Το 1827, σε μία κρίσιμη καμπή της Ελληνικής Επανάστασης, εκτυλίχθηκαν στην περιοχή του Φαλήρου τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατο του Γεώργιου Καραϊσκάκη αλλά και στη μεγάλη ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Αναλάτου.
1826. Ο Κιουταχής, αφού είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας, προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε, οδηγώντας τελικά -με τη βοήθεια του Ιμπραήμ Πασά- τους Μεσολογγίτες στην ηρωική τους έξοδο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά της Αθήνας και πολιόρκησε για μήνες τους επαναστάτες που ήταν κλεισμένοι στην Ακρόπολη.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη, Γεώργιος Μαργαρίτης (1844) | Εθνική Πινακοθήκη |
Τη νύχτα της 10ης προς 11η Απριλίου 1826, όταν το Μεσολόγγι έπεφτε, ο Καραϊσκάκης, που έπασχε από φυματίωση, βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο Ναυπακτίας. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς έφτασε στο Ναύπλιο και τον Ιούλιο, επικεφαλής 680 περίπου ανδρών, μπήκε στη Στερεά και στη συνέχεια συγκρότησε γενικό ελληνικό στρατόπεδο στην Ελευσίνα.
Τους επόμενους μήνες, με επιτυχημένες επιχειρήσεις στη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και τη Φωκίδα, ο Καραϊσκάκης κατάφερε να ανακόψει προσωρινά τον ανεφοδιασμό των Τούρκων πολιορκητών της Αθήνας.
Τον Μάρτιο του 1827 κατέλαβε το Κερατσίνι όπου και στρατοπέδευσε, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ανεφοδιασμού από τη θάλασσα. Ακολούθησε, στις 13 Απριλίου 1827, η κατάληψη της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά και η ενοποίηση των στρατοπέδων του Κερατσινίου και της Καστέλλας. Ο ίδιος μετέφερε το αρχηγείο του στον Πειραιά.
Στις 17 Απριλίου αποφασίστηκε, υπό την πίεση των Άγγλων Τσορτς και Κόχραν (που εν τω μεταξύ είχαν οριστεί αρχηγοί των ελληνικών στρατευμάτων) και παρά την αντίθετη άποψη του Καραϊσκάκη, κατά μέτωπο επίθεση προς την Ακρόπολη.
Ο Καραϊσκάκης σκόπευε να χτυπήσει μέσα από τη Γαργαρέτα (το σημερινό Κουκάκι) την κύρια τουρκική δύναμη στον λόφο του Φιλοπάππου. Για να καταστεί αυτό δυνατό, έπρεπε να γίνει νυχτερινή απόβαση στους Τρεις Πύργους (το λιμάνι του Φαλήρου) και από εκεί μέχρι τον Ανάλατο (τα σημερινά όρια της Νέας Σμύρνης με τον Νέο Κόσμο – η περιοχή περίπου του Άγιου Σώστη) έπρεπε να δημιουργηθούν ταμπούρια (οχυρώματα). Η επιχείρηση ορίστηκε για το βράδυ της 22ας προς 23η Απριλίου.
Εν τω μεταξύ, ο Καραϊσκάκης είχε δώσει εντολή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας στις 22 Απριλίου να μην προκληθούν αψιμαχίες, πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου όμως, ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα οχύρωμα το οποίο φυλούσαν μαχητές από την Κρήτη – οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και οι εχθροπραξίες γρήγορα γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής.
Αν και αρχικά είχε μεταβεί εκεί για να σταματήσει τους πυροβολισμούς, αναγκάστηκε τελικά να συμμετάσχει στη μάχη. Ξαφνικά, μέσα στον πανικό, δέχτηκε έναν πυροβολισμό στη βουβωνική χώρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, παρά τον τραυματισμό του, παρέμεινε για ώρα στη μάχη, επάνω στο άλογό του, και όταν τελικά μεταφέρθηκε στον γιατρό, εκείνος διαπίστωσε ότι ο τραυματισμός ήταν θανάσιμος.
Το ποιος έριξε εκείνη τη σφαίρα παραμένει μέχρι και σήμερα ένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης. Κάποιες μαρτυρίες αναφέρουν πως ο μεγάλος οπλαργηγός σκοτώθηκε από τουρκικό όπλο κι άλλες πως ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα προδοσίας και πυροβολήθηκε από Έλληνες που δρούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του (των Βρετανών ή ακόμα και του Μαυροκορδάτου). Όλες οι πηγές πάντως συμφωνούν ως προς το πότε και πού δέχθηκε το μοιραίο χτύπημα ο Έλληνας στρατάρχης: Ήταν στην περιοχή του Φαλήρου, στις 22 Απριλίου του 1827. Πέθανε τελικά λίγες ώρες αργότερα, στις 23 Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του γιορτής.
Η σορός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Η επόμενη μέρα πάντως βρήκε τους Έλληνες ηττημένους μετά τη μάχη του Αναλάτου. Η ήττα μάλιστα ήταν τόσο βαριά (οι ελληνικές δυνάμεις μέτρησαν γύρω στους 2.000 νεκρούς), που οδήγησε όχι μόνο στην παράδοση των πολιορκημένων της Ακρόπολης (25 Μαΐου 1827) αλλά και στην ουσιαστική καταστολή της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα.
Το 1835, πραγματοποιήθηκε, κατ’ εντολή του βασιλιά Όθωνα, η μεταφορά των οστών του Καραϊσκάκη από τη Σαλαμίνα, όπου είχε ταφεί, στο σημείο που είχε δεχθεί τον θανάσιμο πυροβολισμό του, στο Φάληρο.
Εκεί, στην έρημη τότε κοιλάδα του Φαλήρου, στήθηκε μνημείο προς τιμήν του. Αργότερα, στην περιοχή φτιάχτηκε το ποδηλατοδρόμιο που στη συνέχεια έδωσε τη θέση του στο στάδιο “Γεώργιος Καραϊσκάκης”. Κατά τη διάρκεια της Χούντας, τα οστά αφαιρέθηκαν από το μνημείο προκειμένου αυτό να μεταφερθεί λόγω εργασιών διαμόρφωσης των χώρων γύρω από το στάδιο και το κενοτάφιο πλέον μεταφέρθηκε στη σημερινή πλατεία Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, μπροστά από τον σταθμό του Ηλεκτρικού.
ΠΗΓΗ nou-pou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου