Κυριακή 21 Μαΐου 2023

Εκλογές στην Ελλάδα: Πρόβα νυφικού για την εξουσία με φόντο τις «Πρέσπες του Αιγαίου και της Κύπρου»…

 Γιάννος Χαραλαμπίδης 

Οι διάλογοι με την Τουρκία, το Δόγμα Δένδια και η ελληνοτουρκική ομοσπονδία του δικτάτορα Παπαδόπουλου - Πώς λειτουργούν οι εκλογικοί νόμοι, τα ποσοστά αυτονομίας, η ακυβερνησία και το σενάριο να συνθλιβούν οι μικροί στις 2 Ιουλίου

Οι σημερινές εκλογές στην Ελλάδα εμφανίζονται ως πρόκριμα για τις επόμενες, στις 2 Ιουλίου, και ως το στοίχημα, κατά πόσον η χώρα θα κυβερνηθεί (αυτοδύναμα ή με συμμαχίες) ή θα μπει σε μια δίνη ακυβερνησίας. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει εσωτερικά και δη στις σχέσεις μας με την Τουρκία. Διότι, όπως λέγεται, μετά τις εκλογές σε Τουρκία και Ελλάδα θα ήταν δυνατό να ξεκινήσουν διάλογοι για την επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο και στο Κυπριακό. Ποια θα είναι, όμως, η βάση των διαλόγων αυτών και της επίλυσης των προβλημάτων; Τι θέλει η Τουρκία και τι τελικά θέλουν Αθήνα και Λευκωσία;

Πώς καθορίζει η Τουρκία τον διάλογο μετά τις εκλογές
Διαφέρουν ή όχι οι Κεμαλιστές με τους Ερντογανιστές στην πολιτική τους;
Πώς η Άγκυρα σπρώχνει Ελλάδα και Κύπρο στον ρεαλισμό της αποτροπής

Η αυτοδυναμία

Αυτή η Κυριακή δεν θα δώσει αυτοδυναμία ούτε στη Νέα Δημοκρατία ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ. Mε βάση το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα, για να επιτύγχανε η ΝΔ τo 2019 αυτοδυναμία θα έπρεπε να συγκεντρώσει ποσοστό της τάξης του 46,2% με 47%, υπό την έννοια ότι το 6% με 8% του συνόλου των ψήφων δεν θα μπουν στη Βουλή. Εκτός και αν γίνει το θαύμα. Εκτός και αν σχηματιστεί Κυβέρνηση είτε πλειοψηφίας, με κεντρικό πυλώνα τη Νέα Δημοκρατία, είτε μειοψηφίας κάτω από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο εκλογικός νόμος της απλής αναλογικής, που θα εφαρμοστεί σήμερα, δεν αφήνει περιθώρια σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Συνεπώς, το στοίχημα είναι τα ποσοστά των δυο μεγάλων κομμάτων, καθώς και του τρίτου, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ, ως ρυθμιστή για να οικοδομήσουν τις στρατηγικές τους ενόψει του δευτέρου γύρου των εκλογών. Όσο, δε, για το ΚΚΕ, εκ της φύσεώς του δεν επιδιώκει ρυθμιστικό ρόλο και, ως εκ τούτου, δεν συνεργάζεται για την κατάληψη της αστικής εξουσίας. Στο σκηνικό υπάρχουν άλλα δύο κόμματα, που υπεισέρχονται στη Βουλή. Πρόκειται για την «Ελληνική Λύση» και τη «Μέρα 25». Αμφότερα, στον δεύτερο γύρο των εκλογών περί τις 2 Ιουλίου, θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα επιβίωσης. Γιατί; Διότι, με βάση τον νέο εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των κομμάτων, που θα μείνουν εκτός Βουλής (δεν θα συγκεντρώσουν καν 3%), τόσο μικρότερο θα είναι το ποσοστό για την αυτονομία. Για παράδειγμα, όταν το πρώτο κόμμα περάσει το 25% παίρνει μπόνους 20 έδρες και κάθε 0,5% παίρνει ως μπόνους ένα βουλευτή. Ως εκ τούτου, για να φτάσει στο όριο της αυτοδυναμίας πρέπει να περάσει περίπου το φράγμα του 37,5%, εάν το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής φτάσει το 8%, όπως συνέβη το 2019. Όσο πιο υψηλό είναι αυτό το ποσοστό, τόσο πιο πολλές έδρες μπορεί να πάρει ως πρόσθετο μπόνους το πρώτο κόμμα. Υπό κάποιες, λοιπόν, προϋποθέσεις και τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής στον δεύτερο γύρο αν αγγίξουν το ποσοστό της τάξης του 13%, το ποσοστό της αυτοδυναμίας μπορεί να πέσει στο 36,5%. Άρα, το σύνθημα τόσο της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, των μεν προς τα δεξιά και των δε προς τα αριστερά, ψηφίστε εμάς, εάν θέλετε αυτοδυναμία και όχι ακυβερνησία.

Οι ρυθμιστές

Οι σημερινές εκλογές είναι πρόβα για το νυφικό της εξουσίας και τη δημιουργία αυτοδύναμης Κυβέρνησης ή συνεργασίας για τις εκλογές της 2ας Ιουλίου. Επί τούτου είναι που το ΠΑΣΟΚ είτε θα γίνει ρυθμιστής είτε θα κατηγορηθεί ότι ευθύνεται για την ακυβερνησία. Εκτός και αν οι άλλοι δυο, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης. Αναλόγως του αποτελέσματος και αν δεν συνθλιβούν, ρυθμιστικό ρόλο μπορούν να έχουν η «Ελληνική Λύση» και η «Μέρα 25». Ή, όπως και το ΠΑΣΟΚ, θα ήταν δυνατό να βρεθούν σε δύσκολη θέση. Το δίλημμα είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης έναντι κάθε τιμήματος και χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες ή ακυβερνησία. Διότι, η ακυβερνησία θα έχει οικονομικές και εσωτερικές επιπτώσεις στην κοινωνική και πολιτική συνοχή.

Ρητορική και πράξη

Στο σκηνικό είναι και η Τουρκία. Όσο μεγαλύτερη είναι η ακυβερνησία, τόσο πιο ευάλωτη είναι μια χώρα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Βεβαίως, και η Τουρκία βρίσκεται ώς την άλλη Κυριακή κάτω από καθεστώς πολιτικής εκκρεμότητας. Ο Ερντογανισμός κερδίζει επί του παρόντος τον Κεμαλισμό.

Η ουσία είναι άλλη:

  1. Η τουρκική αναθεωρητική πολιτική, που καλύπτει και το Αιγαίο και την Κύπρο, δεν αλλάζει ακόμη και αν αλλάξει η ρητορική της Άγκυρας.
  2. Αθήνα και Λευκωσία έχουν εξευμενιστική στην πράξη πολιτική και ρητορικά αναφέρονται σε αποτροπή. Ή ας το θέσουμε στην εξής βάση: Εάν έχουν γίνει βήματα αποτροπής κυρίως από την Ελλάδα, χωρίς όμως να καλύπτεται η Κύπρος, αυτά οφείλονται στην Άγκυρα. Αυτή έφερε την κατάσταση στο χείλος του πολέμου, ξυπνώντας με τα τύμπανα της επιθετικότητάς της την ανάγκη θωράκισης και άμυνας. Η Κύπρος συνεχίζει να είναι η αχίλλειος πτέρνα του Ελληνισμού. Διότι, ακόμη κυριαρχεί η αντίληψη ότι τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε, και ότι τα χρήματα για την άμυνα είναι κόστος, παρότι στην ουσία είναι επένδυση στην ασφάλεια των πολιτών συν του εξής: Εάν έχεις αξιόπιστη αποτροπή, δεν πας, όπως πηγαίναμε στο παρελθόν, στις συνομιλίες με το πιστόλι στον κρόταφο. Ανισοζύγια δυνάμεων σημαίνει αποδοχή των θέσεων του ισχυρού και δημιουργία ενός νέου πολιτειακού καθεστώτος και δη διχοτομικού είτε αυτό ονομάζεται ομοσπονδία δυο ισότιμων συνιστώντων κρατών με πολιτική ισότητα είτε είναι το επόμενο τουρκικό βήμα. Δηλαδή, εφόσον η Τουρκία κατοχύρωσε την ομοσπονδία στο Κραν Μοντανά, πατά πάνω της και προχωρεί στο επόμενο στάδιο: Εκείνο των δύο κρατών με ισότιμη κυριαρχία.

Από το ’68 στις Πρέσπες…

Γίνεται λόγος ότι μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία θα ήταν δυνατό να αρχίσει διάλογος για λύση των προβλημάτων. Ας δούμε πώς εννοεί η Άγκυρα τον διάλογο και τη λύση: Σε ό,τι αφορά το Αιγαίο, εφόσον θα πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης οι Τούρκοι αξιώνουν όπως περιλαμβάνει το συνυποσχετικό την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, τον περιορισμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας σε θάλασσα και αέρα κάτω από τα 6 ναυτικά μίλια, αποκλεισμό του δικαιώματος ΑΟΖ στα νησιά και πολλά άλλα… που θα φέρουν τη διχοτόμηση του Αιγαίου ως εργαλείο για την υλοποίηση της πολιτικής για τη Γαλάζια Πατρίδα. Από την Άγκυρα προβάλλεται η αντίληψη περί του ότι έχει μεγάλη ακτογραμμή και, ως εκ τούτου, δικαιούται να έχει και θαλάσσιο χώρο πέραν εκείνου που το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει. Υπάρχουν, δε, «προοδευτικές φωνές» στην Αθήνα και από τον χώρο της ΝΔ και από εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, που υποστηρίζουν ότι έχουν βάση οι τουρκικές αξιώσεις και κάνουν λόγο για «Πρέσπες του Αιγαίου». Από τον χώρο της ΝΔ φρένο σε αυτήν την πολιτική λογική, επιχείρησε να βάλει ο πρώην Πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος, απαντώντας στην ουσία στην Ντόρα Μπακογιάννη και σε άλλους, μεταξύ των οποίων και ο ΥπΕξ, Νίκος Δένδιας, είπε ότι δεν πρόκειται να γίνει δεκτή μια τέτοια συμφωνία εάν είναι η ΝΔ στην Κυβέρνηση.

Και επειδή περί του Νίκου Δένδια, καθώς και περί του διαλόγου ο λόγος, ο Έλληνας ΥπΕξ, εκτός από τη διπλωματία των σεισμών, η οποία απέτυχε παταγωδώς, προβάλλει μιαν άλλη πολιτική φιλοσοφία: Να επιλυθεί πρώτα το πρόβλημα του Αιγαίου και μετά να ανοίξει ο δρόμος για το Κυπριακό. Ακούγεται καλά το Δόγμα αυτό. Τι θέλει, όμως, να πει; Ότι εάν τα βρουν Ελλάδα και Τουρκία, μετά τις «Πρέσπες του Αιγαίου» θα έχουμε τις «Πρέσπες της Κύπρου»; Αυτή η πολιτική αντίληψη και δη με αυτόν τον τρόπο εφαρμογής στηρίζεται και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια λογική που εκ των πραγμάτων μπορεί να μας πάρει πίσω στο ’68, όταν επί Χούντας, Ελλάδα και Τουρκία προχωρούσαν σε στενές σχέσεις και στη δημιουργία, όπως έλεγε ο Παπαδόπουλος, μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας, αλλά το εμπόδιο ήταν η Κύπρος. Οπότε, θα έπρεπε και οι δύο «Μητέρες Πατρίδες» να επιβάλουν στην Κύπρο μια λύση της δική τους αρεσκείας, ανεξαρτήτως ποια ήταν η θέση, κυρίως των Ελληνοκυπρίων, διότι οι Τουρκοκύπριοι θεωρούνταν δεδομένοι. Τελικώς, αυτή η πολιτική αντίληψη προκάλεσε εμφύλιο μεταξύ των Ελλήνων από την Αθήνα ώς τη Λευκωσία και κερδισμένη βγήκε η Τουρκία, η οποία μπορεί να μην πέτυχε την ομοσπονδία κατά τη διάρκεια των ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών, όμως, την εδραίωσε με την εισβολή, επιβάλλοντάς την, μάλιστα, ως θέση των Ελληνοκυπρίων! Και σημαία «συμβιβασμού», αλλά με τουρκική επεκτατική ταυτότητα.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα

Κάτω, λοιπόν, από ποίες συνθήκες μπορεί η Λευκωσία να εμπλακεί σε συνομιλίες, όταν η Τουρκία δεν έχει λόγο για να υποχωρήσει; Ή συνομιλίες στη βάση των δύο κρατών και της ισότιμης κυριαρχίας ή η κατάσταση μένει ως έχει. Και τι λέει ο Τατάρ; Εάν η όποια κυβέρνηση της Τουρκίας απαγκιστρωθεί από τη βάση των δύο κρατών, θα παραιτηθεί. Και ποια κυβέρνηση θα αντέξει, όταν η αντιπολίτευση στην Άγκυρα θα την κατηγορεί για εσχάτη προδοσία; Ερώτημα: Υπάρχει κανείς που θα μπει σε μια περιπέτεια εσωτερική για την Κύπρο και δη εμφυλιακή, υπαναχωρώντας στο Κυπριακό; Όχι, βέβαια. Άστε που και οι Κεμαλιστές, όπως έχουμε γράψει, και οι Ερντογανιστές υιοθετούν συνειδητά την αναθεωρητική στρατηγική, τμήμα της οποίας είναι και η τουρκοποίηση της Κύπρου. Η μεγάλη, εκτός των άλλων, επιτυχία της Άγκυρας είναι η ακόλουθη: Επειδή οι Τούρκοι αξιώνουν τώρα τη λύση των δύο κρατών με ισότιμη κυριαρχία, Αθήνα και Λευκωσία υιοθετούν και προβάλλουν ως δική τους την προηγούμενη τουρκική θέση των δύο ισότιμων συνιστώντων κρατών με πολιτική ισότητα! Ακόμη και αν πάει ο Πρόεδρος, όπως λέει, σε νέο Κραν Μοντανά, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα τετραγωνιστεί ο κύκλος, όπως μας υποσχέθηκε ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Διότι, αφενός δεν έχουν πει στον κόσμο την αλήθεια, ότι δηλαδή στη βάση του συμφωνημένου πλαισίου έχει γίνει δεκτή μια μορφή διχοτόμησης επί της οποίας η Άγκυρα στηρίχθηκε για να πάει στα δυο κράτη και, αφετέρου, δεν έχουν εναλλακτική πρόταση πέραν των διχοτομικών αποχρώσεων. Και δεν έχουν εναλλακτική πρόταση διότι θα πρέπει να πουν την αλήθεια και να αποχωρήσουν από την πολιτική, οπότε τι συμβαίνει; Ενώ από τη μια ισχυρίζονται ότι ο χρόνος είναι εναντίον μας, από την άλλη αφήνουν με την αναποτελεσματική πολιτική τους εδώ και 50 χρόνια το Κυπριακό να οδηγηθεί εκεί όπου ισχυρίζονται ότι δεν θα ήθελαν να φτάσει: Στη διχοτόμηση…

Διάλογος και λύση

Άρα το ερώτημα δεν είναι εάν μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και στην Τουρκία θα έχουμε διάλογο για το Αιγαίο και την Κύπρο, αλλά ποια θα είναι η βάση του διαλόγου και των λύσεων. Η Τουρκία ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση δείχνει πρόθεση συμβιβασμού. Και η Αθήνα και η Λευκωσία ζουν ακόμη στις ψευδαισθήσεις, τις οποίες διαλύει καθημερινά η Τουρκία. Και οι Κεμαλιστές και οι Ερντογανιστές. Περί εναλλακτικής στρατηγικής και ποια είναι αυτή, συνιστά ζήτημα το οποίο έχει αναλυθεί από αυτές τις στήλες πολλάκις. Πρόκειται για σύνθεση θέσεων που ξεκινούν από την άμυνα και καταλήγουν στους μηχανισμούς της ΕΕ, όπως είναι: 1) Η ενεργοποίηση του άρθρου 42 παρ. 7, που προνοεί ότι, εάν τρίτη χώρα επιτεθεί σε κράτος μέλος, τα υπόλοιπα όπως και η ΕΕ ως τέτοια σπεύδουν να το στηρίξουν ακόμη και με τη χρήση στρατιωτικών μέσων. 2) Η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005, που καθορίζει ότι για να προχωρήσει η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας, θα πρέπει η χώρα αυτή να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.

Εφόσον δεν πάμε σε έναν συνδυασμό θέσεων δημοκρατικής αρχής και αποτροπής, δηλαδή ισχύος, κατά τρόπον ώστε το κόστος που θα έχει η Άγκυρα, εάν τολμήσει να επιτεθεί είτε διπλωματικά είτε στρατιωτικά, να είναι μεγαλύτερο από το όφελος. Εάν δεν είναι σαφές ότι η λύση δεν θα διαλύει την Κυπριακή Δημοκρατία, δεν θα έχουμε λύση, αλλά διάλυση. Και τη νέα φάση του Κυπριακού, που θα τινάξει εκ νέου τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας είτε υπογραφούν είτε ακόμη όχι οι «Πρέσπες του Αιγαίου»…

*Δρ των Διεθνών Σχέσεων 

ΠΗΓΗ simerini.sigmalive

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου