Οι ραγδαίες εξελίξεις στο ουκρανικό αγγίζουν εκ των πραγμάτων και το Κυπριακό, πέραν των άλλων επιπτώσεων που θα έχει η χώρα μας από τον πόλεμο, που βρίσκεται σε εξέλιξη από την περασμένη Πέμπτη, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Είναι προφανές πως για ένα διεθνές ζήτημα, που βρίσκεται για χρόνια στην ατζέντα και για μακρά περίοδο δεν καταγράφει πρόοδο, εξελίξεις όπως αυτές που συμβαίνουν ενδεχομένως να το βάλουν πιο βαθιά στο ράφι και στην ακινησία. Εκτός κι εάν διαμορφωθεί εκτελέσιμος σχεδιασμός δράσεων και πρωτοβουλιών.
Την ίδια ώρα, όμως, είναι σαφές πως τα όσα διαδραματίζονται στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο πρέπει να προκαλέσουν ανησυχία, καθώς ενδεχομένως να δημιουργήσουν προηγούμενο. Κυρίως επί του εδάφους ενόψει του γεγονότος ότι η λεγόμενη διεθνής κοινότητα, ο «δυτικός κόσμος», αντιδρά μεν, χωρίς ωστόσο τα αποτρεπτικά του εργαλεία να έχουν, μέχρι στιγμής, αποτελέσματα.
Υπάρχει παραλληλισμός μεταξύ ουκρανικού, όπως διαμορφώνεται από την εισβολή της Ρωσίας και του Κυπριακού; Αν και κανένα πρόβλημα δεν είναι το ίδιο με ένα άλλο, ωστόσο, κάποια κοινά στοιχεία υπάρχουν, εάν κανείς επιχειρήσει να κοιτάξει τη μεγάλη εικόνα. Η εισβολή, η κατοχή εδαφών και η προσάρτηση εδαφών, όπως η περίπτωση της Κριμαίας, υποδηλούν κάποιους παραλληλισμούς. Οι δυο ρωσόφωνες κοινότητες από τη μια και η τουρκοκυπριακή από την άλλη, κάλεσαν προς βοήθεια τις… μητέρες πατρίδες για βοήθεια. Ή καλύτερα τους υπέδειξαν να ζητήσουν βοήθεια (στην περίπτωση της Κύπρου δεν υπήρξε καν κάλεσμα για παρέμβαση). Περαιτέρω και στις δυο περιπτώσεις υπερισχύει η λογική του ισχυρού. Επιβολή διά της ισχύος. Αυτή, άλλωστε, είναι η ωμή πραγματικότητα στις διεθνείς σχέσεις.
Η Ρωσία, για γεωστρατηγικούς λόγους, για να αποτρέψει την περικύκλωση του ΝΑΤΟ, επιχείρησε να στείλει διά της ισχύος ένα μήνυμα προς τους «απέναντι». Οι όποιες δεσμεύσεις υπήρξαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, για μη επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα σύνορα με τη Ρωσία (αυτή η άτυπη συμφωνία αμφισβητείται από τους δυτικούς), έχουν εγκαταλειφθεί και η Μόσχα θεώρησε πως θα έπρεπε να καταστείλει στρατιωτικά και με αυτόν τον τρόπο να στείλει κι ένα δυναμικό μήνυμα αποτροπής του τύπου «ως εδώ και μη παρέκει». Καθίσταται επίσης προφανές πως η Ρωσία στοχεύει σε αυτό που θέλουν και οι ΗΠΑ για τον εαυτό τους, να δορυφοροποιήσουν, δηλαδή, την Ουκρανία, έχοντας ως προηγούμενο τη δοκιμασμένη σοβιετική μέθοδο της φινλανδοποίησης, που λειτούργησε επιτυχώς για την ΕΣΣΔ κατά την εποχή του ψυχρού πολέμου.
Με το μοντέλο της φινλανδοποίησης φλερτάρει και η Άγκυρα. Η κατοχική δύναμη θεωρεί πως οι στρατηγικές της επιδιώξεις μπορούν να επιτευχθούν μέσα από τον έλεγχο, τη φινλανδοποίηση, δηλαδή, της Ελλάδος και της Κύπρου. Η ευκολότερη οδός για τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου.
Την ίδια ώρα, υπάρχουν διαφορές. Μια σημαντική διαφορά είναι η εξής:
Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για την ανακήρυξη της αποσχισθείσας οντότητας σε «κράτος», τον Νοέμβριο του 1983. Στην περίπτωση της Ρωσίας, ενόψει του γεγονότος ότι είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, είναι αδύνατο χωρίς τη συναίνεσή της να υπάρξει απόφαση του Διεθνούς Οργανισμού, αφού η άσκηση εκ μέρους της του δικαιώματος της αρνησικυρίας (βέτο) είναι βέβαιη.
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία ενδεχομένως να αποτελέσουν και μια ευκαιρία για τη Λευκωσία να επαναφέρει το Κυπριακό στη διεθνή πολιτική σκηνή. Θα είναι ευκαιρία, μέσα στις σκληρές συζητήσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία, να τεθεί και το Κυπριακό σε μια σωστή βάση. Αυτό, όμως, για να γίνει χρειάζεται προφανώς και έναν σχεδιασμό και αναθεώρηση προσεγγίσεων. Όπως είναι γνωστό, η Λευκωσία είχε επιλέξει το εργαλείο των κυρώσεων, που, ομολογουμένως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Ωστόσο, ήταν μια πολιτική επιλογή, που συντηρούσε το θέμα των τουρκικών παράνομων ενεργειών και προκλήσεων στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν μια συνεχής όχληση τόσο προς την Τουρκία όσο και προς το τεράστιο γερμανικό λόμπι στην Ε.Ε. Αυτή η πολιτική αναθεωρήθηκε για να επανέλθουν τα ΜΟΕ, γνωρίζοντας ότι δεν θα είχαν καμία τύχη. Το προτεινόμενο πακέτο, που ανασύρθηκε από τα συρτάρια της κυβέρνησης, παραμένει μετέωρο καθώς απορρίφθηκε πριν κατατεθεί από την τουρκική πλευρά.
Η συζήτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους μας των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί, επιτρέπει —εάν υπάρχει πολιτική βούληση— να επανέλθει και το ζήτημα τούτο και για την κατοχική Τουρκία. Μπορεί μάλιστα αυτό να γίνει με τρόπο, που να δείχνει πως «για λόγους καλής θέλησης αποσύρθηκαν οι κυρώσεις, προτάθηκαν ΜΟΕ, απορρίφθηκαν από την τουρκική πλευρά και είμαστε αναγκασμένοι να τις επαναφέρουμε». Όταν συζητούνται κυρώσεις για την επίθεση που δέχεται ένα τρίτο κράτος, δεν μπορεί τούτο να μην θεωρείται δεδομένο για ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνεχίζει να είναι θύμα παρόμοιας επιδρομής. Είναι σαφές πως οι τελευταίες, ραγδαίες, εξελίξεις διαμορφώνουν ένα νέο σκηνικό, που ενδεχομένως να αλλάξει ισορροπίες και την ανακατανομή ισχύος.
ΤΙ ΛΕΧΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΡΧΗΓΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΟΡΩΣΙΑ
Στο Συμβούλιο Αρχηγών, στις 6 Οκτωβρίου 2020, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ενημέρωνε τους συμμετέχοντες, μεταξύ άλλων, για το θέμα της Λευκορωσίας. Ήταν και τότε το θέμα των κυρώσεων κατά της χώρας αυτής από την Ε.Ε. Δεν είμαστε εναντίον των κυρώσεων, είπε για να προσθέσει ότι το ‘Rule of Law’ (αρχή του κράτους δικαίου) δεν αφορά μόνο τη Λευκορωσία αλλά και την Τουρκία. Παρατήρησε πως ίσχυσε η προσέγγιση των δυο μέτρων και δυο σταθμών για την Τουρκία και την Κύπρο, σε αντίθεση με τη Λευκορωσία, που ενήργησαν αμέσως. Η Κύπρος, σημείωσε, ζητά κυρώσεις εδώ και δυο χρόνια, αλλά δεν υπάρχει βούληση από τους εταίρους μας. Όλα όσα αναφέρθηκαν στη συνεδρίαση εκείνη ισχύουν τώρα με τη Ρωσία. Ισχύουν και για την Κύπρο. Είχε πει ο Πρόεδρος τότε πως εάν η Ε.Ε. απειλούσε με «αυστηρά μέτρα» και για την Κύπρο, διαφορετική θα ήταν σήμερα η κατάσταση. Υπήρξε στήριξη από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά υπήρχε αριθμός κρατών που επέμενε πως «έπρεπε να δώσουμε μια ευκαιρία στη διπλωματία…». Για παράδειγμα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Μάλτα επέμεναν να δοθούν δυο μήνες παράταση και να τα βρούμε στον διάλογο. Τελικά ο Πρόεδρος δεν επέμεινε.
Ο Ερντογάν μελετά τις κινήσεις του Πούτιν
Ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κρατά και τα δυο σχοινιά σε σχέση με την ουκρανική κρίση. Σκοπίμως, προσπαθεί να διαδραματίσει διαμεσολαβητικό ρόλο, ώστε να διατηρήσει και μια στάση ίσων αποστάσεων. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν πως η Άγκυρα δεν προτίθεται να εφαρμόσει τις κυρώσεις, επικαλούμενη και το γεγονός ότι είχε πωλήσει στρατιωτικό εξοπλισμό στο Κίεβο, παρά το ότι ήταν μάλιστα κατά παράβαση της συμφωνίας του Μινσκ. Την ίδια ώρα, είναι προφανές πως ο Ερντογάν παρακολουθεί με προσοχή και μελετά τις κινήσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν. Παρακολουθεί και τις αντιδράσεις της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας. Στην εξίσωση του Τούρκου Προέδρου μπαίνουν όλα τα στοιχεία, ώστε να εξετάσει κάποιες κινήσεις. Βεβαίως, η Τουρκία δεν είναι Ρωσία, που αντέχει πιέσεις και κυρώσεις. Από την άλλη, ο Ερντογάν έχει τεντώσει πολλές φορές το σχοινί, έχει προβεί σε σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου (μόνο πόλεμο με τη συμβατική έννοια δεν έκανε), αλλά κόστος δεν είχε και δεν έχει.
Όλα αυτά, από τουρκικής πλευράς, εξετάζονται ενόψει και του 2023, που έχει διπλή σημασία για τον Ερντογάν: Και τους ηγεμονικούς γιορτασμούς των 100 χρόνων τουρκικού κράτους και τις εκλογές.
ΠΗΓΗ philenews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου