του Γιώργου Καραμπελιά*
Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί μία διαμάχη που αφορά στη φύση και τον χαρακτήρα του σολωμικού έργου. Πράγματι, αν ο Διονύσιος Σολωμός, για τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, είναι πριν απ’ όλα ο ποιητής του Εθνικού Ύμνου, του επιγράμματος για την καταστροφή των Ψαρών, των Ελεύθερων Πολιορκημένων και σε έναν βαθμό του Διαλόγου για τη γλώσσα, αν το έργο του ταυτίζεται με το «στο νου μου δεν έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», η βαθύτερη μελέτη του έργου του θα αναδείξει έργα όπως ο «Λάμπρος» και «Ο Κρητικός», καθώς και η «Γυναίκα της Ζάκυθος» που έγινε γνωστή πολύ αργότερα, μόλις το 1927, και ταυτόχρονα θα επισημανθούν οι στενές σχέσεις του όχι μόνο με το δημοτικό τραγούδι, τα βιβλικά έργα και την κρητική ποίηση αλλά και τον ιταλικό νεοκλασικισμό, καθώς και την επαφή του με τη γερμανική φιλοσοφία και τη ρομαντική ποίηση, από τον Schiller στον Xέγκελ και τον Γκαίτε.
Όμως, κάθε κατάκτηση της έρευνας για το έργο ενός ποιητή, ο οποίος δεν παύει να παραμένει επίκαιρος και ταυτόχρονα εν πολλοίς «άγνωστος» και πολύσημος, σφραγίζεται από την ιδεολογία της εποχής κατά την οποία πραγματοποιούνται αυτές οι κατακτήσεις. Δεδομένου λοιπόν ότι, σε όλη την ιστορική περίοδο από το 1980 και στο εξής, ιδιαίτερα δε μετά τη δεκαετία 1990, η κυρίαρχη ιδεολογία, στις ιστορικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές και φιλολογικές έρευνες, υπήρξε η ιδεολογία της αποδόμησης και του μεταμοντερνισμού –και στην Ελλάδα κατ’ εξοχήν της εθνοαποδόμησης–, ακόμα και οι όποιες κατακτήσεις πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα αυτής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Έτσι, σε αυτή τη νέα περίοδο, υπερτιμώνται οι ιταλικές και γερμανικές επιρροές και υποτιμάται ο θρησκευτικός και πατριωτικός επαναστατικός χαρακτήρας του έργου του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη νέα ιδεολογική συνθήκη, ο Σολωμός δεν είναι ο κατ’ εξοχήν εθνικός ποιητής της Επανάστασης αλλά ένας ποιητής με ευρωπαϊκές διαστάσεις και παγκόσμια εμβέλεια που συγκυριακά συνδέθηκε με την Ελλάδα και την Επανάσταση. Έτσι, ο ποιητής παύει να είναι ταυτόχρονα και ένα δημιούργημα της Επανάστασης, και μάλιστα από κάποιους θα υποστηριχθεί πώς τα κατ’ εξοχήν πατριωτικά του έργα όπως ο Ύμνος εις την Ελευθερία και οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι δεν είναι εκείνα που χαρακτηρίζουν τον ποιητή, ενώ αποσιωπάται η πατριωτική διάσταση έργων όπως η Γυναίκα της Ζάκυθος
Παραδειγματικές περιπτώσεις είναι εκείνες του έργου του Louis Coutelle για τον ιταλικό Σολωμό, του Γιώργου Βελουδή για την απαξίωση του πατριωτικού χαρακτήρα του έργου του και του Στέφανου Ροζάνη για τη ρομαντική «κολασμένη» και υπερβατική υφή του σολωμικού έργου.
Ο Louis Coutelle και ο «Ιταλός» Σολωμός
Ο Γάλλος σολωμιστής Louis Coutelle, σε ένα σημαντικό και επίμοχθο έργο του[1], ήδη από την Εισαγωγή του, μας προδιαθέτει πως: « Ίσως… κατηγορηθώ ειδικά πως αποδίδω υπερβολική σπουδαιότητα στην ιταλική λογοτεχνία» (Coutelle σ. 24).
Ο συγγραφέας παραθέτει ένα πλήθος αποσπασμάτων που καταδεικνύουν την επίδραση του Βιντσέντσο Μόντι και άλλων Ιταλών στον έφηβο ποιητή (Coutelle σσ. 42-45 .) και, κλείνοντας, θα προσπαθήσει να συγκεφαλαιώσει τα συμπεράσματά του:
«Φοβούμαστε μήπως αμφισβητηθεί απ’ ορισμένους Έλληνες φίλους η δεσπόζουσα θέση των δύο αυτών λογοτεχνιών (Ρώμη, Ιταλία). [ ] Ίσως λυπηθούν επειδή αφιερώσαμε ελάχιστες σελίδες στην ελληνικότητα του συγγραφέα… Τα έργα αυτά δεν είναι δυνατόν να είναι τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα της αδιάκοπης μελέτης των δημοτικών τραγουδιών και των αριστουργημάτων της κρητικής λογοτεχνίας. Πράγματι, η ένσταση αυτή υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου αυτού. Θ’ απαντήσουμε μ’ ένα κείμενο του Σολωμού, “Το έθνος ζητά από μας”, γράφει στον φίλο του (Τερτσέτη το 1833), “τον θησαυρό της δικής μας διανοίας, της ατομικής, ντυμένον εθνικά”. Άραγε μπορούσε να πει καθαρότερα ότι η ελληνικότητα της μορφής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ένδυμα; … Πάντως εκείνο που μετράει στα μάτια του πιο πολύ κι από τα ενδύματα είναι η σκέψη» (Coutelle 557, 558).
«Ένδυμα», δηλαδή εξωτερικότητα και «μορφή», αποτελεί την ελληνικότητα και όχι συστατικό στοιχείο της ποίησής του. Ο ποιητής επιστρέφει στην Ελλάδα το 1818, σε ηλικία είκοσι χρόνων. Ακόμα και εάν υποθέταμε ότι δεν είχαν προηγηθεί τα δέκα χρόνια της παιδικής του ηλικίας στη Ζάκυνθο, στα δεκαπέντε χρόνια από τα δεκαοκτώ που μελετά ο Coutelle (Η ποιητική διαμόρφωση του Διονύσιου Σολωμού 1815-1833), από το 1818 μέχρι το 1833, μοναδικό και αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζουν τα τρία πρώτα χρόνια (1815-1818) της ποιητικής διαμόρφωσής του!; Δεν θα μεσολαβήσει η αντιπαράθεσή του με τον Maitland και την Αγγλοκρατία, το 1820-21, δεν θα μεσολαβήσει η Επανάσταση του ’21 και το Μεσολόγγι, που θα πυροδοτήσουν το ποιητικό του δαιμόνιο, δεν θα μεσολαβήσει η επαφή του με τη βιβλική ποίηση, τον Ερωτόκριτο, τη Βοσκοπούλα και τα δημοτικά τραγούδια, με την ποίηση του Χριστόπουλου και η επαφή με την ζακυνθινή λογοτεχνία, τον Μαρτελάο και τον Γουζέλη; Δεν θα μεσολαβήσει ο κορυφαίος «Διάλογος» για τη γλώσσα; ΟΧΙ, η ατομική του διάνοια είχε βγει από το πνεύμα του Μόντι , όπως η Αθηνά από τον μηρό του Δία.
Ο τρώσας και ιάσεται
Εντούτοις, επειδή ο Coutelle είναι σοβαρός μελετητής, στην παρουσίαση της ελληνικής μετάφρασης του έργου του, σαράντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, στις 3 Νοεμβρίου 2010, θα προβεί σε μια μάλλον ριζική αναθεώρηση.
Ο Κουτέλ παραθέτει δύο αποσπάσματα από τους στοχασμούς του ποιητή: «Στο νου σου πάντα αυτή η βραχύτητα να είναι παντού σταθερή: Εκεί η εθνικότητα του ύφους» (Α.Ε. Λίνου Πολίτη, 1964, τ. Β΄, σ.422). «Η δύναμη [ ] να ναι μέγιστη στο Άσμα και Ανατολική τολμηρότατη. Πρόσεχε ν’ ανοίξεις την πόρτα σ’ αυτή την εθνική πλευρά! (Α.Ε. Λίνου Πολίτη, 1964, τ. Β΄, σ.406). Και συνεχίζει ο Κουτέλ, σε πλήρη αντίθεση με όσα συνεπέραινε πριν σαράντα χρόνια:
«Υπάρχει ένα διπλό ποίημα που μας προσφέρει, μαζί με ένα λαμπρό παράδειγμα βραχύτητας και (ας το πούμε έτσι και μεις) ανατολικής τόλμης, και ένα μάθημα ποιητικής τέχνης. Η κεντρική εικόνα του Carmen Seculare υπάρχει λοιπόν σε δύο εκδοχές ισότιμες και σύγχρονες. Μία ιταλική που ακολουθεί τα διδάγματα της κλασικής ρητορικής, και μία ελληνική, που διαλέγει τον δρόμο της βραχύτητας και των τολμηρών ανατολικών, αν θέλετε, εκφράσεων. Ο Σολωμός λοιπόν διάβασε το διπλό ποίημα σε φιλικές βραδιές και ο Κουαρτάνος μας τις περιγράφει έτσι “Του ποιητή του έδινε μεγάλη ευχαρίστηση να απαγγέλνη τα δύο συνθέματα και συγκρίνοντάς τα να κάνει να ξεπηδούν καθαρά τα λόγια που κυβερνούν με διαφορετικό τρόπο την ποίηση και τον ρυθμό στις δύο γλώσσες” […] (Λίνος Πολίτης, Έργα, Ίκαρος, τ. Β΄, Σημειώσεις, σσ 329-331).
Δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι·
βρύσες απλώνει τα κλαδιά το δέντρο στον αέρα·
μην καρτερείς εδώ πουλί, και μη προσμένεις χλόη·
γιατί τα φύλλ’ αν είν’ πολλά, σε κάθε φύλλο πνεύμα 5(3).
Το ψηλό δέντρο ολόκληρο κι ηχολογά κι αστράφτει
μ’ όλους της τέχνης τους ηχούς, με τ’ ουρανού τα φώτα.
Αναφέρεται έτσι στην Ελλάδα και τον ελληνισμό. Συνεχίζει ο Κουτέλ: «Είναι μακριά η εποχή όπου στόχος του ποιητή ήταν να κοσμήσει τα τέκνα της Μούσης του με δυτικά άμφια·… Γιατί οσφραίνομαι πως μία τέτοια σύλληψη ξεπερνάει τις θεωρήσεις περί ποιητικής τέχνης και πως μας εισάγει στα άδυτα της Ελληνικής ταυτότητας»[2].
«Όχι στον λαϊκισμό» της λατρείας των Ελλήνων για τον Σολωμό»
Ο Γιώργος Βελουδής είναι ένας από εκείνους που επιμένουν στην κατασκευή ενός αποεθνικοποιημένου Σολωμού. Έτσι, στο βιβλίο Εθνική ποίηση και ιδεολογία, μια πολιτική ανάγνωση, καταγγέλλει τη «διαρκή παρουσία» και την «προϊούσα ιδεολογικοποίηση» του Σολωμού «στους Έλληνες δέκτες του»: στη μείζονα περιοχή της πρωτεύουσας, τον Μάρτιο του 2002, το όνομα του Σολωμού είχε δοθεί σε 46 οδούς έναντι 45 του Βενιζέλου και 49 του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: «Ο Σολωμός συνεορτάζεται με τους δημοφιλέστερους ήρωες του 21 και άλλα πρόσωπα φετίχ της νεοελληνικής “εθνικής” ιδεολογίας κατά τον εορτασμό της μεγάλης “εθνικής” επετείου της 25ης Μαρτίου»[3]. Η ευρύτατη αποδοχή του ποιητή αποτελεί ένα σκάνδαλο.
Ο Βελουδής προβαίνει σε μια χρήσιμη συστηματική μελέτη των γερμανικών πηγών της ποιητικής και της ιδεολογίας του εθνικού ποιητή, η οποία όμως συνδέεται με μια συστηματική προσπάθεια «αποεθνικοποίησης» του, καθώς «η τέχνη και οι ιδέες ενός εξ ορισμού “εθνικού ποιητή”, όπως ο Σολωμός, ήταν ξένης καταγωγής»[4]. Άλλωστε, συνεχίζει, «Ο Σολωμός γ ί ν ε τ α ι (υπογρ Γ.Β.) έλληνας ποιητής μεσ’ απ’ τον αγώνα του για την προσοικείωση και αξιοποίηση των ξένων πηγών και προτύπων(sic)»[5].
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Γιώργος Βελουδής θέλει να κατασκευάσει μια αντίθεση ανάμεσα στην Αθηναϊκή και την Επτανησιακή Σχολή[6], ανάμεσα στον «μεγαλοϊδεατισμό» της Αθήνας και τον κοσμοπολιτισμό των Επτανήσων: Γράφει: «Είναι για τον λόγο αυτόν κατανοητό γιατί ο Βαλαωρίτης δέχτηκε τη ρετσινιά του “αποστάτη” από τον “κληρονόμο του Σολωμού” (Κ. Θ. Δημαράς), τον ριζοσπάστη, ανθενωτικό και αντιμεγαλοϊδεάτη Κεφαλλονίτη Π. Πανά»[7].
Ωστόσο, ο Πανάς τοποθετείται στον α ν τ ί π ο δ α των λεγομένων του Βελουδή. Σε ένα άρθρο του 1861, στη Ριζοσπαστική εφημερίδα Αλήθεια της Κεφαλονιάς, την οποία και εξέδιδε, διατυπώνει ολοκληρωμένη την άποψή του:
«Το έργον του 1821 όχι μόνον δεν ετελείωσεν, αλλά μόλις ήρξατο. Το έργον τούτο είχε τον άγιον σκοπόν της απελευθερώσεως της όλης Ελληνικής φυλής και της συστάσεως κράτους ισχυρού, δυναμένου να ανθίσταται κατά πάσης ξενικής επιρροής και απόπειρας. Πώς λοιπόν δύναται να θεωρηθή ως τετελεσμένον, ενώ μόλις το εν αυτής δέκατον ηλευθερώθη; … ενώ η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Θράκη, η Μικρά Ασία ευρίσκονται ακόμη υπό τον ζυγόν των υιών του Μωάμεθ; ενώ οι θόλοι του ιερού της Αγίας Σοφίας ναού φέρουσιν ακόμη το έμβλημα της δουλείας και της αισχύνης;… ενώ ακόμη η Επτάνησος στενάζει υπό τον ζυγόν ξένου δεσπότου;»[8]
Οι Επτανήσιοι, ευρισκόμενοι υπό τη δυτική και πολιτιστική κυριαρχία για πολλούς αιώνες, αντιπαρέθεταν, για να την αντισταθμίζουν, μια έντονη ορθόδοξη θρησκευτικότητα και έβλεπαν την απελευθέρωση των Επτανήσων στα πλαίσια της απελευθέρωσης του συνόλου του ορθόδοξου ελληνικού έθνους. Και αυτοί είναι που επανεισήγαγαν κυριολεκτικά τη «Μεγάλη Ιδέα» στην Ελλάδα, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Μόνον έτσι εξάλλου μπορούμε να κατανοήσουμε τον ίδιο τον εθνικό ποιητή.
«Ο πατριωτισμός του Σολωμού είναι επίπλαστος»
Είναι γνωστή η φράση του Σολωμού, «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές», Ποιήματα, Ίκαρος, τ.Α΄, σ. 39). Πώς άραγε σχολιάζει ο Γ.Β. και όχι μόνο αυτή τη θέση του Σολωμού:
«Η “νέα φιλολογία”, η εθνική ποίηση, της οποίας αυτός εκαλείτο να γίνει ο θεμελιωτής στην Ελλάδα, δεν μπορούσε ή δεν μπορούσε πια να είναι η πατριωτική κλασικιστική ποίηση του Ύμνου στην Ελευθερία ή της ωδής στον θάνατο του Μπάιρον (1823-1824), αλλά η “υψηλή” ρομαντική ποίηση της κερκυραϊκής του ωριμότητας της οποίας ο στόχος και η ουσία δεν θα ήταν πια το εθνικό αλλά το αληθές»[9].
Άλλωστε, ο Γ.Β. δεν χαρακτηρίζει μόνο πρωτόλεια και κλασικιστική την ποίηση του Εθνικού Ύμνου αλλά και ολίγον «μισθοφορική». Διαβάζουμε
«Ο Σολωμός προσηλυτίστηκε στην «Εθνική υπόθεση» από τον καταλληλότερο προς τούτο άνθρωπο … Ο κατηχητής αυτός του Σολωμού ήταν ο … Σπυρίδων Τρικούπης … Ο Τρικούπης είχε φτάσει στη Ζάκυνθο κατά τα τέλη του 1822 μετά από προτροπή του «φιλέλληνα» Λόρδου Γκίλφορντ … με την εντολή να συναντήσει τον Σολωμό και να τον επιστρατεύσει ποιητικά στον Aγώνα. Στον προσηλυτισμό αυτόν εμπλέκονται δύο από τους κυριότερους εκπροσώπους της Αγγλικής πολιτικής, ο Λόρδος Guilford, ο Λόρδος Canning και ως ενεργούμενο τους ο Σπυρίδων Τρικούπης»[10].
Εδώ πλέον το σχήμα ολοκληρώνεται: ο νεαρός Σολωμός, ένα αναδυόμενο ποιητικό ταλέντο, επιστρατεύεται από τους Εγγλέζους μέσω του Τρικούπη στον εθνικό αγώνα, τον οποίο και υμνεί έχοντας πέσει στην παγίδα της Αλβιώνος, και μόνο μετά από αρκετά χρόνια, δυναμωμένος με γερμανική θεωρία και μελέτη, θα επιστρέψει στο ταλέντο του το οποίο, προφανώς δεν είχε καμία σχέση με τη νεανική του «επιστράτευση».
Ας θυμίσουμε λοιπόν το όντως σταυρικό, προγραμματικό θα λέγαμε, απόσπασμα του Σολωμού για το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όπου αποτυπώνεται μέσα σε ελάχιστες φράσεις η συνολική του αντίληψη
«Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν· και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. — Ιδές τον Προμηθέα και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου. — Ας φανεί καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες»[11].
«Ο Σολωμός μέσα από την υπόθεση την εθνική φθάνει στην υπόθεση την υπερεθνική, την ευρωπαϊκή, την παγκόσμια, φθάνει όμως ακριβώς εδώ επειδή βάθυνε τόσο πολύ στην εθνική»[12], γράφει ο Λίνος Πολίτης: «Για να καταστεί οικουμενικός ποιητής ο Σολωμός θα έπρεπε “ο ανεθνικός” –ας τον πούμε– Ευρωπαίος του 1818 να βαδίσει το δρόμο προς την παράδοση, το δρόμο του Εθνικού ποιητή ως τις πιο βαθιές ρίζες γιατί ακριβώς μόνο αυτός ο δρόμος οδηγεί προς το Καθολικό εκείνο που θα συγκινήσει και τους άλλους λαούς»[13].
Όμως, ο Στέφανος Ροζάνης, στην ίδια κατεύθυνση με τον Βελουδή, υπερθεματίζει: «Όσο και αν θέλησε αυτός του ονείρου ο μεσσιανισμός να βγει από την ψυχή και να χυθεί στον κόσμο του “έξω”, όσο και αν επόθησε την εγκοσμιότητα και το χτίσιμο μιας Μεγάλης Ιδέας που να συνταυτίζει την πραγματική ζωή με την ιδεατή ύπαρξη, η αποτυχία ήταν πεπρωμένη. Ο έξω κόσμος έμεινε σωρός ακατανόητων επεισοδίων· οι ιδέες της Εθνότητας, της Πατρίδας, της Ελλάδας άσαρκα σχήματα ξαστοχισμένα, η γλώσσα μη σημαίνουσα (Ροζάνης, Σολωμικά, 137).
«Ο Σολωμός δεν έγραψε τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Δεν ήταν δυνατόν να τους έχει γράψει. Ο Ρομαντισμός του ήταν να ιστορήσει άλλα πεπρωμένα. Γι’ αυτά ήταν ταγμένος» (Ροζάνης, Σολωμικά, 137).
«Γράφει ελληνικά, με ένα δαντικό ιδεώδες, αλλά δεν είναι Έλληνας. Είναι Ευρωπαίος ποιητής και η κορύφωση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού»[14].
«Ο Σολωμός δεν είναι εθνικός ποιητής, είναι παγκόσμιος. Το έργο του το ποιητικό και της ψυχής του βρισκόταν πάντα αποκλειστικά εκτός του “χρέους”»[15].
Ο πραγματικός Σολωμός
Κατασκευάζεται έτσι ένας Σολωμός που δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό, καθώς, όπως όλοι γνωρίζουμε, προφανώς και ο Στέφανος Ροζάνης, πως το ποιητικό του δαιμόνιο πυροδοτήθηκε ακριβώς από αυτό το «χρέος»:
Στον «Πειρασμό», το ΙΙ μέρος του Β΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων, και στο VI μέρος του Γ΄ Σχεδιάσματος, ο Σολωμός αναμετράται πλέον με τις ίδιες τις ποιητικές του κατακτήσεις και την υψηλότερη ευρωπαϊκή λυρική ποίηση, και μόνο όποιος τρέφει μια βαθύτατη ιδεολογική προκατάληψη μπορεί να θεωρήσει πως αποτελούν «έναν σωρό ακατανόητων επεισοδίων», όπως τα χαρακτηρίζει ο Στέφανος Ροζάνης.
Β΄ Σχεδίασμα ΙΙ
1Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
2 κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἅρματα σὲ κλειοῦνε. [ ]
6 Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
7 Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα, [ ]
10 Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
11 Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
12 Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
13 Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
14 Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
Γ΄Σχεδίασμα VI
14 Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ’δες·
15 Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια![ ]
Και γράφει παράλληλα, στους ίδιους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», με τους οποίους παλεύει επί είκοσι χρόνια, από το 1828 μέχρι το 1848, γράφοντας τρία διαφορετικά σχεδιάσματα:
Α΄ Σχεδίασμα
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα / Τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο,
Κρεμώντας τὴ λύρα / Τὴ δίκαιη ’ς τὸν ὦμο,
Κι᾿ ἀπ᾿ ὅπου χαράζει/ Ὡς ὅπου βυθᾶ,
Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι».
Γ΄ Σχεδίασμα
«Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος, [ ]
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ’ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι».
«Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ’σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;» [ ]
III.
Δὲν τοὺς βαραίν᾿ ὁ πόλεμος, ἀλλ᾿ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . κ᾿ ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν, καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.
Και παραδόξως, ο ίδιος ο Στέφανος Ροζάνης αλλού αναγνωρίζει τον πατριωτικό χαρακτήρα των έργων του Σολωμού:
«Είναι γνωστό ότι ο Ρομαντισμός πιστεύει στις δυνάμεις της ιστορίας, και ο ρομαντικός Σολωμός ασφαλώς δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι επίσης γνωστό ότι το ρομαντικό κίνημα είναι η κατ’ εξοχήν γενεσιουργός δύναμη των μεγάλων επαναστατικών ρευμάτων του δέκατου ένατου αιώνα για τη δημιουργία των εθνικών κρατών. Το όραμα και το νόημα της οντότητας του έθνους-κράτους εκπορεύεται από το ρομαντικό πνεύμα, το οποίο ενσαρκώνεται στην ιστορία και συγκροτεί το ιστορικό περιεχόμενο των δυνάμεων εκείνων που δρουν για τη μεταβολή της κοινωνίας και τη διαμόρφωση ενός καινούργιου είδους κοινωνικότητας, την οποία υποστηρίζει το αναδυόμενο ρομαντικό υποκείμενο»[16].
Αρκεί να διαβάσουμε κάποια από τελευταία αποσπάσματα του Σολωμού για να δούμε πως ο πατριωτισμός που τον εμψύχωνε στον Ύμνο στην Ελευθερία και στους «Ελευθέρους Πολιορκημένους» παραμένει αδάμαστος μέχρι το τέλος. Στο ατελείωτο επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού προς τον βασιλέα της Ελλάδας, ενώ αυτός περνούσε από τα νερά της Κέρκυρας στη δεκαετία του 1840, γράφει:
[Επίγραμμα]
«Μες στο γιαλό της Κέρκυρας μαύρ’ είμαι πέτρα κι έρμη
κι είναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλούτος είναι,
πνεύμα καλό, που σ’ άρεσε φωνή να μου χαρίσεις·
κι αν με πατήσεις, Βασιλιά, βγάνω βαγί και δάφνη».
Παράλληλα, η επιβίωση, δύσκολη αλλά πραγματική, του μικρού ελληνικού κράτους, τον κάνει να ελπίζει για κάτι μεγαλύτερο και σημαντικότερο στο μέλλον. Γι’ αυτό και θα πάρει το μέρος της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο, αντίπαλο της Μεγάλης Βρετανίας, και θα του προκαλέσει προς στιγμήν ενθουσιασμό η Επανάσταση του Χατζηπέτρου στη Θεσσαλία.
«Ο Ανατολικός Πόλεμος»
[Επίγραμμα]
«Τρεις κόσμοι σφόδρα πολεμούν, κι οι τρεις αντρειωμένοι·
ο τέταρτος, νά, φαίνεται στα μάτια, και δεν είναι».
[1854;]
Ο τέταρτος κόσμος είναι προφανώς ο ελληνικός. Γράφει ο εκδότης των έργων του, Ιάκωβος Πολυλάς:
«Ο ποιητής είχε σχεδιάσει ένα ποίημα, όπου έμπαινε ο Ανατολικός πόλεμος και η Επανάσταση της Ηπείρου. Από αυτό μάς μένουν οι δύο στίχοι, οι οποίοι αποτελούν το επίγραμμα, και ο εξής:
“Αχ! που ’ν’ ο ύπνος ο γλυκός και τ’ όμορφ’ όνειρό του.”
Εφαίνετο εις τα δάση της Θεσσαλίας η Σκιά του Αχιλλέα – προς τον οποίον ο ποιητής έλεγε:
«Η πρώτη που σ’ αγάπησε του κόσμου φαντασία,
κι έκοβε κλαδί δάφνης κι εστεφάνωνε τον πολεμιστή Χατζή Πέτρο».
*Απόσπασμα από αδημοσίευτη μελέτη του συγγραφέα.
[1] Louis Coutelle,«Για την ποιητική διαμόρφωση του Δ. Σολωμού (1815-1833)», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2009. Μετάφραση του, Louis Coutelle, Formation poétique de Solomos (1815-1833), Ερμής, Αθήνα 1977.
[2] Λουί Κουτέλ, «Επίλογος» στο Κείμενα…, ό.π., σσ. 54-56.
[3] Γιώργος Βελουδής, Ο Σολωμός των Ελλήνων, Εθνική ποίηση και ιδεολογία, μια πολιτική ανάγνωση, Πατάκης, Αθήνα 2004, σ. 32.
[4] Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός , Ρομαντική ποίηση και ποιητική, Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989, σ. 16.
[5] Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός, ό.π.,Αθήνα 1989, σ. 16.
[6] Για μια στοιχειοθετημένη αντίκρουση των ισχυρισμών του, βλ. Νάσος Βαγενάς, «Ο Σολωμός ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Επτανησίους», Το Βήμα, 29 Νοεμβρίου 1998.
[7] Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός των Ελλήνων», Το Βήμα, 11 Ιανουαρίου 1998.
[8] Βλ. «Αλήθεια», Κεφαλονιά, τχ.1, 16/28.9.1861) \ Ερασμία-Λουίζα Σταυροπούλου· Σταυροπούλου, ό.π., σ. 82.
[9] Γ. Βελουδής, Ο Σολωμός των Ελλήνων, ό.π., σσ. 152 153.
[10] Γ. Βελουδής, Ο Σολωμός των Ελλήνων, ό.π., σσ. 73-74.
[12] Λίνος Πολίτης, «Ο Σολωμός ποιητής εθνικός και Ευρωπαίος». Στο Γύρω από τον Σολωμό, ό.π., σ. 374.
[13] Λίνος Πολίτης, «Ο Σολωμός ποιητής εθνικός», ό.π., σ. 374
[14]. Στέφανος Ροζάνης: «Ο Σολωμός δεν είναι εθνικός ποιητής, είναι παγκόσμιος», συνέντευξη στη Μάνια Ζούση, Νέα Σελίδα, 28 Οκτωβρίου 2017.
[15] Στέφανος Ροζάνης, Το άλλο (altra cosa), Αυγή 16.02.21
[16] Στέφανος Ροζάνης, Το άλλο (altra cosa), Αυγή 16.02.21, https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/379608_allo-altra· βλ. του ίδιου, Διαλέξεις για τον Ρομαντισμό, εκδ. Εξάρχεια, Αθήνα 2014, σ. 9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου