Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Πακέτο Μπλίνκεν: Τέσσερις αθέατες παράμετροι των… “προσφερομένων” EDA από τις ΗΠΑ


Η επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη με την οποία γνωστοποιείται η πρόθεση πώλησης ή παραχώρησης πολεμικού υλικού, παραπέμπει στη σοφή ρήση «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Όχι μόνο σε ό,τι αφορά την ανάγκη διαρκούς εγρήγορσης ώστε κάθε υπεύθυνος πολιτικός να μπορεί να διακρίνει τη στόχευση που υποκρύπτεται σε οποιαδήποτε προσφορά, αλλά και την εξίσου αναγκαία αξιολόγηση των… δώρων.

Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ρήση δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη εφαρμογή από τον χώρο της άμυνας, όπου η ελληνική ιστορική εμπειρία έχει συχνά διδάξει το «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός». Ας σημειωθεί ότι από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου μέχρι την Κρίση των Ιμίων, η χώρα εξοπλιζόταν μέσω προγραμμάτων κυρίως της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και δευτερευόντως της αντίστοιχης γερμανικής. Σημαντικό ορόσημο σε αυτή τη διαδικασία απετέλεσε η μεταβίβαση πληθώρας οπλικών συστημάτων από συμμαχικές χώρες στο πλαίσιο της Συνθήκης για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE), που η χώρα μας υπέγραψε στις 6 Ιουνίου 1992.

Συγκεκριμένα, την περίοδο 1992-1994, η χώρα μας παρέλαβε 170 άρματα μάχης από την Ολλανδία (168 Leopard 1V και δύο Leopard 1A5), 671 άρματα μάχης από τις ΗΠΑ (359 Μ60Α1 RISE/RISE Passive και 312 Μ60Α3TTS), 25 άρματα περισυλλογής Μ88Α1 και 10 γεφυροφόρα άρματα Μ48Α2C από τη Γερμανία, 501 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης (ΤΟΜΑ) BMP-1P/OST από τη Γερμανία, 144 αυτοκινούμενα οβιδοβόλα Μ110Α2 διαμετρήματος 203 χλστ. από τις ΗΠΑ (72) και τη Γερμανία (72), 150 πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων (ΠΕΠ) RM-70 από τη Γερμανία.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι την ίδια περίπου περίοδο, το 1990 με την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις που είχε υπογράψει η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, η χώρα εξασφάλισε ως αντάλλαγμα την παραχώρηση μεταχειρισμένων οπλικών συστημάτων από τα αμερικανικά αποθέματα, μεταξύ των οποίων, τέσσερα αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων τύπου Charles F. Adams, έξι αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P3B Orion (το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε τον ύψους 500 εκατ. δολαρίων εκσυγχρονισμό τους, που μέχρι σήμερα δεν έχει αποδώσει ούτε ένα αεροσκάφος!), 28 μαχητικά αεροσκάφη F-4E Phantom II (SRA) και 28 μαχητικά αεροσκάφη A-7E.

Η εμπειρία έχει δείξει, ότι οι δωρεάν ή χαμηλού κόστους «προσφορές» φίλων, εταίρων και συμμάχων, μπορούν να αποτελέσουν λύση. Όμως, ταυτόχρονα, μπορούν να αποδειχθούν επιλογές βραχυπρόθεσμης προοπτικής, ενώ οι πολιτικές και βιομηχανικές εξαρτήσεις, καθώς επίσης και τα συνεπαγόμενα κρυφά ή μη κόστη (π.χ. το Κόστος Κύκλου Ζωής – ΚΚΖ), έχουν τη δυνατότητα εκτροχιασμού κάθε ορθολογικού αμυντικού σχεδιασμού.

Με αυτά ως δεδομένα, ίσως θα έπρεπε να αναμενόταν μετριοπαθέστερη αντιμετώπιση του «πακέτου Μπλίνκεν», δηλαδή του καταλόγου του πολεμικού υλικού από τα αποθέματα των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ που περιλαμβάνεται στην επιστολή, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα στις 27 Ιανουαρίου 2024. Εισαγωγικά, θα επικεντρώσουμε σε τέσσερις αθέατες, σε πρώτη ανάγνωση του ζητήματος, παραμέτρους.

Η πρώτη αφορά την επικοινωνιακή στόχευση που καθιστούν προφανή οι δηλώσεις και το τηλεοπτικό μήνυμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η επιστολή Μπλίνκεν γίνεται όχημα για να επικοινωνηθεί η εικόνα της κυβέρνησης που διαπραγματεύεται σκληρά και φέρνει σημαντικά αποτελέσματα για την εξοπλιστική ενδυνάμωση της χώρας σε εποχές ισχνών αγελάδων, ενώ η εξ ανατολών απειλή όχι μόνο παραμένει αναλλοίωτη, αλλά μετεξελίσσεται επικίνδυνα σε ποιοτικούς όρους, κάθε μέρα που περνάει.

Η δεύτερη παράμετρος, στο πλαίσιο της γνωστής ελληνικής επιδερμικής αντιμετώπισης, αφορά την αποτύπωση του περιεχόμενου της επιστολής ως τετελεσμένου. Για παράδειγμα, «τα F-35 που προμηθευόμαστε» απέχουν, ως οπλικό σύστημα πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας, μία τουλάχιστον πενταετία από σήμερα, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι η απόφαση για την προμήθεια τους είχε ληφθεί… χθες και είχε άμεσα υπογραφεί η διακρατική σύμβαση με τις ΗΠΑ.

Η τρίτη, αφορά την έλλειψη έστω ενός γενικού χρονοδιαγράμματος για την παραχώρηση των συστημάτων που οι ΗΠΑ προτίθενται να αποδεσμεύσουν για τη χώρα μας ως πλεονάζον αμυντικό υλικό (EDA: Excess Defense Article). Μόνη εξαίρεση αποτελούν τα οχήματα MRAP, για τα οποία η επιστολή αναφέρει ότι θα καταστούν διαθέσιμα για παραχώρηση τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 2025.

Τέλος, στις πρωθυπουργικές δηλώσεις, η αποδοχή των παρεχόμενων παρουσιάζεται ως τετελεσμένο, παρά το γεγονός ότι οι αρμόδιοι χρήστες, τα γενικά επιτελεία, θα πρέπει να τα αξιολογήσουν για να διαπιστώσουν σε ποια κατάσταση βρίσκονται ώστε να δοθεί το πράσινο φως για την παραλαβή τους. Ή, το απείρως σημαντικό, να εκτιμηθεί εάν και σε ποιο ύψος αξίζει η επένδυση επαναφοράς των παραχωρούμενων σε ενέργεια και της εν συνεχεία υποστήριξης, συντήρησης και επισκευής τους. Ας μην ξεχνάμε ότι το κόστος προμήθειας ενός οπλικού συστήματος αποτελεί κλάσμα του συνολικού Κόστους Κύκλου Ζωής, που χρονικά υπερβαίνει τον βίο αρκετών κυβερνήσεων.

Ένα προς ένα τα EDA της “λίστας Μπλίνκεν” και ο σχολιασμός των προοπτικών…

Στο δεύτερο μέρος του πολύ ενδιαφέροντος δημοσιεύματος, μετά τον γενικό σχολιασμό του πρώτου μέρους και τις τέσσερις αθέατες πλευρές του “Πακέτου Μπλίνκεν”, αποτυπώνονται όσα οι Αμερικανοί συμπεριλαμβάνουν, μαζί με σχολιασμό περί του τι ισχύει και τι όχι – Σύμφωνα με την επιστολή Μπλίνκεν, η κυβέρνηση του προέδρου Μπάιντεν έχει ήδη ενημερώσει το Κογκρέσο των ΗΠΑ για την πρόθεση παραχώρησης των ακόλουθων οπλικών συστημάτων και μέσων ως πλεονάζον αμυντικό υλικό.

Του Περικλή Ζορζοβίλη
ΠΗΓΗ: Κυριακάτικη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

>δύο μεταχειρισμένων αεροσκαφών τακτικών μεταφορών τύπου C-130H Hercules από τα αποθέματα της Αεροπορίας των ΗΠΑ. Τα αεροσκάφη παραχωρούνται μεν δωρεάν αλλά το κόστος, κατ’ εκτίμηση περί τα 10 – 11 εκατ. ευρώ ανά αεροσκάφος, των εργασιών εργοστασιακής συντήρησης και επαναφοράς στην πτητική κατάσταση που θα γίνουν με μέριμνα της Αεροπορίας των ΗΠΑ θα αναληφθεί από την ελληνική πλευρά.

Τα δύο αεροσκάφη θα προστεθούν στα συνολικά 15 ομοιότυπα (10 της έκδοσης C-130H, που έχουν απομείνει από τα αρχικά 12 που άρχισαν να παραλαμβάνονται το 1975 και πέντε της έκδοσης C-130B που παραχωρήθηκαν από την Αεροπορία των ΗΠΑ το 1992), τα οποία από το 2010 μέχρι και σήμερα έχουν εξαιρετικά χαμηλές διαθέσιμες, λόγω αδυναμίας της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ) να ολοκληρώσει την εργοστασιακή συντήρησή τους, παρά το γεγονός ότι η Πολεμική Αεροπορία έχει καταβάλλει σε αυτή περί τα 80 εκατ. ευρώ ως προκαταβολή. Είναι αυτονόητο, ότι η συγκεκριμένη παραχώρηση αποτελεί σχετικά μικρού κόστους απέλπιδα προσπάθεια αύξησης του αριθμού των διαθέσιμων αεροσκαφών και ότι εάν δεν επιλυθεί ριζικά το βασικό πρόβλημα, δηλαδή η αποκατάσταση της εγχώριας δυνατότητας εργοστασιακής συντήρησης, οι διαθεσιμότητες θα καταλήξουν στο ίδιο χαμηλό επίπεδο. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι τα ελληνικά C-130H, μετά υπηρεσία τουλάχιστον 50 ετών πρέπει να αντικατασταθούν, καθώς ο παροπλισμός τους από τις ΗΠΑ (όπου πλέον υπηρετούν σε μονάδες της Αεροπορικής Εθνοφρουράς και της Αεροπορικής Εφεδρείας) καθιστά ολοένα και πιο δύσκολη την εύρεση ανταλλακτικών και υλικών.

>10 αεροκινητήρων τύπου T56 (της έκδοσης T56-A-14) για τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας P-3B Orion, που όπως αναφέρθηκε από το 2015 υπόκεινται σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού στη διαμόρφωση P-3H. Ας σημειωθεί επίσης, ότι ο ίδιος αεροκινητήρας, στην έκδοση T56-A-15, χρησιμοποιείται στα αεροσκάφη τακτικών μεταφορών C-130B/-H Hercules.

>60 μεταχειρισμένων ΤΟΜΑ τύπου M2 Bradley, πιθανότατα της έκδοσης M2A2. Τα τελευταία χρόνια υπήρξε έντονο ελληνικό ενδιαφέρον για την προμήθεια οχημάτων Bradley και η επιστολή Μπλίνκεν αποτελεί τη πρώτη θετική ανταπόκριση των ΗΠΑ. Εκτιμάται, ότι τα οχήματα θα παραχωρηθούν στην κατάσταση «όπως είναι, όπου είναι» («as is, where is») και συνεπώς υπεισέρχεται ζήτημα κόστους, που θα βαρύνει, την ελληνική πλευρά για την αποκατάσταση και επαναφορά τους σε ενέργεια. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι στην ανακοίνωση για την έγκριση της πιθανής πώλησης στην Κροατία 76 ΤΟΜΑ της διαμόρφωσης M2A2 Operation Desert Storm (ODS), το κόστος προσδιορίζεται σε 757 εκατ. δολάρια ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας 1.735 κατευθυνόμενων αντιαρματικών βλημάτων TOW 2A/-B/-BB, συναφών υλικών, εξοπλισμού και υπηρεσιών.

Όμως, εκτός του κόστους, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί ο μικρός αριθμός οχημάτων που επαρκεί για τον εξοπλισμό μόνο ενός (!) μηχανοκίνητου τάγματος πεζικού (τυπική σύνθεση 41 οχήματα). Για δεύτερη φορά, φαίνεται ότι ετοιμάζεται να επαναληφθεί το φιάσκο των γερμανικής προέλευσης ΤΟΜΑ Marder 1A3, που ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε στο πλαίσιο της περιβόητης διαδικασίας κυκλικής ανταλλαγής. Εξυπακούεται, ότι παρά την ηλικία της σχεδίασης τους, τόσο τα Bradley όσο και τα Marder είναι πολύ ανώτερων επιδόσεων από τα οχήματα που διαθέτουν σήμερα οι μονάδες μηχανοκίνητου πεζικού, όμως ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μικρός, καθώς επαρκεί για τον εξοπλισμό μόλις δύο ταγμάτων, από τα περισσότερα των 25 που είναι αναπτυγμένα στην ηπειρωτική χώρα.

Επίσης εξυπακούεται, ότι ασχέτως αριθμού η ένταξη ενός νέου οπλικού συστήματος σε υπηρεσία απαιτεί τη δημιουργία υποδομής εκπαίδευσης, υποστήριξης, συντήρησης και επισκευής, και φυσικά των αποθεμάτων ανταλλακτικών, πυρομαχικών, εργαλείων, εξοπλισμού και λοιπών υλικών. Επιπλέον, η πολυτυπία αυξάνει περαιτέρω τα προαναφερθέντα κόστη. Πάντως, τόσο στην περίπτωση των Bradley όσο και των Marder, ο μεγαλύτερος «εχθρός» του Ελληνικού Στρατού στην προμήθεια μεγαλύτερου αριθμού οχημάτων είναι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία.

Σε ό,τι αφορά τα Marder, τα αποθέματα που διέθετε η γερμανική βιομηχανία έχουν εξαντληθεί και καθώς οι επιχειρήσεις συνεχίζονται, θα μειώνονται και τα αποθέματα του Στρατού της Γερμανίας. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS: International Institute for Strategic Studies), ο Στρατός της Γερμανίας διαθέτει 258 Marder 1A3/-A4 και 72 Marder 1A5, ενώ ο Στρατός των ΗΠΑ περί τα 2.500 M2A2/-A3 Bradley σε ενέργεια και επιπλέον 2.000 οχήματα σε αποθήκευση.

Επίσης, στην επιστολή αναφέρεται ότι θα υποβληθεί για κοινοποίηση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, η μεταβίβαση στην Ελλάδα:
>μέχρι 40 νέας κατασκευής μαχητικών F-35 μέσω διακρατικής σύμβασης (FMS: στρατιωτική πώληση εξωτερικού). Η απουσία ημερομηνίας στην επιστολή που δόθηκε στη δημοσιότητα, ο μελλοντικός χρόνος που χρησιμοποιεί στο κείμενο και το γεγονός ότι η έγκριση της πιθανής πώλησης των F-35 στην Ελλάδα δημοσιοποιήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2026, δηλαδή μόλις 24 ώρες πριν τη δημοσιοποίηση της επιστολής Μπλίνκεν από το Μαξίμου, επιτρέπει την εκτίμηση ότι αυτή (είναι προϊόν διμερούς συνεννόησης) είχε παραληφθεί σε προγενέστερη ημερομηνία και πάντως όχι νωρίτερα από τις 24 Οκτωβρίου 2023, «όταν οι ΗΠΑ κατένειμαν επιπλέον 30 εκατ. δολάρια ΗΠΑ σε βοήθεια με τη μορφή στρατιωτικής χρηματοδότησης εξωτερικού (FMF: Foreign Military Financing»), για να ενθαρρύνουν περαιτέρω δωρεές [ελληνικού αμυντικού υλικού στην Ουκρανία]».

>τρία παράκτια περιπολικά τύπου [Marine] Protector, μήκους 27 μέτρων και εκτοπίσματος 93 τόνων, ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό» από τα αποθέματα της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ, η οποία από το 2002 μέχρι το 2009 παρέλαβε 69 μονάδες του τύπου. Προς το παρόν δεν είναι γνωστό το κόστος συντήρησης και επαναφοράς σε υπηρεσία των περιπολικών αλλά εφόσον η προμήθεια υλοποιηθεί, αποτελεί πλήγμα στο αφήγημα για την κυβερνητική πρόθεση ανάτασης της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας. Το ίδιο ισχύει και για την ύψους 42.457.600 ευρώ προμήθεια των τεσσάρων, άνω των 30 ετών περιπολικών τύπου Island, μήκους 34 μέτρων και εκτοπίσματος 168 τόνων, τα οποία την παρούσα περίοδο βρίσκονται στα Ναυπηγεία Σαλαμίνας για συντήρηση και επαναφορά σε υπηρεσία, Διότι, ούτε το επιχείρημα της ταχύτερης δυνατόν ένταξης σε υπηρεσία μπορεί να δικαιολογήσει την προμήθεια περιπολικών 30 ετών, χωρίς οπλισμό, επικοινωνίες και αισθητήρες με τιμή μονάδας 10.614.250 ευρώ όταν με περίπου 12,5 εκατ. ευρώ, θα μπορούσε να υλοποιηθεί η προμήθεια σύγχρονης τεχνολογίας – νέας κατασκευής περιπολικών και μάλιστα ελαφρά μεγαλύτερου μήκους, δυνάμενων να παραδοθούν σε διάστημα 12 έως 18 μηνών. Εξάλλου, είναι τουλάχιστον αφελές να θεωρείται ότι η εγχώρια ναυπηγική βιομηχανία θα μπορέσει να συμμετάσχει ουσιαστικά στη σχεδίαση και ναυπήγηση φρεγατών τύπου Constellation χωρίς την απόκτηση δεξιοτήτων και εμπειρίας σε λιγότερο απαιτητικά ναυπηγικά προγράμματα, όπως τα παράκτια περιπολικά.

>Διάφορα οχήματα βαρέως τύπου διευρυμένης ικανότητας τακτικής κινητικότητας της οικογενείας HEMTT (Heavy Expanded Mobility Tactical Truck), κατασκευής της αμερικανικής Oshkosh και ρυμουλκούμενα, ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό». Με βάση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας πρόκειται για οχήματα τακτικών μεταφορών, βυτιοφόρα μεταφοράς καυσίμων και μεταφοράς γεφυροσκευής. Μετά την κατάρρευση του προγράμματος του «εθνικού φορτηγού», ενός άλλου αφηγήματος που είχε αποκτήσει ευρεία δημοσιότητα κατά τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, η υλοποίηση της εν λόγω παραχώρησης, αποτελεί εξαιρετικά θετική εξέλιξη καθώς θα αντιμετωπίσει, έστω και εν μέρει, τη μαζική απαξίωση του υφιστάμενου στόλου οχημάτων τακτικών μεταφορών.

Επίσης, στη επιστολή γίνεται αναφορά:
>στην πρόθεση υποβολής στο Κογκρέσο των ΗΠΑ νομοθετικής ρύθμισης και αιτήματος για τη μεταβίβαση στη χώρα μας μέχρι τεσσάρων πλοίων μάχης παρακτίων (LCS: Littoral Combat Ship) ως «πλεονάζον αμυντικό υλικό». Για τα συγκεκριμένα πλοία, τύπου Freedom, έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά. Στην παρούσα φάση, θα περιοριστούμε στην επισήμανση ότι δεν θα αποτελέσουν ενδιάμεση λύση όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί, αλλά είναι βέβαιο ότι θα παραμείνουν σε υπηρεσία για 25 έως 30 έτη. Θα αναφέρουμε επίσης, ότι με βάση τα στοιχεία του Γραφείου Λογοδοσίας της Κυβέρνησης των ΗΠΑ του Ιανουαρίου 2023 το ετήσιο κόστος λειτουργίας και υποστήριξης (συμπεριλαμβανομένης και της συντήρησης) κάθε πλοίου τύπου Freedom ανερχόταν σε 42 εκατ. δολάρια.

>στην απόδοση προτεραιότητας στην Ελλάδα για παραλαβή οχημάτων MRAP (ανθεκτικά σε νάρκες, προστατευμένα από ενέδρες), που «θα αρχίσουν να είναι διαθέσιμα από τον επόμενο χρόνο», και
>στην εξέταση των ελληνικών απαιτήσεων στην περίπτωση που θα καταστούν διαθέσιμα αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού KC-135, ο στόλος των οποίων έχει μέση ηλικία ανώτερη των 60 ετών (!).

Τέλος, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά της επιστολής για την πρόθεση να διατεθούν για την Ελλάδα πρόσθετες πιστώσεις FMF ύψους μέχρι 200 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ, χωρίς να διευκρινίζεται εάν πρόκειται για δωρεά ή δάνεια με ευνοϊκούς όρους, ως αντιστάθμισμα της πώλησης ή μεταβίβασης στην Ουκρανία «αμυντικών δυνατοτήτων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου