Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν θα συμμετάσχουν στη φετινή άσκηση της Πολεμικής Αεροπορίας «Ηνίοχος», που έχει αποκληθεί και ως «ελληνική Red Flag», από την αντίστοιχη άσκηση διεθνούς φήμης της αμερικανικής Αεροπορίας (USAF) και της ισραηλινής «Blue Flag». Πρόκειται για ασκήσεις πολύ υψηλού επιπέδου, στις οποίες οι συμμετέχοντες επωφελούνται από την εκτέλεση σεναρίων αεροπορικού πολέμου μεγάλης πολυπλοκότητας που μπορούν να φέρουν σε πέρας μόνο οι κορυφαίες αεροπορικές δυνάμεις.
Του Ζαχαρία Μίχα*
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Τούτων λεχθέντων, το ερώτημα που εγείρεται αυτομάτως, είναι για ποιον λόγο μια χώρα με την οποία
Όλα τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των Εμιρατινών ελήφθη με γνώμονα την επιθυμία να μη διαταραχθεί η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τουρκία. Μια απόφαση, η οποία δεν συνιστά μη φιλική ενέργεια απέναντι στην Ελλάδα. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως αποτελεί μάθημα εξωτερικής πολιτικής για την Αθήνα.
Τα Εμιράτα επιχειρούν διά της οικονομικής τους ισχύος να ελέγξουν την τουρκική πολιτική. Επιθυμούν να φέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, όχι να ασχοληθούν με τις ύβρεις Ερντογάν. Αυτές θα αξιοποιηθούν εάν απαιτηθεί αιτιολόγηση μιας δυσμενούς για την Άγκυρα απόφασης. Αυτή η τουρκική συμπεριφορά, εξάλλου, αποτέλεσε βασικό κίνητρο που έφερα τα Εμιράτα κοντά στην Ελλάδα.
Η απόπειρα επαναπροσέγγισης Εμιράτων-Τουρκίας έλαβε τη μορφή εκατέρωθεν επισήμων επισκέψεων και οδήγησε στην υπογραφή πλήθους εγγράφων που αφορούν την πρόθεση των Εμιράτων να επενδύσουν ποσό μέχρι 10 δισ. δολαρίων στην τουρκική αγορά. Έκτοτε, πληροφορίες θέλουν να διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την απόκτηση πλειοψηφικού ποσοστού στην κορυφαία τουρκική εταιρία ηλεκτρονικών Aselsan και άλλα «φιλέτα» της τουρκικής βιομηχανίας.
ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΙΡΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Την ίδια όμως στιγμή, οι συζητήσεις για επενδύσεις των Εμιράτων στην Ελλάδα, επίσης μέχρι το ύψος των 10 δισ. δολαρίων βρίσκονται σε πολύ προχωρημένο στάδιο, συμπεριλαμβάνοντας κρίσιμους βιομηχανικούς τομείς. Θα μπορούσε δε κανείς να υποστηρίξει, ότι η δέσμευση ίδιου ποσού για επενδύσεις στις δύο χώρες, μεροληπτεί θετικά υπέρ της Ελλάδας, με κριτήριο την εδαφική έκταση και τον πληθυσμό. Ίσως αντισταθμίζεται εάν εξεταστούν τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας (π.χ. η προστιθέμενη αξία μιας οικονομίας χώρας-μέλους της ΕΕ).
Επίσης, ορθάνοικτο φέρεται να παραμένει το ενδεχόμενο απόκτησης από την ελληνική Πολεμική Αεροπορία σημαντικού αριθμού μαχητικών αεροσκαφών Mirage 2000-9 της εμιρατινής Αεροπορίας. Αυτό μετά τη συμφωνία προμήθειας 80 μαχητικών Rafale από τα Εμιράτα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι εξαιρετική λύση δραματικής ενίσχυσης του αεροπορικού σκέλους της ελληνικής αποτροπής, καθώς τα Mirage 2000-9 είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τα ελληνικά Mirage 2000-5.
Γιατί όμως η εξωτερική πολιτική των Εμιράτων και ιδιαίτερα η προσπάθεια εξισορρόπησης έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θα πρέπει να αποτελέσει μάθημα για την ελληνική πλευρά; Ας δούμε τις πιο πρόσφατες θέσεις τους. Ξεκινώντας από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το Άμπου Ντάμπι απέφυγε να καταδικάσει τη Ρωσία, ενώ συνέχισε τις επαφές του με τη Μόσχα με την οποία βασικό θέμα συζήτησης ήταν η ισορροπία στην παγκόσμια αγορά ενέργειας.
Η ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΤΩΝ ΗΑΕ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ
Η προμήθεια των γαλλικών Rafale αποφασίστηκε και λόγω των ενστάσεων που προέβαλαν οι ΗΠΑ στις επαφές Εμιράτων-Ρωσίας, υπό τον φόβο διαρροής απορρήτων των μαχητικών αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35 Lightning II για τα οποία διεξάγονταν διαπραγματεύσεις. Με την απόφαση αυτή τα Εμιράτα δεν δίστασαν να διαβιβάσουν στις ΗΠΑ το μήνυμα ότι «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», ότι διαθέτουν εναλλακτικές λύσεις, ή πιο εξειδικευμένα για την περίσταση, «ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερο την εξοπλιστική αγορά των Εμιράτων, από όσο τα Εμιράτα έχουν ανάγκη να αγοράσουν F-35».
Μόλις την περασμένη Παρασκευή, ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ Αλ Άσαντ επισκέφθηκε τα Εμιράτα, προκαλώντας την οργή των Αμερικανών. Η εμιρατινή διπλωματία δεν κάμπτεται όμως, καθώς και η ίδια, π.χ., έχει διαβιβάσει ουκ ολίγες φορές στην αμερικανική τη δυσαρέσκειά της για την πολιτική ίσων αποστάσεων της Ουάσιγκτον απέναντι στα Εμιράτα και στο Κατάρ. Η Ντόχα είναι υποστηρικτής της Τουρκίας και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που απειλεί τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου.
Με απλά λόγια, τα Εμιράτα διαμηνύουν στην Ουάσινγκτον ότι δεν μπορεί να τους ζητάει στήριξη σε όλες τις επιλογές της, όταν αυτές αντιβαίνουν σε όσα οι Εμιρατινοί θεωρούν ως εθνικά τους συμφέροντα. Εμμέσως ζητούν από την Ουάσιγκτον να αποδεχθεί επιτέλους τις νέες συνθήκες πολυπολισμού στον πλανήτη και να προσαρμόσουν τη στάση τους. Αν αυτό δεν είναι μάθημα για την ελληνική διπλωματία, αναρωτιέται κανείς ποιο είναι…
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Ερντογάν διακήρυττε ότι ο ηγέτης των Εμιράτων ήταν ο χρηματοδότης του «πραξικοπήματος των Γκιουλενιστών» εναντίον του. Ο δε Τούρκος μαφιόζος Σεντάτ Πεκέρ που αποσταθεροποιούσε το καθεστώς Ερντογάν με τις αποκαλύψεις του από τα Εμιράτα, όπου είχε βρει καταφύγιο, έχει πλέον σιωπήσει. Δεν τον παρέδωσαν όμως οι Εμιρατινοί στην τουρκική MIT. Απλώς αποτελεί άλλο ένα όπλο στα χέρια τους για να ελέγξουν την τουρκική συμπεριφορά, με ένα μείγμα αξιόπιστων απειλών και κινήτρων. Η δε συμπεριφορά τους συνιστά μήνυμα και προς τις ΗΠΑ.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΗΝΙΟΧΟΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Έχοντας αναφερθεί σε αυτά τα απλά παραδείγματα, η απόφαση των Εμιράτων να μην συμμετάσχουν στον «Ηνίοχο» αρχίζει να γίνεται πιο ξεκάθαρη. Δημιουργούν ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα για τη διπλωματία τους, το οποίο θα «πουλήσουν» στην Άγκυρα για να ενισχύσουν τη θέση ότι δεν έχουν κακές προθέσεις εναντίον της. Εμμέσως διαμηνύουν προς την Άγκυρα αλλά και την Αθήνα, ότι το εθνικό τους συμφέρον υπαγορεύει την τήρηση ίσων αποστάσεων. Αυτό πρέπει να γίνει αποδεκτό.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν υπό το φως του παραδείγματος των Εμιράτων να εξετάσουμε τις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και το πως αυτές γίνονται αντιληπτές από τους Εμιρατινούς. Η απόλυτη ταύτιση με την αμερικανική πολιτική τόσο στο επίπεδο της δημόσιας ρητορικής και των ενεργειών, όσο και στο επίπεδο του ύφους, μοιάζει έως και ανόητη στο Άμπου Ντάμπι. Παράλληλα, δημιουργεί καχυποψία για τη σταθερότητα της διμερούς συμμαχικής σχέσης σε περίπτωση κάποιας πιο σοβαρής σύγκρουσης Εμιράτων-ΗΠΑ. Παρόμοιες ανησυχίες δημιουργεί όμως η ελληνική στάση στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στο Ριάντ. Το χειρότερο είναι όμως ότι η Αθήνα δεν δείχνει να το κατανοεί.
Οι χώρες αυτές επί της ουσίας προσφέρουν στο πλαίσιο των συμμαχικών σχέσεων με την Ελλάδα ένα ισχυρό εργαλείο κοινής αντίστασης όχι στην αμερικανική ηγεμονία, αλλά στην τάση της Ουάσιγκτον να θεωρεί ότι η ταύτιση όλων με τις επιλογές της θα είναι αυτόματη. Δηλαδή, θα προηγείται το αμερικανικό εθνικό συμφέρον και οι υπόλοιποι οφείλουν να το σεβαστούν προτού φροντίσουν για το δικό τους!
Η Ελλάδα δεν δείχνει να μπορεί να διαχειριστεί τέτοιου επιπέδου γεωπολιτικά παίγνια. Δυσκολεύεται ακόμα και να αναφέρει ότι βασική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια δεν είναι η Ρωσία αλλά η Τουρκία. Αυτή η στάση υπονομεύει γενικότερα τις δυνατότητες της Αθήνας να χτίσει συμμαχίες ικανές να ανατρέψουν ή να «νοθεύσουν» επιδιώξεις ακόμα και των πιο ισχυρών, εάν στρέφονται σε βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ ΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Επειδή όμως η Αθήνα οφείλει να προβληματιστεί, έστω και με καθυστέρηση, ας θέσουμε ένα ερώτημα: Εάν η εισβολή δεν αφορούσε τη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο επιτιθέμενος ήταν ένα δυτικό συμμαχικό κράτος, η ελληνική αντίδρασή θα ήταν παρόμοια με αυτή έναντι της Ρωσίας; Θα ήταν άραγε σώφρων πολιτική να αρχίσει η Αθήνα κηρύγματα περί διεθνούς δικαίου και… αναθεματισμό του επιτιθέμενου, ξανά με πλήρη αδιαφορία για τις πραγματικές συνθήκες που έχουν οδηγήσει στο αποτέλεσμα; Ξεκαθαρίζεται πάλι, ότι ως θέση αρχής προφανώς δεν μπορεί κανείς να δικαιολογήσει μια εισβολή. Όλα είναι θέμα ύφους και προσεκτικής επιλογής φρασεολογίας…
Η Ελλάδα δεν μπορεί να εμφανίζεται να μην κατανοεί τα όρια του διεθνούς δικαίου, παρότι ορθώς το επικαλείται. Το διεθνές δίκαιο έχει και την έννοια του εργαλείου στην υπηρεσία της αιτιολόγησης-νομιμοποίησης των ενεργειών των πιο ισχυρών. Εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει ότι η πολιτική του στο ζήτημα της Ουκρανίας είναι ορθή, ας είναι τουλάχιστον συνεπής: Αφού προσυπογράφει την έρευνα του Διεθνούς Δικαστηρίου για ενδεχόμενα εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, ας καλέσει τις ΗΠΑ να σταματήσουν να εξαιρούν τους στρατιώτες τους από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, πριν επιχειρήσουν να το αξιοποιήσουν σε βάρος των Ρώσων. Με το ανάλογο ύφος φυσικά.
ΠΗΓΗ defence-point
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου