«Πρέπει και οι εύποροι να κάνουν τους εαυτούς τους χρήσιμους για τους πολίτες», έλεγε ο Δημοσθένης, υποστηρίζοντας μία από τις πιο λαμπρές λειτουργίες της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπου η χορηγία ερχόταν ως συμπληρωματική της κρατικής μέριμνας αλλά και ως μέσον μεταφοράς πόρων από τους ιδιώτες στο κράτος. Ένας άκρως επιτυχημένος θεσμός, με μικρές διαφορές από τη σημερινή εποχή.
Στα χρόνια της πανδημίας μεγάλες εταιρείες και ιδιώτες δωρητές, δίνοντας το παρών στην αντιμετώπιση της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης υπήρξαν με το έργο τους σημαντικοί αρωγοί της πολιτείας και φυσικά των πολιτών. Αρκετοί από αυτούς συνεχίζοντας την από ετών κοινωφελή τους δραστηριότητα _περισσότερο ή λιγότερο προβεβλημένη_ και άλλοι επειδή ευαισθητοποιήθηκαν από τα γεγονότα των ημερών, σε κάθε περίπτωση όμως, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες. Παρ΄ όλα αυτά πρόκειται για έναν τομέα, στον οποίο η σύγχρονη Ελλάδα υστερεί δραματικά.
Κοινωφελή έργα, δωρεές, χορηγίες, μπορεί να είναι διαφορετικά πράγματα, η νομοθεσία όμως, που τα διέπει, είναι για όλα κανονιστική και ειδικότερα, φορολογική. Σωστό βεβαίως, πλην όμως, όταν οι νόμοι είναι τόσο αυστηροί, ώστε να βάζουν τροχοπέδη αντί να προσφέρουν κίνητρα για την διεύρυνση τέτοιων λειτουργιών, που ωφελούν και το κράτος και τους αποδέκτες τους είναι αντιπαραγωγικοί και αντιαναπτυξιακοί.
Όπως ο νόμος του υπουργείου Πολιτισμού για τις χορηγίες _ «χορηγοκτόνος» έχει χαρακτηρισθεί_ καθώς με τα ελάχιστα φορολογικά κίνητρα που προσφέρει, επιτρέπει μόνον σε μεγάλους χορηγούς (εταιρείες και ιδρύματα) να προχωρήσουν σε μία χορηγική προσφορά. Οι υπόλοιποι μάλλον απέχουν, υπολογίζοντας ότι τα οφέλη δεν είναι τέτοια, ώστε να μπουν στον κόπο. Και ποιος θα τους κακολογήσει στις κρίσιμες εποχές που διανύουμε…
Στα 30% έφθανε η φοροαπαλλαγή πριν από μία 12ετία, σήμερα όμως «Το αφαιρούμενο συνολικό ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού φορολογούμενου εισοδήματος ή των καθαρών κερδών που προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης που προσέφερε τη χορηγία», όπως αναφέρει ο σχετικός νόμος. Ποιον μπορεί να δελεάσει εύκολα μια τέτοια συνθήκη;
Και δεν είναι μόνον αυτό. Επιφυλακτική και καχύποπτη απέναντι στους χορηγούς η νομοθεσία επιβάλλει μεγάλη γραφειοκρατία και περίπλοκες διαδικασίες, που προφανώς και δεν αρέσουν σε κανένα, αφού προϋποθέτουν ενασχόληση έως και μηνών για να τελεσφορήσουν. Διότι, ναι μεν απαιτούνται ασφαλιστικές δικλείδες ώστε οι ενέργειες να είναι νομότυπες αλλά πόσο μπορεί να αντέξει κανείς, όταν ευθείς εξ αρχής ελέγχεται ως ύποπτος φοροδιαφυγής ή άλλων αξιόποινων πράξεων. Δεν είναι περίεργο λοιπόν, που χορηγοί –συνήθως εταιρείες_ παρακάμπτοντας το κράτος συμπεριλαμβάνουν την χορηγία τους στα έξοδα προβολής, που ως γνωστόν εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης η στρόφιγγα, που είχε ανοίξει διάπλατα, ήδη τα τέλη του ΄80 έκλεισε ερμητικά και μεγάλοι οργανισμοί πολιτισμού όπως το Μέγαρο Μουσικής για παράδειγμα, έχασαν τους χορηγούς τους ενώ το ίδιο σε μεγαλύτερη κλίματα συνέβη και σε όλους τους άλλους, μικρούς φορείς. Εταιρείες, που στο παρελθόν στήριζαν γενναιόδωρα τον πολιτισμό αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα, το ίδιο και οι τράπεζες. Ο πολιτισμός υπέφερε, η δημιουργία επίσης.
Νέα αντιμετώπιση, σύγχρονη, ευέλικτη και
προσαρμοσμένη στα υπάρχοντα δεδομένα, με κίνητρα ουσιαστικά και
αποτελεσματικά είναι πλέον το αδιαμφισβήτητο αίτημα. Φυσικά και το
κράτος θέλει φορολογικά έσοδα αλλά εκ του συμψηφισμού είναι βέβαιο, ότι
δεν θα τα χάσει.
Στο κάτω – κάτω ελληνική εφεύρεση, από τα αρχαία χρόνια είναι η χορηγία!
Οργανωμένη με συγκεκριμένους νόμους και με τεράστια αποδοχή. Με μια ειδοποιό διαφορά: «Ο θεσμός στην αρχαία Αθήνα ήταν υποχρεωτικός. Ποια δημοκρατική χώρα σήμερα θα τολμούσε να επιβάλλει ειδική φορολογία για τα πολιτιστικά;», όπως έγραφε η αείμνηστη αρχαιολόγος Έβη Τουλούπα. Τότε βέβαια ήταν άλλες εποχές, όταν τέτοιες πράξεις διέπονταν από το ήθος και το έθος και όχι μόνον από τους νόμους…
ΠΗΓΗ mononews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου