Το όρος Άκτεπε κοντά στο Γκιόρεμε και τις Βραχώδεις Περιοχές της Καππαδοκίας (Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO)
Δείτε το Α΄ Μέρος ΕΔΩ
Δείτε το Β΄ Μέρος ΕΔΩ
Λειτουργία της διασποράς των προσφύγων από την Καππαδοκία
Του Μισέλ Μπρινό* δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 117
Δύο ζητήματα θα προσελκύσουν ιδιαίτερα την προσοχή μας, επειδή αποτελούν για τους Καππαδόκες φορείς μιας μνήμης και μιας συνέχειας με την περιοχή καταγωγής τους. Πρόκειται για δύο προσκυνήματα εθνικού εύρους στην Ελλάδα: Νέα Καρβάλη στη Μακεδονία και Νέο Προκόπι στην Εύβοια (V. Stelaku, 2003). Το πρώτο δηλώνεται μάλιστα ως το κέντρο της διασποράς των διασκορπισμένων Καππαδοκών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1996, ο πληθυσμός της Νέας Καρβάλης αποτελούνταν ακόμα κατά μεγάλη πλειοψηφία από Καππαδόκες (1.894), με 56 ντόπιους από το χωριό Λεύκη και 150 Ποντίους Έλληνες που έφτασαν πιο πρόσφατα από τη Ρωσία.
Έχοντας πάρει μαζί τους στην εξορία τα λείψανα του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και διάφορα ιερά αντικείμενα, οι Καππαδόκες πρόσφυγες ανέλαβαν, το 1929, την ανέγερση εκκλησίας που δεν ολοκληρώθηκε παρά το 1950. Αποκαλώντας τον Άγιο Γρηγόριο «ο άγιός μας», οι πρόσφυγες ρίζωσαν σε μια ταυτότητα πολύ έντονα συνδεδεμένη με τον τόπο καταγωγής τους, αφού αυτός υπήρξε ένας από τους τέσσερις κύριους Πατέρες της Εκκλησίας με καταγωγή από την Καππαδοκία. Η γιορτή του αγίου, στις 25 Ιανουαρίου, είναι το πιο σημαντικό ετήσιο γεγονός της Ν. Καρβάλης, φέρνοντας από μακριά πλήθη προσκυνητών που πιστεύουν στη θαυματουργή δύναμή του.
Δίπλα σε αυτό τον ναό, ένα πολιτιστικό κέντρο (Στέγη Πολιτισμού Νέας Καρβάλης) χτίστηκε το 1975 και ολοκληρώθηκε το 1995, στα πλαίσια της συνέχειας του συλλόγου Ναζιανζός, που ιδρύθηκε το 1884 στην Κωνσταντινούπολη από εμπόρους καταγόμενους από την Καρβάλη. Στεγάζει ένα ιστορικό και εθνογραφικό μουσείο, μια βιβλιοθήκη και ένα αρχειοφυλάκιο που χρησιμεύουν ως βάση για τις καππαδοκικές μελέτες.
Στην πλαγιά του πλησιέστερου λόφου, έχει δημιουργηθεί ένα υπαίθριο αμφιθέατρο, όπου κάθε χρόνο διεξάγεται ένα διεθνές φεστιβάλ λαϊκών χορών. Ένα άλλο εξαιρετικά συμβολικό κτήριο είναι ο οκταγωνικός μνημειακός πύργος από λευκό μάρμαρο, ο «Θησαυρός των Καππαδοκών», πάνω στον οποίο είναι χαραγμένα τα ονόματα των ελληνορθόδοξων χωριών της Καππαδοκίας και τα ονόματα των χωρών στις οποίες διαμένει η διασπορά σήμερα. Αυτό το μνημείο είναι ένα αντίγραφο του αφιερωμένου στον Θεό ναού, κτισμένου στη Ναζιανζό, τη γενέτειρά του, από τον πατέρα του Αγίου Γρηγορίου. Το 2008 ιδρύθηκε η Παγκόσμια Κοινότητα των Καππαδοκών, που συγκεντρώνει το σύνολο αυτής της διασποράς (Μ. Bruneau, 2010, 218-222).
Οι πρόσφυγες της Νέας Καρβάλης και του Νέου Προκοπίου (στην Εύβοια) ήταν όλοι τουρκόφωνοι, έχοντας μάθει στο σχολείο μόνο στοιχεία της λόγιας ελληνικής γλώσσας, της καθαρεύουσας, γεγονός που επί μακρόν τους εμπόδισε να επικοινωνούν με τους γείτονές τους στην Ελλάδα και να είναι πλήρως αποδεκτοί από εκείνους.
Ο διεθνής και διασπορικός χώρος των Ελλήνων του Πόντου
Ο διεθνής μεταναστευτικός χώρος των Ποντίων Ελλήνων συγκροτήθηκε σε τέσσερις μεγάλες φάσεις. Σε μια πρώτη περίοδο, μακράς διάρκειας, από τον 15ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα, εξαπλώθηκαν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στον ρωσικό Καύκασο. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1922), ο μεταναστευτικός τους χώρος επεκτάθηκε στην Ελλάδα και στη σοβιετική Κεντρική Ασία (απελάσεις της σταλινικής περιόδου 1937-1950). Σε μια τρίτη φάση, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εξαπλώθηκαν στις χώρες του Νέου Κόσμου (Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Αυστραλία) και στη Δυτική Ευρώπη (Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία), στους κόλπους της ελληνικής Διασποράς. Τέλος, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, περίπου 200.000 Πόντιοι από τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Αρμενία και τη Γεωργία έχουν έρθει να εγκατασταθούν στην Ελλάδα.
Οι Πόντιοι Έλληνες ανακατασκεύασαν στη Μακεδονία τα βυζαντινά μοναστήρια, που ήταν οι ιεροί τόποι τους στον Πόντο. Αυτά τα μοναστήρια αποτελούν τόπο ετήσιου προσκυνήματος που διαρκεί από μία έως τρεις ημέρες, κατά την ημερομηνία της εορτής του ομώνυμου αγίου. Πηγαίνουν περίπου εκατό χιλιάδες στην Παναγία Σουμελά κάθε 15 Αυγούστου. Οι εορτασμοί στη Μακεδονία και οι τελετές αυτών των ιερών χώρων, με ισχυρή ταυτοτική αξία, αναπαράγονται στους χώρους μιας εξορίας πολύ πιο μακρινής, στην Αμερική και την Αυστραλία.
Οι Πόντιοι μετανάστες στην Αμερική εργάστηκαν για τη δημιουργία ενός τόπου προσκυνήματος και μιας εκκλησίας αφιερωμένης στην Παναγία Σουμελά, στην πολιτεία του Νιου Τζέρσι (Δυτικό Μίλφορντ). Ένα αντίγραφο αυτής της ίδιας εικόνας της Παναγίας Σουμελά στάλθηκε επίσης στην Αυστραλία το 1967 και ένας λόφος που βρίσκεται 80 χλμ. βόρεια της Μελβούρνης μετονομάστηκε σε Όρος Μελά, όπου και είναι υπό ανέγερση η εκκλησία. Από το 2003, πραγματοποιείται κάθε χρόνο μια μεγάλη συγκέντρωση πιστών στο πρότυπο της γιορτής της Παναγίας Σουμελά και στην Ελλάδα (Μ. Μπρουνέ, 2008, 36).
Τα επετειακά μνημεία, φορείς της μνήμης και της ταυτότητας
Οι Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας άρχισαν επίσης να κατασκευάζουν μνημεία αλησμόνητων γεγονότων της ιστορίας τους, κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Το κίνημα αυτό έχει αυξηθεί σε μεγάλη κλίμακα (γύρω στα 60 μνημεία καταγράφηκαν το 2003), τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στους δημόσιους χώρους των ελληνικών πόλεων όπου ο προερχόμενος από τη Μικρά Ασία πληθυσμός είναι παρών (Μ. Μπρουνέου, Κ. Παπουλίδης, 2004).
Το σημαντικότερο μνημειώδες συγκρότημα, το αφιερωμένο στον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, είναι Η Εστία Νέας Σμύρνης. Περιλαμβάνει ένα μαρμάρινο μέγαρο, πολιτιστικό κέντρο με πολλαπλές λειτουργίες, και, μπροστά του, ένα πάρκο με καμιά δεκαπενταριά μνημεία. Το 1930, η περιοχή δεν ήταν παρά ένα μικρό προάστιο της Αθήνας που φιλοξενούσε περίπου 400 οικογένειες και, σε ένα λόφο, ένα ξύλινο παρεκκλήσι που θύμιζε τον ναό της Αγίας Φωτεινής, τη μητρόπολη της πόλης καταγωγής τους. Το 1934, η Νέα Σμύρνη είχε γίνει κοινότητα και, το 1937, ο αριθμός των οικογενειών είχε φτάσει τις 1400. Η Εστία της Νέας Σμύρνης ιδρύθηκε το 1939, αναφερόμενη στο μεγαλείο και την επιρροή που είχε η ελληνική Σμύρνη πριν από τη Μεγάλη Καταστροφή του 1922. Όφειλε να παίζει τον ρόλο της διατήρησης των παραδόσεων και της μνήμης του πολιτισμού των «χαμένων πατρίδων» (Μικρά Ασία, Πόντος, Θράκη και Κωνσταντινούπολη ), μέσω της βιβλιοθήκης και του μουσείου της. Ο άλλος στόχος ήταν η δημιουργία μιας νέας, πιο λαμπρής κουλτούρας, στην Ελλάδα και γενικότερα στον ελληνισμό.
Δύο άλλα μνημειακά σύνολα είναι αφιερωμένα σε «όλες τις χαμένες πατρίδες», το ένα βρίσκεται στην αθηναϊκή συνοικία της Νέας Φιλαδέλφειας και το άλλο στην Ξάνθη. Το πρώτο, που εγκαινιάστηκε το 1994, είναι ένα μνημειακό συγκρότημα στο κέντρο ενός άλσους, σε μια πλατεία του δήμου Νέας Φιλαδέλφειας: το Πάρκο του μνημείου των αξέχαστων πατρίδων της Μικράς Ασίας. Το δεύτερο, το «Μνημείο του Προσφυγικού Ελληνισμού», που εγκαινιάστηκε το 1997 στην Ξάνθη, οφείλεται στον Σύνδεσμο των Ποντίων της Ξάνθης.
Από τη δεκαετία του 1980, οι Μικρασιάτες και οι απόγονοί τους πραγματοποιούσαν προσκυνήματα με πούλμαν στους τόπους καταγωγής τους (Τουρκία), από τη Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα (Γ. Δρέττας, 2004). Επεδίωξαν να βρουν τα ίχνη του σπιτιού τους ή εκείνου των προγόνων τους, να γνωρίσουν από πρώτο χέρι το χωριό ή τη μικρή πόλη της προέλευσής τους. Επίσης πραγματοποιούν επισκέψεις για να προσκυνήσουν τα μοναστήρια, ιδιαίτερα εκείνο της Παναγίας Σουμελά. Διαπιστώνουν ότι οι περισσότερες από τις παλιές εκκλησίες τους έχουν γίνει τζαμιά, πιο σπάνια, μουσεία, και τα παλιά σχολεία τους, νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, εξακολουθούν να είναι σχολεία, φυσικά, τουρκικά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ο ξεριζωμός και το καθήκον της μνήμης στη βάση της ταυτότητας της Διασποράς
Από τα ελληνιστικά και, αργότερα, τα βυζαντινά χρόνια, το κέντρο του ελληνικού κόσμου του ελληνισμού βρισκόταν στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου και του Ελλησπόντου (στη Θάλασσα του Μαρμαρά), στις δύο όχθες του Βοσπόρου και στην Κωνσταντινούπολη. Παραμένουν υπό οθωμανική κυριαρχία η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, που είναι οι δύο κύριες αστικές μητροπόλεις των Ελλήνων της εποχής εκείνης. Τα διαδοχικά γεγονότα μετατόπισαν ανεπανόρθωτα αυτό το κέντρο στις δυτικές ακτές, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν γίνει οι δύο νέες αστικές μητροπόλεις του ελληνισμού. Ο βίαιος αυτός ακρωτηριασμός του ανατολικού μισού του ελληνικού χώρου, που προκάλεσε μια τεράστια απώλεια και μια ριζική μεταφορά πληθυσμού, ήταν ένα φαινόμενο άγνωστου εύρους μέχρι τότε στην ευρωπαϊκή και μεσογειακή ιστορία.
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, συνειδητοποιούμε ότι αυτός ο πληθυσμός προσφύγων είναι βεβαίως πολύ ενσωματωμένος αλλά, μετά την εξαφάνιση της πρώτης γενιάς, συνεχίζει να διατηρεί την ταυτότητά του και δεν έχει ξεχάσει τα εδάφη της καταγωγής του, τις «χαμένες πατρίδες» του, ή τις «αξέχαστες». Πολλά χωριά φέρουν τοπωνύμια από τους τόπους προέλευσης στους οποίους προηγείται το επίθετο Νέος ή Νέα, πολλές αστικές γειτονιές έχουν σαφώς εμφανή προσφυγική προέλευση (Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια …). Οι εκκλησίες, τα μοναστήρια μνημονεύουν επώνυμους αγίους από τους τόπους καταγωγής του προσφυγικού πληθυσμού, περιέχουν εικόνες και κειμήλια από εκείνα τα μέρη. Πρόσφατα, υπάρχουν μνημεία που συνεχίζουν να κατασκευάζονται αναφορικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στον ξεριζωμό και στα πολυάριθμα θύματα μεταξύ συγγενών και προγόνων. Πολλά βιβλία αναμνήσεων, ιστορίας και λογοτεχνίας δημοσιεύθηκαν από κάποιους μεγάλους συγγραφείς (Σεφέρης, Βενέζης, Κόντογλου…) ή από απλούς πολίτες που επιθυμούσαν να καταγράψουν πολύ ακριβείς περιγραφές εκείνων των τόπων της προέλευσης και της ιστορίας τους. Από τη δεκαετία του 1970, η κοινωνική ζωή αναπτύχθηκε πολύ, καθιστώντας δυνατή την καλλιέργεια της μνήμης των τόπων προέλευσης και των γεγονότων που προκάλεσαν ένα μεγάλο αριθμό θυμάτων και τον ξεριζωμό, την απώλεια της «πατρίδας». Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, εμφανίστηκαν οι διεκδικήσεις για την αναγνώριση μιας «γενοκτονίας», αρχικά στα μέρη των Ποντίων και, κατόπιν, στα μέρη των άλλων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, με εξαίρεση τους Καππαδόκες.
*Περιοδικό Anatoli, 2012
Mετάφραση από τα γαλλικά: Στράτος Ιωαννίδης
(Συνεπτυγμένη εκδοχή)
ΠΗΓΗ ardin-rixi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου