Του Guy Martin
Πρόκειται για την πλέον γνωστή και δυστυχώς για μία από τις μεγαλύτερες οικειοποιήσεις τέχνης από τη βρετανική αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο λόγος για την κοπή και την αφαίρεση μεγάλων τμημάτων της ζωφόρου και ανεκτίμητης αξίας γλυπτών του Παρθενώνα, καθώς και άλλων θησαυρών της Ακρόπολης, και την αποστολή τους στη Βρετανία, κατά την περίοδο 1801-1812.
Η οικειοποίηση αυτή σχεδόν από την πρώτη στιγμή πυροδότησε μια συζήτηση στο Κοινοβούλιο, και όχι μόνο, σχετικά με το αν η Βρετανία -ή ο ιδιοκτήτης και αποστολέας των μαρμάρων, Λόρδος Έλγιν, κατά κόσμον Τόμας Μπρους- πρέπει να επιστρέψει τα ανεκτίμητης αξίας τμήματα της ζωφόρου και λοιπά γλυπτά. Μια συζήτηση που ξεκίνησε και συνεχίζεται αέναα από εκείνη την εποχή και γίνεται ολοένα εντονότερη και οξύτερη.
Κατά τη διάρκεια του τρέχοντος αιώνα, το Βρετανικό Μουσείο έχει "αποκρούσει” ψύχραιμα και σταθερά όλα τα αιτήματα επιστροφής και τις σχετικές διαμαρτυρίες. Άλλωστε, τα "Ελγίνεια Μάρμαρα”, τα οποία αγόρασε η κυβέρνηση της Βρετανίας από τον Λόρδο Έλγιν το 1816, έχουν καταστεί ο πυρήνας της παγκοσμίου κλάσεως συλλογής κλασικών γλυπτών του μουσείου.
Βασικό επιχείρημα, επί σειρά ετών, του Βρετανικού Μουσείου για τη διακράτηση των μαρμάρων είναι ότι προσελκύουν έξι εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως, κάτι όμως που μειώνει τον αριθμό των επισκεπτών που προσελκύει το Μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα κατά τέσσερις φορές.
Το βράδυ του Σαββάτου, 30 Ιουλίου, στο Λονδίνο, 200 και πλέον χρόνια από τότε που ο Έλγιν έστειλε τα τελευταία μάρμαρα από την Αθήνα στη βρετανική πρωτεύουσα, η συνεχιζόμενη, και πλέον διεθνής, συζήτηση για το πολιτιστικό "χρέος” της Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα πήρε μια ιδιαίτερα θετική τροπή χάρη σε μια συνέντευξη που δημοσίευσαν οι Sunday Times του Λονδίνου. Στην εν λόγω συνέντευξη, ο εν ενεργεία αναπληρωτής διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Τζόναθαν Ουίλιαμς, προέβη σε μια τολμηρή πρόταση για "ενεργή συνεργασία του Παρθενώνα, με τους φίλους και συναδέλφους μας στην Ελλάδα”.
Επικαλούμενος τη διάθεση του Βρετανικού Μουσείου να "πέσουν οι τόνοι”, ο αξιότιμος κ. Ουίλιαμς ανέφερε: "Πιστεύω ακράδαντα ότι υπάρχει περιθώριο για μια πραγματικά θετική συζήτηση μέσω της οποίας μπορουν να βρεθούν νέοι τρόποι συνεργασίας. Υπάρχουν πολλά αριστουργήματα που θα χαρούμε να δανειστούμε και να δανείσουμε. Αυτό άλλωστε κάνουμε”.
Φυσικά, δεν δόθηκαν λεπτομέρειες, καθώς οι εν δυνάμει συνεργάτες του Βρετανικού Μουσείου, οι πολιτιστικοί φορείς και η κυβέρνηση της Ελλάδας δεν είχαν την ευκαιρία να πληροφορηθούν σχετικά από το μουσείο, ούτε να καταθέσουν τις δικές τους προτάσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η συλλογή του μουσείου περιέχει πολλά εκθέματα των οποίων η προέλευση δεν αμφισβητείται (προς το παρόν), ενώ ούτε το άρθρο των Times ούτε κάτι άλλο δείχνει ότι το Βρετανικό Μουσείο προγραμματίζει κάτι τέτοιο. Ωστόσο, διαφαίνεται μια σημαντική ευκαιρία εν αντιθέσει με την αποφασιστική στάση που κρατούσε επί δύο αιώνες το μουσείο, με τις προσεκτικά διατυπωμένες πάντοτε αρνήσεις και απορρίψεις στα εκάστοτε αιτήματα.
Ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι άνοιξε μια πόρτα. Φυσικά, το Βρετανικό Μουσείο έχει πολλές πόρτες. Ποια πόρτα οδηγεί σε κάποιου είδους συνομιλίες ή σε μια ουσιαστική ανταλλαγή με τις αρχές της Ελλάδας δεν είναι γνωστό, ωστόσο είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η διατύπωση της παραπάνω άποψης στην έκδοση του Σαββατοκύριακου των Times δείχνει ότι οι διευθυντές του μουσείου έχουν τουλάχιστον αρχίσει να χαράσσουν κάποια πρώτα σχέδια, έστω κι αν η βάση τους είναι μόνο το "τι πραγματικά έχουμε να χάσουμε”.
Άλλωστε, γιατί να γίνει σχετική αναφορά στους Times αν είναι απλώς "λόγια του αέρα”; Βέβαια, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να είναι ένας τρόπος του μουσείου να "παίξει καθυστερήσεις” - ήτοι, όπως κάνει δύο αιώνες και πλέον, μπορεί να σκέφτηκε "γιατί να μην παγώσουμε τις ελληνικές απαιτήσεις δελεάζοντάς τους με το Μήλον της Έριδος”;
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, το όφελος του μουσείου από αυτό το παιχνίδι φαίνεται μηδαμινό, δεδομένου ότι προτάσεις που προσφέρουν "ψίχουλα” ή επί της ουσίας τίποτα, δεν πρόκειται να διασφαλίσουν την παρουσία των γλυπτών στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου. Το πιθανότερο είναι ότι το μουσείο δηλώνει ξεκάθαρα τι είναι αυτό που θέλει από τους Έλληνες, έναν συνεχή διάλογο μέσω ουσιαστικών δια-μουσειακών συνεργασιών και δανείων.
ΠΗΓΗ capital
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου