Του Νικόλα Δημητριάδη
Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των τουρκικών αεροσκαφών F-16 στο σύγχρονο επίπεδο «Viper» (αντίστοιχο του ελληνικού προγράμματος εκσυγχρονισμού που ήδη υλοποιεί η ΕΑΒ) επανήλθε στην επικαιρότητα, μετά τις σχετικές δηλώσεις του υφυπουργού κ. Συρίγου και τις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσαν.
Η σημασία του προγράμματος αυτού, στο οποίο επανέρχεται διαρκώς με δηλώσεις του και ο ίδιος ο Ερντογάν, φαίνεται ότι είναι κομβική:
Αν δούμε το θέμα από επιχειρησιακής πλευράς (που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι είναι και η σημαντικότερη), φαίνεται ότι, από όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις που έχει η Τουρκία στη διάθεσή της, το πρόγραμμα των F-16 Viper είναι αυτό που προσφέρει την ταχύτερη αναβάθμιση της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας. Οποιαδήποτε άλλη λύση απόκτησης αεροσκαφών θα απαιτήσει μακροχρόνιες διαδικασίες ανάπτυξης, κατασκευής, υποστήριξης, ένταξης σε υπηρεσία, εκπαίδευσης προσωπικού κ.λπ. Ας σκεφτούμε ότι τα ελληνικά Ραφάλ είναι αυτή τη στιγμή ετοιμοπόλεμα, επειδή η Αεροπορία μας είχε ήδη έτοιμη όλη την υποδομή των προκάτοχών τους Μιράζ-2000. Το ίδιο θα ισχύσει και για τα τουρκικά Viper: η Τουρκία θα τα εντάξει στον στόλο της εύκολα, γρήγορα και απρόσκοπτα, όπως ακριβώς εντάσσει αυτή τη στιγμή και η ελληνική αεροπορία τα δικά της Viper (ήδη τα πρώτα εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη βρίσκονται στη μοίρα τους και οι ιπτάμενοί μας εκπαιδεύονται σε αυτά).
Εάν θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μία κατάσταση επανεξοπλισμού, μετά την δεκαπενταετή εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων, τότε είναι προφανές ότι ο παράγοντας «χρόνος» είναι καθοριστικός. Έτσι, η ταχύτατη παράδοσή τους, φαίνεται ότι έπαιξε μείζονα ρόλο κατά την επιλογή τόσο των Ραφάλ, όσο και των φρεγατών Μπελαρά. Όσο βιαζόμαστε εμείς να ενισχυθούμε, τόσο μας συμφέρει οι Τούρκοι να καθυστερούν. Κάθε καθυστέρηση που συναντούν οι τουρκικοί εξοπλισμοί μας δίνει κάποιες ανάσες χρόνου για να ολοκληρώσουμε τους δικούς μας αμυντικούς σχεδιασμούς[1]. Δεν θεωρούμε, λοιπόν, ότι, από όλα τα πιθανά σενάρια αναβάθμισης της τουρκικής αεροπορίας, εμάς μας συμφέρει αυτό που έχει τον μικρότερο χρονικό ορίζοντα υλοποίησης.
Αν, δε, λάβουμε υπόψιν τη συνολική –κακή– κατάσταση της τουρκικής αεροπορίας, η οποία μαστίζεται από χαμηλές διαθεσιμότητες λόγω του άτυπου «εμπάργκο» που της έχει επιβληθεί από τις Η.Π.Α., θα αντιληφθούμε ότι το πρόγραμμα των Viper δεν αφορά μόνον στο εκσυγχρονισμό κάποιων αεροσκαφών, αλλά στη συνολική επανάκαμψη της τουρκικής αεροπορικής ισχύος. Η γειτονική αεροπορία βασίζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στα F-16, τα οποία, λόγω της ψύχρανσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, δεν υποστηρίζονται πλέον επαρκώς. Το πρόγραμμα των Viper θα αλλάξει άρδην την κατάσταση αυτή και θα σημάνει την απρόσκοπτη πλέον υποστήριξη του τουρκικού αεροπορικού στόλου.
Αντιθέτως, η εναλλακτική της αγοράς ρωσικών ή κινεζικών αεροσκαφών είναι πολλαπλά προβληματική για την Τουρκία. Όσο πιο «εξωτική» είναι η λύση, τόσο πιο δύσκολη είναι η υιοθέτησή της. Τα ρωσικά αεροπλάνα έχουν συστήματα εντελώς ξένα για μία νατοϊκή αεροπορία. Απαιτούν νέες υποδομές, νέα γραμμή υποστήριξης, νέα αποθέματα πυραύλων, νέες τακτικές, εξ’ αρχής εκπαίδευση όλου του προσωπικού (τεχνικών και ιπταμένων). Με λίγα λόγια, απαιτούν το στήσιμο ολόκληρης της αεροπορίας από την αρχή. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς, απαιτεί πάρα πολλά χρόνια. Και οι πολιτικές επιπλοκές μίας τέτοιας απόφασης, θα σημάνουν τον παράλληλο μαρασμό της τουρκικής αεροπορίας, καθώς ο αμερικανικής προέλευσης εξοπλισμός της θα σταματήσει να υποστηρίζεται τελείως και θα επιταχυνθεί η ήδη σταδιακή απαξίωσή του. Αυτό το ενδεχόμενο είναι αδιανόητο για την Τουρκία: δεν μπορεί να «θυσιάσει» την αμερικανικής τεχνολογίας και νατοϊκής οργάνωσης αεροπορία του, περιμένοντας να αποκτήσει καινούρια σε 10 χρόνια. Και όλα αυτά, προκειμένου να προμηθευτεί στο τέλος αεροπλάνα που θεωρούνται υποδεέστερα των αντιστοίχων δυτικών. Είναι προφανές ότι ο εκσυγχρονισμός των F-16 είναι ένα στοίχημα που ο Ερντογάν δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει.
Αυτός είναι ίσως ο λόγος που ο Ερντογάν δεν έχει προχωρήσει στην αγορά έστω και λίγων αεροσκαφών από τη Ρωσία ή την Κίνα[2]. Αν αποφάσιζε σήμερα ο Ερντογάν να προμηθευτεί π.χ. ρωσικά Σουκόϊ Su-35, τότε το πιθανότερο θα ήταν να μην τα έχει σε επαρκείς αριθμούς πριν το τέλος της δεκαετίας, ενώ παράλληλα ο στόλος των επιχειρησιακών τουρκικών F-16 θα έβαινε διαρκώς μειούμενος. Στην περίπτωση αυτή, η ελληνική υπεροχή στο Αιγαίο θα καθίστατο απόλυτη, καθώς μέχρι τότε θα ολοκληρωνόταν και ο ελληνικός αεροπορικός σχεδιασμός (εκσυγχρονισμένα F-16, Ραφάλ, F-35). Και το αρνητικό για την Τουρκία ισοζύγιο δεν θα μπορεί, ασφαλώς, να αλλάξει με λίγες δεκάδες Σουκόϊ (το οποίο –κακά τα ψέματα–, όσες αναβαθμίσεις κι αν έχει δεχτεί, δεν παύει να αποτελεί μία σχεδίαση του 1980). Μπορεί ο τότε πρόεδρος των Η.Π.Α. να μην ασκεί «έλεγχο» στα Σουκόϊ αυτά, αλλά η υπεροχή της Πολεμικής Αεροπορίας θα είναι τέτοια, που λίγο θα μας απασχολεί το πρόβλημα αυτό. Αντιθέτως, αν αύριο το πρωί «ξεκλειδώσει» η υποστήριξη των τουρκικών F-16, επανέλθουν τα διάφορα αμυντικά προγράμματα που «έτρεχαν» με αμερικανική τεχνογνωσία και σε 2-3 χρόνια αρχίσει η Τουρκία να παραλαμβάνει εκσυγχρονισμένα F-16, τότε ο πονοκέφαλος για τους επιτελείς μας θα είναι ασφαλώς μεγαλύτερος.
Το δίλημμα για τον Ερντογάν εν προκειμένω είναι σημαντικό και απορρέει από μία βασική παραδοχή: το γεγονός ότι η πολυδιαφημισμένη αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, όσες επιτυχίες κι αν έχει (και έχει πολλές), δεν μπορεί ακόμη να του προσφέρει την απαραίτητη τεχνολογική αυτάρκεια που θα του επιτρέψει να λειτουργήσει ως ανεξάρτητη περιφερειακή μεγάλη δύναμη. Η μέρα που η Τουρκία θα μπει στο κλειστό κλαμπ των κρατών που μπορούν να αναπτύσσουν οπλικά συστήματα σε κρίσιμους τομείς υψηλής τεχνολογίας είναι ακόμη πολύ μακριά. Ως τότε, είναι υποχρεωμένη είτε να εξαρτάται από τη Δύση, είτε να αποκοπεί τελείως από αυτήν, αναζητώντας τη ρωσική και κινεζική πατρωνία. Το τι από τα δύο «συμφέρει» περισσότερο την Ελλάδα είναι αντικείμενο ευρείας συζήτησης, και έχουν διατυπωθεί δημόσια και οι δύο απόψεις: από τη μία όσων θεωρούν ότι η δυτική προοπτική της Τουρκίας λειτουργεί κατευναστικά και εξημερώνει το «θηρίο», και από την άλλη όσων θεωρούν τη στρατηγική του κατευνασμού αποτυχημένη, και πιστεύουν ότι η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση περιορίζει το «χάιδεμά» της από αυτήν ενώ ενισχύει παράλληλα τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας.
Όποια θέση κι αν λάβει κάποιος στη συζήτηση αυτή, παραμένει το γεγονός ότι, αυτή τη στιγμή, η τουρκική πολεμική αεροπορία περνάει κρίση, τέτοια που δεν της επιτρέπει να αναλάβει τον ρόλο που απαιτείται, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νεοθωμανικής πολιτικής. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι η πιο σημαντική αιτία (από τις αναμφίβολα πολλές) που η Τουρκία δεν έχει επιχειρήσει μία ένοπλη αντιπαράθεση με την Ελλάδα είναι η ελληνική αεροπορική ισχύς. Όσο περνάει, δε, ο καιρός, το ισοζύγιο αεροπορικής ισχύος θα γέρνει ακόμη περισσότερο προς όφελος της Ελλάδας και δεν νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να επιθυμούμε την αλλαγή της κατάστασης αυτής. Αντί να ελπίζουμε, λοιπόν, ότι η Δύση θα «ελέγξει» την τουρκική επιθετικότητα, θα ήταν καλύτερο να επενδύσουμε στον μοναδικό παράγοντα που μπορεί πραγματικά να ελέγξει την τουρκική επιθετικότητα: τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
[1] Και, ευτυχώς, δεν είναι και λίγα τα εξοπλιστικά προγράμματα της γείτονος που αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις: άρματα μάχης, υποβρύχια, φρεγάτες, αεροπλάνα κ.ά.
[2] Υπ’ όψιν ότι η τελευταία, εκτός των άλλων, έχει εξελίξει μαχητικά αεροσκάφη και σε συνεργασία με τον στενό σύμμαχο του Ερντογάν, το Πακιστάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου