Πώς θα πεισθεί η Ευρώπη να υπερασπιστεί τα κοινά μας σύνορα
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Από το infognomonpolitics
Στο πέρασμα του καλπάζοντα χρόνου, έλεγε ο πρόγονός μας Ηράκλειτος, αλλάζουν όλα, κυλούν, δεν μένουν ακίνητα. Δεν μένουν ποτέ τα ίδια (”Τα πάντα ρει”). Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με ό,τι συμβαίνει στο νερό ενός ποταμού το οποίο ανανεώνεται με το γοργοκύλισμά του στην κοίτη του αενάως (”… το αεί γίγνεσθαι και μεταβάλλεσθαι και μη ουδέποτε το αυτό μένειν…”).
Ωστόσο είναι μερικά πράγματα που έμειναν αναλλοίωτα στο διάβα του χρόνου για την Ελλάδα σε εθνικό και πολιτικό επίπεδο. Στην περίπτωση του τελευταίου αυτά που έμειναν αναλλοίωτα απ’ τα μεταπολεμικά χρόνια ως σήμερα είναι:
1. Ο σταθερός προσανατολισμός της στη Δύση (κάτι που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μεταπολιτευτικά με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ ύστερα από εργώδεις προσπάθειες του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή) και
2. Ο αγώνας για την οικονομική της ανάκαμψη και τη διεύρυνση των εχέγγυων της εθνικής ασφάλειάς της.
Με δεδομένα αυτά και το γεγονός ότι έχουμε διανύσει ήδη τον δύσβατο και ανηφορικό δρόμο των μνημονίων, λογικό είναι να ακούμε και από τους νυν κυβερνώντες σε τακτά χρονικά διαστήματα σχέδια επί σχεδίων για αναμόρφωση της πατρίδας μας με βάση την μετατροπή της Οικονομίας της σε ανταγωνιστική.
Κάτι που προϋποθέτει, πέραν των άλλων, προώθηση των έργων υψηλού τεχνολογικού επιπέδου και αλλαγή στη στρατηγική marketing και διαφήμισης του brand (της μάρκας) των εξαγωγικών της προϊόντων (rebranding), κάτι που ονειρεύεται απ’ την πρώτη μέρα της πρωθυπουργίας του ο ένοικος του Μαξίμου σήμερα Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όλα αυτά όμως, που προγραμματίζονται για να μπουν στο αυλάκι της ανάπτυξης με στόχο να ταράξουν τα λιμνάζοντα ύδατα του ”επιχειρείν” και γενικότερα της ελληνικής Οικονομίας, αποδεικνύονται καθ’ οδόν μη εφαρμόσιμα υπό συνθήκες κλιμάκωσης της κρίσης των σχέσεών μας με την Τουρκία.
Σχέσεων που δεν ήταν ποτέ ήρεμες και σταθερές, αφού χαρακτηρίζονταν από εναλασσόμενες περιόδους αμοιβαίας εχθρότητας και προσωρινής νηνεμίας από τα χρόνια της ανεξαρτησίας μας (1832) που έκλεισαν νικηφόρα τον κύκλο των θυσιών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν μπορέσαμε να ορθοποδήσουμε ποτέ σαν Ελλάδα, παρά μόνο αποσπασματικά. Η κακή γειτονία με την Τουρκία, που έγινε ιδιαίτερα επικίνδυνη, διεκδικητική και απειλητική μετά την εισβολή της στην Κύπρο το 1974, ήταν ο βασικός ανασταλτικός παράγοντας παρεμπόδισης της εξέλιξής μας τον οποίο δεν κατόρθωσε να υπερβεί ούτε η παρουσία μας στην ΕΕ.
Μια ΕΕ που, με τα τωρινά δεδομένα της γερμανικής υποστήριξης στην εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης Τουρκία, διαψεύδει εν πολλοίς τις ελπίδες που είχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το ’79 για διασφάλιση της ακεραιότητας της πατρίδας μας απ’ την βουλιμική γείτονα εξ Ανατολών μας.
Κι αυτό γιατί η ηγέτιδα δύναμη της Ενωμένης Ευρώπης Γερμανία στηρίζει εντέχνως τις παρανομίες της Τουρκίας σε βάρος μας και λειτουργεί ως μόνιμος εκπρόσωπός της σ’ αυτήν προωθώντας τα γεωπολιτικά της συμφέροντα και αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο κυρώσεων εναντίον της.
Συμφέροντα και αιτήματα που αντιβαίνουν στα δικά μας εθνικά συμφέροντα, όπως αυτό της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας (βλ. σχετική σύσταση της Γερμανίας στην ελληνική κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 2020).
Το παράξενο είναι ότι η γερμανική επιρροή στην ΕΕ σήμερα, που κάνει τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη να κρατούν – εν πολλοίς – ”ουδέτερη” στάση στην πλειοψηφία τους στο θέμα των απανωτών προκλήσεων που δεχόμαστε από την Τουρκία απέναντι στην ελληνοτουρκική κρίση, δε φαίνεται να ενοχλεί κάποιους υψηλόβαθμους Αξιωματούχους της ελληνικής κυβέρνησης και δη τον ΥΦΕΞ της Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη.
Αυτό φάνηκε, τουλάχιστον, απ’ το ενθουσιαστικά φιλοευρωπαϊκό μήνυμα που έστειλε μιλώντας στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης (η οποία πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης στο Στρασβούργο) αποφεύγοντας να κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό για την προτεραιότητα που πρέπει να δίνει η ΕΕ – και δεν δίνει – στις ανάγκες των κρατών-μελών της και δευτερευόντως των υπό ένταξη σε αυτήν χωρών, όπως η Τουρκία.
– Χρειαζόμαστε περισσότερο Ευρώπη για τις επόμενες μεγάλες προκλήσεις, είπε μεταξύ άλλων ο υφυπουργός Εξωτερικών, τη στιγμή που αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι να γίνει περισσότερο εθνοκεντρική, γιατί – κακά τα ψέματα – ο συριζαίικος διεθνισμός κάθε άλλο παρά την ωφέλησε.
Χρειάζεται, επίσης, μια μακροπρόθεσμη στρατηγική απαλλαγμένη απ’ το σύνδρομο της Ψωροκώσταινας στην Εξωτερική πολιτική μας. Το σύνδρομο που, με ευθύνη των πειθήνιων στα ξένα κελεύσματα ελληνικών κυβερνήσεων, κατατρύχει τους Έλληνες πολίτες μεταγγίζοντας σαν δηλητήριο στην εθνική τους συνείδηση την ιδεολογία του ραγιά.
Μια ιδεολογία ήττας που προβάλλει σαν ιδανικό τον μινιμαλισμό (“Είμαστε μια μικρή χώρα και γι’ αυτό δε χρειαζόμαστε ‘μεγάλα’ γεωπολιτικά πλάνα”) και αφορίζει τον,,, ”μαξιμαλισμό” (με την έννοια της διεκδίκησης των εθνικών δικαίων) στην πολιτική της Ελλάδας (βλ. δηλώσεις Ροζάκη, συμβούλου του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά).
Φευ!.. Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις αδυναμίας μας – στο πνεύμα των μαξιμαλιστικών… ανοησιών του Χρήστου Ροζάκη και των συν αυτώ (του τουρκόφιλου κύκλου του ΕΛΙΑΜΕΠ, δηλαδή, συμβουλευτικού οργάνου του ΥΠΕΞ και του Μαξίμου) αποδείχθηκαν πάντα αναποτελεσματικές, γιατί τροφοδοτούσαν τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας τον οποίο δεν μπόρεσαν να αναστείλουν – πολύ περισσότερο να ματαιώσουν – ούτε τα ζεϊμπέκικα (βλ. ΓΑΠ) ούτε οι κουμπαριές των εκάστοτε ΥΠΕΞ και πρωθυπουργών μας (βλ. Κώστα Καραμανλή).
Ως εκ τούτου είναι ανάγκη να απαλλαγούμε το γρηγορότερο από τέτοιου είδους ανασταλτικά των προθέσεών μας να εξασφαλίσουμε την εθνική μας ασφάλεια σύνδρομα και να διαμορφώσουμε σοβαρό πλαίσιο στρατηγικής για την αμυντική θωράκιση της Ελλάδας.
Ένα πλαίσιο που να περιλαμβάνει το ”κλείδωμα” συμμαχιών ουσίας και στρατηγικής σημασίας, την αναβαθμισμένη ΕΒΟ (κύριο κατασκευαστή όπλων στην Ελλάδα) με προοπτική διεύρυνσης των κατασκευαστικών δυνατοτήτων της ώστε να μην θεωρείται αναδαφική η προοπτική της μερικής εξοπλιστικής αυτάρκειας της πατρίδας μας στο μέλλον, με ευμενείς επιπτώσεις και στην εθνική Οικονομία, η οποία θα μπορέσει επιτέλους να ανασάνει απ’ τις θηριώδεις αγορές σύγχρονων εξοπλιστικών.
Τέλος, επειδή είναι κάτι παραπάνω από πιθανό το ενδεχόμενο της προσφυγής μας στη Χάγη υπό όρους Τουρκίας (αφού – υπογράφοντας το συνυποσχετικό – θα αποδεχθούμε αυτόματα το αίτημά της για συζήτηση εφ’ όλης της ύλης γύρω απ’ τις ελληνοτουρκικές διαφορές), καλό θα είναι να κάνουμε κοινωνό και συμμέτοχο στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων την Ευρώπη, ώστε να υπερασπιστεί μαζί μας τα κοινά σύνορα.
Να υπερασπιστεί τα επαπειλούμενα κοινά σύνορα Ελλάδας-Ευρώπης από μια ισλαμιστική χώρα με αποδεδειγμένες διασυνδέσεις με τον ISIS (ο οποίος απειλεί… τρομοκρατικά την Ευρώπη). Μια χώρα που έχει διαθέσεις αναθεωρητισμού, ο οποίος – αν εφαρμοστεί στην πράξη – θα τινάξει στον αέρα τα ευρωπαϊκά σύνορα με πρώτα απ’ όλα τα ελληνικά. Τα ελληνικά που τα έχουν χαράξει διεθνείς Συνθήκες (Συνθήκη Λωζάνης 1923, Συνθήκη Λονδίνου, 1947).
Άρα, αν η Τουρκία παραβιάσει τις δικές μας ”κόκκινες γραμμές”, θα είναι σαν να παραβιάζει τις ”κόκκινες γραμμές” της Ευρώπης και το ενδεχόμενο αυτό νομίζω πως θα είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας γι’ αυτήν ώστε να την αναγκάσει να παρατήσει τον φαρισαϊσμό και την τακτική της… ”άψογης στάσης” (δηλαδή την πολιτική των ίσων αποστάσεων απέναντι σε Ελλάδα-Τουρκία) και να συνταχθεί στο πλευρό μας.
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)
ΠΗΓΗ infognomonpolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου