Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *
Από το fractalart
«Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιο»
Τα «γκρεκάνικα» είναι μια ποιητική αρχαιοελληνική διάλεκτος, μετεξέλιξη αρχαίας δωρικής διαλέκτου, με πολλές ομηρικές λέξεις και νεότερες ιταλικές γλωσσικές προσμείξεις. Οι ρίζες της ανάγονται στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ. Είναι γνωστή και ως Κατωιταλική ή Γκρίκο.
Σήμερα τα γκρεκάνικα μιλούν οι κάτοικοι στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε.
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατεμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες –
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Κ.Π. Καβάφης
Ο αλεξανδρινός ποιητής κτίζει το ποίημά του πάνω σε ένα ιστορικό γεγονός το οποίο καταγράφεται για πρώτη φορά από τον Αθήναιο, μεταξύ 2ου και 3ου αι. μ.Χ., τον αφελληνισμό μιας Ελληνικής αποικίας, των Ποσειδωνιατών, της Μεγάλης Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, οι Ποσειδωνιάτες που κατοικούσαν στον Τυρρηνικό κόλπο, είχαν εκβαρβαριστεί από τους Τυρρηνούς και τους Ρωμαίους, είχαν αλλάξει τη γλώσσα τους και τα ήθη τους και μια φορά μοναχά το χρόνο διενεργούσαν μια ελληνική εορτή, στην οποία οι συνευρισκόμενοι θυμούνταν τα αρχαία τους ονόματα και τα θέσμια. Το εκπληκτικό αυτό θέμα συγκίνησε ιδιαίτερα τον Καβάφη, ο οποίος το μετέτρεψε σε ποίημα το 1906 με τίτλο: «Ποσειδωνιᾶται».
Για τους νεοέλληνες το ποίημα αυτό του Καβάφη αποτελεί την πρώτη ίσως επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας και της ιδιόμορφης διαλέκτου της, η οποία είναι προφορική, με πολύ λίγες γραπτές αναφορές.
«Είμαστε Έλληνες στον πολιτισμό. Η ιστορία μας δεν ξεκίνησε χθες αλλά πριν 2.700 χρόνια. Στην ψυχή και την καρδιά νιώθουμε Έλληνες αλλά στην πράξη είμαστε Ιταλοί», συμφωνούν όλοι. «Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε ποτέ σύνορα αλλά πάντα ήταν λαός του κόσμου». Τέλος, τονίζουν πως «ελπίζουμε με την παρουσία μας εδώ να έχουμε αφήσει κάποιους σπόρους ώστε αυτές οι σχέσεις να ανθίσουν».
Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Κοινωνικοί κυρίως λόγοι ευθύνονται για το γεγονός ότι η γλώσσα συνεχώς φτωχαίνει και απομονώνεται, καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να τη θεωρούν ταμπού και να μην την εξελίσσουν. Το βάρος πέφτει, λοιπόν, στις κατώτερες τάξεις, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα να παύει η γλωσσική εξέλιξη, να παγώνει και να αρχίζει να φτωχαίνει παραμένοντας ως σήμερα με την ίδια μορφή. Βέβαια υπάρχουν και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που παλεύουν για να σωθεί η γλώσσα των προγόνων τους, ζητώντας τη στήριξη της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης προκειμένου να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια που θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Και ενώ οι βόρειοι γείτονες μας κατάφεραν έναν γλωσσικό βουλγαρο-αλβανικό αχταρμά να τον αναγνωρίσουν σε παγκόσμιο επίπεδο ως «μακεδονική» διάλεκτο, οι Έλληνες δεν κατάφεραν μια διάλεκτο 2.700 ετών αναγνωρισμένη από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα να την κατοχυρώσουν επίσημα.
Από όλες τις όψεις της καθημερινότητας, η γλώσσα των Γκρεκάνων βρήκε καταφύγιο στη μουσική και στο χορό. Νανουρίσματα, μοιρολόγια, τραγούδια της δουλειάς, με ιδιαίτερη έμφαση στα επαγγέλματα της θάλασσας, τραγούδια της ξενιτιάς, θρησκευτικά άσματα κ.ά., τραγουδισμένα συνήθως από δύο φωνές, και με τη συνοδεία μουσικών οργάνων όπως η κιθάρα, η τζαμπόνια (τσαμπούνα), το ταμπουρέλο (ντέφι) και το οργανέτο (ακορντεόν), ενώνουν το χθες με το σήμερα, βυθίζοντας τον ακροατή σε ένα πλούσιο πολιτισμό μυρωδιών, παραδόσεων, ήχων και χρωμάτων, όπου η μελωδία είναι ο πρωταγωνιστής. Καθώς ακούς αυτούς τους μουσικούς να απαγγέλουν ή να τραγουδάνε, μπορείς να διακρίνεις στον τόνο της φωνής τους το πάθος τους να σώσουν και να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Τα γκρεκάνικα τραγούδια χορεύονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ένα έντονο διονυσιακό, μαγικό-θρησκευτικό συναίσθημα.
Η ταραντέλα, όπως ονομάζεται ο χορός αυτός, πήρε την ονομασία του από το δάγκωμα μιας τοπικής αράχνης, που ονομάζεται ταραντούλα (ή Μεσογειακή μαύρη χήρα), η οποία ήταν εξαιρετικά δηλητηριώδες και οδηγούσε το άτομο σε μια υστερική κατάσταση γνωστή ως ταραντισμός (tarantism). Σύμφωνα με την παράδοση, κάποιος που είχε δαγκωθεί από την ταραντούλα έπρεπε να χορεύει πολύ έντονα και γρήγορα μέχρι να ιδρώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποβάλει από το σώμα του το δηλητήριο. Τα παλαιότερα των εγγράφων που παραπέμπουν τη σχέση μεταξύ μουσικής, εξορκισμού και του δαγκώματος της ταραντούλας, είναι χρονολογημένα γύρω στο 1100 π.Χ. Ενώ η Ρωμαϊκή Σύγκλητος είχε καταστείλει αυτές τις αρχαίες Bacchanalian τελετές, ωστόσο το 186 π.Χ. η ταραντέλα επανεμφανίστηκε με το πρόσχημα της θεραπείας έκτακτης ανάγκης για τα θύματα της ταραντούλας.
Τα συμπτώματα του ταραντισμού καταγράφονται μέχρι και την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια, όμως, και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, με τη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, τα λαϊκά τελετουργικά δρώμενα αυτού του τύπου υποχώρησαν, παραμένοντας μόνο ως ανάμνηση για τους γεροντότερους. Στη διάρκεια του ταραντισμού, μια ομάδα από ειδικούς οργανοπαίχτες μετέβαιναν στο σπίτι του υποτιθέμενου άρρωστου και άρχιζαν να παίζουν δώδεκα διαφορετικά μοτίβα με μουσικά όργανα. Κάθε μελωδία αντιστοιχούσε στο μέγεθος και στο χρώμα της αράχνης που τσίμπησε τον άρρωστο, ο οποίος με την μελωδία άρχιζε να χορεύει και ξεκινούσε έναν ξέφρενο μιμητικό χορό που μιμούνταν τις κινήσεις της αράχνης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και τρεις ολόκληρες ημέρες χωρίς διακοπή, μέχρι ο άρρωστος να πέσει στο πάτωμα κουρασμένος και εξουθενωμένος, αλλά θεραπευμένος.
Στην εποχή μας τα σχετικά δρώμενα, έχουν χάσει πλέον τον παλιό θεραπευτικό χαρακτήρα τους και έχουν ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εμπορευματοποίησης του τοπικού φολκλόρ, ενώ παράλληλα συνδέονται με ζητήματα προσδιορισμού της ταυτότητας μειονοτικών, τοπικών πληθυσμιακών ομάδων.
Το όνομα του χορού ποικίλλει ανάλογα με κάθε περιοχή. Για παράδειγμα αναφέρεται ως ταμουριάτα (tammuriata) στην Καμπανία, πίτσικα (pizzica) στην περιοχή του Σαλέντο της Απουλίας, ταραντέλα Καλαβρίας (tarantella calabrese ή sonu a ballu) στην Καλαβρία. Αρκετοί νέοι καλλιτέχνες συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την παράδοση αυτή. Η μουσική τους είναι πολύ διαφορετικού ρυθμού, είναι ταχύτερη αλλά έχει παρόμοιες υπνωτικές επιδράσεις, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι εκτίθενται στο ρυθμό της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μουσική χρησιμοποιείται στη θεραπεία των ασθενών με ορισμένες μορφές κατάθλιψης ή υστερίας και οι επιπτώσεις της στο ενδοκρινικό σύστημα έγιναν πρόσφατα αντικείμενο έρευνας.
Αρκετές κινήσεις θυμίζουν εικόνες χορού που απαντούν πάνω σε αρχαία αγγεία, όπου οι βακχίδες, οι ακόλουθες του θεού Βάκχου, συνοδεύουν τους οργιαστικούς χορούς κτυπώντας ρυθμικά το ντέφι (ταμπουρέλο).
Από τους ρυθμούς της ταραντέλας εμπνεύστηκαν μεγάλοι συνθέτες της κλασικής μουσικής, όπως οι Σοπέν και Λιστ (για πιάνο) και Μέντελσον και Στραβίνσκι (για ορχήστρα).
* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΠΗΓΗ fractalart
Από το fractalart
«Είσαι Γκρίκο; Έμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιο»
Τα «γκρεκάνικα» είναι μια ποιητική αρχαιοελληνική διάλεκτος, μετεξέλιξη αρχαίας δωρικής διαλέκτου, με πολλές ομηρικές λέξεις και νεότερες ιταλικές γλωσσικές προσμείξεις. Οι ρίζες της ανάγονται στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ. Είναι γνωστή και ως Κατωιταλική ή Γκρίκο.
Σήμερα τα γκρεκάνικα μιλούν οι κάτοικοι στη νότια άκρη της Καλαβρίας και στην περιοχή Σαλέντο της Απουλίας, κοντά στην πόλη Λέτσε.
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατεμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες –
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Κ.Π. Καβάφης
Ο αλεξανδρινός ποιητής κτίζει το ποίημά του πάνω σε ένα ιστορικό γεγονός το οποίο καταγράφεται για πρώτη φορά από τον Αθήναιο, μεταξύ 2ου και 3ου αι. μ.Χ., τον αφελληνισμό μιας Ελληνικής αποικίας, των Ποσειδωνιατών, της Μεγάλης Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, οι Ποσειδωνιάτες που κατοικούσαν στον Τυρρηνικό κόλπο, είχαν εκβαρβαριστεί από τους Τυρρηνούς και τους Ρωμαίους, είχαν αλλάξει τη γλώσσα τους και τα ήθη τους και μια φορά μοναχά το χρόνο διενεργούσαν μια ελληνική εορτή, στην οποία οι συνευρισκόμενοι θυμούνταν τα αρχαία τους ονόματα και τα θέσμια. Το εκπληκτικό αυτό θέμα συγκίνησε ιδιαίτερα τον Καβάφη, ο οποίος το μετέτρεψε σε ποίημα το 1906 με τίτλο: «Ποσειδωνιᾶται».
Για τους νεοέλληνες το ποίημα αυτό του Καβάφη αποτελεί την πρώτη ίσως επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό της Κάτω Ιταλίας και της ιδιόμορφης διαλέκτου της, η οποία είναι προφορική, με πολύ λίγες γραπτές αναφορές.
«Είμαστε Έλληνες στον πολιτισμό. Η ιστορία μας δεν ξεκίνησε χθες αλλά πριν 2.700 χρόνια. Στην ψυχή και την καρδιά νιώθουμε Έλληνες αλλά στην πράξη είμαστε Ιταλοί», συμφωνούν όλοι. «Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε ποτέ σύνορα αλλά πάντα ήταν λαός του κόσμου». Τέλος, τονίζουν πως «ελπίζουμε με την παρουσία μας εδώ να έχουμε αφήσει κάποιους σπόρους ώστε αυτές οι σχέσεις να ανθίσουν».
Ωστόσο, η γλώσσα των αριθμών είναι σκληρή και γεννά ανησυχίες για το μέλλον των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας. Κοινωνικοί κυρίως λόγοι ευθύνονται για το γεγονός ότι η γλώσσα συνεχώς φτωχαίνει και απομονώνεται, καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να τη θεωρούν ταμπού και να μην την εξελίσσουν. Το βάρος πέφτει, λοιπόν, στις κατώτερες τάξεις, τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα να παύει η γλωσσική εξέλιξη, να παγώνει και να αρχίζει να φτωχαίνει παραμένοντας ως σήμερα με την ίδια μορφή. Βέβαια υπάρχουν και αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που παλεύουν για να σωθεί η γλώσσα των προγόνων τους, ζητώντας τη στήριξη της ελληνικής και της ιταλικής κυβέρνησης προκειμένου να γίνει μια συντονισμένη προσπάθεια που θα έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Και ενώ οι βόρειοι γείτονες μας κατάφεραν έναν γλωσσικό βουλγαρο-αλβανικό αχταρμά να τον αναγνωρίσουν σε παγκόσμιο επίπεδο ως «μακεδονική» διάλεκτο, οι Έλληνες δεν κατάφεραν μια διάλεκτο 2.700 ετών αναγνωρισμένη από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα να την κατοχυρώσουν επίσημα.
Από όλες τις όψεις της καθημερινότητας, η γλώσσα των Γκρεκάνων βρήκε καταφύγιο στη μουσική και στο χορό. Νανουρίσματα, μοιρολόγια, τραγούδια της δουλειάς, με ιδιαίτερη έμφαση στα επαγγέλματα της θάλασσας, τραγούδια της ξενιτιάς, θρησκευτικά άσματα κ.ά., τραγουδισμένα συνήθως από δύο φωνές, και με τη συνοδεία μουσικών οργάνων όπως η κιθάρα, η τζαμπόνια (τσαμπούνα), το ταμπουρέλο (ντέφι) και το οργανέτο (ακορντεόν), ενώνουν το χθες με το σήμερα, βυθίζοντας τον ακροατή σε ένα πλούσιο πολιτισμό μυρωδιών, παραδόσεων, ήχων και χρωμάτων, όπου η μελωδία είναι ο πρωταγωνιστής. Καθώς ακούς αυτούς τους μουσικούς να απαγγέλουν ή να τραγουδάνε, μπορείς να διακρίνεις στον τόνο της φωνής τους το πάθος τους να σώσουν και να διασώσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Τα γκρεκάνικα τραγούδια χορεύονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ένα έντονο διονυσιακό, μαγικό-θρησκευτικό συναίσθημα.
Η ταραντέλα, όπως ονομάζεται ο χορός αυτός, πήρε την ονομασία του από το δάγκωμα μιας τοπικής αράχνης, που ονομάζεται ταραντούλα (ή Μεσογειακή μαύρη χήρα), η οποία ήταν εξαιρετικά δηλητηριώδες και οδηγούσε το άτομο σε μια υστερική κατάσταση γνωστή ως ταραντισμός (tarantism). Σύμφωνα με την παράδοση, κάποιος που είχε δαγκωθεί από την ταραντούλα έπρεπε να χορεύει πολύ έντονα και γρήγορα μέχρι να ιδρώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποβάλει από το σώμα του το δηλητήριο. Τα παλαιότερα των εγγράφων που παραπέμπουν τη σχέση μεταξύ μουσικής, εξορκισμού και του δαγκώματος της ταραντούλας, είναι χρονολογημένα γύρω στο 1100 π.Χ. Ενώ η Ρωμαϊκή Σύγκλητος είχε καταστείλει αυτές τις αρχαίες Bacchanalian τελετές, ωστόσο το 186 π.Χ. η ταραντέλα επανεμφανίστηκε με το πρόσχημα της θεραπείας έκτακτης ανάγκης για τα θύματα της ταραντούλας.
Τα συμπτώματα του ταραντισμού καταγράφονται μέχρι και την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια, όμως, και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, με τη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, τα λαϊκά τελετουργικά δρώμενα αυτού του τύπου υποχώρησαν, παραμένοντας μόνο ως ανάμνηση για τους γεροντότερους. Στη διάρκεια του ταραντισμού, μια ομάδα από ειδικούς οργανοπαίχτες μετέβαιναν στο σπίτι του υποτιθέμενου άρρωστου και άρχιζαν να παίζουν δώδεκα διαφορετικά μοτίβα με μουσικά όργανα. Κάθε μελωδία αντιστοιχούσε στο μέγεθος και στο χρώμα της αράχνης που τσίμπησε τον άρρωστο, ο οποίος με την μελωδία άρχιζε να χορεύει και ξεκινούσε έναν ξέφρενο μιμητικό χορό που μιμούνταν τις κινήσεις της αράχνης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και τρεις ολόκληρες ημέρες χωρίς διακοπή, μέχρι ο άρρωστος να πέσει στο πάτωμα κουρασμένος και εξουθενωμένος, αλλά θεραπευμένος.
Στην εποχή μας τα σχετικά δρώμενα, έχουν χάσει πλέον τον παλιό θεραπευτικό χαρακτήρα τους και έχουν ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εμπορευματοποίησης του τοπικού φολκλόρ, ενώ παράλληλα συνδέονται με ζητήματα προσδιορισμού της ταυτότητας μειονοτικών, τοπικών πληθυσμιακών ομάδων.
Το όνομα του χορού ποικίλλει ανάλογα με κάθε περιοχή. Για παράδειγμα αναφέρεται ως ταμουριάτα (tammuriata) στην Καμπανία, πίτσικα (pizzica) στην περιοχή του Σαλέντο της Απουλίας, ταραντέλα Καλαβρίας (tarantella calabrese ή sonu a ballu) στην Καλαβρία. Αρκετοί νέοι καλλιτέχνες συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την παράδοση αυτή. Η μουσική τους είναι πολύ διαφορετικού ρυθμού, είναι ταχύτερη αλλά έχει παρόμοιες υπνωτικές επιδράσεις, ιδιαίτερα όταν οι άνθρωποι εκτίθενται στο ρυθμό της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μουσική χρησιμοποιείται στη θεραπεία των ασθενών με ορισμένες μορφές κατάθλιψης ή υστερίας και οι επιπτώσεις της στο ενδοκρινικό σύστημα έγιναν πρόσφατα αντικείμενο έρευνας.
Αρκετές κινήσεις θυμίζουν εικόνες χορού που απαντούν πάνω σε αρχαία αγγεία, όπου οι βακχίδες, οι ακόλουθες του θεού Βάκχου, συνοδεύουν τους οργιαστικούς χορούς κτυπώντας ρυθμικά το ντέφι (ταμπουρέλο).
Από τους ρυθμούς της ταραντέλας εμπνεύστηκαν μεγάλοι συνθέτες της κλασικής μουσικής, όπως οι Σοπέν και Λιστ (για πιάνο) και Μέντελσον και Στραβίνσκι (για ορχήστρα).
Οριο το γκελί-σου κε τι κανονισία:
για μένα βρίσκετε πίτσο το μαχέρι. Ισού με κέντοσε προπρία τι γκαρντία, ίρτα να σου το πο κε να το φσέρι. Οϊμμένα! Κα βο εν έχω πλέο τιν ία κα ίρτα λικεντσιάτο α ττου μμεσσέρου! Οϊμμένα! Κα τούι ε κκόρπι να πεσάνι: ισού με κέντοσε, κ’ ισού να με γιάνι. |
Είναι όμορφο το γέλιο και η ματιά σου:
για μένα ήτανε πισωμαχαιριές. Εσύ με τραυμάτισες στην καρδιά μου, ήρθα να σου το πω και να το ξέρεις, Οϊμμένα (αλίμονο): Εγώ δεν έχω πια υγεία και οι γιατροί με έχουν για χαμένο! Οϊμμένα! Αυτά είναι χτυπήματα θανάτου: εσύ με τραυμάτισες, κι εσύ θα με γιάνεις |
Βροντί άζζε μάρτι να τι σσόσι πέσι,
τ’ ίσανε κα του σκίγιεζζε τιν αγκάπι-μου; ο χόμα να με ττι σσόσι μαντενέζζι κε ο σατανάσσο μμόνε ν ιν ντουλέζζι. Ο κροβάττι κα μπλόννι να τις ένε αζζε ακάττια κε ο κοσκίνι αζζε οφίντια κε κασάρε, κε αμέσα αμέσα ν’ ις βρεσί να σσιτερία, ν’ ις τραπανέζζι τι ζζιχί κε τι γκαρντία. |
Βροντή του Μάρτη να της πέσει!
αυτής που μου ‘κλεψε την αγάπη μου. Το χώμα να μη μπορέσει να στεριώσει κι ο σατανάς μονάχα να της δουλέψει. Το κρεβάτι όπου ξαπλώνει να ‘ναι απ’ αγκάθια και το προσκεφάλι από φίδια και σαύρες και μες στη μέση να βρεθεί μια σιδεριά, να της τρυπήσει την ψυχή και την καρδιά |
Αρέμο ροντινέντα
Ιστέο κ’ ιγκλέο, κε σου ‘ ε μμε τορί; τίποτι μου λέι όλι ττι χαρί! Τόπου τορό τους ίσα-σου ις κουμπαννία, ιζζέρο ‘βο το νοό ις ι γκαρντία. Ο Α Νικόλα μανιχά πρακαλό, να κάμι να στασί πάντα καλό ο πενζιέρι-μου στέι πάντα ισσεσένα, α σσ’ έσταζζα μμόνε, μου ντιάβεννε πάσσο ππένα. Ιτελα να ίμε να ππουντί, να ρροντινέντα τόσσο απετανί, ττι μάλι ττάλασσα να ντιαβό κε με το πετάκι-μου να στασό. Ροντινέντα, ίτελα να σου πο, γκριφά να του πι κέσσου σ’ αττί, ρόσσον αγκάπι ιβό του βαστό, κε να μου το χερετίσι ποντί ποντί. Τες αντερούε-σου εν εχο βο, να πετάσο κούντα σένα; για τούο βο σε πρακαλό: άμμο σου κε όλο ττούο κάμε για μένα. |
Ποιος ξέρει χελιδονάκι
κάθομαι και κλαίω και συ δε με θωρείς. Τίποτε δε μου λέει όλη αυτή η χαρά! Με το που θωρώ των φίλων σου τη συντροφιά, εγώ ξέρω τι νιώθω στην καρδιά. Τον Αη Νικόλα μοναχά παρακαλώ, πάντα καλά να σ’ έχει. Η σκέψη μου είναι πάντα σε σένα, αν σ’ έφτανα μονάχα, κάθε πόνος θα περνούσε. Χελιδονάκι, ήθελα να σου πω κρυφά να του πεις στ’ αφτί, πόση αγάπη του βαστώ και να μου τον χαιρετίσεις πολύ-πολύ. Τις φτερούγες σου εγώ δεν έχω, να πετάξω σαν και σένα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ: Τράβα εσύ, κι όλ’ αυτά κάνε για μένα |
Τέλω να μπισκεφτώ να μη πενσέφσω
να κλάφσω τσαι να γελάσω τέλω αρτεβράι. Μα μάλι’ αράτζια έβο ε’ να κανταλίσω στο φέγγο ε’ να φωνάσω ο άντρα μου πάει. άντρα μου πάει-άντρα μου πάει. Τσ’ε οι αντρώποι στε μας πάνε στε ταράσσουνε ντ’άρτει καλοί ους τωρούμε του σ’ένα χρόνου.΄Ετο ε ζωή μα ε του,ε ζωή Κριστέ μου;Μα πα τσαι στη Γκερμάνια κλαίοντα μα πόνο. Κλαίοντα μα πόνο-Κλαίοντα μα πόνο. Τάτα γιατί εν να πάει,πέ μα γιατί; Γιατί έτο έν’ναι ζωή μαρά παιδία ο τεκούντη πολεμά τσ’ ιδρώνει να λιπαριάσει ου σινιούρου μου τη φατία. Μου τη φατία-Μου τη φατία. Στέκω τη μπάντα τσαι στέκω εντώ σόνο.Στέω πουμμα σα τσαι στε, πένσεω στο τρένο. Πένσεω στο σκοτεινό και στη μινιέρα που πολεμώντα ετσεί πεθαίνει ο γένο. Πεθαίνει ο γένο-Πεθαίνει ο γένο. |
Θέλω να μεθύσω για να μη σκέφτομαι. Να κλάψω και να γελάσω θέλω αυτό το βράδυ. Με πολλή οργή να τραγουδήσω Στο φεγγάρι να φωνάξω..: ο άντρας μου πάει! Ο άντρας μου πάει, ο άντρας μου πάει. Οι άντρες μας πάνε, φεύγουν. Αν πάνε όλα καλά, θα ιδωθούμε σε έναν χρόνο. Αυτή είναι η ζωή μας Χριστέ μου; Πάνε στη Γερμανία με κλάμα και πόνο! Με κλάμα και πόνο, με κλάμα και πόνο. Μπαμπά γιατί πρέπει να πάς; Πες μου γιατί. Γιατί έτσι είναι η ζωή, καημένα παιδάκια Ο φτωχός δουλεύει και ιδρώνει Για να παχύνει τα αφεντικά με τη δουλειά του. Με τη δουλειά του-με τη δουλειά του. Ακούω την μπάντα, ακούω τη μουσική. Είμαι εδώ μαζί σας μα σκέφτομαι και το τρένο. Σκέφτομαι το σκοτεινό ορυχείο, όπου δουλεύοντας εκεί πεθαίνει ο κόσμος. Πεθαίνει ο κόσμος- πεθαίνει ο κόσμος! |
Τι εν γλυτσέα τούση νύφτα τι εν ωρια τσ εβώ ε πλώνω πενσέοντα σ εσένα τσ ετου μπει στη φενέστρα σου αγαπη μου της καρδίας μου σου νοίφτω τη πένα Εβω παντα σ εσενα πενσεω γιατί σένα φσυχή μου γαπω τσαι που παω που σύρνω που στέω στη καρδία μου πάντα σενα βαστω Καληνυφτα σε φηνω τσαι παω πλάια σου τι βω πίρτα πρικό τσαι που παω που συρνω που στεω στη καρδία μου πάντα σενα βαστώ | Τι γλυκιά είναι τούτη η νύχτα, τι ωραία και γώ ξαγρυπνώ και σε σκέφτομαι και κάτω από το παραθύρι σου, αγάπη μου, της καρδιας μου σου βγάζω τον πόνο Λαλαλα λαλα λερο… Εγώ σε σκέφτομαι πάντα γιατί σένα, ψυχή μου, αγαπώ και οπού κι αν πάω, που φεύγω, που στέκομαι στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ Λαλαλα λαλα λερο… Καληνύχτα σε αφήνω και φεύγω Κοιμήσου συ και εγώ πάω θλιμμένος και οπού κι αν πάω, που φεύγω, που στέκομαι στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ. |
* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
ΠΗΓΗ fractalart
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου