως την πολιτική) και να μην κερδίσει τίποτε γι’ αυτό. Υποστηρίζοντας την εμφάνιση της ανεξάρτητης Ελλάδας, οι Άγγλοι ήσαν έτοιμοι να της παράσχουν πολύ μικρή έκταση με ελάχιστα στρατηγικής σημασίας σημεία, και, εννοείται, χωρίς την Κωνσταντινούπολη. Τέτοια Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τη Ρωσία, ακόμη κι αν ήθελε να πάψει να είναι «υπάκουη». Εντός του ελληνικού κράτους ζούσαν 6-7 φορές λιγότεροι Έλληνες, απ’ ότι εκτός στις γύρω περιοχές.
Την ίδια ώρα ο Νικόλαος Α΄ έπεσε με τα μούτρα στις ιδέες και τις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας προς μεγάλη χαρά του Μέττερνιχ, που είχε σφόδρα απογοητευθεί από την επιτυχία των Ελλήνων ανταρτών. Στη συνέχεια, οι «ιεροσύμμαχοι» θα προκαλέσουν πισώπλατο κτύπημα στη Ρωσία και θα εργάζονται σκόπιμα εναντίον των συμφερόντων της, αλλά ο νέος αυτοκράτορας δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά – βασικά, ο μεγάλος του αδελφός είχε δίκιο.
Τα συνθήματα της ελληνικής επανάστασης, ο ενθουσιασμός της, τα τραγούδια και τα κατορθώματά της σε αντίθεση με την ντροπιαστική θέση του αυτοκρατορικού οίκου είχαν σημαντική επίδραση στους Δεκεμβριστές.
Η προσπάθεια μιας δικής μας επανάστασης πραγματοποιήθηκε πολύ σύντομα, χάρις και στην κρίση της διαδοχής, όταν ο μη γενόμενος βυζαντινός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος παρεχώρησε την εξουσία της Ρωσίας στον μικρότερο αδελφό του. Με αυτή την εξέγερση οι Δεκεμβριστές, σύμφωνα με την περίφημη έκφραση του Λένιν, «αφύπνισαν τον Χέρτσεν». Αλλά αυτούς τους ίδιους τους αφύπνισαν οι Έλληνες.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου