Μια νέα βιομηχανική αμυντική στρατηγική της Ε.Ε. επιδιώκει να στηρίξει τις προσπάθειες των κρατών-μελών να αναπληρώσουν και να αποκτήσουν νέο αμυντικό εξοπλισμό βραχυπρόθεσμα, ενισχύοντας παράλληλα τη διεύρυνση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων και την απόκτηση μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας μακροπρόθεσμα, οι διαφωνίες, ωστόσο, σχετικά με την κοινή χρηματοδότηση και οι διαρθρωτικοί περιορισμοί στις αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητά της.
Στις 5 Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αμυντική Βιομηχανία (EDIS) και το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Επενδύσεων στην Αμυνα (EDIP), τα οποία προορίζονται να ενισχύσουν την ανάπτυξη των αμυντικών δυνατοτήτων του μπλοκ. Μαζί, το EDIS και το EDIP αποσκοπούν στη διευκόλυνση της διασυνοριακής συνεργασίας για την παραγωγή, την αγορά και την ιδιοκτησία όπλων μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., στην ενίσχυση της αμυντικής τεχνολογικής και βιομηχανικής βάσης του μπλοκ και τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς για την άμυνα.
ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΕΣ αυτές, οι Βρυξέλλες επιδιώκουν ταυτόχρονα να στηρίξουν την Ουκρανία έναντι της Ρωσίας, να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια, να επιτύχουν μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία στον τομέα της άμυνας και να ενισχύσουν επίσης τη βιομηχανική βάση τους. Η Ε.Ε. διανύει τη μεγαλύτερη διαδικασία επανεξοπλισμού από τα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τους πολλούς περιορισμούς της αμυντικής παραγωγής του μπλοκ. Το γεγονός αυτό έχει θέσει την αμυντική-βιομηχανική στρατηγική στο επίκεντρο της ατζέντας των Βρυξελλών, τόσο όσον αφορά στη βραχυπρόθεσμη βοήθεια προς την Ουκρανία όσο και μακροπρόθεσμα την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποσκοπούν στην ευθυγράμμιση αυτών των στόχων με δύο άλλους κύριους στρατηγικούς στόχους της Ενωσης: την επίτευξη μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας και την προώθηση μιας πιο ανταγωνιστικής και ανθεκτικής βιομηχανικής βάσης.
ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΠΙΕΣΕΙΣ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι διαφωνίες των κρατών-μελών της Ε.Ε. σχετικά με τον τρόπο χρηματοδότησης της πρωτοβουλίας, καθώς και με τον ρόλο που θα έχουν οι Βρυξέλλες στον συντονισμό των πτυχών των πωλήσεων και των προμηθειών όπλων, θα θέσουν σημαντικούς περιορισμούς. Η στρατηγική της Επιτροπής θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη-μέλη, τα οποία παραδοσιακά προστατεύουν την κυριαρχία τους, αναφορικά με τον αμυντικό σχεδιασμό και τις αμυντικές δαπάνες. Επιπλέον, η εφαρμογή της στρατηγικής σε συγκεκριμένες προτάσεις θα εξαρτηθεί από τη σύνθεση του επόμενου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Στο μεταξύ, αν και η ανάγκη επίτευξης στρατηγικής αυτονομίας στον τομέα της άμυνας και η προώθηση μιας ανθεκτικής στρατιωτικοβιομηχανικής βάσης στο μπλοκ υποστηρίζεται ευρέως σε όλο το μπλοκ, παραμένουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών όσον αφορά στην κλίμακα και το είδος της χρηματοδότησης της πρωτοβουλίας, καθώς και τον ρόλο που θα έχουν οι Βρυξέλλες στον συντονισμό των πτυχών των πωλήσεων και των προμηθειών όπλων.
ΕΝΩ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ έχει προβλέψει μέχρι στιγμής μόνο 1,5 δισ. ευρώ για το EDIP μέχρι το 2027, ο σημαντικός μετασχηματισμός του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος του μπλοκ θα απαιτήσει πολύ υψηλότερα επίπεδα δαπανών. Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, Τιερί Μπρετόν, δήλωσε ότι απαιτούνται έως και 100 δισ. ευρώ για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής. Αλλά αυτό θα απαιτούσε κοινό δανεισμό, μια άκρως προβληματική πρόταση για δημοσιονομικά συντηρητικά κράτη-μέλη όπως η Γερμανία και η Ολλανδία. Χωρίς σημαντική αύξηση της χρηματοδότησης, τα σχέδια για έναν νέο κοινό μηχανισμό προμηθειών δεν θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο. Ωστόσο, εξωγενή σοκ, όπως η περαιτέρω ρωσική προέλαση στην Ουκρανία ή μια σημαντική επιδείνωση των διατλαντικών σχέσεων (ως αποτέλεσμα, για παράδειγμα, της επανεκλογής του τέως προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, τον Νοέμβριο), θα μπορούσαν, τουλάχιστον εν μέρει, να βοηθήσουν να ξεπεραστούν αυτοί οι περιορισμοί.
Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ των στόχων της στρατηγικής θα εξαρτηθεί, τελικά, από τη διαρκή επέκταση των εθνικών αμυντικών προϋπολογισμών στην Ευρώπη, η οποία όμως βραχυπρόθεσμα θα περιοριστεί από τους περιορισμούς της χρηματοδότησης και τις αυξανόμενες οικονομικές προκλήσεις και μακροπρόθεσμα από τις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες δαπανών και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία. Η επίτευξη της αύξησης της αμυντικής βιομηχανίας σε ολόκληρη την Ε.Ε. εξαρτάται από την αύξηση του όγκου των παραγγελιών από τα κράτη-μέλη, η οποία μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω μιας διαρκούς επέκτασης των εθνικών αμυντικών προϋπολογισμών. Κατά τα επόμενα έτη, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ευρώπη θα κατευθυνθεί στην ενίσχυση των επιπέδων ετοιμότητας των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και στην κάλυψη των υφιστάμενων κενών στα οπλικά τους αποθέματα, που έχουν εξαντληθεί από τη συνεχιζόμενη στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία – μια τάση που πιθανότατα θα επιταχυνθεί όσο διαρκεί η σύγκρουση εκεί.
ΩΣΤΟΣΟ, μια σειρά από υλικούς και διαρθρωτικούς περιορισμούς θα μετριάσει αυτές τις αυξήσεις δαπανών. Βραχυπρόθεσμα, η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση θα συνεχίσει να μειώνει την αγοραστική δύναμη των αμυντικών προϋπολογισμών και να επιβαρύνει τις αποφάσεις για τις δημόσιες δαπάνες στην Ευρώπη, γεγονός που πιθανότατα θα μεταφραστεί σε πιο μετριοπαθείς αμυντικές επενδύσεις από αυτές που είχαν αρχικά ανακοινωθεί από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου